Μην παραδοθείς...

Μην παραδοθείς...

Τρίτη 7 Ιουλίου 2015

Της Συντακτικής Επιτροπής της "ΚΟΜΕΠ"

Τη στιγμή που γράφονταν αυτές οι γραμμές, οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες. Η ΕΚΤ είχε αρνηθεί να αυξήσει τη ρευστότητα προς το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, οι τράπεζες είχαν κλείσει και η ανάληψη χρημάτων από τα ATM ήταν στο όριο των 60 ευρώ ημερησίως με αμφίβολη δυνατότητα πραγματοποίησής της, είχε μόλις λήξει το ευρωπαϊκό πρόγραμμα για την Ελλάδα, ενώ είχε παρέλθει για το ελληνικό κράτος και η προθεσμία αποπληρωμής των συγκεντρωμένων δόσεων προς το ΔΝΤ. Την ίδια στιγμή, είχαν ξεκινήσει και πάλι οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις δύο πλευρές.


Λίγες μέρες πριν, είχε ψηφιστεί στη Βουλή από τους ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ και Χρυσή Αυγή η διεξαγωγή δημοψηφίσματος με ερώτημα που να διευκολύνει τις κυβερνητικές επιδιώξεις απόσπασης της λαϊκής συναίνεσης στη δική της αντιλαϊκή πρόταση. Από την άλλη, ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΠΟΤΑΜΙ καλούσαν σε ανοιχτή στήριξη των αντιλαϊκών μέτρων που περιέχονται στην πρόταση των συμμάχων της κυβέρνησης, των ΔΝΤ-ΕΚΤ-ΕΕ.
Το ΚΚΕ από την πλευρά του καλούσε τον ελληνικό λαό να αντιπαλέψει και μέσω του δημοψηφίσματος τον αντιλαϊκό εκβιασμό των δύο πλευρών, απορρίπτοντας και τους δύο τρόπους καρατόμησης των δικαιωμάτων και επιδείνωσης της ζωής του. Ταυτόχρονα, πρωτοστατούσε στην οργάνωση της πάλης με στόχο να μην αποδεχτούν οι εργαζόμενοι την επιταχυνόμενη επιδείνωση της ζωής τους με τα όρια αναλήψεων, τη μη καταβολή στο ακέραιο των συντάξεων, τις μη καταβολές μισθών και τις υποχρεωτικές άδειες στον ιδιωτικό τομέα κλπ.
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να ξεκαθαριστεί για την αποτροπή συγχύσεων σε εργατικές και λαϊκές συνειδήσεις είναι ποιο είναι το επίδικο της αντιπαράθεσης ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και τους συμμάχους της. Μόνο αν ξεκαθαριστεί το παραπάνω ζήτημα μπορούν να προσεγγιστούν από τη σωστή –για τα λαϊκά συμφέροντα– σκοπιά τόσο τα ζητήματα της διαπραγμάτευσης της προηγούμενης περιόδου όσο και του δημοψηφίσματος με τον τρόπο που τέθηκε από την κυβέρνηση.
Καταρχάς, αποκαλυπτικές για το χαρακτήρα της αντιπαράθεσης είναι οι προτάσεις των δύο πλευρών. Δε θα σταθούμε, στο πλαίσιο αυτού του σημειώματος, στην αναλυτική παρουσίαση των δύο προτάσεων, οι οποίες είναι άλλωστε γνωστές και τις έχει παρουσιάσει αναλυτικά ο «Ριζοσπάστης» όλο το τελευταίο διάστημα. Εδώ απλώς θα σημειώσουμε ότι και οι δύο βασίζονται στο τσάκισμα των εργατικών λαϊκών δικαιωμάτων προς όφελος της καπιταλιστικής κερδοφορίας με νέες προϋποθέσεις υποβοήθησής της από τον κρατικό «κορβανά». Πιο συγκεκριμένα, και οι δύο βασίζονται στην επέκταση της φοροληστείας, στην επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων, στην άμεση και έμμεση μείωση του λαϊκού εισοδήματος και φυσικά στην παγίωση του αντιλαϊκού «μνημονιακού» οπλοστασίου των τελευταίων ετών. Από τη σκοπιά των εργατικών, λαϊκών δικαιωμάτων, οι μικρές διαφορές τους έγκεινται στο χρόνο και τον τρόπο με τον οποίο θα συνεχίσουν τα λαϊκά στρώματα να πληρώνουν τη δύσκολη προσπάθεια ουσιαστικής ανάκαμψης της καπιταλιστικής αναπαραγωγής σε συνολικό (εθνικό) επίπεδο.
