Χωρίς κανένα δισταγμό έστελνε πάνοπλες δυνάμεις καταστολής χτυπώντας άγρια κάθε αγώνα. Οπως φαίνεται και στην περίπτωση της ΛΑΡΚΟ, εργοδότες και κράτος με συνδυασμένες προσπάθειες δημιουργούσαν προβοκάτσιες, για να δικαιολογήσουν τις άγριες επιθέσεις των αστυνομικών δυνάμεων.
Στις 2 Φλεβάρη 1977 ο «Ριζοσπάστης» σημείωνε ότι «η ΛΑΡΚΟ είναι ιδιοκτησία του μεγαλοβιομήχανου Μποδοσάκη και θεωρείται από τις πρώτες εταιρείες εξόρυξης σιδηρονικελίου στην καπιταλιστική Ευρώπη». Στα αιτήματα των απεργών για αυξήσεις, η εργοδοσία αντιπρότεινε αυξήσεις που, όπως σχολίασε ο τότε πρόεδρος του Σωματείου, «είναι χαμηλότερα και από τα ποσοστά πείνας των 10% και 5% που συμφώνησαν οι εργοδότες με τη ΓΣΕΕ».
«Μας στέλνουν στο θάνατο»
Από τις πρώτες μέρες της απεργίας η συμμετοχή ήταν μεγάλη. Στις σελίδες του «Ριζοσπάστη» βρίσκουμε συζητήσεις με εργάτες που περιγράφουν τις συνθήκες εργασίας που επικρατούσαν στο εργοστάσιο.
(...) Με λένε Βασιλάκη Νικόλαο, γράψε ότι καταγγέλλω τη "ΛΑΡΚΟ", γιατί μας στέλνει πρόωρα στο θάνατο. Δεν παίρνει κανένα μέτρο, όλοι είμαστε καμένοι σε χίλιες μεριές (...) Στην απομετάλλωση και στην αποσκουρίαση κινδυνεύουμε από το λιωμένο μέταλλο και τους όγκους της σκουριάς (...) Αυτοί που τοποθετούν το πυρόλ κινδυνεύουν να γίνουν κάρβουνο... Πριν λίγο καιρό που έσπασε ένα πυρόλ δημιουργήθηκε φλόγα 30 μέτρων.
(...) Η επιθεώρηση εργασίας όποτε έρχεται πάει στο γραφείο του διευθυντή. Ο κ. Κονοφάγος μας είπε ότι πρώτα φοράγαμε τσαρούχια και η ΛΑΡΚΟ μας έκανε ανθρώπους.Υπάρχουν 50 μαθητές του ΟΑΕΔ που δουλεύουν εδώ και παίρνουν από 64-256 δρχ. Παρόλο που κάνουν την ίδια δουλειά με εμάς και κινδυνεύουν το ίδιο με μας.Τη δεύτερη μέρα της απεργίας εξανάγκασαν με τη βία τους μικρούς μαθητές του ΟΑΕΔ να δουλέψουν».
Ενώ οι εργατοτεχνίτες βρίσκονταν στη 13η μέρα της απεργίας, ξεκίνησαν απεργία και οι 300 μεταλλωρύχοι της ΛΑΡΚΟ στο Νέο Κόκκινο της Θήβας. Συνολικά οι απεργοί έφθασαν τους 1.200.
Στήνουν απεργοσπαστική μηχανή
Περίπου 20 μέρες μετά την έναρξη της απεργίας, η εργοδοσία ξεκίνησε τις προσπάθειες να στήσει απεργοσπαστικό μηχανισμό με την αμέριστη στήριξη του κράτους.
Στα μέσα Φλεβάρη προσέλαβε απεργοσπάστες που έρχονταν καθημερινά από την Αθήνα με πούλμαν και με συνοδεία περιπολικών της Αστυνομίας. Παράλληλα, οι αστυνομικές δυνάμεις στην περιοχή γίνονται όλο και περισσότερες, με στόχο να καλλιεργηθεί κλίμα εκφοβισμού στους απεργούς.
Αξιοσημείωτη είναι επίσης η καταγγελία απεργών ότι το παράρτημα της Εθνικής Τράπεζας στη Λάρυμνα αρνήθηκε να δώσει χρήματα στους απεργούς από τις καταθέσεις τους. Οι απεργοί πήγαν στην τράπεζα «για να εκφράσουν την αγανάκτησή τους και να αποσύρουν τις καταθέσεις τους από το Υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας» με τον διευθυντή του υποκαταστήματος να τους απαντά «Κάνετε απεργία, ζητάτε και λεφτά»!
