Αποσπάσματα από την κεντρική εισήγηση που έκανε η Γιώτα Ταβουλάρη
Ηταν το χρονικό ενός «προαναγγελθέντος θανάτου», που μας θυμίζει ότι πρώτα από όλα κινδυνεύουν οι εργάτες στα εργοστάσια, επειδή οι εργοδότες δεν παίρνουν μέτρα ασφάλειας, και κατ' επέκταση υπάρχει μεγάλος κίνδυνος για ολόκληρη την περιοχή, για το σύνολο των εργαζομένων και των κατοίκων, αυτός του βιομηχανικού ατυχήματος μεγάλης έκτασης (ΒΑΜΕ).
Οταν μιλάμε, ωστόσο, για προστασία της υγείας και ασφάλειας στους χώρους δουλειάς, δεν εννοούμε μόνο την πρόληψη των εργατικών ατυχημάτων, που είναι σχεδόν ο μοναδικός δείκτης που μετράται στα θέματα Υγείας και Ασφάλειας στην Εργασία (ΥΑΕ), αλλά και την πρόληψη των επαγγελματικών ασθενειών, την πρόληψη της πρόωρης φθοράς της υγείας και την πρόωρη γήρανση του οργανισμού που προκαλούνται από τις συνθήκες και τους όρους δουλειάς.
Μιλώντας για την υγεία, ως εργάτες, δεν εννοούμε το ίδιο πράγμα με τους εργοδότες. Για τους εργοδότες και το κεφάλαιο «υγιής» είναι ο εργαζόμενος που μπορεί να εργαστεί, που δεν έχει κάποια αναπηρία ή ασθένεια που να τον εμποδίζει στην εργασία του.
Η κατάσταση στους χώρους δουλειάς
Με τις επαγγελματικές ασθένειες το πρόβλημα είναι τεράστιο. Οι εργαζόμενοι στη Βιομηχανία εκτίθενται σε βλαπτικούς παράγοντες, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα υγείας, τα οποία μπορεί τελικά να τους οδηγούν ακόμα και στο θάνατο (π.χ. διάφορα είδη καρκίνου, μυοσκελετικές παθήσεις, προβλήματα στο δέρμα, παθήσεις πνευμόνων κ.λπ.).
Πρόκειται για ακήρυχτο πόλεμο κατά των εργατών.
Στην παραγωγή οι εργάτες έρχονται σε επαφή με φαρμακευτικές και χημικές ουσίες, εκτίθενται σε βιολογικούς παράγοντες που προκαλούν λοιμώδεις νόσους, χωρίς τα κατάλληλα μέσα προστασίας. Σηκώνουν βάρη, δουλεύουν σε συνθήκες μεγάλης και συνεχούς εναλλαγής θερμοκρασίας, από τους φούρνους στα ψυγεία (-20 - 30 βαθμοί Κελσίου). Εισπνέουν σκόνες, εκτίθενται σε εκκωφαντικούς θορύβους. Εργάτες ακρωτηριάζονται, επειδή οι μηχανές δεν έχουν προστατευτικά.
Εργάτες δουλεύουν σε βάρδιες μέχρι να βγουν στη σύνταξη, με αποτέλεσμα τη συχνή εμφάνιση καρδιοπαθειών και εμφραγμάτων.
Χαρακτηριστικές για το πώς μετρά η μεγαλοεργοδοσία την υγεία και τη ζωή των εργατών είναι δύο περιπτώσεις που αντιμετωπίσαμε πρόσφατα στο Φάρμακο: Εργάτρια σε μεγάλη φαρμακοβιομηχανία κρατήθηκε μετά από λιποθυμικό επεισόδιο για τρεις ώρες στο ιατρείο της επιχείρησης χωρίς γιατρό και όταν πια μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, είχε υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη στην υγεία της.