Το γεγονός ότι η πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης κινείται στις ίδιες αντιλαϊκές ράγες με τις προηγούμενες κυβερνήσεις αποδεικνύεται και από τον τρόπο με τον οποίο τοποθετείται η ίδια η ελληνική πρόταση απέναντι στα μνημονιακά μέτρα των κυβερνήσεων των ΝΔ και ΠΑΣΟΚ. Αναφέρεται λοιπόν κατά γράμμα στο κείμενο της ελληνικής κυβέρνησης:
«Σήμερα, τα δημόσια οικονομικά κινούνται σε μία πιο βιώσιμη τροχιά, σε σύγκριση με την περίοδο πριν από την κρίση, αν και η δημοσιονομική κατάσταση επιδεινώθηκε τους τελευταίους μήνες λόγω αβεβαιότητας». Η ίδια πρόταση αναφέρει πιο συγκεκριμένα για τα «μνημονιακά» ασφαλιστικά μέτρα: «Οι συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις του 2010 και του 2012 έχουν μερικώς ωφελήσει τη βιωσιμότητα του γενικότερου συνταξιοδοτικού συστήματος, το οποίο στο παρελθόν ήταν κατακερματισμένο και δαπανηρό, μεταθέτοντας τα δυσβάστακτα βάρη στις μελλοντικές γενιές. Επιπλέον, πολύ πιο φιλόδοξα και θαρραλέα βήματα απαιτούνται για την ολοκλήρωση αυτών των μεταρρυθμίσεων και για ν’ αντιμετωπιστούν οι πιέσεις στο σύστημα, που προκαλούνται από την οικονομική κρίση».
Οι παραπάνω διατυπώσεις ομολογούν ότι οι αντιλαϊκές ανατροπές των προηγούμενων χρόνων όχι μόνο βρίσκουν σύμφωνη την κυβέρνηση, αλλά αποτελούν και το πιο στέρεο εφαλτήριο για την άσκηση της δικής της αντιλαϊκής πολιτικής. Ομολογούν ανοιχτά ότι τα «μνημόνια» αποτελούν την πλατφόρμα απογείωσης του νέου γύρου αντιλαϊκών μέτρων, των «πολύ πιο φιλόδοξων και θαρραλέων βημάτων» που πρέπει να γίνουν, σύμφωνα με την κυβέρνηση, το επόμενο διάστημα. Ακριβώς λόγω αυτού του αντιλαϊκού χαρακτήρα της πρότασής της, η κυβέρνηση αρνήθηκε να την συμπεριλάβει στο ερώτημα του δημοψηφίσματος όπως ζήτησε το ΚΚΕ.
Αν όμως όλη αυτή η αντίθεση μεταξύ της κυβέρνησης και των συμμάχων της δανειστών δεν έγκειται στα παραπάνω, τότε προς τι όλος αυτός ο χαμός; Αν το επίδικο της διαπραγμάτευσης και της γενικότερης αντιπαράθεσης μεταξύ της κυβέρνησης και των συμμάχων (γνωστοί ως εταίροι) της δεν είναι τα λαϊκά δικαιώματα, τότε τι μπορεί να είναι; Είναι ζήτημα ιδεολογικών αναφορών και πολιτικών χειρισμών της κυβέρνησης και των κομμάτων που την συναπαρτίζουν;
Είναι φανερό ότι τέτοια ζητήματα παίζουν ρόλο στη ροή των εξελίξεων. Οι πολιτικοί σχεδιασμοί και επιδιώξεις όλων των φορέων της αστικής πολιτικής (κομμάτων, κυβερνήσεων, ιμπεριαλιστικών ενώσεων), η προσπάθεια «ντυσίματος» μιας πολιτικής με ένα συγκεκριμένο πολιτικό πρόσημο, είναι παράγοντες που έχουν τη δική τους σημασία και το δικό τους μερίδιο στην ερμηνεία των εξελίξεων. Για παράδειγμα, είναι φανερή η ανησυχία της κυβέρνησης να διατηρήσει ένα «φύλο συκής» ως απαραίτητη προϋπόθεση για να περάσει την αντιλαϊκή της πολιτική στο λαό, όπως είναι οι φανεροί και οι πολυποίκιλοι τακτικισμοί (δηλώσεις, κινήσεις, αιφνιδιασμοί, εκβιασμοί) και από τις δύο πλευρές της αντιπαράθεσης.
