Με όποιο μείγμα αστικής διαχείρισης χαμένοι οι εργάτες
Τα αποτελέσματα των γερμανικών ομοσπονδιακών εκλογών της περασμένης Κυριακής, που δεν περιείχαν εκπλήξεις, έχουν προκαλέσει έντονα παζάρια με ζητούμενο για τα αστικά κόμματα το πώς θα συνεχίσουν απρόσκοπτα τη φιλομονοπωλιακή διαχείριση της κρίσης και δεδομένη την εφαρμογή της αντιλαϊκής - αντεργατικής πολιτικής τόσο στο εσωτερικό της Γερμανίας όσο και στην ΕΕ, αφού η χώρα θεωρείται η «ατμομηχανή» της. Με τον αέρα μιας πρωτιάς (της μεγαλύτερης τα τελευταία 23 χρόνια) η καγκελάριος Αγκελα Μέρκελ και οι Χριστιανοδημοκράτες - Χριστιανοκοινωνιστές (CDU/CSU) με 41,5% (34,1% και 7,4% αντίστοιχα) έχουν τον πρώτο ρόλο στο παζάρι και οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) με 25,7% έχουν ενδοιασμούς για το τι τακτική θα ακολουθήσουν αφού στρατηγικά συμφωνούν και για το αν θα πάνε στο μεγάλο συνασπισμό.
Το οπορτουνιστικό κόμμα «Αριστερά» (Λίνκε), συμπροεδρεύον στο λεγόμενο Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς (ΚΕΑ) μαζί με τον ΣΥΡΙΖΑ, πήρε 8,6% (από 11,9%) και οι «Πράσινοι» βγήκαν τέταρτοι με 8,4%. Εκτός Βουλής, αφού δεν έπιασαν το όριο του 5%, έμειναν οι Φιλελεύθεροι (FDP), σύμμαχοι στην κυβέρνηση της Μέρκελ, με 4,8%, και το νεοϊδρυθέν «ευρωσκεπτικιστικό» κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) με 4,7%.
Αν δούμε τα ποιοτικά στοιχεία του εκλογικού αποτελέσματος με βάση στοιχεία που βγήκαν από μετεκλογικές έρευνες οι Χριστιανοδημοκράτες προσέλκυσαν κυρίως ανώτερα μεσαία στρώματα, κρατική υπαλληλία, μικρούς επιχειρηματίες και συνταξιούχους. Ενώ η ψήφος σε αυτούς εκφράζει και την κυρίαρχη αντίληψη στη γερμανική κοινωνία ότι η Μέρκελ είναι «εγγυητής της σταθερότητας» και της «εξασφάλισης της Γερμανίας από την κρίση». Δείχνει επίσης ότι ο πήχης των απαιτήσεων του λαού, με τη συμβολή όλα τα προηγούμενα χρόνια και των συμβιβασμένων συνδικαλιστικών ηγεσιών, έχει πέσει και κυριαρχούν η ενσωμάτωση και ο συμβιβασμός, η δήθεν εξασφάλιση του να μην έρθουν τα χειρότερα.
Οι σοσιαλδημοκράτες φαίνεται ότι παρά την άνοδο που καταγράφουν συνολικά δεν ανακάμπτουν και ιδιαίτερα από τμήματα εργατικών - λαϊκών στρωμάτων που έχασαν την περίοδο της διακυβέρνησης Σρέντερ, που έστρωσε το δρόμο για τις αντιλαϊκές μεταρρυθμίσεις. Επίδραση είχε και ο πρόσφατος προσανατολισμός τους όπου ακόμα και διακηρυκτικά δήλωσαν ότι δεν επιδιώκουν να εκφράσουν την εργατική τάξη. Είναι ενδεικτικό ότι οι σοσιαλδημοκράτες πήραν μόλις 16,7 % στην Ανατολική Γερμανία (σε περιοχές με υψηλότερα ποσοστά εργατικής τάξης κι ανέργων) και 27,4% στη Δυτική Γερμανία.
