Μην παραδοθείς...

Μην παραδοθείς...

Σάββατο 4 Ιουλίου 2015

ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ Αγωνίστρια στην πρωτοπορία της κομμουνιστικής και της ΕΑΜικής διανόησης


«...Ο ήρωάς μου είναι δύσκολη υπόθεση, το ξέρω. Δεν είναι ένας άνθρωπος, δεν είναι δυο, δεν είναι εκατό, ούτε χίλιοι. Δεν είναι ούτε καν ο άνθρωπος. Ο ήρωάς μου είναι ο δρόμος. Οι δρόμοι της Αθήνας. Γι' αυτό είναι και τόσο δύσκολο. Ενας από μονάχος του δεν μπορεί να το κάμει ένα τόσο μεγάλο πράμα. Φτιάχνεις εσύ ένα κομματάκι και θα 'ρθούνε κατόπι οι άλλοι να σου το συμπληρώσουνε...».
Τα παραπάνω σημειώνει στο βιβλίο της «Σύντροφοι Καλημέρα!», που πρωτοεκδόθηκε από το εκδοτικό «Νέα Ελλάδα» το 1953, η Μέλπω Αξιώτη.
Η μορφή, οι αγώνες και το έργο της Μ. Αξιώτη την κατατάσσουν στην πρωτοπορία της κομμουνιστικής και της ΕΑΜικής διανόησης, του γυναικείου λαϊκού κινήματος, αλλά και του μοντερνισμού στα Ελληνικά Γράμματα.
Σπουδαία και καταξιωμένη συγγραφέας, ποιήτρια, μεταφράστρια. Η γραφή της ξεχωριστή και προσωπική, με ύφος λιτό και ζωντανό, που συγκλίνει με τη φυσικότητα του λαϊκού, προφορικού λόγου. Σε πολλά έργα της κυρίαρχο ρόλο παίζουν η μνήμη, ο συνειρμικός τρόπος αφήγησης, τα συνεχή άλματα ανάμεσα στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Η ιδιαίτερη ποιητική σύνταξη που χρησιμοποιεί στα γραπτά της την κατατάσσουν σε μια από τις πιο πρωτοποριακές φωνές της μεσοπολεμικής λογοτεχνίας. Το έργο της «φτιάχνει όνειρα και τσακίζει πέτρα», όπως λέει για ένα κείμενό της ο Γιάννης Ρίτσος.

Τα πρώτα χρόνια
Γεννήθηκε το 1905 στην Αθήνα. Πατέρας της ο Μυκονιάτης συνθέτης Γιώργος Αξιώτης. Μητέρα της η αριστοκράτισσα Καλλιόπη Βάβαρη. Οι γονείς της χωρίζουν. Μεγαλώνει στη Μύκονο μαζί με τον πατέρα της. Τελειώνει το Σχολαρχείο στη Μύκονο. Το 1918 μπαίνει εσώκλειστη στις Ουρσουλίνες της Τήνου. Το 1922 έρχεται στην Αθήνα και ζει με τη μητέρα της. Το 1925 παντρεύτηκε τον δάσκαλό της Βασίλη Μάρκαρη, με τον οποίο ζει τέσσερα χρόνια στη Μύκονο.
Το 1933 κάνει την πρώτη της εμφάνιση στο χώρο των Γραμμάτων. Το 1936 εντάσσεται στο ΚΚΕ, «δένοντας» έκτοτε τη ζωή της και το έργο της με τους αγώνες και την ιδεολογία του. Να πώς περιγράφει σε αυτοβιογραφικό κείμενό της, με τίτλο «Ο παππούς μου» (1953), την ένταξή της στο ΚΚΕ: «Ο πάπους μου μέχε μάθει ν' αγαπώ το λαό, πως ο λαός είναι ο μέγας δάσκαλος κι' έχει απέραντους θησαυρούς και μεγάλη σοφία, είχε γράψει κι' ο ίδιος πολλά μυκονιάτικα διηγήματα γεμάτα αγάπη για το φτωχό κόσμο κι' ήταν ο πρώτος που έκαμε γνωστή στην Ελλάδα τη ρούσσικη φιλολογία με μεταφράσεις στη δημοτική του Πούσκιν, Λέρμοντοφ, Τολστόι. Ο πατέρας μέχε μάθει ν' αγαπώ τη Ρωσία, όπου εκεί είχε γεννηθεί κι' ο ίδιος και μεγάλωσε. Τον αγαπούσα λοιπόν το λαό, την αγαπούσα και τη Ρωσία, και σίγουρα ότι εκείνες οι δυο αγάπες μαζί, μέχανε πάει εμένα πια ίσαμε το ΚΚΕ. Είχα δηλαδή κάμει νερά, είχα φύγει απ' την τάξη μου. Μα για τον έλεγχο το μαρξιστικό πάνω στα φιλολογικά μου γραφτά αυτό δεν ήμουν σε θέση να το κάμω τότε».
Το 1938 κυκλοφορεί το πρώτο της μυθιστόρημα, «Δύσκολες νύχτες». Η λογοκρισία της δικτατορίας του Μεταξά, για να εκδώσει το βιβλίο, σβήνει διάφορες φράσεις. Το θέμα του βιβλίου, η περιγραφή του καημού και του μόχθου του ελληνικού λαού της επαρχίας και της πρωτεύουσας. Τιμήθηκε με το Α' βραβείο του Γυναικείου Συλλόγου Γραμμάτων και Τεχνών.