Τα παραπάνω όμως σε καμία περίπτωση δεν αναδεικνύουν τις βαθύτερες επιδιώξεις που τροφοδοτούν τη μία ή την άλλη κίνηση. Για να κατανοηθούν αυτές οι επιδιώξεις, πρέπει να αφήσουμε για λίγο τη θορυβώδη επιφάνεια στη σφαίρα της πολιτικής και να εισέλθουμε στη λιγότερο φλύαρη σφαίρα της οικονομίας και των οικονομικών αντιθέσεων.
Καταρχάς πρέπει να σημειώσουμε ότι και στους δύο πόλους της αντιπαράθεσης βρίσκονται καπιταλιστικά κράτη. Με άλλα λόγια, και στους δύο πόλους βρίσκονται οικονομίες και κοινωνίες στις οποίες το κέρδος των επιχειρηματικών ομίλων είναι αυτό το οποίο καθορίζει τη γενική πορεία των εξελίξεων. Η επιδίωξη όμως της κερδοφορίας των διάφορων επιχειρηματικών ομίλων δημιουργεί ένα κουβάρι αντιθέσεων το οποίο εκφράζεται τόσο στις πολιτικές αντιθέσεις εντός του κάθε αστικού κράτους όσο και στις αντίστοιχες διεθνείς αντιθέσεις μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών και των διακρατικών οργανισμών τους.
Η κατανόηση των επιδιώξεων της ελληνικής κυβέρνησης στη διαπραγμάτευση μπορεί να προσεγγιστεί μόνο υπό το πρίσμα των επιδιώξεων, αγωνιών, προκλήσεων της ελληνικής αστικής τάξης. Το 2014 ήταν η πρώτη χρονιά μετά από 5 χρόνια –και μείωση του ΑΕΠ κατά 25%– που διαφάνηκε φως στο τούνελ του ελληνικού καπιταλισμού, ο οποίος φαινόταν να επανακτά κάποια δυναμική. Ωστόσο αυτή η δυναμική εξανεμίστηκε γρήγορα υπό το βάρος μιας σειράς εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων, με αποτέλεσμα το 2015 η ελληνική καπιταλιστική οικονομία να παλεύει «με νύχια και με δόντια» να σταθεροποιήσει την –έστω αναιμική– ανάκαμψή της και να μην ξαναπέσει σε αρνητικό πρόσημο ανάπτυξης. Οι ίδιες οι εξελίξεις αναδεικνύουν ότι η πορεία προς την καπιταλιστική ανάπτυξη, που δεν είναι άλλο από την ανάπτυξη της καπιταλιστικής κερδοφορίας, χρειάζεται στις σημερινές συνθήκες μεγαλύτερη υποβοήθηση από το συλλογικό καπιταλιστή που ακούει στο όνομα αστικό κράτος.
Για να ασκήσει αυτόν ακριβώς το ρόλο, το αστικό κράτος χρειάζεται χρήματα, τα οποία όμως στη συγκεκριμένη συγκυρία δε διαθέτει, ασφυκτιώντας κάτω από το βάρος της εξυπηρέτησης του μεγάλου χρέους, της μη επαρκούς πρόσβασης σε μια σειρά κοινοτικές χρηματοδοτήσεις και της περιορισμένης ροής φορολογικών εσόδων. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο οι στόχοι της κυβέρνησης στη διαπραγμάτευση επικεντρώθηκαν στα ζητήματα της διευθέτησης του χρέους, της χρηματοδότησης του ελληνικού κράτους και της συμμετοχής στα πολυποίκιλα ευρωπαϊκά επενδυτικά πακέτα. Σε κάθε ευκαιρία άλλωστε, η κυβέρνηση δηλώνει την προθυμία της να πάρει βάρβαρα αντιλαϊκά μέτρα, αν εξασφαλιστούν τα παραπάνω μέσα υποβοήθησης της καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Ο ίδιος ο Βαρουφάκης δήλωσε πρόσφατα: «Οι ελληνικές προτάσεις εξοικονόμησης και μεταρρυθμίσεων είναι ήδη τόσο σκληρές και απάνθρωπες όσο οι Γερμανοί δε θα δέχονταν ποτέ για τους ίδιους […] Η Ελλάδα θα υποχρεωθεί σε αυτές μόνο εάν η Ευρώπη συμφωνήσει σε αναδιάρθρωση του χρέους, επενδύσεις και σε ένα τέλος της κρίσης ρευστότητας.»
