Μην παραδοθείς...

Μην παραδοθείς...

Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2014

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΕΝΑ ΣΥΝΕΔΡΙΟ: ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

 

ΚΟΜΕΠ

του Κώστα Σκολαρίκου

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, ξεκίνησε μια προσπάθεια αναδιατύπωσης της κυρίαρχης αστικής ιστοριογραφίας για τη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Η συγκεκριμένη απόπειρα αποτελούσε ουσιαστικά τη συνέπεια της δυσμενούς -για την εργατική τάξη και τους άλλους εκμεταλλευόμενους- αλλαγής του διεθνούς ταξικού συσχετισμού δύναμης έπειτα από την καπιταλιστική παλινόρθωση στην ΕΣΣΔ και τις Λαϊκές Δημοκρατίες της Ανατολικής Ευρώπης.

Η αναδιατύπωση της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας αφορούσε και αφορά την αντικατάσταση μιας σοσιαλδημοκρατικής προσέγγισής της που επικράτησε από τη δεκαετία του 1980 και έπειτα, και η οποία λαθεμένα περιγράφεται ως η «αριστερή» ανάγνωση της ιστορίας. Στην πραγματικότητα, αποτελούσε το άλλο πρόσωπο της κυρίαρχης αστικής ιστοριογραφίας που -λόγω της παράδοσης του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα και του διεθνούς συσχετισμού- θεωρήθηκε προσφορότερη στο να ενσωματώνει στην κυρίαρχη αστική ιδεολογία, λειαίνοντας τις «χοντροκομμένες» και γι' αυτό πλέον μη ανεκτές πλευρές της αντικομμουνιστικής μετεμφυλιακής ιστοριογραφίας, όχι για ν’ αμφισβητήσει την αστική εξουσία, αλλά για να την θωρακίσει προκρίνοντας μια διαφορετική πολιτική μορφή της.

Αυτό εξάλλου αποδεικνύεται και απ’ το γεγονός ότι, παρά τις θετικές αναφορές σε στιγμές του λαϊκού κινήματος, σε καμιά περίπτωση η σοσιαλδημοκρατική αστική ιστοριογραφία δε διέρρηξε τον ταξικό της προσανατολισμό, δηλαδή δεν «ανέχτηκε» την αμφισβήτηση αυτής καθαυτής της αστικής εξουσίας. Γι’ αυτό, ακόμα και στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, η επίσημη κρατική ιστοριογραφία συνέχιζε να ονοματίζει τον αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) ως «συμμοριτοπόλεμο», ενώ, όταν αναγνωρίστηκε ως εμφύλιος πόλεμος, περιγράφηκε στα σχολικά και τα πανεπιστημιακά εγχειρίδια ως το υπέρτατο κακό της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.

Βέβαια, να επισημάνουμε ότι το ξαναγράψιμο της σύγχρονης ιστορίας δεν αποτέλεσε ένα «ελληνικό φαινόμενο», αφού παρόμοιες διεργασίες πραγματοποιήθηκαν την ίδια περίοδο στο σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών με επίκεντρο την αποτίμηση της ιστορίας του Β΄ Παγκόσμιου Ιμπεριαλιστικού Πολέμου. Κεντρικός άξονας αναθεώρησης της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας ήταν η προσπάθεια επίσημης ταύτισης φασισμού - κομμουνισμού μέσω του ιδεολογήματος των δύο ολοκληρωτισμών (ή των δύο άκρων, όπως τελευταία αναφέρεται), το οποίο, αν και προϋπήρχε, αναδείχτηκε σε καταστατικό χάρτη της επίσημης ευρωενωσιακής πολιτικής.

