Πάνε δύο περίπου χρόνια απ' το ξέσπασμα των «αγανακτισμένων» και τις καθημερινές απογευματινές τους συγκεντρώσεις στην πλατεία Συντάγματος, που άρχισαν να ξεθωριάζουν στις αρχές του καλοκαιριού του 2011, αφού αποδείχθηκε στην πράξη ότι δεν «φτάνει να γεμίσουμε τις πλατείες» για να ανατραπεί η αντιλαϊκή επίθεση. Επρόκειτο για μαζικά συλλαλητήρια που τα συγκροτούσαν ετερόκλητες πολιτικά και κοινωνικά δυνάμεις με σήμα κατατεθέν τους τον «αυθόρμητο» και «απολίτικο» χαρακτήρα τους. Κινητοποιήσεις που σύσσωμες αστικές και οπορτουνιστικές πολιτικές δυνάμεις περιέβαλαν με στοργή, ευθέως ανάλογη του ταξικού τους μίσους για το εργατικό λαϊκό κίνημα. Η προβολή που επεφύλαξαν στους «αγανακτισμένους» τα αστικά ΜΜΕ υπήρξε κραυγαλέα, σε σχέση με την αποσιώπηση ή τη συκοφάντηση των κινητοποιήσεων του ταξικού εργατικού λαϊκού κινήματος.
Στην πλατεία Συντάγματος στήθηκε ένα γερό παιχνίδι με έπαθλο συνειδήσεις που αναζητούσαν στα τυφλά διέξοδο, που άγονταν από μικροαστική ανυπομονησία, ανθρώπων πραγματικά οργισμένων όχι όμως αποφασισμένων για την ανάγκη να μετουσιώσουν την οργή τους σε ταξική πάλη. Οι συνειδήσεις αυτές χειραγωγήθηκαν και τελικά ενσωματώθηκαν από δυνάμεις που παρενέβαιναν σχεδιασμένα για να καναλιζάρουν την αγανάκτηση και να εκτονωθεί ανώδυνα για το σύστημα. Κερδισμένη μεταξύ άλλων βγήκε η Χρυσή Αυγή.
Μέρος της πλατείας αποτέλεσε σωστό εκκολαπτήριο των φασιστικών της απόψεων με αλαλαγμούς όπως «να καεί, να καεί το μπ... η Βουλή», οι «300 στο Γουδί», «κλέφτες, κλέφτες» κ.λπ., που αναπαράγονταν στο πανελλήνιο απ' τα ΜΜΕ. Εκεί συναντούσε κανείς, να ξεσηκώνουν με τέτοια συνθήματα το πλήθος, ανθρώπους σκοτεινών μηχανισμών και θυλάκων, γνωστούς εθνικιστές, μέλη ειδικών ομάδων φιλάθλων που τα Σαββατοκύριακα απαντώνται στα γήπεδα και τις άλλες μέρες μπράβοι σε νυκτερινά κέντρα.
Δεν ήταν όμως μόνο αυτοί. Ελεγε τότε ο Δ. Παπαδημούλης (ρ/σ ΑΝΤ1): «Τα μεγάλα προβλήματα των πολιτών είναι: Γιατί δεν πληρώνουν οι πλούσιοι; Γιατί δεν πιάνεται η φοροδιαφυγή; Γιατί δεν πάει κανένας φυλακή; (...) Ολα αυτά που θέτουν επί τάπητος οι αγανακτισμένοι πολίτες».
Το «πάνω μέρος» της πλατείας που τσουβάλιαζε αυθαίρετα, οξύνοντας τα πιο αντιδραστικά, εθνικιστικά αντανακλαστικά ανώριμων πολιτικά συνειδήσεων, δε θα υπήρχε χωρίς το «κάτω μέρος» της πλατείας στο οποίο κυριαρχούσαν οι δυνάμεις του οπορτουνισμού. Κάτω από ένα «αντιμνημονιακό περίβλημα» χωρούσε κάθε καρυδιάς καρύδι. Οχι μόνο συσκότιζαν τα ταξικά χαρακτηριστικά της επίθεσης αλλά καλλιεργούσαν τη λογική ότι ο εργάτης μπορεί να βρεθεί δίπλα δίπλα με τον εργοδότη του ενάντια στην «κλεπτοκρατία», την Μέρκελ, και τους «300 της Βουλής».