Ωστόσο η διεκδίκηση των παραπάνω στόχων προσκρούει αντικειμενικά σε ένα κουβάρι αντιθέσεων ανάμεσα σε πολλά καπιταλιστικά κράτη και διακρατικές συμμαχίες. Αυτές οι πολυποίκιλες αντιθέσεις συμπυκνώνονται στο ζήτημα του χαρακτήρα της ΕΕ και της Ευρωζώνης. Έτσι, στο ελληνικό ζήτημα, πέρα από τις επιδιώξεις της αστικής τάξης της Ελλάδας για χαλάρωση του μίγματος διαχείρισης και άρση της δημοσιονομικής ασφυξίας, διασταυρώνονται μια σειρά επιδιώξεις άλλων –πολύ πιο ισχυρών– κρατών και κέντρων. Ενδεικτικά μόνο θα αναφέρουμε τις επιδιώξεις της Γερμανίας για δημοσιονομική πειθαρχία στην Ευρωζώνη ως απαραίτητη προϋπόθεση για την ενίσχυση του ευρώ ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος, τις επιδιώξεις της Βρετανίας για χαλάρωση των όρων πρόσδεσης των κρατών-μελών στην ΕΕ, τις επιδιώξεις των ΗΠΑ για προσεταιρισμό της ΕΕ με παράλληλη αποδυνάμωση της γερμανικής ηγεμονίας σε αυτήν και τις επιδιώξεις Κίνας και Ρωσίας για προώθηση των εμπορευμάτων της στην Ευρώπη αλλά και νέες μεγάλες επενδύσεις στην ΕΕ, στις οποίες σημαντικό ρόλο έχουν οι επενδύσεις στην Ελλάδα. Ολόκληρο το πλέγμα αντιθέσεων –το οποίο είναι πολύ πιο ευρύ και σύνθετο απ’ όσα σημειώσαμε– τροφοδοτεί εναλλασσόμενες και φαινομενικά αντιφατικές μεταξύ τους συγκλίσεις και αποκλίσεις μεταξύ κρατών και διακρατικών οργανισμών.
Τα παραπάνω περιπλέκονται ακόμα περισσότερο αν υπολογίσουμε ότι οι αστικές τάξεις σε κάθε καπιταλιστικό κράτος δεν είναι ενιαίες, δε διαθέτουν απόλυτα ενιαία βούληση και επιδίωξη, χωρίς φυσικά κι αυτό να σημαίνει ότι δε σχηματίζεται και μια δεσπόζουσα γραμμή αστικών επιδιώξεων. Αυτή είναι άλλωστε και μία από τις δυσκολίες που καλούνται να διαχειριστούν τα αστικά κράτη, ειδικότερα οι αστικές κυβερνήσεις, που ως «συλλογικοί καπιταλιστές» οφείλουν να υπηρετούν τα γενικά και μακροπρόθεσμα συμφέροντα της αστικής τάξης.
Μια ματιά στην αστική τάξη της Ελλάδας αρκεί για να αναδειχτεί το γεγονός ότι δεν είναι ταυτόσημες οι επιδιώξεις όλων των τμημάτων της. Για παράδειγμα, οι τραπεζίτες και τμήμα των βιομηχάνων εξαρτώνται σε μεγαλύτερο βαθμό από τα ευρωπαϊκά πακέτα χρηματοδότησης, ενώ πλήττονται έντονα από την αβεβαιότητα της τελευταίας περιόδου και από το ενδεχόμενο υιοθέτησης υποτιμημένου εθνικού νομίσματος. Από την άλλη, οι εφοπλιστές έχουν πολύ λιγότερους δεσμούς με την ΕΕ και το ευρώ, αφού δουλεύουν κυρίως με δολάριο, έχουν πολύ πιο άμεσο ανταγωνισμό με αντίστοιχα κεφάλαια στη Γερμανία, άλλες βόρειες χώρες, ενώ έχουν πολύ ισχυρές εμπορικές σχέσεις και συμπράξεις με ΗΠΑ και Κίνα.