Μεγάλος όμιλος καλλυντικών αρνείται να βγάλει από τη γραμμή παραγωγής εργάτη με σοβαρό πρόβλημα καρδιάς. Την περασμένη βδομάδα σε επιχείρηση του Μετάλλου εργαζόμενη απολύθηκε μόλις η εργοδοσία αντιλήφτηκε ότι είναι έγκυος. Την ίδια μέρα της απόλυσής της, η εργαζόμενη απέβαλε. Ομως, τυπικά, από το «γράμμα του νόμου», δεν θεωρείται γι' αυτό, αυτομάτως, υπεύθυνη η εργοδοσία.
Και αυτές οι περιπτώσεις δεν είναι μοναδικές.
Οι επαγγελματικές ασθένειες δεν καταγράφονται στην ουσία ως τέτοιες. Υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο στη χώρα μας έχουμε περίπου 400 - 450 θανάτους από επαγγελματικές ασθένειες που χαρακτηρίζονται «κοινή νόσος». Αυτό σημαίνει ότι από τη μια οι εργαζόμενοι δεν αποζημιώνονται με ευθύνη του εργοδότη και του κράτους για θεραπεία, αποκατάσταση, σύνταξη κ.λπ. και καλούνται να πληρώνουν από την τσέπη τους, και από την άλλη, δεν υπάρχουν διαδικασίες εκτίμησης, πρόληψης και αντιμετώπισης του επαγγελματικού κινδύνου.
Ετσι, ο εργαζόμενος χάνει τη δυνατότητα ακόμα και των ελάχιστων παροχών, ενώ ο εργοδότης αποφεύγει το κόστος της διάγνωσης, θεραπείας και αποκατάστασης της επαγγελματικής ασθένειας που αυτός προκάλεσε.
Σύμφωνα με μελέτες που έχουν γίνει σε διάφορες χώρες στην ΕΕ και αλλού, το προληπτικό και ασφαλιστικό κόστος για τις επαγγελματικές ασθένειες είναι 7 φορές μεγαλύτερο από το αντίστοιχο των εργατικών ατυχημάτων.
Οι πραγματικές αιτίες και η ευθύνη της εργοδοσίας
Τα εργατικά ατυχήματα και οι επαγγελματικές ασθένειες δεν είναι αναπόφευκτα γεγονότα, ούτε είναι ατομική ευθύνη των εργαζομένων. Το εύκολο θα ήταν να πούμε ότι φταίει κάποιος μηχανικός ή κάποιο στέλεχος της εταιρείας, ότι φταίνε οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, γιατί δεν προσέχουν. Να αποδεχτούμε την επικινδυνότητα λόγω της φύσης της παραγωγικής δραστηριότητας ενός διυλιστηρίου ή κάποιας άλλης βιομηχανίας, να αποδεχτούμε κατά συνέπεια και την επικινδυνότητα για κάθε περιοχή που περιλαμβάνει τέτοιες βιομηχανίες.
Η αλήθεια, όμως, είναι ότι η προστασία της Υγείας και Ασφάλειας στην Εργασία (ΥΑΕ) είναι εργοδοτική ευθύνη. Τα μέτρα προστασίας οι εργοδότες τα θεωρούν περιττά έξοδα, εμπόδιο στην κερδοφορία τους. Η μη λήψη μέτρων ΥΑΕ αποτελεί άλλον έναν τρόπο μείωσης της τιμής της εργατικής δύναμης, ή, όπως το λένε, μείωση του «μη μισθολογικού» κόστους εργασίας.
Ο κάθε επιχειρηματικός όμιλος μετρά από τη μια το «κόστος της ζωής και της υγείας» των εργαζομένων, κόστος που «μετριέται» σε πρόστιμα και αποζημιώσεις, καθώς και κόστος χαμένων εργατοωρών λόγω ατυχήματος ή ασθένειας. Από την άλλη βάζει το κόστος των μέτρων προστασίας, το κόστος δηλαδή των τεχνικών μέτρων (π.χ. κατάλληλου εξοπλισμού, προληπτικής συντήρησης), το κόστος εκπαίδευσης, το κόστος από την καθυστέρηση των εργασιών για να γίνουν οι διαδικασίες με ασφάλεια και να υπάρχει κατάλληλο σχέδιο έκτακτης ανάγκης, το κόστος απασχόλησης επαρκούς προσωπικού.