Αυτή η «αντιμνημονιακή ρητορική» συνέβαλε στη διαμόρφωση ενός αντιδραστικού ρεύματος. Λειτούργησε σαν κολυμβήθρα του Σιλωάμ όπου ξεπλύθηκαν αντιδραστικές δυνάμεις για να πλασαριστούν σαν αντισυστημική δύναμη. Το «όλοι μαζί» ενάντια στα μνημόνια, έγινε παραπέτασμα πίσω απ' το οποίο κρύφτηκαν δυνάμεις που ψάρευαν σε θολά νερά, υπηρετώντας σκοπιμότητες εχθρικές προς τα συμφέροντα του λαού, όπως η Χρυσή Αυγή.
Ηταν πολλά τα κοινά χαρακτηριστικά όλων αυτών των δυνάμεων: Η έχθρα προς το οργανωμένο, ταξικό εργατικό λαϊκό κίνημα που το έφερναν σε αντιπαράθεση με το «αυθόρμητο», που όμως καθοδηγούνταν από «ανώνυμα» μεν, καλά οργανωμένα δε, καλέσματα στα οποία πρωταγωνιστούσαν και τα αστικά ΜΜΕ. Περιώνυμη γραφίδα του αστικού Τύπου έγραφε ότι η αξία των «αγανακτισμένων» είναι «κυρίως ότι απέδειξαν ότι η κοινωνική δράση στην Ελλάδα, ακόμη και η διαμαρτυρία ή η αμφισβήτηση, μπορεί να εκδηλωθεί χωρίς τους λόχους του ΠΑΜΕ...».
Το «έξω τα συνδικάτα» πακέτο με το «έξω τα κόμματα», δεν ήταν άσχετα συνθήματα με την εκκωφαντική σιωπή όλων ως προς το «μετά», στο πού βρίσκεται η διέξοδος. Αλλωστε, δεν ήθελαν να υποδείξουν διέξοδο στο λαό, αλλά να συσκοτίσουν την ύπαρξη αυτής που υπηρετεί τα συμφέροντά του και που πρεσβεύει η πολιτική πρόταση του ΚΚΕ.
Το κίνημα των αγανακτισμένων δεν είχε και δεν απέκτησε προσανατολισμό, άλλον απ' τον «ακομμάτιστο». Ποιος όμως είχε συμφέρον από ένα έτσι προσανατολισμένο κίνημα; Ποιος εκτός απ' τον αντίπαλο που απέναντι στο λαό, διέτασσε ήδη όλες του τις δυνάμεις, εννοείται και τα κόμματά του με συγκεκριμένη πολιτική και στρατηγική.
Αυτό επιβεβαίωναν τα πανομοιότυπα σχόλια στελεχών των πολιτικών κομμάτων: «Σαφώς και δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτε από αυτά τα κινήματα, στο βαθμό που είναι αυθόρμητα, αυθεντικά και δεν καπελώνονται από κομματικές ταμπέλες και κομματικές ή άλλου είδους ιδεολογίες, παρατάξεις ή συμφέροντα (...) ο κόσμος έχει δικαίωμα να εκφράζει τη βούλησή του και μάλιστα μέσα από τέτοιες κινήσεις που είναι ειρηνικές και αμφισβητούν συλλήβδην το πολιτικό σύστημα»! Γ. Πεταλωτής, τότε κυβερνητικός εκπρόσωπος.
Ο αρχηγός της ΝΔ Αντ. Σαμαράς: «Το κίνημά τους είναι ειρηνικό, ακομμάτιστο, ενωτικό και πανεθνικό. Κρατάνε ελληνικές σημαίες. Οπως πάντα ο λαός στις δύσκολες στιγμές του, πυκνώνει τις τάξεις του γύρω από τη σημαία του που εκφράζει ενότητα και αγώνα».
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλ. Τσίπρας: «Δεν εντάσσεται σε πανό κομμάτων, οργανώσεων ή συνδικάτων και επίσης έχει παλλαϊκά χαρακτηριστικά (...) Είναι ένα κίνημα ελπιδοφόρο, μια εκδήλωση της λαϊκής αγανάκτησης», «τομή στα μεταπολιτευτικά χρονικά». Πάλι καλά, γιατί το 2008 χαρακτήριζαν το σπάσιμο της βιτρίνας «επανάσταση». Ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε πάντως κρύψει τον ευσεβή του πόθο το κίνημα αυτό να «μπορέσει να καταλήξει κάπου και από εκεί ενδεχομένως να προκύψει ένας νέος συνασπισμός εξουσίας»! Να λειτουργήσει δηλαδή σαν καταλύτης στα σενάρια αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού σκηνικού και σαν μοχλός που θα σπρώξει τον ΣΥΡΙΖΑ σε αναβαθμισμένη θέση.
Ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ Φ. Κουβέλης: «Οι πολίτες διεκδικούν την υπεράσπιση του δημοσίου συμφέροντος και όχι του κομματικού».