Ακόμα όμως και αυτή η κατηγοριοποίηση δεν εξαντλεί το ζήτημα. Πρώτο, δεν είναι ενιαία η βούληση όλων των βιομήχανων, π.χ., δε διατρέχουν όλοι οι βιομήχανοι τον ίδιο κίνδυνο από μια ενδεχόμενη αλλαγή νομίσματος στη χώρα. Οι βιομηχανίες με έντονο εξαγωγικό προσανατολισμό (π.χ. φαρμακοβιομηχανία) μπορεί να έχουν οφέλη από μια τέτοια εξέλιξη, τα οποία φυσικά θα πρέπει να σταθμίσουν με τους αντίστοιχους κινδύνους (επίδραση και σε αυτές του αρνητικού οικονομικού κλίματος, δυσκολίες δανειοδότησης, δυσκολίες και αύξηση της τιμής των εισαγόμενων πρώτων υλών κλπ.). Δεύτερο, τα παραπάνω τμήματα της αστικής τάξης στην Ελλάδα δε διαχωρίζονται με σινικά τείχη, αφού στην εποχή του ιμπεριαλισμού οι κεφαλαιοκράτες δραστηριοποιούνται παράλληλα σε πολλούς κλάδους (βλέπε, π.χ., στην Ελλάδα Λάτσης, Βαρδινογιάννης κλπ.).
Ανάλογες είναι και οι αντιθέσεις εντός της Ευρωζώνης και του ΔΝΤ όσο κι αν αυτές τις ημέρες δε γίνονται τόσο αντιληπτές, ιδιαίτερα όσον αφορά τη θέση της Ελλάδας στην Ευρωζώνη και τη διαχείριση των δημοσιονομικών προβλημάτων της.
Η συνθετότητα του πλέγματος των ενδοαστικών –εσωτερικών και διεθνών– αντιθέσεων δεν πρέπει να κρύψει το γεγονός ότι αυτές αποτελούν την ουσία της αντιπαράθεσης μεταξύ ελληνικής κυβέρνησης και ΔΝΤ-ΕΕ-ΕΚΤ. Αποκαλυπτικοί γι’ αυτό ήταν και οι τίτλοι πολλών ελληνικών εφημερίδων αμέσως μετά από τις απαιτήσεις των λεγόμενων θεσμών για αύξηση της φορολογίας στους εφοπλιστές και τον τουρισμό. Ενδεικτικά αναφέρουμε κάποιους τίτλους αντικυβερνητικών εφημερίδων: «Μας πιέζουν εκεί που είμαστε καλά: Τουρισμός, εφοπλιστές, αγροτική παραγωγή», «Η πρόταση των θεσμών πλήττει τους εξωστρεφείς και ανταγωνιστικούς κλάδους της οικονομίας» κλπ.
Εξίσου ενδεικτική για τα γενικά κίνητρα των κυβερνητικών κινήσεων είναι και η συμμετοχή της κυβερνητικής αντιπροσωπίας με επικεφαλής τον Τσίπρα στο λεγόμενο Διεθνές Οικονομικό Φόρουμ που διεξήχθη στη Ρωσία τον Ιούνη. Η κυβέρνηση –πέραν του στόχου της αξιοποίησης αυτής της επίσκεψης στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης– πήγε στη Ρωσία για να κλείσει δουλειές για ελληνικούς επιχειρηματικούς ομίλους, ενώ η επίσημη αντιπροσωπία συνοδευόταν από πολυπληθή αντιπροσωπία εγχώριων επιχειρηματικών ομίλων. Πρόκειται για εφαρμογή της κυβερνητικής «πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής», η οποία πέραν των άλλων προτείνει τη δημιουργία νέων ΝΑΤΟϊκών βάσεων στην Ελλάδα και γενικεύει τη στρατιωτική συνεργασία με ΗΠΑ, Ισραήλ, καλώντας ταυτόχρονα τον ελληνικό λαό να είναι περήφανος γι’ αυτήν.