Τελικά, το κόστος των μέτρων προστασίας είναι πολύ μεγαλύτερο από το κόστος που μπορεί να έχει ο εργοδότης αν δεν πάρει τα μέτρα.
Επομένως, ο στόχος του κεφαλαίου να αυξήσει το ποσοστό κέρδους οδηγεί σε ελλιπή μέτρα προστασίας της υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων (π.χ. ελλιπής έλεγχος για ύπαρξη εύφλεκτων αερίων κατά τη διάρκεια θερμών εργασιών, πίεση λόγω φόρτου εργασίας για «ακύρωση» των ασφαλιστικών διατάξεων των μηχανών κ.ά.).
Οδηγεί σε ελλιπή προληπτική συντήρηση, μειώσεις προσωπικού και εντατικοποίηση εργασίας που αυξάνουν την επικινδυνότητα, σε απουσία μέτρων προστασίας από την έκθεση σε βλαπτικούς παράγοντες (π.χ. επικίνδυνες χημικές ουσίες, ακτινοβολίες, θόρυβο), υποτυπώδη εκπαίδευση εργαζομένων κ.λπ.
Ο ρόλος του καπιταλιστικού κράτους
Οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις που προωθούν η ΕΕ και οι ελληνικές κυβερνήσεις εδώ και δεκαετίες, πριν ακόμα από τα μνημόνια και την κρίση, με στόχο να γίνουν πιο φθηνοί και ευέλικτοι οι εργαζόμενοι για τους επιχειρηματίες, έρχονται να πολλαπλασιάσουν τους κινδύνους για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι ελαστικές σχέσεις και ωράρια εργασίας, η τάση προώθησης εργασιών σε εργολάβους, οι ενοικιαζόμενοι, η μαθητεία.
Επιπλέον, με την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης καταδικάζουν ηλικιωμένους εργάτες σε ακόμη περισσότερα χρόνια έκθεσης σε επαγγελματικούς κινδύνους.
Η ατεκμηρίωτη κατάργηση του θεσμού των ΒΑΕ σε πολλούς κλάδους (π.χ. παρασκευή και συσκευασία φαρμάκου, καλλυντικού, γεωργικών φαρμάκων, χημικών, λιθογράφοι, μέταλλο) έχει αυξήσει ακόμα περισσότερο τους κινδύνους για την υγεία των εργαζομένων σε αυτούς. Προτάχθηκε και σε αυτή την περίπτωση η εξυπηρέτηση πάγιων στοχεύσεων και επιδιώξεων της αστικής τάξης για φθηνότερη εργατική δύναμη και για περιορισμό του «μισθολογικού και μη μισθολογικού κόστους εργασίας», όπως οι ίδιοι το λένε.
Παρά τα αρκετά νομοθετήματα που σχετίζονται, άμεσα ή έμμεσα, με την εργασιακή υγεία και ασφάλεια και την ασφαλιστική κάλυψη του επαγγελματικού κινδύνου, αυτό που πρακτικά ισχύει σήμερα είναι ένα ελάχιστο ασφάλιστρο, χωρίς διακύμανση ανάλογα με την επικινδυνότητα και τις συνέπειες του επαγγελματικού κινδύνου, που σε καμία περίπτωση δεν καλύπτει το κόστος διάγνωσης, θεραπείας και αποκατάστασης των επαγγελματικών ασθενειών και των εργατικών ατυχημάτων. Επίσης, το ασφάλιστρο αυτό δεν εφαρμόζεται τυπικά σε όλες τις επιχειρήσεις.
Το ίδιο το νομοθετικό πλαίσιο βοηθά στη μη αποτελεσματική πρόληψη των κινδύνων στην εργασία. Για παράδειγμα, ο Τεχνικός Ασφάλειας και ο Γιατρός Εργασίας είναι σύμβουλοι του εργοδότη, με εξαρτημένη σχέση εργασίας, ο χρόνος που προβλέπεται σε σχέση με το να ασκήσουν ουσιαστικό έργο είναι ελάχιστος, σε κάποιες επιχειρήσεις ο ίδιος ο εργοδότης μπορεί να είναι Τεχνικός Ασφάλειας κ.λπ.
