Οι συμφωνίες που υπογράφτηκαν στη διάρκεια της περιοδείας του Μόντι είναι ενδεικτικές της αυξανόμενης σημασίας που η ινδική αγορά και οικονομία αποκτούν για όλο και περισσότερες πολυεθνικές
«Η Ινδία είναι μια μεγάλη χώρα που δεν πρέπει πια να αποκαλούμε «αναδυόμενη». Αποτελεί μία από τις μηχανές της παγκόσμιας οικονομίας με ένα ποσοστό ανάπτυξης μεγαλύτερο από 7%».
Η παραπάνω επισήμανση ανήκει στον Πρόεδρο της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ, έγινε στη διάρκεια του επίσημου δείπνου που παρέθεσε πριν από μερικές μέρες προς τιμήν του Ινδού πρωθυπουργού,Ναρέντρα Μόντι, και δεν είναι καθόλου τυχαία. Αποτυπώνει την ολοένα αυξανόμενη σημασία που η τεράστια ινδική αγορά και η γοργά αναπτυσσόμενη ινδική οικονομία αποκτούν για μια σειρά πολυεθνικών κολοσσών.
Η πολυήμερη περιοδεία που ο Μόντι πραγματοποίησε την περασμένη βδομάδα σε χώρες της Δύσης (Γαλλία, Γερμανία, Καναδάς) εντάσσεται στην προσπάθεια του Νέου Δελχί να προσελκύσει επενδυτές από όλο τον κόσμο και να μετατρέψει τη χώρα σε παγκόσμιο «κόμβο μεταποίησης», στο πλαίσιο της πολιτικής «Made in India» («Παράγεται στην Ινδία»). Ο ίδιος ο Μόντι άλλωστε επικράτησε στις εκλογές του Μάη του 2014 τάζοντας στην διεθνώς ανερχόμενη ινδική πλουτοκρατία σειρά παρεμβάσεων για την ενίσχυση της «ανταγωνιστικότητας» της εγχώριας οικονομίας, έτσι ώστε να δοθεί ώθηση στη συγκέντρωση κεφαλαίου εντός συνόρων, να ενισχυθεί η θέση της χώρας στην παγκόσμια κατάταξη και γενικά στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα. Σ' αυτό το πλαίσιο προχωρούν μια σειρά έργα υποδομών και δίνεται βάρος σε επενδύσεις σε κλάδους στρατηγικής σημασίας για τη βιομηχανική παραγωγή όπως η Ενέργεια.
Οι συμφωνίες και οι επαφές, ειδικά σε Γαλλία και Γερμανία, ανέδειξαν μια σειρά από σχέδια ισχυρών μονοπωλιακών συμφερόντων που είναι σίγουρο ότι θα αλληλεπιδράσουν με τις ανακατατάξεις που ήδη κυοφορούνται στην παγκόσμια οικονομία, ως αποτέλεσμα και της καπιταλιστικής κρίσης. Για παράδειγμα, η στασιμότητα στην ευρωπαϊκή οικονομία κάνει τα μονοπώλια της Γηραιάς Ηπείρου (και πρώτα απ' όλα των δύο ισχυρότερων χωρών της Ευρωζώνης) να αναζητούν νέες περιοχές, όπου ελπίζουν να «σπρώξουν» λιμνάζοντα κεφάλαια, έτοιμα να «κονταροχτυπηθούν» και να διεκδικήσουν σαφές προβάδισμα απέναντι στους ανταγωνιστές τους.
Ενέργεια: «Παίζονται» δισεκατομμύρια κέρδη
Οι αυξανόμενες ανάγκες της ινδικής βιομηχανίας και οι φιλόδοξοι στόχοι της ινδικής κυβέρνησης είναι λογικό να έχουν «ανοίξει» την όρεξη σε πολλές πολυεθνικές του κλάδου. Από τις συνολικά 20 συμφωνίες που υπέγραψαν Παρίσι και Νέο Δελχί, πολλές αφορούσαν τη συνεργασία στους τομείς της πυρηνικής ενέργειας αλλά και των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ). Οι γαλλικές «Areva» («Αρέβα») και «Alstom» («Αλστομ») υπέγραψαν με την ινδική «Nuclear Power Corporation of India» συμφωνίες που αφορούν τεχνικά ζητήματα της δημιουργίας του εργοστασίου παραγωγής πυρηνικής ενέργειας στο Τζαϊταπούρ, το οποίο όταν ολοκληρωθεί (η αρχική συμφωνία υπογράφτηκε το 2010) εκτιμάται ότι θα φτάσει σε παγκόσμια πρωτόγνωρα επίπεδα παραγωγής.