Τόσο η προπαγάνδα των ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ - XA όσο και αυτή των ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι αποκρύβει την ουσία των εξελίξεων, ενώ βασίζεται σε κοινές αποδοχές, χωρίς αυτό φυσικά να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν διαφορές μεταξύ των θέσεων και της επιχειρηματολογίας των αστικών κομμάτων. Και τα δύο μπλοκ αστικών κομμάτων κάνουν λόγο για «εθνικούς στόχους», «εθνικούς κινδύνους», «εθνική περηφάνια» κλπ., προσδίδοντας το καθένα διαφορετικό περιεχόμενο στις φράσεις αυτές. Πιο συγκεκριμένα, το μπλοκ ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ - ΧΑ αναδεικνύει ως εθνικό στόχο την αναγκαιότητα αντιπαράθεσης της Ελλάδας με τους δανειστές της και επανάκτησης της «εθνικής κυριαρχίας» της, ενώ το μπλοκ ΝΔ - ΠΑΣΟΚ - ΠΟΤΑΜΙ αναδεικνύει ως τέτοιο την «ευρωπαϊκή πορεία της χώρας». Ταυτόχρονα, και οι δύο με μία φωνή αντιπαρατίθενται για το ποιο είναι το πιο επωφελές σχέδιο για την «εθνική οικονομία», δηλαδή για την καπιταλιστική οικονομία.
Και οι δύο απόψεις αποκρύπτουν ότι η ελληνική κοινωνία δεν είναι ενιαία και κατ’ επέκταση δεν υπάρχει κανένα ενιαίο εθνικό συμφέρον για όλους τους Έλληνες κόντρα σε κάποιο –εξίσου ανύπαρκτο– ενιαίο συμφέρον των Γερμανών, των Αμερικανών κλπ. Στην αντιπαράθεση αυτή δε συγκρούονται γενικώς έθνη, αλλά τα τμήματα εκείνα του κάθε έθνους που έχουν στα χέρια τους την οικονομική κυριαρχία και την πολιτική εξουσία, δε συγκρούονται λαοί, αλλά επιχειρηματικοί όμιλοι.
Ωστόσο ιδιαίτερος σχολιασμός απαιτείται για τις αναφορές των ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ και Χρυσής Αυγής περί «εθνικής πάλης κατά των διεθνών τοκογλύφων», περί της «πάλης της μικρής Ελλάδας έναντι των ισχυρών κρατών που μας καταδυναστεύουν» κλπ. Στην ουσία αυτές οι αντιλήψεις αποκρύπτουν το κύριο, τον καπιταλιστικό χαρακτήρα της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, ενώ προβάλλουν ως κύρια μια υπαρκτή αλλά παράγωγη πλευρά, την ανισοτιμία στις σχέσεις του ελληνικού καπιταλισμού με αυτόν των πιο ισχυρών κρατών. Αυτές οι απόψεις αποκρύπτουν ότι στον καπιταλισμό οι σχέσεις μεταξύ των κρατών και διακρατικών ενώσεων αναπτύσσονται πάντα με βάση την αρχή της ισχύος, με αποτέλεσμα να χαρακτηρίζονται από ανισοτιμία η οποία μπορεί να καταργηθεί μόνο με την κατάργηση των καπιταλιστικών και την οικοδόμηση των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής. Προτάσσουν τον υπαρκτό εκβιασμό που ασκούν στο ελληνικό αστικό κράτος τα πιο ισχυρά κράτη, με στόχο την απόκρυψη του εκβιασμού που ασκεί η αστική εξουσία στην εργατική τάξη της Ελλάδας για να αποδεχτεί την περαιτέρω επιδείνωση της ζωής της προς όφελος της καπιταλιστικής κερδοφορίας.
Η απόκρυψη του διαχωρισμού της ελληνικής κοινωνίας σε κοινωνικές τάξεις με αντιμαχόμενα συμφέροντα και η προβολή των συμφερόντων της αστικής τάξης ως εθνικών γίνεται και μέσω της αγιοποίησης της αστικής δημοκρατίας. ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ δηλώνουν ότι υπερασπίζονται τη δημοκρατία έναντι των αγορών και την πολιτική έναντι της οικονομίας. Η αντιπαράθεση ανάμεσα στην οικονομία και την πολιτική είναι αντιεπιστημονική, αφού οι σχέσεις παραγωγής αποτελούν τη βάση της κοινωνίας πάνω στην οποία υψώνεται και το πολιτικό εποικοδόμημα. Η αστική δημοκρατία αποτελεί την πολιτική μορφή που προσιδιάζει περισσότερο απ’ όλες τις άλλες στην καπιταλιστική βάση της κοινωνίας και σε καμία περίπτωση δεν έρχεται σε αντίθεση με αυτήν. Ο αντιλαϊκός χαρακτήρας της αστικής δημοκρατίας δεν απορρέει από τη σύγκρουσή της με την καπιταλιστική αγορά, αλλά ακριβώς από το γεγονός ότι την υπηρετεί.