Παρά τον ανταγωνισμό CDU - σοσιαλδημοκρατών, οι διαφορές τους είναι μηδαμινές. Οι σοσιαλδημοκράτες είναι ενδεικτικό ότι κατηγορούσαν το CDU προεκλογικά ότι τους κλέβει τις θέσεις τους.
Η Λίνκε, παρότι υποχωρεί σχεδόν 3,5%, επιχειρείται πολιτικά να εμφανιστεί ως δήθεν κερδισμένη λόγω της τρίτης θέσης που καταλαμβάνει, με την ακόμα μεγαλύτερη υποχώρηση των Πρασίνων. Στο Ανατολικό Βερολίνο πήρε πρωτιά σε 4 από τις 6 εκλογικές περιφέρειες και έβγαλε απευθείας βουλευτές (μέσω της α' ψήφου).
Στις εκλογικές περιφέρειες του Ανατολικού Βερολίνου η Λίνκε πήρε 30%. Είχε περιφέρειες που πήρε 34,6, 33, 29,5 και 25,4%.
Σε ανατολικές περιφέρειες τα «λοιπά κόμματα» σημείωσαν ποσοστά 9, 11, 13 και 11%. Στο Δυτικό Βερολίνο η Λίνκε πήρε 18% (4ο κόμμα). Το στέλεχος της Λίνκε Ντ. Μπαρτς δήλωσε το βράδυ των εκλογών: «Σε περίπτωση μεγάλου συνασπισμού η Λίνκε χαίρεται που θα είναι αξιωματική αντιπολίτευση. Διαφορετικά η πρότασή μας να κυβερνήσουμε μαζί με το SPD ισχύει, όπως με επιτυχία συγκυβερνούμε στο κρατίδιο του Βραδεμβούργου». Δηλαδή, εκεί που εφαρμόστηκαν τα ίδια αντιλαϊκά μέτρα. Ενδιαφέρον έχει πάντως το ότι η κοινωνική σύνθεση των ψηφοφόρων της δεν ανήκει στην εργατική τάξη. Η Λίνκε επιβεβαιώνει την πορεία φθοράς των τελευταίων χρόνων, απόρροια και της κυβερνητικής της συμμετοχής σε αντιλαϊκές κρατιδιακές κυβερνήσεις σε Βερολίνο και Βραδεμβούργο.
Οι Φιλελεύθεροι έχουν τρυγηθεί κυρίως από το CDU, και σε μικρότερο βαθμό από την «Εναλλακτική για τη Γερμανία». Ηδη δρομολογούνται παραίτηση της ηγεσίας του κι ανακατατάξεις.
Η «Εναλλακτική για τη Γερμανία», που συγκροτήθηκε πριν από μερικούς μήνες κυρίως από διανοούμενους και ανθρώπους της αγοράς, παρότι δεν μπαίνει στη Βουλή καταγράφεται ως υπαρκτή «δύναμη ευρωσκεπτικισμού» που δημιουργεί προϋποθέσεις για να ενισχυθεί περαιτέρω και στις ευρωεκλογές. Δυνάμεις αντλεί από τους χριστιανοδημοκράτες και φαίνεται ότι κερδίζει κι ορισμένες δυνάμεις που είχαν εκφραστεί στις τελευταίες κάλπες με τους Πειρατές, που υποχώρησαν περαιτέρω. Να σημειωθεί ότι τα υψηλότερα ποσοστά της Εναλλακτικής (5,5-5,7%) καταγράφει και σε ορισμένες εργατικές - λαϊκές περιοχές, ειδικά στην Ανατ. Γερμανία.