Εκφάνσεις της νέας ευρωπαϊκής αστικής ιστοριογραφίας μπορούν να ανευρεθούν σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και στις κεντρικές κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ετσι, η Λετονία αρχικά προχώρησε σε αποκατάσταση των λετονικών Ες-Ες, συνεργατών των ναζιστών στο Β΄ Παγκόσμιο Ιμπεριαλιστικό Πόλεμο. Πρόσφατα, ευθυγραμμιζόμενη και με την κεντρική κατεύθυνση της ΕΕ, απαγόρευσε τη χρήση του σφυροδρέπανου, της σοβιετικής σημαίας, ύμνων του Κόκκινου Στρατού κλπ., εξισώνοντάς τους με τα ναζιστικά και φασιστικά σύμβολα που επίσης απαγόρευσε με τον ίδιο νόμο. Επίσης, η ΕΕ όρισε την 23η Αυγούστου ως ημέρα μνήμης των θυμάτων του «ολοκληρωτισμού» (βλέπε φασισμού και κομμουνισμού), ενώ χρόνια νωρίτερα είχε θεσμοθετήσει την 9η Μάη ως «Ημέρα της Ευρώπης», θέλοντας να επισκιάσει την επέτειο της Αντιφασιστικής Νίκης των Λαών. Τέλος, αναδεικνύοντας ιστορικά θέματα όπως η «υπόθεση Κατίν»1, αντικειμενικά επιχειρεί να ξαναγράψει την ιστορία, απαλλάσσοντας τις «δυνάμεις του Αξονα» από τα εγκλήματά τους.

Ετσι κι αλλιώς, η «νέα» κυρίαρχη ευρωπαϊκή ιστοριογραφία δεν απορρέει από εξελίξεις στην επιστημονική έρευνα ή στην ανακάλυψη καινούργιων ιστορικών τεκμηρίων (ακόμα και όταν το ισχυρίζεται). Αντίθετα, συνιστά την αντανάκλαση της ολομέτωπης καπιταλιστικής επίθεσης σε όσα κατόρθωσαν να αποσπάσουν οι εργαζόμενοι της Ευρώπης στο μεταπολεμικό κόσμο (λόγω της παρουσίας της ΕΣΣΔ και των Λαϊκών Δημοκρατιών, του κύρους που κέρδισαν τα κομμουνιστικά κόμματα από την πρωταγωνιστική συμμετοχή τους στον αγώνα για τη συντριβή του φασισμού και στους μεταπολεμικούς εργατικούς αγώνες και, τέλος, εξαιτίας της δυνατότητας και αναγκαιότητας των παραχωρήσεων των αστικών τάξεων της Ευρώπης σε μια περίοδο καπιταλιστικής ανάπτυξης, αλλά και αντιπαράθεσης με τις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης), στο επίπεδο της ιστορίας· αποτελεί το αποκρυστάλλωμα του νέου ταξικού συσχετισμού στην αστική ιστοριογραφία.

Ως αποτέλεσμα, αν υπάρχει μια ιδιομορφία στην ελληνική έκφραση της «νέας» κυρίαρχης ιστοριογραφίας, δεν αφορά την πολιτική στόχευση ή τη μεθοδολογία της, αλλά την απαίτηση ερμηνείας του ταξικού εμφύλιου πολέμου, ο οποίος όχι μόνο αμφισβήτησε τη μορφή της αστικής εξουσίας, αλλά και απείλησε την ύπαρξή της. Παρεπόμενο του ταξικού εμφύλιου πολέμου υπήρξε και η αποκατάσταση των συνεργατών των ναζιστών κατακτητών που αναβαπτίστηκαν στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ της μετεμφυλιακής αστικής δημοκρατίας και του ψυχροπολεμικού αντικομμουνισμού (περισσότερο «άκομψα» απ’ ό,τι στις δυτικοευρωπαϊκές αστικές δημοκρατίες). Βέβαια, μεταπολιτευτικά ο ρόλος τους θυσιάστηκε στο βωμό της διάσωσης του προφίλ της «ανανεωμένης» αστικής δημοκρατίας που, υπό την πίεση των αγώνων του λαού μας, του διεθνούς συσχετισμού και των άμεσων ενεργειών του ΚΚΕ που αποσκοπούσαν στην de facto νομιμοποίησή του, αναγκάστηκε ν’ αναγνωρίσει τη νομιμότητα του ΚΚΕ (δίχως φυσικά ν' αποδεχτεί ή ν' ανεχτεί τον επαναστατικό του προσανατολισμό).

Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 λοιπόν, πλευρές της κυρίαρχης αστικής ιστοριογραφίας άρχισαν ν’ αναμοχλεύουν ακριβώς αυτά τα δύο ζητήματα, συγκροτώντας βαθμιαία το λεγόμενο «νέο κύμα» της ιστοριογραφίας. Ο σκοπός ήταν παραπάνω από εμφανής. Ν’ αναδειχτεί το ΚΚΕ ως βασικός εχθρός της δημοκρατίας (ως εκπρόσωπος του «ολοκληρωτισμού») και στο όνομα αυτής της εκτίμησης να «χαλυβδωθεί» ιδεολογικά-πολιτικά η αστική δημοκρατία και εξουσία και να δικαιολογηθούν ακόμα και οι πιο άγριες διώξεις απέναντι στο εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα, ως μέρος της αναγκαίας προστασίας της δημοκρατίας έναντι του «ολοκληρωτισμού».

Βέβαια, ο σκληρός πυρήνας των επιχειρημάτων του «νέου κύματος» δεν είχαν να προσφέρουν τίποτα το καινούργιο. Συνιστούσαν και συνιστούν ένα αναμάσημα των μετεμφυλιακών απόψεων των αστών πολιτικών, για την ΕΑΜική Αντίσταση, το ΚΚΕ, τα Τάγματα Ασφαλείας κλπ. (όπως του Κανελλόπουλου ή του ιδρυτή των Ταγμάτων Ασφαλείας δοσίλογου πρωθυπουργού Ράλλη) μπολιασμένο με επιστημονικοφροσύνη2. Μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις οι ομοιότητες αποτυπώνονται ακόμα και στο επίπεδο των χρησιμοποιούμενων εκφράσεων.

Αντικειμενικός συμπαραστάτης στην προσπάθειά τους να γράψουν την ιστορία ήταν ο χρόνος που είχε αποσύρει από το «προσκήνιο» τις γενιές εκείνες που πρωταγωνίστησαν στην κορύφωση της ταξικής πάλης τη δεκαετία του 1940 και επομένως είχε διακόψει την προφορική μετάδοση των ιστορικών γεγονότων από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές τους.

 

ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ «ΝΕΟ ΚΥΜΑ»

Ωστόσο, η διαφορά του «νέου κύματος» στην Ελλάδα από τους διάφορους Ευρωπαίους «αναθεωρητές» της ιστορίας είναι ότι δε συγκροτήθηκε πλειοψηφικά από περιθωριακούς κύκλους «ακροδεξιών» ιστορικών, αλλά ξεπήδησε από τα συνέδρια της «αριστερής» (στην πραγματικότητα οπορτουνιστικής) ιστοριογραφίας, αξιώνοντας μια εναλλακτική μεθοδολογία και το ξεπέρασμα του «συναισθηματισμού και της ιδεολογικοποίησης» στη μελέτη της ιστορίας. Οι οπορτουνιστές ιστορικοί, έχοντας πάρει ιδεολογικό-πολιτικό διαζύγιο από την ταξική πάλη και την ταξική μεθοδολογία ανάγνωσης της ιστορίας, αποδείχτηκαν ιδιαίτερα εύφορο έδαφος για την καλλιέργεια τέτοιων αντιλήψεων. Εξάλλου, στην πλειοψηφία τους θεωρούσαν ότι η αποδόμηση της ιστορίας του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος θα μπορούσε να συνδράμει τις σύγχρονες πολιτικές τους στοχεύσεις, αποδυναμώνοντας το ΚΚΕ.