Τα χρόνια της Αντίστασης
Στη διάρκεια της Κατοχής εντάσσεται στο ΕΑΜ, στην Εθνική Αλληλεγγύη και γράφει για ΕΑΜικά έντυπα. Ηταν στη Συντακτική Επιτροπή της εφημερίδας «Σοβιετικά Νέα». Επικεφαλής από την Επιτροπή Πόλης της ΚΟΑ ήταν η Ηλέκτρα...
«Μέσα στην τοτινή παρανομία όλοι δουλεύανε στα κρυφά. Ο καθένας δεν ήξερε παρά μόνο τι έκανε ο ίδιος και μερικοί που του 'τυχε να τους συναντήσει στην πορεία του. Οι λογοτέχνες είχανε δυο βασικούς τομείς όπου κινιούνταν: τον παράνομο Τύπο και την οργάνωση του ΕΑΜ λογοτεχνών».
Τα χρόνια αυτά δίνουν ώθηση και στην καλλιτεχνική παραγωγή, για να αποτυπώσει αυτές τις ιστορικές στιγμές. Μάχες, μπλόκα, εκτελέσεις, μεγάλες διαδηλώσεις αποτυπώνονται σε πλήθος έργων.
«Αν ήθελε κανείς να δώσει με μια μόνη λέξη το χαρακτηριστικό της λογοτεχνίας μας στην απελευθέρωση, αυτή η λέξη θα 'ταν: η δίψα. Δίψα και του κοινού και του λογοτέχνη. Δεν πρόφταινε να τυπωθεί το γραπτό και γινόταν ανάρπαστο. 1.000 αντίτυπα το πολύ στον πρώτο χρόνο πουλιόταν ένα φημισμένο βιβλίο προπολεμικά, 11.000 αντίτυπα μες σε 30 μέρες το πρώτο αριστερό βιβλίο: "Απάντηση σε 5 ερωτήματα", που βγήκε τις πρώτες μέρες της απελευθέρωσης (...) Μες στη φωτιά του αγώνα, ο κόσμος είχε μάθει να διαβάζει. Μέσα σ' εκείνα τα γραφτά έβρισκε τη δικιά του γλώσσα που την καταλάβαινε, κι έβρισκε και τα ζητήματα που ποθούσε να βρει. Κι ο λογοτέχνης από τη μεριά του μες στην παρανομία είχε διδαχτεί τώρα κάποιους κανόνες της τέχνης του, τους είχε μάθει και χωρίς να ξέρει πως ήτανε κανόνες της τέχνης».
«Καταγράφει» τη σύγχρονη Ιστορία του τόπου μας. Κατοχή - Αντίσταση - Κορύφωση της ταξικής σύγκρουσης το Δεκέμβρη του 1944 - Εποποιία του ΔΣΕ... Προσπαθεί να προσπεράσει τη μυθοπλασία και να αφηγηθεί απλώς την πραγματικότητα. Τα στοιχεία της «είναι παρμένα απ' τον παράνομο Τύπο της εποχής, τις νόμιμες εφημερίδες, τις αναφορές των υπευθύνων των εθνικοαπελευθερωτικών οργανώσεων, τα αρχεία της Εθνικής Αλληλεγγύης, και τη ζωή των αγωνιστών». Περιγράφει με βαθιά ανθρωπιά κι αγάπη, όχι υπερήρωες, αλλά τους απλούς, καθημερινούς ανθρώπους, που μάχονται για τη ζωή και το μέλλον με την αδάμαστη δύναμη και θέληση που κρύβουν μέσα τους, που σ' εκείνες τις συνθήκες μπαίνουν οι βάσεις για τον ολοκληρωμένο άνθρωπο της αυριανής κοινωνίας. Κείμενα επικαιρικά, που ξεπερνούν όμως την εποχή που γράφτηκαν και είναι μέχρι τις μέρες μας φάρος αγώνα, θάρρους κι ελπίδας.
Και τι δεν έχει περιγράψει στα έργα της... Τις ηρωικές ανατολικές συνοικίες, τους μαχητές του λόχου Λόρδου Μπάιρον, το 12χρονο αετόπουλο που αρνήθηκε να παραδώσει το όπλο του γεμάτο, αυτούς που έπαιρναν τη θέση στις μάχες αυτών που «έφευγαν» και τόσα άλλα.
Εργα εκείνης της περιόδου είναι η έκδοση «Χρονικά», με τα κείμενα: «Απάντηση σε 5 ερωτήματα», «Πρωτομαγιές 1886 - 1945», «Οι Ελληνίδες φρουροί της Ελλάδας», «Αθήνα 1941 - 1945» και το μυθιστόρημα «Εικοστός αιώνας».