Το φαινόμενο του «ευρωσκεπτικισμού»
Η σχετική επιτυχία της «Εναλλακτικής για τη Γερμανία» τροφοδότησε τόσο στη χώρα, σε άλλες χώρες και στη χώρα μας τη συζήτηση που έχει ήδη ξεκινήσει κυρίως από οπορτουνιστικές δυνάμεις για το ζήτημα της Ευρωζώνης. Στη Γερμανία εκτός από τη «δεξιάς» σκοπιάς κριτική στο ευρώ, εμφανίζονται διάφορα στελέχη σοσιαλδημοκρατικής λογικής που βρίσκονται στη Λίνκε, όπως ο Οσκαρ Λαφοντέν (πρώην υπουργός Οικονομικών στις κυβερνήσεις του Σρέντερ), η Σάρα Βάκενχεντ, που αποκόβουν το ζήτημα του νομίσματος από τη συνολική στρατηγική του κεφαλαίου και το χαρακτήρα της ιμπεριαλιστικής διακρατικής ένωσης της ΕΕ. Ετσι, μιλάνε για αντικατάσταση του ευρώ από ένα μηχανισμό ελεγχόμενων ισοτιμιών. Επιχειρούν να εγκλωβίσουν τους εργαζόμενους, στη συνείδηση των οποίων έχει υποστεί φθορά η λυκοσυμμαχία της ΕΕ λόγω και των εσωτερικών της αντιθέσεων, στη λογική της διαχείρισης, του πιο ανθρώπινου καπιταλισμού, ότι το πρόβλημα της αντιλαϊκής πολιτικής είναι πρόβλημα νομίσματος. Στην ουσία εμφανίζουν ως φιλολαϊκή πολιτική γραμμή που εκφράζει μερίδα του κεφαλαίου (αυτή που ανοιχτά εκφράζεται από την Εναλλακτική για τη Γερμανία), η οποία θεωρεί ότι η διατήρηση του ευρώ δεν είναι συμφέρουσα για τη Γερμανία. Αντίστοιχα σε άλλες χώρες προβάλλονται, όπως κάνει και στη χώρα μας ο ΣΥΡΙΖΑ, η λεγόμενη «συμμαχία του Νότου», το νέο «σχέδιο Μάρσαλ για την Ευρώπη», που δήθεν θα δώσει φιλολαϊκές λύσεις και θα ανακουφίσει τους εργαζόμενους από τα σκληρά δημοσιονομικά μέτρα.
Καμία αυταπάτη για φιλολαϊκή διέξοδο χωρίς σύγκρουση με τη στρατηγική του κεφαλαίου
Η συζήτηση αυτή συνδέεται και με τη διαχείριση της κρίσης στην Ελλάδα. Βέβαια ακόμα και αν υπάρξει μια σχετική χαλάρωση στη λιτότητα, όπως καλούν σοσιαλδημοκράτες και οπορτουνιστές και για τον ελληνικό λαό, πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι οι όποιες συμφωνίες, οι συμβιβασμοί και οι διευθετήσεις που θα γίνουν στο πλαίσιο της λυκοσυμμαχίας της ΕΕ, με ηγετική δύναμη τη Γερμανία, οι ανταγωνισμοί και οι αντιθέσεις που αναπτύσσονται με άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα (ΔΝΤ, ΗΠΑ), δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τα λαϊκά συμφέροντα. Οι λαοί είτε με μνημόνια είτε όχι, πληρώνουν την προσπάθεια του κεφαλαίου να βγει με λιγότερες απώλειες από την κρίση. Τα δικαιώματα που πάρθηκαν πίσω από το κεφάλαιο δεν πρόκειται να επιστρέψουν στους εργάτες ακόμα και αν έρθει μια σχετική ανάκαμψη στην καπιταλιστική κερδοφορία.
Αρα οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να εγκλωβίζονται στα διάφορα μείγματα αστικής διαχείρισης ή και στα σενάρια μιας ΕΕ χωρίς ευρώ και με εθνικά νομίσματα. Ο λαός, που παράγει όλο τον κοινωνικό πλούτο, έχει ένα δρόμο, να τον διεκδικήσει όλο. Το ΚΚΕ γι' αυτό αντικειμενικά προβάλλει τη μόνη φιλολαϊκή διέξοδο, με μονομερή διαγραφή του χρέους, αποδέσμευση από την ΕΕ με κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, εργατικό - λαϊκό έλεγχο και εργατική - λαϊκή εξουσία, με κεντρικό επιστημονικό σχεδιασμό, που θα θέσει την παραγωγή στην υπηρεσία των διευρυμένων σύγχρονων λαϊκών αναγκών.