Το «ενδιαφέρον» των γαλλικών μονοπωλίων όμως δε σταματά εδώ (ο Ολάντ επισήμανε μάλιστα ότι γαλλικές εταιρείες παράγουν σήμερα το 10% της ηλιακής ενέργειας που χρησιμοποιεί η Ινδία). Η γαλλική κυβέρνηση φέρεται, σύμφωνα με δημοσιεύματα, να δεσμεύτηκε για επενδύσεις ύψους 2 δισ. ευρώ μόνο στον τομέα της«βιώσιμης ανάπτυξης» (σ.σ. όρος που αναφέρεται σε μπίζνες που τα μονοπώλια λανσάρουν με το μανδύα της «προστασίας του περιβάλλοντος»). Ηδη, μια σειρά γαλλικά μεγαθήρια επωφελούνται από προγράμματα που έχουν εξαγγελθεί. Παράδειγμα, για την καθαριότητα μεγάλων ποταμιών όπως ο Γάγγης, από τα οποία αναμένεται να απελευθερωθούν τεράστιες ποσότητες υδάτινων πόρων που τα μονοπώλια ανυπομονούν να «αξιοποιήσουν» είτε ως εμπόρευμα είτε ως «πρώτη ύλη» για τις δραστηριότητές τους (π.χ. μέσω δημιουργίας υδροηλεκτρικών εργοστασίων). Εταιρείες όπως οι «Veolia Environment S.A.» και «Suez Environment Co», που δραστηριοποιούνται στη «διαχείριση» και «επεξεργασία» υδάτων, αλλά και στη «διαχείριση απορριμμάτων», στην Ενέργεια ήδη «επωφελούνται».
Νέα δίκτυα μεταφορών - γέφυρες για τα μονοπώλια
Την ίδια στιγμή, η εταιρεία SNCF (o αντίστοιχος ΟΣΕ της Γαλλίας) συμφώνησε με την «Indian Railways» (τους Ινδικούς Σιδηροδρόμους) τη συγχρηματοδότηση μελέτης για το σχέδιο αναβάθμισης της γραμμής Νέο Δελχί - Τσάντιγκαρ (με στόχο η ταχύτητα στο ταξίδι να φτάσει τα 200 χλμ./ώρα από 80χλμ./ώρα που είναι σήμερα και ο απαιτούμενος χρόνος να μειωθεί στις δυο ώρες).
Ο ίδιος ο Ολάντ τόνισε ότι «θέλουμε να αποκτήσουμε το πλεονέκτημα σε επενδύσεις (στην Ινδία) στην αυτοκινητοβιομηχανία, τα σιδηροδρομικά δίκτυα, την αεροναυπηγική, τη σιδηρουργία...». Είναι καθαρό ότι τα γαλλικά μονοπώλια τρέχουν να κερδίσουν προτεραιότητα στις μπίζνες που ανοίγουν οι εξαγγελίες για εκσυγχρονισμό του οδικού και σιδηροδρομικού δικτύου της Ινδίας, για κατασκευή ή ανακαίνιση των ήδη υπαρχόντων λιμενικών και αεροπορικών εγκαταστάσεων. Το ζητούμενο και για τις δυο μεριές είναι η εξασφάλιση όλων των έργων που θα δώσουν νέα ορμή στη δράση των μονοπωλίων, μειώνοντας το χρόνο και την απόσταση που χρειάζεται για να μεταφερθούν πρώτες ύλες και προϊόντα, ώστε η καπιταλιστική αγορά να «κινείται» γεμίζοντας τους κουμπαράδες όλο και λιγότερων πολυεθνικών.
Παράλληλα, η εταιρεία «Airbus» («Ερμπας») στην οποία συμμετέχουν γαλλικά, αλλά και γερμανικά, ισπανικά και άλλα κεφάλαια, ανακοίνωσαν ότι σχεδιάζουν μέσα στην επόμενη 5ετία να αυξήσουν τον όγκο της παραγωγής τους που ήδη «βγαίνει» στην Ινδία, από τα 400 εκατ. ευρώ που είναι σήμερα στα 2 δισ. ευρώ.
Στο μεταξύ, ιδιαίτερα συζητήθηκε η συμφωνία για την άμεση παράδοση 36 μαχητικών «Ραφάλ» στο Νέο Δελχί, στο πλαίσιο μιας μεγάλης συμφωνίας για την κατασκευή πάνω από 120 αεροσκαφών του συγκεκριμένου τύπου η βιομηχανία «Ντασό» θα ετοιμάσει για την ινδική Πολεμική Αεροπορία.
Ινδική «δίψα» για τεχνογνωσία και κατάρτιση
Στη Γερμανία, φαίνεται ότι δεν υπογράφτηκε κάποια συγκεκριμένη συμφωνία, ωστόσο ο Μόντι ιεράρχησε επαφές στο πλαίσιο αναζήτησης τεχνογνωσίας αλλά και της κατάλληλης κατάρτισης που απαιτεί το άφθονο εργατικό δυναμικό της χώρας του, προκειμένου τα μονοπώλια να μπορούν να το «ξεζουμίζουν» κερδίζοντας σε παραγωγικότητα.