Είναι φανερό ότι αποθέωναν το δήθεν αυθόρμητο και ακομμάτιστο γιατί ήταν ένα κίνημα που υπηρετούσε το «ενιαίο κόμμα» της αστικής τάξης, διαμορφώνοντας παράλληλα εχθρική στάση απέναντι στον αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό. Εκθείαζαν τους αγανακτισμένους αυτοί που με την πολιτική τους πυροδοτούσαν τη λαϊκή οργή, οι ίδιοι που έστελναν τα ΜΑΤ απέναντι σε απεργούς εργάτες ακόμα και σε συνταξιούχους. Ανάμεσά τους ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ, που ενώ μόνο καλά λόγια είχε για την πλατεία Συντάγματος, χαρακτήριζε «εξαλλοσύνες» τις απεργιακές κινητοποιήσεις των ναυτεργατών και δήλωνε ότι «η ανάπτυξη γίνεται με όρους κοινωνικής ειρήνης», διά στόματος Αλ. Τσίπρα. Ηταν ο ΣΥΡΙΖΑ που άδραξε την ευκαιρία να σερβίρει την άποψη ότι οι απεργίες δεν «τραβάνε» και ότι είναι κρίμα να χάνουν οι εργαζόμενοι μεροκάματο, άρα θα πρέπει το εργατικό κίνημα να σκεφτεί νέες μορφές πάλης τύπου απογευματινών συγκεντρώσεων. Μορφές που ευχαρίστως θα σπονσοράρουν οι ίδιοι οι εργοδότες αν πρόκειται να γλιτώσουν έστω μιας ημέρας κέρδη.
Ολοι αυτοί υπονόμευαν, υπέσκαπταν τη μόνη δύναμη που αποτελεί αντίπαλο δέος και ως τέτοιο μπορεί να αντιμετωπίσει και να συντρίψει φασιστικά εγκληματικά μορφώματα τύπου «Χρυσής Αυγής»: Το εργατικό λαϊκό κίνημα με ταξικό προσανατολισμό. Πρόσφεραν κι απ' αυτή την άποψη καλές υπηρεσίες στο μόρφωμα για το οποίο σήμερα χύνουν κροκοδείλια δάκρυα και πάνω απ' όλα φυσικά υπηρεσίες στο γεννήτορά του, την αστική εξουσία, στους καπιταλιστές.
Το ΚΚΕ δεν χάιδεψε αυτιά, με αίσθημα ευθύνης και εμπιστοσύνης απευθύνθηκε στα λαϊκά στρώματα που κινητοποιούνταν επισημαίνοντάς τους ότι οι αγώνες που δε στοχεύουν στους υπεύθυνους και τις αιτίες δεν μπορούν να φέρουν ουσιαστικά αποτελέσματα. «Είναι ενθαρρυντικό στοιχείο να βρίσκεται λαός και νεολαία στο δρόμο διαδηλώνοντας τη συσσωρευμένη οργή του. Μπορεί να διαμορφώσει ένα κλίμα πιο ουσιαστικής αγωνιστικής ανάτασης, αν μετεξελιχθεί σε πιο αποφασιστική συμμετοχή στο οργανωμένο ταξικό λαϊκό κίνημα που παλεύει για να αποκρούσει και να ανατρέψει τη βάρβαρη αντιλαϊκή πολιτική και όχι να αλλάξουν τα πρόσωπα στην κυβέρνηση, ή να γίνουν μικροδιορθώσεις στα μνημόνια των μονοπωλίων» σημειώνονταν σε ανακοίνωση του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, στις 7 Ιούνη 2011.
Το ΚΚΕ εφιστούσε στο λαό την προσοχή ως προς τις κολακείες και τα «αγκαλιάσματα» των αστικών κομμάτων, των ΜΜΕ των μεγαλοεπιχειρηματιών, διάφορων μηχανισμών και ομάδων που παριστάνουν τους ανεξάρτητους και ακομμάτιστους. Τον προειδοποιούσε πως η κυβέρνηση, τα κόμματα και οι μηχανισμοί του συστήματος έχουν κάθε λόγο να μείνει θολή η αυθόρμητη μαζική αγανάκτηση κι από ένα σημείο και μετά να μετατραπεί σε μοιρολατρία και υποταγή. Υπογράμμιζε πως η αγανάκτηση από μόνη της δε φοβίζει την πλουτοκρατία γιατί γνωρίζει ότι χωρίς οργάνωση και ταξική συνειδητοποίηση δεν μπορεί να γίνει επικίνδυνη γι' αυτούς η λαϊκή αγωνιστική δράση.