Η ίδια απόσπαση της οικονομίας από την πολιτική γίνεται και μέσω της προβολής του δημοψηφίσματος ως μέσου έκφρασης της λαϊκής βούλησης. Η συγκυβέρνηση και τα υπόλοιπα αστικά κόμματα προσπαθούν να πείσουν το λαό ότι μπορεί να υπάρξει πραγματικά «καθαρή και ανόθευτη» έκφραση της λαϊκής βούλησης εντός του καπιταλισμού, και μάλιστα με πρωτοβουλία του ίδιου του αστικού κράτους. Αποκρύπτουν ότι τα δημοψηφίσματα στον καπιταλισμό έχουν ως μοναδικό σκοπό την απόσπαση της λαϊκής συναίνεσης στους διάφορους σχεδιασμούς της αστικής εξουσίας. Αυτό αποκαλύπτεται από το γεγονός ότι το ίδιο το ερώτημα, όπως και ο χρόνος διεξαγωγής αποφασίζεται κάθε φορά από τα ίδια τα αστικά κράτη, ενώ –όπως έχει αποδειχτεί πολλές φορές στο παρελθόν– όταν το αποτέλεσμα δεν είναι της αρεσκείας των διοργανωτών τους, όχι μόνο δε γίνεται σεβαστό, αλλά επαναλαμβάνεται μέχρι να προκύψει το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Οι πολιτικές αντιπαραθέσεις λοιπόν μεταξύ των φορέων της αστικής πολιτικής τροφοδοτούνται –χωρίς να χάνουν και τη σχετική τους αυτοτέλεια– από τις αντίστοιχες οικονομικές αντιθέσεις. Ιστορικά μάλιστα έχει αποδειχτεί ότι η όξυνση αυτών των αντιθέσεων μπορεί να πάρει μεγάλες διαστάσεις, αυξάνοντας την πίεση ενσωμάτωσης του εργατικού, λαϊκού κινήματος και στοίχισής του πίσω από τον έναν ή τον άλλο πόλο αυτών των αντιθέσεων.
Αντίβαρο σε αυτήν την πίεση μπορεί να αποτελέσει μόνο η παρέμβαση του επαναστατικού, εργατικού κόμματος, δηλαδή του κομμουνιστικού. Το κομμουνιστικό κόμμα πρέπει να επιλέγει κάθε φορά τον κατάλληλο τρόπο με τον οποίο θ’ αξιοποιεί τις ενδοαστικές και ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις για να ενισχύει την αντεπίθεσή του στο σύνολο των αστικών δυνάμεων, αποτρέποντας την ενσωμάτωση όσο το δυνατόν περισσότερων εργατικών δυνάμεων. Τέτοιου είδους δράση αναπτύσσει αυτές τις μέρες το ΚΚΕ, τόσο με τον τρόπο παρέμβασής του στο δημοψήφισμα όσο και με την οργάνωση της καθημερινής πάλης των εργαζομένων ενάντια στην επιδείνωση της ζωής τους.
Σε αυτήν την αναγκαιότητα ύπαρξης Κομμουνιστικού Κόμματος με σύγχρονη επαναστατική στρατηγική, με γερές Οργανώσεις, με δεσμούς με εργατικές, λαϊκές μάζες, είναι αφιερωμένο το παρόν τεύχος της ΚΟΜΕΠ.
Το άρθρο με τίτλο «Πλευρές της καθοδηγητικής δουλειάς για την οικοδόμηση και τη στρατολογία» αναφέρεται στη σημασία αυτών των ζητημάτων για ένα κόμμα που παλεύει για την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού και την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής κοινωνίας. Αναδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να λειτουργούν και να δρουν οι Κομματικές Οργανώσεις, έτσι ώστε να κατακτάνε το σύνολο των χαρακτηριστικών που αποδίδονται με τον όρο κομματική οικοδόμηση, στα οποία ανήκει και το ζήτημα της στρατολογίας πρωτοπόρων εργατών. Αναφέρεται επίσης στη σχετική θετική και αρνητική πείρα του Κόμματος και ιδιαίτερα στην παρέμβαση στους νέους εργαζόμενους και τις γυναίκες.