Από την άλλη πλευρά, είναι απαραίτητο να σημειώσουμε ότι λόγω του βαριού -σε φόρο αίματος των κομμουνιστών- ιστορικού παρελθόντος, οι ανοιχτά αντικομμουνιστικές προσεγγίσεις θα λοιδορούνταν αν επιχειρούσαν να εκφραστούν αυτόνομα. Αντίθετα, εκφρασμένες από το εσωτερικό της ζεστής αγκαλιάς της οπορτουνιστικής ιστοριογραφίας γίνονταν περισσότερο αποδεκτές, υπό το πρόσχημα της αριστεροφροσύνης· γίνονταν αντιληπτές ως «αναστοχασμοί αριστερών ιστορικών» για τα «λάθη» της «δικής τους παράταξης».

Η νέα μεθοδολογία που εισήγαγε το «νέο κύμα» εκκινούσε από μια αφήγηση της ιστορίας που μελετούσε το «ειδικό» για ν’ ανασυνθέσει (παραποιήσει, στην πραγματικότητα) το «γενικό». Εφορμούσε δηλαδή από προσωπικές μαρτυρίες και αναμνήσεις ή χωρικά περιορισμένες μελέτες προκειμένου να ερμηνεύσει τα ιστορικά γεγονότα. Με θρασύτητα διακήρυττε και διακηρύττει ότι αρκεί να δούμε το δέντρο για να κατανοήσουμε το δάσος!

Ετσι, έφταναν οι αντιπαραθέσεις δύο οικογενειών προκειμένου να ερμηνεύσουν την αντίστοιχη στράτευση στην ΕΑΜική αντίσταση ή στα Τάγματα Ασφαλείας, για να εξαχθεί σε τελευταία ανάλυση το συμπέρασμα πως οι ταγματασφαλίτες δεν ήταν τίποτε άλλο από αγωνιστές ενάντια στις κομμουνιστικές διώξεις. Μάλιστα, όλα αυτά τον καιρό που η Ελλάδα βρισκόταν υπό γερμανική ναζιστική κατοχή!

Η αθώωση του κατακτητή και η πρωτοφανής ποινικοποίηση της αντίστασης απέναντί του (πέρα μάλιστα και από τις αστικές διακηρύξεις υπεράσπισης της εθνικής ακεραιότητας), όπως και η ομοιότητα των επιχειρημάτων με τα ανάλογα της «Χρυσής Αυγής» και γενικότερα του αστικού εθνικιστικού πολιτικού χώρου εντυπωσιάζει. Συνάμα όμως αποδεικνύει ότι οι λόγοι των αστών δημοκρατών και των φασιστών γράφονταν και γράφονται από το ίδιο «ταξικό χέρι».

Ωστόσο η μεθοδολογία δεν ήταν καινούργια. Στα χρόνια του «Ψυχρού Πολέμου», όταν η αμερικανική και οι ευρωπαϊκές αστικές τάξεις λάνσαραν το ιδεολόγημα των δύο ολοκληρωτισμών, προσπαθώντας ν’ αποσυνδέσουν τον καπιταλισμό από το φασισμό, ορισμένοι αστοί ιστορικοί ερμήνευαν την ανάδυση του δεύτερου μέσα από τα προσωπικά χαρακτηριστικά των ηγετών του (μεγαλομανία του Μουσολίνι, σύφιλη του Χίτλερ κλπ.) ή αποσπούσαν τις πολιτικές επιλογές του φασισμού από τα ταξικά συμφέροντα που υπηρετούσε. Με αυτόν τον τρόπο έθεταν την ταξική πάλη στο περιθώριο της ιστορίας και της επιστημονικής μεθοδολογίας. Εξάλλου, ο ατομισμός και επομένως η κατανόηση της εξέλιξης της κοινωνίας και του ρου της ιστορίας ως συνισταμένης αντιτιθέμενων προσωπικών συμφερόντων αποτελούσε και αποτελεί δομικό στοιχείο της αστικής πολιτικής σκέψης.

