Βεβαίως, το «κουβάρι» μπλέκεται πολύ περισσότερο από όσο φαίνεται με μια πρώτη ματιά. Γιατί εκτός από τους βασικούς εμπνευστές των «Δρόμων του Μεταξιού» τις εξελίξεις παρακολουθούν στενά και δυνάμεις όπως η Ρωσία. Η οποία μάλιστα διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην Κεντρική Ασία καθώς η περιοχή θεωρείται «αυλή» των ρωσικών μονοπωλίων λόγω οικονομικών σχέσεων που παρέμειναν μετά την ανατροπή του σοσιαλισμού και τη διάλυση της ΕΣΣΔ, φυσικά με περιεχόμενο ριζικά αντίθετο από αυτό που διασφάλιζε η σοσιαλιστική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής.
Ηδη υπάρχουν δημοσιεύματα που τονίζουν ότι το άνοιγμα της Κίνας στην Κεντρική Ασία δεν αποκλείεται στο μέλλον να προκαλέσει προβλήματα στις σχέσεις της με τη Ρωσία, οι οποίες σήμερα εμφανίζονται «να διανύουν μία από τις καλύτερες περιόδους».
Ενδεικτικό της δυναμικής με την οποία το Πεκίνο επιχειρεί να μπει στην Κεντρική Ασία είναι το ότι υπάρχουν δημοσιεύματα που την παρουσιάζουν να ξεπερνά ως εμπορικός εταίρος τη Ρωσία σε χώρες όπως το Καζακστάν και το Ουζμπεκιστάν. Το 2012 οι κινεζικές εμπορικές συμφωνίες στις συγκεκριμένες ζώνες ήταν 46 δισ. δολάρια έναντι 27 δισ. δολαρίων των ρωσικών. Επιπλέον, το Τουρκμενιστάν εμφανίζεται σήμερα ο μεγαλύτερος προμηθευτής φυσικού αερίου της Κίνας, καλύπτοντας το 52% των κινεζικών εισαγωγών. Το 96% των εξαγωγών του Καζακστάν στην Κίνα είναι «ενεργειακά προϊόντα».
Το «Κινεζικό Ινστιτούτο Διεθνών Μελετών» έχει επισημάνει ότι η Κίνα θα μπορούσε να κερδίσει και από τα μεγάλα αποθέματα ουρανίου και χαλαζιακής άμμου που συγκεντρώνονται σε χώρες της Κεντρικής Ασίας. Για παράδειγμα, το Καζακστάν θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους παγκοσμίως παραγωγούς ουρανίου (το οποίο έχει ευρεία βιομηχανική χρήση, μέχρι και για την παραγωγή πυρηνικής ενέργειας). Σύμφωνα με την Παγκόσμια Πυρηνική Ενωση, το 2013 το Καζακστάν έφτασε στο 38% της παγκόσμιας παραγωγής ουρανίου. Το 2012, μαζί με τον Καναδά και την Αυστραλία παρήγαγαν αθροιστικά το 64% της παραγωγής όλου του πλανήτη.
Η θέση της Τουρκίας
Ανατροπές όμως δεν αποκλείεται να υπάρξουν και όσον αφορά τη θέση άλλων δυνάμεων, όπως η Τουρκία, στο εσωτερικό της οποίας εδώ και μήνες διεξάγεται γερή ενδοαστική κόντρα για τις επιλογές που θα αναβαθμίσουν τη θέση του τουρκικού κεφαλαίου στην ευρύτερη περιοχή.
Πέρυσι το Σεπτέμβρη, η Τουρκία δέχτηκε την υποβολή προσφοράς από την κινεζική «China Precision Machinery Import and Export Corp» (CPMIEC) σχετικά με αγορές συστημάτων πυραυλικής άμυνας. Οι ΗΠΑ, όπως και άλλοι ΝΑΤΟικοί «εταίροι» της, δεν έκρυψαν την ενόχλησή τους. Μέχρι πρόσφατα η Τουρκία προμηθευόταν πολεμικό εξοπλισμό κύρια από την Ουάσιγκτον, ενώ η CPMIEC είχε υποστεί και αμερικανικές κυρώσεις λόγω παραβιάσεων συμφωνιών για μη διάδοση πυρηνικών όπλων σε Ιράν, ΛΔ Κορέας και Συρία.
Υπάρχουν όμως κι άλλα «σημάδια» προσέγγισης Αγκυρας - Πεκίνου. Τον περασμένο Ιούνη έγινε στην Κωνσταντινούπολη παγκόσμια Σύνοδος σχετικά με τους σιδηροδρόμους, όπου ο Ναζίμ Μπουκουλμέζ, αντιπρόεδρος των κρατικών τουρκικών σιδηροδρόμων, ανέφερε ότι με το «Δρόμο του Μεταξιού» δημιουργείται μια αγορά περίπου 75 εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ στην περιοχή. Ειδική αναφορά έγινε στη σιδηροδρομική σύνδεση Μπακού (πρωτεύουσα Αζερμπαϊτζάν) - Τιφλίδας (πρωτεύουσα Γεωργίας) - Καρς (πόλη της Β/Α Τουρκίας) που χαρακτηρίστηκε «σχέδιο - κλειδί». Τα πρώτα τρένα αναμένεται να ταξιδέψουν στη συγκεκριμένη γραμμή στις αρχές του 2015, ενώ «το έργο αυτό είναι πολύ σημαντικό όχι μόνο για τις χώρες μας (σ.σ. Τουρκία - Γεωργία - Καζακστάν), αλλά και την εξασφάλιση της ροής των εμπορευμάτων από την Ασία προς την Ευρώπη», όπως είχε τονίσει παλιότερα αξιωματούχος της τουρκικής κυβέρνησης.
Από τη συγκεκριμένη συνάντηση μπορεί κανείς να πληροφορηθεί ακόμα ότι η κινεζική εταιρεία «China National Machinery Import and Export Corporation» συμμετέχει σε επένδυση για την ανάπτυξη σιδηρόδρομου υψηλής ταχύτητας στην Τουρκία (στο πλαίσιο της οποίας εντάσσεται και η γραμμή που πρόσφατα τέθηκε σε λειτουργία μειώνοντας τη διάρκεια του ταξιδιού Αγκυρα - Κωνσταντινούπολη από 7 ώρες σε 3,5 ώρες). Η σημασία που δίνει η Τουρκία σε τέτοια σχέδια φαίνεται από το ότι το 2013 επενδύθηκαν σε σιδηροδρομικά σχέδια 4 δισ. δολάρια έναντι 838 εκατομμυρίων το 2003.