Αντίθετα, σημειώνονταν, «επιδιώκουν να την αξιοποιήσουν προκειμένου να σπρώξουν τα κόμματα εξουσίας σε πιο αντιδραστικές και επιθετικές θέσεις. Στο όνομα των «ικανών, άξιων και τίμιων πολιτικών» και με αφορμή τις λαϊκές αντιδράσεις, προετοιμάζουν το έδαφος, ώστε αν το σημερινό κυρίαρχο πολιτικό σύστημα αποδειχτεί ανίκανο να διαχειριστεί το λαϊκό παράγοντα, να προχωρήσουν σε μεταμφίεσή του, στη δημιουργία νέων αστικών κομμάτων, ώστε να κερδίσουν χρόνο».
Το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ απαντούσε και στα συνθήματα που αντηχούσαν στην πλατεία Συντάγματος, σημειώνοντας: «Τα γνωστά καλλιεργούμενα επιφανειακά και λαϊκίστικα συνθήματα "κλέφτες", "ψεύτες", απαλλάσσουν τον πραγματικό ένοχο, την πλουτοκρατία που ληστεύει νόμιμα το λαό και το φυσικό και ορυκτό πλούτο της χώρας. Τα σκάνδαλα, ο χρηματισμός πολιτικών των κομμάτων του συστήματος, είναι αποτέλεσμα της πολιτικής που φέρνει δεινά στο λαό και όχι αιτία. Δίνουν συγχωροχάρτι στα στελέχη του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ και άλλων κομμάτων που στηρίζουν τα βάρβαρα μέτρα για ιδεολογικούς λόγους κι ας μην έχουν κλέψει.
Τα αντιδραστικά συνθήματα "έξω τα κόμματα, τα συνδικάτα", που προβάλλουν ορισμένα κέντρα και θέλουν να αποκτήσουν απήχηση στο λαό, έχουν ως κύριο στόχο να μπερδέψουν τις λαϊκές συνειδήσεις. Ετσι έχουν τη δυνατότητα η κυβέρνηση και τα άλλα κόμματα να ερμηνεύουν το μήνυμα της διαμαρτυρίας με διαφορετικό τρόπο και όπως τους συμφέρει. Να βάλουν στο ίδιο τσουβάλι με τους υπεύθυνους το ΚΚΕ, που αποκάλυψε και αντιπάλεψε με συνέπεια την πολιτική ΠΑΣΟΚ - ΝΔ (...) Να κρύψουν ότι οι ταξικές δυνάμεις που συσπειρώνονται στο ΠΑΜΕ παλεύουν σταθερά και πρωτοπόρα για το δίκιο των εργαζομένων, σε αντιπαράθεση με τον εργοδοτικό - κυβερνητικό συνδικαλισμό της πλειοψηφίας ΓΣΕΕ - ΑΔΕΔΥ».
Καλούσε δε το λαό για να αντιμετωπίσει την καπιταλιστική βαρβαρότητα, «να βγάλει σωστά συμπεράσματα, να κατανοήσει τις αιτίες της καπιταλιστικής κρίσης, του χρέους, των κλιμακούμενων μνημονίων, να δει καθαρά ότι οι υπεύθυνοι είναι η πολιτική, τα κόμματα και η ΕΕ που υπηρετούν την κερδοφορία και τα συμφέροντα των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων (...) Η γενική απαίτηση "κάτω το μνημόνιο" επί της ουσίας δε λέει τίποτα, αν δε γίνει αφετηρία για την παρεμπόδιση κάθε αντιλαϊκής πολιτικής, αν δε συνοδεύεται με "κάτω τα μονοπώλια, η ΕΕ και τα κόμματα που τα υπηρετούν"».
Και με έμφαση επεσήμανε πως «οι εργατικοί λαϊκοί και νεανικοί αγώνες σήμερα, για να έχουν αποτέλεσμα και τη δύναμη να ορθώσουν εμπόδια στα κλιμακούμενα βάρβαρα μέτρα, πρέπει να στοχεύουν τους υπεύθυνους για τα λαϊκά δεινά, που είναι οι επιχειρηματικοί όμιλοι, η ΕΕ και τα κόμματα που τους υπηρετούν. Να διεκδικούν τα σύγχρονα δικαιώματα, να στοχεύουν σε αναγκαίες ριζικές αλλαγές που χρειάζονται στην οικονομία και στην εξουσία, ώστε η ανάπτυξη να υπηρετεί τις λαϊκές ανάγκες και όχι τα κέρδη του μεγάλου κεφαλαίου».