Οι τρομοκρατικές ενέργειες της εργοδοσίας συνεχίστηκαν με διάφορες μορφές. Στις αρχές Μάρτη απέλυσε τρεις εργαζόμενους και με πληρωμένη ανακοίνωση στις αστικές εφημερίδες προσπάθησε να συκοφαντήσει τον αγώνα των εργαζομένων.
Ενας άλλος τρόπος που χρησιμοποίησε για να σπάσει την απεργία ήταν να στρέψει τη μια ειδικότητα εργαζομένων ενάντια στην άλλη. Ετσι, στα τέλη Μάρτη απέλυσε δέκα διοικητικούς υπαλλήλους, που ήταν κάτοικοι των χωριών της περιοχής, με το αιτιολογικό ότι δεν υπάρχει δουλειά λόγω της απεργίας. Δηλαδή, τους είπε ότι έφταιγαν οι απεργοί που απολύθηκαν.
Προνόμια για το κεφάλαιο
Το σωματείο απάντησε με ανακοίνωση, όπου αποκαλύπτονταν ότι σε αντίθεση με τους άθλιους όρους εργασίας που ίσχυαν για τους ίδιους, η εργοδοσία απολάμβανε μια σειρά προνόμια. Στις 11 Μάρτη ο «Ριζοσπάστης» δημοσιοποίησε την ανακοίνωση του σωματείου «Ενωση Εργαζομένων Εταιρείας ΛΑΡΚΟ».
Μεταξύ άλλων, σημειώνεται ότι η εργοδοσία: «1) Απολαμβάνει φορολογικής απαλλαγής, 2) επιδοτείται στην κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος, 3) τυγχάνει προνομιακών εξαγωγών και διευκολύνσεων,4) παίρνει τα μεγαλύτερα και περισσότερα χρήματα από το κράτος. Επίσης, είναι γνωστό πλέον σε όλους ότι: 1)Τα μεταλλεία τα έχει πάρει άλλα χαριστικά και άλλα σε εξευτελιστικές τιμές,...».
Λίγο πριν η απεργία συμπληρώσει 50 μέρες, το κράτος εξαπέλυσε την πρώτη του επίθεση. Ο «Ριζοσπάστης» ανέφερε στις 17 Μάρτη: «...η χωροφυλακή συνέλαβε 15 απεργούς και κατοίκους του χωριού Μαρτίνο. Μεταξύ των συλληφθέντων είναι ο πρόεδρος και ο γραμματέας του σωματείου των εργατών. Η ασφάλεια πήρε από τα σπίτια τους στις 3 το πρωί τον πρόεδρο Χ. Οικονόμου και τον Γραμματέα Γ. Καρόπουλο και τους μετέφερε στην ασφάλεια Λαμίας».
Πριν από τις συλλήψεις έγινε το εξής επεισόδιο: «Μια ομάδα απεργών και άλλων κατοίκων του Μαρτίνου που ήταν συγκεντρωμένοι στην πλατεία του χωριού δέχθηκαν επίθεση από έναν απεργοσπάστη μαζί με το γαμπρό του.
(...) Οργανα της χωροφυλακής που παρακολούθησαν το επεισόδιο, όχι μόνο δε συνέλαβαν τους δύο υπεύθυνους, αλλά αρκετή ώρα μετά τη λήξη του επεισοδίου στις 11 το βράδυ ισχυρή αστυνομική δύναμη και 50 περίπου κρανοφόροι κατέκλυσαν το κέντρο του χωριού. Λίγες ώρες μετά έγιναν οι συλλήψεις με την κατηγορία για "εξύβριση", "απειλές", "διατάραξη κοινής ησυχίας"».
Τα δύο γεγονότα είναι ενδεικτικά ότι στήνονταν προβοκάτσιες. Μερικές μέρες μετά ο γενικός γραμματέας του σωματείου λιθοβολήθηκε από τον πρόεδρο επί χούντας της κοινότητας Λάρυμνας, παρουσία αστυνομικών, που όμως δεν συνέλαβαν το δράστη...
- Στο τετρασέλιδο της άλλης Πέμπτης: Το δεύτερο και τελευταίο μέρος του ιστορικού για την απεργία στη ΛΑΡΚΟ.