Οσον αφορά την προσπάθεια των ιστορικών του «νέου κύματος» ν’ αποστασιοποιηθούν από το «συναισθηματισμό» στη μελέτη της ιστορίας είναι φανερό ότι τους ήταν προπαγανδιστικά ιδιαίτερα χρήσιμη σε μια χώρα που οι σφαγές των Γερμανών και των συνεργατών τους (Καλάβρυτα, Δίστομο κλπ.) και οι πολύχρονες διώξεις των κομμουνιστών δεν άφηναν μεγάλα περιθώρια εμπαιγμού του λαϊκού συναισθήματος. Η δε διάσταση με την «ιδεολογικοποίηση» της ιστορίας συνιστά την καλύτερη προάσπιση της κυρίαρχης ιδεολογίας στην ιστορία, όπως η τυπική-νομική αναγνώριση της ισότητας των πολιτών στον καπιταλισμό αποτελεί την καλύτερη απόκρυψη των ταξικών αντιθέσεων πάνω στις οποίες θεμελιώνεται και τις οποίες αναπαράγει η αστική δημοκρατία.

Με αυτήν την έννοια, η πάλη ενάντια στο «συναισθηματισμό και την «ιδεολογικοποίηση» στην ιστορική μελέτη αποτέλεσε τις δύο πλευρές και ταυτόχρονα τις δύο φάσεις άρνησης του ταξικού πρίσματος μελέτης της ιστορίας. Η άρνηση της «ιδεολογικοποίησης» οδηγεί στην πεποίθηση ότι εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι μπορούν να έχουν κοινά κριτήρια μελέτης της ιστορίας των ταξικών τους συγκρούσεων. Η δε άρνηση του «συναισθηματισμού» στοχεύει να αποκόψει την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα όχι από την ιστορική μνήμη γενικά, αλλά από την ανάμνηση των στιγμών ανάτασης των εκμεταλλευομένων. Βέβαια, και πάλι δεν έχουμε να κάνουμε με καμιά καινούργια αποκάλυψη! Οι αμερικανοσπουδαγμένοι καθηγητές μας, τύπου Καλύβα, ήξεραν καλά ότι το «τέλος των ιδεολογιών» που εξαγγέλθηκε από τους εκπροσώπους της αστικής ιδεολογίας μετά από την καπιταλιστική παλινόρθωση αποτελούσε το συντομότερο δρόμο για την αναγνώριση και την επικράτηση της έτσι κι αλλιώς παρούσας και κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας.

 

Η «ΡΗΞΗ» ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑΣ ΚΑΙ «ΝΕΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ»

Η ολοκλήρωση της επιχειρηματολογίας και της ανάγνωσης της ιστορίας του «νέου κύματος» έφερε σε σύγκρουση τους ιστορικούς του με την οπορτουνιστική ιστοριογραφία, ειδικότερα αναφορικά με την ιστορία του ταξικού εμφυλίου. Είχε, βλέπετε, ολοκληρωθεί η περίοδος της επώασης και η συνύπαρξη δεν είχε ιδιαίτερο όφελος για καμία από τις δύο πλευρές.

Οι του «νέου κύματος» υποστήριξαν ότι το ΚΚΕ πρωταγωνίστησε υστερόβουλα στην ΕΑΜική Αντίσταση, αποσκοπώντας στη μεταπολεμική επικράτηση του κομμουνισμού και έτσι χρέωσαν στο ΚΚΕ ένα ολοκληρωμένο σχέδιο μετάβασης στο σοσιαλισμό3, το οποίο όμως στην πραγματικότητα δεν είχε επεξεργαστεί, με τραγικές συνέπειες για το ίδιο και το λαϊκό κίνημα. Στη λογική τους όμως αποτελούσε την απαραίτητη απόδειξη της σύνδεσης των αγώνων των κομμουνιστών με τον «ολοκληρωτισμό» και κατά προέκταση χρήσιμο εργαλείο στην προσπάθεια αμφισβήτησης της ανιδιοτέλειάς τους που συμμερίζονταν και συμμερίζονται ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού.