Το άρθρο με τίτλο «Πείρα και βασικά συμπεράσματα της ΚΟΑ για την οικοδόμηση του Κόμματος» επίσης παρουσιάζει τη στρατολογία ως μέρος της κομματικής οικοδόμησης, αναδεικνύει τη στρατηγική σημασία της Αττικής τόσο για την αστική όσο και για την εργατική τάξη. Αναφέρεται στην εμπειρία από τη δράση της Κομματικής Οργάνωσης Αττικής, στις ιδιαίτερες προκλήσεις που έθεσε η καπιταλιστική κρίση και οι συνέπειές της, στην αναγκαιότητα ενιαίου σχεδίου οικοδόμησης και στρατολογίας σε όλη την Αττική, στην πείρα των ομάδων δουλειάς για την παρέμβαση στους χώρους εργασίας, στο συνδυασμό κομματικής και συνδικαλιστικής δουλειάς, στη δουλειά των ΚΟΒ με τον περίγυρο, ειδικότερα με τους συναγωνιστές που ξεχωρίζουν ως υποψήφιους για στρατολογία στο Κόμμα.
Το άρθρο με τίτλο «Για την κομματική οικοδόμηση στην Κεντρική Μακεδονία» μεταφέρει τη σχετική πείρα. Κωδικοποιεί τους σχεδιασμούς και τις ιεραρχήσεις της αστικής τάξης για την περιοχή και παρουσιάζει την αντίστοιχη ιεράρχηση της διάταξης των κομματικών δυνάμεων. Αναφέρει τα βήματα που σημειώνονται, αλλά και τις αδυναμίες στην παρέμβαση των Οργανώσεων του Κόμματος, ενώ θέτει τη βελτίωση της εσωοργανωτικής λειτουργίας του Κόμματος ως απαραίτητη προϋπόθεση διακριτής προόδου στη στρατολογία και την οικοδόμηση. Ως ιδιαίτερα στοιχεία και προϋποθέσεις αυτής της βελτίωσης ξεχωρίζει την ενιαία δράση εδαφικών και κλαδικών Κομματικών Οργανώσεων, τη συγκρότηση και καλή λειτουργία των ομάδων παρέμβασης στους εργασιακούς χώρους και την εσωκομματική μόρφωση.
Με αφορμή τα 42 χρόνια από το θάνατο του Ν. Ζαχαριάδη, στην ενότητα «Κομματική Οικοδόμηση» περιλαμβάνεται απόσπασμα από το βιβλίο του «Τα προβλήματα καθοδήγησης στο ΚΚΕ». Το σχετικό προλογικό σημείωμα της ΚΟΜΕΠ παρουσιάζει τόσο τις συνθήκες και τους σκοπούς έκδοσης του βιβλίου όσο και το περιεχόμενο του επιλεγμένου αποσπάσματος.
Στην ενότητα «Πολιτισμός» περιλαμβάνεται –με αφορμή τα 40 χρόνια από το θάνατο του μεγάλου Σοβιετικού συνθέτη Ντμίτρι Σοστακόβιτς– άρθρο για το έργο του «Κουαρτέτο Νο. 8». Το περιεχόμενο αυτού του έργου έχει αποτελέσει επανειλημμένα αντικείμενο διαστρέβλωσης από αστούς και οπορτουνιστές. Στο άρθρο αναπτύσσεται παράλληλα τόσο η τεχνική παρουσίαση και η αφορμή της συγγραφής του έργου όσο και απάντηση στην επιχειρηματολογία των διαστρεβλωτών του. Παράλληλα τίθενται και κάποια γενικότερα ζητήματα για τη μορφή και το περιεχόμενο της τέχνης, που μπορεί σήμερα να υπηρετήσει την υπόθεση της κατάργησης της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο και την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής κοινωνίας.
Στην ίδια ενότητα δημοσιεύεται το άρθρο «Η 9η Μάη στην ελληνική λογοτεχνία». Το άρθρο αποτελεί μια πολύ καλή σύνοψη της σχετικής βιβλιογραφίας, μέσα από την οποία παρουσιάζονται και οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των διάφορων συγγραφέων, αλλά και η μεγαλύτερη ή μικρότερη συστράτευσή τους με το ΚΚΕ και το ΕΑΜ, τη νίκη της ΕΣΣΔ επί της ναζιστικής Γερμανίας, πώς αντιλήφθηκαν τις γενικότερες εξελίξεις της δεκαετίας 1940-1950.

"ΚΟΜΕΠ" Τεύχος 4 - 2015