Οι περισσότερες επιχειρήσεις δεν έχουν καν Γιατρούς Εργασίας. Συχνά, αντί για ειδικούς γιατρούς εργασίας συναντάμε ανειδίκευτους ή γιατρούς άλλης ειδικότητας, ακόμη και γυναικολόγους. Πολλές επιχειρήσεις «νοικιάζουν» από ΕΞΥΠΠ γιατρούς διαφόρων ειδικοτήτων, ως γιατρούς εργασίας. Οι Ειδικευμένοι Γιατροί Εργασίας που υπάρχουν σήμερα δεν επαρκούν για την κάλυψη του τεράστιου αριθμού των χώρων δουλειάς, ακόμη και με τα δεδομένα του υπάρχοντος νομοθετικού πλαισίου, που δεν αντιστοιχούν στις πραγματικές ανάγκες.
Το κάδρο της ενίσχυσης της κερδοφορίας του κεφαλαίου και των εγκληματικών αποτελεσμάτων της σε βάρος των εργατών συμπληρώνεται με την όλο και μεγαλύτερη υποβάθμιση των ελεγκτικών μηχανισμών, των ΣΕΠΕ.
Ο εργοδοτικός - κυβερνητικός συνδικαλισμός
Μπορεί να συμφωνούν και αυτές οι δυνάμεις στις διαπιστώσεις για την κατάσταση στους χώρους δουλειάς όσον αφορά τον επαγγελματικό κίνδυνο, όπως συμφωνούν οι περισσότεροι. Το ζήτημα είναι πού εστιάζει ο καθένας για τις αιτίες αυτής της κατάστασης και για την κατεύθυνση στην οποία πρέπει να δράσει το εργατικό κίνημα, για να την αντιμετωπίσει.
Οι δυνάμεις που πίνουν νερό στο όνομα της επιχειρηματικότητας και της ανταγωνιστικότητας και προσπαθούν από το πρωί έως το βράδυ να πείσουν τους εργάτες ότι έχουν κοινά συμφέροντα με τα αφεντικά, είναι φύσει και θέσει αδύνατο να υπερασπιστούν την ασφάλεια και την υγεία, τη ζωή των εργατών μέσα στους χώρους δουλειάς.
Επιπλέον, κάνουν και ζημιά στην οργάνωση και στον προσανατολισμό των εργατικών αγώνων. Είναι επικίνδυνοι όλοι αυτοί, όπως και αν αυτοχαρακτηρίζονται, γιατί εξ αντικειμένου παίρνουν θέση απέναντι στα συμφέροντα των εργατών. Λειτουργούν σε εξάρτηση με την εργοδοσία, με τη λογική της εξαγοράς, της συναίνεσης, του «διαλόγου μεταξύ των εταίρων», της «εργασιακής ειρήνης».
Ο νέος εργοδοτικός - κυβερνητικός συνδικαλισμός του ΣΥΡΙΖΑ μαζί με την κυβέρνησή του καθιστούν τους μεγαλοεργοδότες ως συνομιλητές, για να συμβάλουν τάχα στην «από κοινού» αντιμετώπιση της δικής τους αυθαιρεσίας. Κοροϊδεύουν τους εργάτες!
Η σκληρή πραγματικότητα, όμως, που βιώνουν οι εργάτες καθημερινά στους χώρους δουλειάς δείχνει ότι το ζήτημα της ασφάλειας και της υγείας τους δεν αποτελεί πεδίο διαλόγου και συναλλαγής με τους ηθικούς αυτουργούς του εγκλήματος, τους εργοδότες.
Αντίθετα, αποτελεί πεδίο αντιπαράθεσης και με την εργοδοσία και με τον εργοδοτικό - κυβερνητικό συνδικαλισμό, πεδίο πάλης και διεκδίκησης του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, ενταγμένης στην πάλη για την αναχαίτιση τις αντιλαϊκής επίθεσης, για την ανάκτηση των απωλειών της κρίσης και για την ικανοποίηση του συνόλου των αναγκών της εργατικής τάξης.