Μην παραδοθείς...

Μην παραδοθείς...

Παρασκευή 24 Μαΐου 2013

Η Γέφυρα του Μπρούκλιν και ο στρατηγός χάλυβας

 

Η Γέφυρα του Μπρούκλιν σήμερα

Το ημερολόγιο έδειχνε 24 Μάη 1883, όταν παραδόθηκε προς χρήση μια από τις παλαιότερες κρεμαστές γέφυρες των ΗΠΑ και η μεγαλύτερη κρεμαστή γέφυρα στον κόσμο, μέχρι το 1903, η Γέφυρα του Μπρούκλιν η οποία ενώνει το Μπρούκλιν με το Μανχάταν «αιωρούμενη» πάνω από τον ποταμό Ηστ Ρίβερ, στην Ν. Υόρκη. Η τεράστια σημασία του έργου έγκειται στο ότι μαζί του έκανε την εμφάνισή του και απέδειξε τις δυνατότητές του, ως δομικού και όχι μόνο υλικού, ο χάλυβας.
Με κύριο άνοιγμα 486,3 μέτρα, η Γέφυρα του Μπρούκλιν ήταν η πρώτη κρεμαστή γέφυρα με σύρμα από χάλυβα.

Μέχρι και την κατασκευή της γέφυρας, το Μανχάταν συνδεόταν με το Μπρούκλιν μέσω ατμοπλοΐας με αποτέλεσμα αφενός μεν η σύνδεση να διαρκεί κάποιες φορές μέχρι και τρεις ώρες, αφετέρου δε τους χειμερινούς μήνες όταν ο Ηστ Ρίβερ πάγωνε, η σύνδεση ήταν αδύνατη. Αυτά τα προβλήματα σε συνδυασμό με την αναγκαιότητα επιτάχυνσης των μεταφορών λόγω του αυξανόμενου όγκου των εμπορίου αλλά και την προβλεπόμενη πληθυσμιακή ανάπτυξη της Ν. Υόρκης οδήγησαν στην εξεύρεση λύσης για τη σύνδεση των δύο περιοχών. Η λύση, φυσικά, δεν ήταν άλλη από εκείνη της γέφυρας, με την διαφορά ότι αυτή δεν μπορούσε να είναι ούτε σιδερένια, ούτε πέτρινη, καθώς τέτοιες κατασκευές θα εμπόδιζαν την ναυσιπλοΐα των εμπορικών πλοίων στον Ηστ Ρίβερ. Έτσι η γέφυρα έπρεπε να είναι κρεμαστή.

Η Γέφυρα του Μπρούκλιν σχεδιάστηκε αρχικά από το Γερμανό μετανάστη μηχανικό Τζων Ρόμπλιν, ο οποίος είχε προηγουμένως σχεδιάσει μια σειρά μικρότερων κρεμαστών γεφυρών στις ΗΠΑ. Επίσης, ο Ρόμπλιν ήταν ιδιοκτήτης μιας εταιρείας καλωδίων και ως μηχανικός - ερευνητής πείστηκε ότι μπορούν να κατασκευαστούν «σχοινιά» από χάλυβα.
Ο Ρόμπλιν στη διάρκεια διεξαγωγής ερευνών για τη γέφυρα υπέστη σοβαρό τραυματισμό στο πόδι του, όταν ένα πλοίο το συνέτριψε σε ένα πυλώνα. Μετά τον ακρωτηριασμό των δακτύλων του, μολύνθηκε από τέτανο που τον οδήγησε στο θάνατο.

Την συνέχεια του έργου του, ανέλαβε ο γιος του Ουάσινγκτον Ρόμπλιν, ο οποίος επίσης υπέστη παραλυτικό τραυματισμό λόγω της νόσου των δυτών, λίγο μετά την έναρξη κατασκευής του έργου στις 3 Ιανουαρίου 1870.
Έχοντας επεξεργαστεί κάθε λεπτομέρεια της γέφυρας, ο Ρόμπλιν κατάφερε να πάρει την έγκριση για την κατασκευή της από το Δημοτικό Συμβούλιο της Ν. Υόρκης και το Στρατιωτικό Σώμα Μηχανικών και στις αρχές Ιανουαρίου του 1870 άρχισαν οι εργασίες θεμελίωσης της γέφυρας στο Μανχάταν και στο Μπρούκλιν, όπου με τεράστια κιβώτια 3.000 τόνων τα οποία ήταν αεροστεγείς φιάλες απομακρύνονταν στρώματα λάσπης από την κοίτη του ποταμού. Επίσης για να επισπευσθεί η κάθοδος των κιβωτίων χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στην κατασκευή γεφυρών δυναμίτης.

Η θεμελίωση της γέφυρας διήρκεσε τρία χρόνια. Το γιγάντιο έργο κόστισε τη ζωή σε 20 εργάτες, ενώ άφησε παράλυτο και τον ίδιο τον Ουάσινγκτον Ρόμπλιν, ο οποίος στη συνέχεια με τη βοήθεια της συζύγου του, Έμιλι Ρόμπλιν, κατεύθυνε την κατασκευή της γέφυρας από το σπίτι του στο Μπρούκλιν. Η Έμιλι Ρόμπλιν με τη βοήθεια του συζύγου της είχε σπουδάσει ανώτερα μαθηματικά και κατασκευή γεφυρών και μετά την ασθένεια εκείνου, ήταν η Έμιλι που με καθημερινές επισκέψεις στη γέφυρα επέβλεπε την κατασκευή της.