Από την άλλη πλευρά, οι οπορτουνιστές ιστοριογράφοι υποστήριξαν σωστά ότι το ΚΚΕ δε διέθετε στρατηγική κατάκτησης της εξουσίας, αλλά ταυτόχρονα εξύμνησαν αυτό το μειονέκτημα ως το μέγιστο προτέρημα της ΕΑΜικής Αντίστασης και απόδειξη του δημοκρατισμού της.4 Ακολουθώντας αυτό το μονοπάτι, αντί ν’ αναδείξουν την ταξική φύση της αστικής δημοκρατίας ως πολιτικού μανδύα της ταξικής εκμετάλλευσης, αποθέωσαν μια ταξικά αποφορτισμένη δημοκρατία, η οποία ούτε υπήρξε και ούτε πρόκειται να υπάρξει. Επιπρόσθετα, πρόκριναν το λαθεμένο ιστορικό δίδαγμα ότι και οι μελλοντικοί αγώνες της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων οφείλουν να διακατέχονται από τον ίδιο δημοκρατισμό· να παραμένουν δηλαδή στο έδαφος της αστικής εξουσίας και να παζαρεύουν αποκλειστικά το βαθμό της εκμετάλλευσής τους.

Ετσι, κάτω από την οξεία σύγκρουση των δύο προσεγγίσεων, υπήρχε το κοινό υπόβαθρο της προάσπισης της αστικής δημοκρατίας και εξουσίας, το οποίο, αν και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να τις ταυτίσει ή να εξισώσει τις προθέσεις των εκφραστών τους, υποδηλώνει την κοινή ταξική τους αποστολή. Εξάλλου και μεθοδολογικά οι δύο αστικές προσλήψεις του ταξικού εμφύλιου πολέμου θεωρούν λαθεμένα (όπως φαίνεται από τα προηγούμενα) ότι η ταξική πάλη δεν υπάρχει αντικειμενικά (ανεξάρτητα από το πόσο ο συνειδητός παράγοντας της κάθε τάξης -και στην περίπτωση της εργατικής τάξης το Κομμουνιστικό Κόμμα- φροντίζει για την επιτυχή έκβασή της), αλλά είναι αποτέλεσμα της θέλησης ή μη του Κομμουνιστικού Κόμματος. Παραβλέπουν δηλαδή ότι ήταν η αλλαγή του ταξικού συσχετισμού (που επέφερε μεν η συνειδητή δράση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ) που δημιούργησε το αντικειμενικό υπόβαθρο της σύγκρουσης για την εξουσία. Ετσι κι αλλιώς -όπως έδειξε η εμπειρία όλων των κατεχόμενων χωρών- αντικειμενικά η λήξη του πολέμου θα ολοκληρωνόταν είτε με την αλλαγή τάξης στην εξουσία είτε με την επαναθεμελίωση της αστικής εξουσίας.

Η σύγκρουση «νέου κύματος» - οπορτουνιστών ιστοριογράφων εκφράζει σίγουρα και την παράλληλη ύπαρξη και αλληλοτροφοδότηση του εθνικισμού και του κοσμοπολιτισμού στο πλαίσιο της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας. Επίσης, ακριβώς επειδή η διαπάλη για την ιστορία δεν έρχεται από το παρελθόν, αλλά απορρέει από τις μελλοντικές ταξικές επιδιώξεις, εκφράζει και σύγχρονες διαφορετικές πολιτικές στοχεύσεις που προβάλλονται στην ιστορική ανάγνωση και επομένως διαφορετικά συμφέροντα μερίδων της αστικής τάξης, τους διαφορετικούς τους προσανατολισμούς, την πρόταξη διαφορετικών συμμαχιών σε διεθνές επίπεδο.

Με αυτήν την έννοια, είναι φυσικό ότι οι οπαδοί της «κυβέρνησης της Αριστεράς» δυσανασχετούν πλέον για τη θεωρία των δύο ολοκληρωτισμών και των δύο άκρων που και αυτοί εξέθρεψαν, φοβισμένοι πια ότι μπορεί να τους συμπεριλάβει. Από την άλλη, οι αντίπαλοί τους έχουν κάθε λόγο να τους παρουσιάζουν ως τους «ηττημένους-νικητές» που έγραψαν στρεβλά την ιστορία του εμφυλίου και που η ιδεολογική τους ηγεμονία οδήγησε στην κρίση τη χώρα. Μέσω αυτής της αντιπαράθεσης, εξάλλου, ανατροφοδοτείται ο διπολισμός του αστικού πολιτικού κόσμου που επιδιώκει να διατηρηθεί ο λαϊκός παράγοντας στο περιθώριο των εξελίξεων.