Δεν είναι τυχαίο ότι στο Κοινό Ανακοινωθέν που μοιράστηκε μετά τη συνάντηση με τη Γερμανίδα καγκελάριο Αγκελα Μέρκελ, μεταξύ άλλων ξεχωρίζει ως πεδίο σύσφιξης της συνεργασίας η «ανάπτυξη δεξιοτήτων», μέσω της κατάρτισης ενός «οδικού χάρτη για την ενίσχυση της απασχολησιμότητας των ασκούμενων και καταρτιζόμενων, δυναμώνοντας την ανάμειξη της βιομηχανίας στην ανάπτυξη δεξιοτήτων» όπως στο γερμανικό μοντέλο. Δηλαδή, το Βερολίνο αναλαμβάνει να μεταδώσει τις γνώσεις του ως προς το πώς οι μεγαλοβιομήχανοι ανακυκλώνουν φτηνό εργατικό δυναμικό ξεζουμίζοντας τους εργάτες από όταν ακόμα είναι μαθητευόμενοι και αποκτώντας άμεσο ρόλο στην τεχνική εκπαίδευση και την κατάρτιση. Βεβαίως, το ζήτημα αφορά συν τοις άλλοις τη δράση μεγάλων εταιρειών κατάρτισης εργατικού δυναμικού που ειδικά σε αναπτυσσόμενες χώρες όπως η Ινδία βρίσκουν «πεδία δόξης λαμπρά» (αντίστοιχες αμερικανικές εταιρείες θησαυρίζουν π.χ. στο Αφγανιστάν).
Επιπλέον, η Γερμανία συμφώνησε, μεταξύ άλλων, για την παροχή «οικονομικής και τεχνικής στήριξης για την ανάπτυξη ηλιακών οροφών και πράσινων ενεργειακών διαδρόμων», τη συγκρότηση «ομάδων εργασίας» στους τομείς της «διαχείρισης υδάτων και απορριμμάτων», την «αστική ανάπτυξη» μέσω του «σχεδιασμού υποδομών» και «της ανάπτυξης έξυπνων πόλεων» (οικιστικών ή βιομηχανικών ζωνών με «καινοτόμα χαρακτηριστικά» όπως η χρήση ΑΠΕ ή ειδικά προνόμια προς όφελος των μονοπωλίων όπως η παροχή φτηνότερης Ενέργειας).
Ελκυστικό το «χαμηλό κόστος παραγωγής»
Ηδη, σήμερα δραστηριοποιούνται στην Ινδία μεγάλες γερμανικές εταιρείες όπως η «Ντέιμλερ Κράισλερ» (αυτοκινητοβιομηχανία), η «Μπος» (μηχανικές συσκευές), η «Μπάγιερ» (φαρμακοβιομηχανία), η ασφαλιστική «Αλιάνζ», η χημική βιομηχανία «Μπασφ» κ.τ.λ. Μια σειρά από αυτές σχεδιάζουν ενίσχυση της παραγωγής τους στη χώρα, εξαιτίας του χαμηλού κόστους παραγωγής και των προνομίων που η κυβέρνηση Μόντι υπόσχεται να ενισχύσει. Μόλις την περασμένη Τετάρτη, η «Μπασφ» εγκαινίασε το πέμπτο της εργοστάσιο στην Ινδία. Η νέα μονάδα, που βρίσκεται στο κρατίδιο Αντρα Πραντές, θεωρείται η μεγαλύτερη από όσες έχει ο συγκεκριμένος κολοσσός στη χώρα και θα παράγει προϊόντα που αφορούν την «κατασκευή κτιρίων ενεργειακά πιο αποδοτικών», σύμφωνα με δηλώσεις των στελεχών της. «Η Ινδία είναι μια στρατηγική αγορά για την "Μπασφ" και είναι σημαντικό να μπορείς να ανταποκρίνεσαι στην τοπική αγορά έγκαιρα», σημείωναν χαρακτηριστικά τα στελέχη της.
Οπως επισήμανε και ο Ναρέντρα Μόντι, μιλώντας στα εγκαίνια της Διεθνούς Βιομηχανικής Εκθεσης στο Ανόβερο, «η μεταποίηση χαμηλού κόστους» κάνει την Ινδία «μια παγκόσμια μηχανή στο κέντρο μεταποίησης», καλώντας τις πολυεθνικές να «βασιστούν» στη φτηνή εργατική δύναμη που η κυβέρνησή του μπορεί να τους εξασφαλίσει.
Τέλος, Γερμανοί επιχειρηματίες εστιάζουν και σε άλλες προσδοκίες από τη σύσφιξη της διμερούς συνεργασίας. Ο Μπέρνχαρντ Στάινρουκε, γενικός διευθυντής του ινδο-γερμανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου τόνιζε πριν από μερικές μέρες στη «Ντόιτσε Βέλε» πως, δεδομένων των «δημογραφικών προκλήσεων» που αντιμετωπίζει, η Γερμανία θα χρειαστεί «το ινδικό νεανικό ταλέντο». «Οι ανάγκες και οι πόροι συμπληρώνουν ο ένας τον άλλο με έναν σχεδόν τέλειο τρόπο», σχολίασε, αποτυπώνοντας τη «δίψα» των γερμανικών μονοπωλίων για φτηνό και ικανό εργατικό αλλά και επιστημονικοτεχνικό δυναμικό.