Μεταξύ 1873 και 1877 συνεχίστηκαν οι εργασίες στις αγκυρώσεις, στους πύργους και τα καλώδια. Οι πύργοι από γρανίτη, ύψους 84 μέτρων, χτίστηκαν για να αντέχουν τους ισχυρούς ανέμους και για να υποστηρίξουν σιδηροδρομικές γραμμές.
Τον Αύγουστο του 1876 οι δύο αγκυρώσεις συνδέθηκαν πάνω από τον ποταμό Ηστ Ρίβερ, για πρώτη φορά με ένα συρματόσχοινο και για να εορταστεί το γεγονός, αλλά και για να αποδείξει την αντοχή του συρματόσχοινου, ο αρχιμηχανικός Φάρινγκτον διέσχισε τον ποταμό σε μια καρέκλα δεμένη στο συρματόσχοινο.

Αναπτύσσοντας παραπέρα τη σκέψη του πατέρα του και αποκαλώντας τον χάλυβα «το μέταλλο του μέλλοντος», ο Ρόμπλιν υπερασπίστηκε επιστημονικά το χάλυβα ως δομικό υλικό στην «Αμερικανική Εφημερίδα Σιδηροδρόμων».
Τον Φεβρουάριο του 1877 ξεκίνησαν οι εργασίες «κλώσης» των τεσσάρων χαλύβδινων «καλωδίων - σχοινιών» οι οποίες ολοκληρώθηκαν τον Οκτώβριο του 1878. Τα τέσσερα καλώδια από χάλυβα, τα οποία θα μπορούσαν το καθένα να συγκρατήσει 11.200 τόνους, συνδέθηκαν με τις αγκυρώσεις στους πύργους του Μανχάταν και του Μπρούκλιν.
Κάθε κεντρικό καλώδιο, το οποίο έχει διάμετρο 15 ίντσες, αποτελείται από 19 σκέλη που περιέχουν συνολικά 5.434 σύρματα από χάλυβα.
Μετά την ολοκλήρωση της «κλώσης» των καλωδίων οι εργάτες τοποθέτησαν συρματόσχοινα από τα καλώδια κάτω στο κατάστρωμα της  γέφυρας. Περισσότερα από 14.400 μίλια σύρματος χρησιμοποιήθηκε για τα σχοινιά των αναρτήσεων. Μετά τα σχοινιά των αναρτήσεων και τα δοκάρια του καταστρώματος, εγκαταστάθηκε το διαγώνιο στήριγμα. Ταυτόχρονα το γαλβάνισμα του χάλυβα απέτρεψε το σκούριασμα των «σχοινιών».

Από το ένα άκρο στο άλλο η γέφυρα ήταν 1834 μέτρα, συμπεριλαμβανομένων και των προσεγγίσεων. Το άνοιγμα του ποταμού απέχει από τις καμάρες των πύργων σε ύψος 36 μέτρα και σταδιακά αυξάνεται στα 41 μέτρα στο κέντρο του ανοίγματος πάνω από τον ποταμό Ηστ Ρίβερ ώστε να επιτρέπει το πέρασμα ακόμα και στα πιο ψηλά πλοία ενώ τα 41 μέτρα σύντομα έγιναν το πρότυπο για την κατασκευή γεφυρών.
Ο Ρόμπλιν σχεδίασε τη γέφυρα ώστε να έχει αντοχή φορτίου 18.700 τόνων, ενώ σκόπευε να εφαρμόζουν δύο υπερυψωμένες σιδηροδρομικές γραμμές, οι οποίες επρόκειτο να συνδεθούν με τα υπερυψωμένα συστήματα σιδηρόδρομου στο Μανχάταν και το Μπρούκλιν, κάτω από το κέντρο της γέφυρας.
Στις δύο πλευρές των γραμμών σχεδίασε τέσσερις λωρίδες -δύο λωρίδες κυκλοφορίας σε δύο δρόμους εξωτερικά των γραμμών- για χρήση από άμαξες και άλογα.
Πάνω από τις γραμμές παρείχε ένα υπερυψωμένο κατάστρωμα περιπάτου για τους πεζούς και τους ποδηλάτες. Για να υποστηρίξει το φορτίο, καθώς και για την προστασία του ανοίγματος από τους δυνατούς ανέμους και τις δονήσεις, κατασκευάστηκαν βαθιά σκληρά στηρίγματα.
Η κατασκευή καθυστέρησε εξαιτίας του ότι ο Ρόμπλιν χρειάστηκε να επανασχεδιάσει τα στηρίγματα για τα βαρύτερα τρένα της εποχής.
Η κατασκευή του επανασχεδιασμού της γέφυρας, των σκληρών στηριγμάτων, καθώς και του οδοστρώματος άρχισαν το Μάρτιο του 1879, και συνεχίστηκαν για άλλα τέσσερα χρόνια.

Στις αρχές του 1883 δύο τελικές λεπτομέρειες θα έπρεπε να εκπονηθούν πριν ανοίξει η γέφυρα: Δύο τερματικά κτίρια επρόκειτο να κατασκευαστούν στα άκρα της γέφυρας, στο Μανχάταν και το Μπρούκλιν, με περίτεχνες σιδεριές και πλάκες τζαμιών.
Δεύτερον, εβδομήντα ηλεκτρικοί λαμπτήρες μπλε-λευκό, έπρεπε να τοποθετηθούν κατά μήκος της παραλίας σε διαστήματα περίπου ανά εκατό μέτρα.

Από το 1980 η γέφυρα είναι φωταγωγημένη τη νύχτα για να τονίζονται τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά της.
Η Γέφυρα του Μπρούκλιν ορίστηκε ως Εθνικό Ιστορικό Ορόσημο Μηχανικής από την Αμερικανική Εταιρεία Πολιτικών Μηχανικών το 1972, ενώ 8 χρόνια νωρίτερα, το 1964 είχε οριστεί ως Εθνικό Ιστορικό Ορόσημο των ΗΠΑ.

 

Πηγή:- 902.gr