Παραμένοντας στο επίπεδο της μεθοδολογίας, αυτό που είναι απαραίτητο να υπογραμμιστεί είναι ότι δε δύναται να υπάρξει συνεπής αντίκρουση της αστικής ιστοριογραφίας από το εσωτερικό της, δηλαδή χωρίς την αλλαγή του ταξικού πρίσματος εξέτασης των ιστορικών γεγονότων και χωρίς την παραδοχή της ανάγκης υιοθέτησης ταξικού πρίσματος. Δε γίνεται κανείς να αντιπαρατίθεται στην αστική ιστοριογραφία, χωρίς να αντιπαλεύει την αστική εξουσία, δίχως να παλεύει για την εργατική εξουσία.

Κατά συνέπεια, η ιστορία των ηττημένων του ταξικού εμφύλιου πολέμου δεν κυριάρχησε και είναι γελοίο να πιστεύει κανείς ότι θα κυριαρχήσει στις αίθουσες του αστικού πανεπιστημίου. Οι ηττημένοι δεν έγραψαν την ιστορία, ακριβώς γιατί ήταν ηττημένοι! Θα γράψουν την επίσημη ιστορία όταν -και διδασκόμενοι από αυτή- θα κατακτήσουν τη δική τους εξουσία.

 

ΑΝΤΙΠΑΛΟ ΔΕΟΣ;

Οι παραπάνω διασαφηνίσεις ήταν απαραίτητες προκειμένου να γίνει αντιληπτό το πλαίσιο εντός του οποίου κριτικάρονται στο παρόν κείμενο απόψεις και προσεγγίσεις που έλαβαν χώρα στο επιστημονικό συνέδριο με θέμα «Αριστερά και αστικός πολιτικός κόσμος 1940-1960», που έγινε στις 17-20 Απρίλη 2013 στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Ηταν φανερό ότι το συνέδριο επιδίωκε ν’ αποτελέσει αντίβαρο στις θεωρήσεις του «νέου κύματος», σπάζοντας μάλιστα τους δεσμούς με τις «ενδιάμεσες συμβιβαστικές» τάσεις. Γι’ αυτό ανάμεσα στους ομιλητές βρίσκονταν και κομμουνιστές ή ριζοσπάστες αγωνιστές, ενώ η πλειοψηφία των παρουσιάσεων πραγματοποιήθηκε από μεταπτυχιακούς φοιτητές και υποψήφιους διδάκτορες.

Φυσικά, το σύνολο των παρουσιάσεων σε καμιά περίπτωση δεν είχε μια ενιαία κατεύθυνση. Ομως υπήρχαν αρκετές τοποθετήσεις οι οποίες όχι μόνο ταυτίζονταν με τη μεθοδολογία και τις στοχεύσεις της οπορτουνιστικής ιστοριογραφίας (γεγονός αναμενόμενο), αλλά πολύ περισσότερο μοιραία τροφοδοτούσαν, ηθελημένα ή αθέλητα, τις αναλύσεις και τα μεθοδολογικά εργαλεία του «νέου κύματος».5 Αδυνατώντας ή μη θέλοντας να συνταχτούν με την ταξική πλευρά των εκμεταλλευομένων και πολύ περισσότερο ν’ αναγνωρίσουν την ιστορία ως ιστορία ταξικών αγώνων, έστρωναν το έδαφος του «νέου κύματος».

