Ενδοαστικές κόντρες και αντιθέσεις γύρω από το μείγμα της αντιλαϊκής πολιτικής που θα εφαρμοστεί για την ανάκαμψη των επιχειρηματικών κερδών, εκδηλώνονται με σφοδρότητα το τελευταίο διάστημα, στο πλαίσιο της Ευρωζώνης. Σε πρώτο πλάνο, βρίσκονται οι αποφάσεις που αναμένονται στην αυριανή συνεδρίαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), σχετικά με την επέκταση των μέτρων χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής, μέσω αγοράς κρατικών ομολόγων. Εναντι των συγκεκριμένων τίτλων, που οι τράπεζες θα καταθέσουν ως εγγύηση, η ΕΚΤ ετοιμάζεται, κάτω από συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις, να προχωρήσει στη διοχέτευση φρέσκου πακτωλού κεφαλαίων, με σχεδόν μηδενικά επιτόκια. Παράλληλα, θα συζητηθεί και το ζήτημα της ένταξης των ελληνικών τραπεζικών ομίλων στον «έκτακτο μηχανισμό» παροχής ρευστότητας.
Το κεντρικό ζητούμενο - και εξαιρετικά αβέβαιο - είναι η διοχέτευση των κεφαλαίων που λιμνάζουν σε νέες κερδοφόρες επενδύσεις στην παραγωγή, άλλωστε όρος της ΕΚΤ για να δανειοδοτήσει είναι «να δανειοδοτήσουν στη συνέχεια οι τράπεζες την πραγματική οικονομία». Σε αυτό το πλαίσιο, εκδηλώνονται οι ανταγωνισμοί των κυβερνήσεων και των μερίδων του κεφαλαίου, ενώ ταυτόχρονα όλοι μαζί συμπλέουν στην κατεύθυνση των αντιλαϊκών μέτρων.
Στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό, το δίπολο ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ επιχειρούν να ξεσηκώσουν νέο κουρνιαχτό. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλ. Τσίπρας, δήλωσε ότι τα μέτρα της ΕΚΤ είναι «αναγκαία και ευπρόσδεκτα και προφανώς πρέπει να περιλαμβάνουν όλες τις χώρες» και κυρίως τις χώρες που «έχουν λεηλατηθεί από τις πολιτικές λιτότητας». Μιλώντας στην τηλεόραση του ΑΝΤ1, ισχυρίστηκε ότι «οι ΗΠΑ κατάφεραν να ξεπεράσουν την κρίση, διότι είχαν μια επεκτατική δημοσιονομική πολιτική». Να σημειωθεί, ότι η καπιταλιστική οικονομική ανάπτυξη στις ΗΠΑ, που ακολούθησε την κρίση, δε συνοδεύτηκε από αύξηση των μισθών και των εισοδημάτων των εργαζομένων που συνεχίζουν να ζουν σε δεινή κατάσταση. Από την πλευρά του, ο υπουργός Οικονομικών Γκ. Χαρδούβελης, στο πλαίσιο χτεσινού συνεδρίου του «Εκόνομιστ», σημείωσε ότι η Ελλάδα αποτελεί «θεωρητικά και πρακτικά τον ιδανικό αποδέκτη του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης. Επομένως, δεν θα πρέπει το ποσό να περιοριστεί, δηλαδή να τεθούν επιπλέον όροι όπως η πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας». Παράλληλα, υπενθύμισε την προειδοποίηση της ΕΚΤ «για μη χρήση του προγράμματος αν η χώρα πάψει να βρίσκεται υπό πρόγραμμα»... Η κίβδηλη αντιπαράθεση είχε συνέχεια με τον υποψήφιο βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Γ. Βαρουφάκη, σύμφωνα με τον οποίο θα «είναι πιο χρήσιμη» η απευθείας ενίσχυση του ευρωπαϊκού κεφαλαίου μέσω της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, την οποία, ο ίδιος χαρακτήρισε, ως «υπερβολικά λιγόψυχη στις δράσεις της», την κατηγόρησε δηλαδή ότι δεν κάνει αρκετά, προκειμένου να ανακάμψουν τα ευρωπαϊκά μονοπώλια και τα επιχειρηματικά κέρδη.
Την ίδια ώρα, το ΔΝΤ προχώρησε σε νέα υποβάθμιση των προβλέψεων σχετικά με τους ρυθμούς ανάκαμψης στην Ευρωζώνη, σε 1,2% για το 2015 (από 1,4% στην προηγούμενη εκτίμηση, του Φθινοπώρου) και 1,4% το 2016 (από 1,7%). Ο παγκόσμιος ρυθμός «ανάπτυξης» για το 2015 εκτιμάται στο 3,5% (από 3,8% προηγουμένως).