Τα μετέπειτα χρόνια
Το 1947 διωκόμενη καταφεύγει στο Παρίσι. Στη Γαλλία γνωρίζεται με τους κομμουνιστές ποιητές Αραγκόν, Ελυάρ, Νερούντα. Τα έργα της μεταφράζονται σε πολλές γλώσσες, όπως ρωσικά, γαλλικά, πολωνικά.
Το 1950 δημοσιεύεται στο περιοδικό «Europe» κείμενο με τίτλο «Γιατί δεν μπορούμε να μιλήσουμε για τον Μπαλζάκ», όπου ανάμεσα στα άλλα σημειώνει: «Το περιοδικό EUROPE μάς ζητάει σήμερα ένα άρθρο για τον Μπαλζάκ. Η Ελλάδα του 1950 δεν έχει αληθινά ούτε ένα διανοούμενο που να μπορεί να γράψει. Τους διανοούμενούς μας τους δολοφονούν, τους βασανίζουν, τους εξορίζουν, τους φυλακίζουν. Τους καλύτερους. Τους καταδικάζουν στη σιωπή, τους δένουν τα χέρια, τους φιμώνουν, είτε βρίσκονται στην Αθήνα είτε στην επαρχία. Κι αν υπάρχουν μερικοί που μπορούν ακόμα να συζητάνε φωναχτά γιατί δεν κινδυνεύουν, καθώς μένουν σε ξένο τόπο, αυτοί δεν έχουν πια παρά ένα μονάχα δικαίωμα: Να σας μιλάνε για τους απόντες (...) Και το να δίνεις την τιμητική θέση σ' εκείνους που αντί για πένα έχουν στα χέρια χειροπέδες, σημαίνει πως βρίσκεσαι στην καρδιά του κόσμου».
Επειτα από διάβημα της ελληνικής κυβέρνησης, απελαύνεται από τη Γαλλία και εγκαθίσταται στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία. Το 1951 συμμετέχει στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας, όπου γνωρίζει τον Ναζίμ Χικμέτ.
Το 1952 πάει στη Βαρσοβία και εργάζεται σε ελληνική εκπομπή του ραδιοφωνικού σταθμού. Το 1953 εκδίδεται από τις «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις» το έργο «Μια καταγραφή στην περιοχή της λογοτεχνίας», όπου γράφει για το σοσιαλιστικό ρεαλισμό: «Δεν περιορίζεται μόνο να περιγράφει σωστά, μα έχει κι άλλο χρέος και μια τεράστια αποστολή: Διαπλάθει και διαπαιδαγωγεί χαρακτήρες και προσωπικότητες. Εξηγεί και συγκρίνει. Βγαίνει μες από το παρελθόν για να μπει μες στο μέλλον, και το προβλέπει το μέλλον κι αν ακόμα δε φαίνεται ολούθε πεντακάθαρο, και το βοηθά να 'ρθει μια ώρα αρχύτερα...».
Το 1956 επιστρέφει στη Λαοκρατική Γερμανία, όπου έως το 1964 διδάσκει σε πανεπιστήμιο. Το Δεκέμβρη του 1964 μπόρεσε να επισκεφθεί την Ελλάδα. Το 1965 επαναπατρίζεται στην Ελλάδα. Γράφει «Το Σπίτι μου» και «Η Κάδμω». Στα χρόνια της δικτατορίας των συνταγματαρχών αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα, καθώς και προβλήματα υγείας. Τη φροντίζουν λίγοι φίλοι, ανάμεσά τους και ο Γ. Ρίτσος. Πεθαίνει το Μάη του 1973.