Η κριτική τέτοιων μεθοδολογικών προσεγγίσεων, ειδικά στο βαθμό που κινούνται σε μια προσπάθεια διάκρισης από το «νέο κύμα», είναι απαραίτητη διότι με το εχέγγυο της αντιπαράθεσης εντός των τειχών της αστικής ιστοριογραφίας μπορούν ευκολότερα να την ανανεώνουν, όπως και να ενσωματώνουν ριζοσπαστικές αναλύσεις και ιστορικούς ή μη που ενστικτωδώς αντιδρούν στη χοντροκομμένη αντικομμουνιστική φρασεολογία του «νέου κύματος». Είναι ευνόητο ότι στο πλαίσιο του συγκεκριμένου κειμένου δεν είναι δυνατή μια αναφορά στο σύνολο των παρουσιάσεων που ακολούθησαν μια παρόμοια μεθοδολογία. Θα σταθούμε στις σημαντικότερες από αυτές.

 

ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ «ΕΝΔΙΑΜΕΣΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ»

Κεντρικό στοιχείο του πολιτικού οπορτουνισμού από τον Μπερνστάιν ως σήμερα είναι η πεποίθηση δυνατότητας ύπαρξης μιας ενδιάμεσης εξουσίας ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό ή της δυνατότητας μετεξέλιξης της αστικής εξουσίας σε σοσιαλιστική μέσα από τους θεσμούς που φτιάχτηκαν για να υπηρετήσουν την καπιταλιστική εκμετάλλευση. Μία από τις «καινοφανείς» παρουσιάσεις του συνεδρίου δομήθηκε στην αντίληψη της προάσπισης μιας τέτοιας ενδιάμεσης εξουσίας.

Πιο συγκεκριμένα, βασίστηκε στην πεποίθηση ότι στις απελευθερωμένες περιοχές της Ελλάδας το ΕΑΜ συγκροτούσε μια διαφορετική εξουσία που εκφραζόταν στον τρόπο της λειτουργίας των κοινοτήτων, του ΕΛΑΣ και των λαϊκών δικαστηρίων. Επομένως, αν και το ΚΚΕ δεν είχε στρατηγική κατάκτησης της εξουσίας, την ίδια στιγμή το ΕΑΜ οικοδομούσε εξ αντικειμένου μια άλλη εξουσία που ανατράπηκε ως αποτέλεσμα των λαθεμένων πολιτικών επιλογών του ΚΚΕ. Συνεπώς, αρκούσε το ΚΚΕ να συγκρουστεί με τον αγγλικό ιμπεριαλισμό και το πολύ-πολύ και με τους ντόπιους συνεργάτες του και αυτό θα σήμαινε άμεσα την οικοδόμηση μιας άλλης εξουσίας.

Στη συγκεκριμένη οπτική διακρίνεται εύκολα το άγχος του ερευνητή ν’ αποκοπεί το έπος της ΕΑΜικής Αντίστασης από το ΚΚΕ, προκειμένου να αποδοθεί στη γενική και αόριστη Αριστερά (κατά το πρότυπο του τίτλου του συνεδρίου) και έτσι να χρησιμοποιηθεί για τη σύγχρονη προπαγάνδα περί κατοχής και νέου ΕΑΜ. Στην ίδια κατεύθυνση, θέλησε να παρουσιάσει και τη νέα πολιτική μορφή εξουσίας των απελευθερωμένων περιοχών ως ασυνέχεια του «αριστερού κινήματος» που δε βρήκε χώρο στα μεταπολεμικά προτάγματα.

Δε θα σταθούμε όμως στις πολιτικές στοχεύσεις του ερευνητή. Το σημαντικότερο είναι ότι το συγκεκριμένο σκεπτικό είναι διάτρητο μεθοδολογικά. Πώς είναι δυνατόν οι αντιφάσεις του ΚΚΕ, του κύριου αιμοδότη της ΕΑΜικής Αντίστασης, να μην καθρεφτίζονταν και στο ΕΑΜ; Δηλαδή, πώς είναι δυνατόν το ΕΑΜ να συγκροτεί μια αντικαπιταλιστική εξουσία (μια εξουσία εναντίον της αστικής τάξης), τη στιγμή που το ΚΚΕ δεν είχε ολοκληρωμένη θέση ούτε για την αντιπαράθεση με τον αγγλικό ιμπεριαλισμό, πόσο μάλλον με την ντόπια αστική τάξη; Ακόμα όμως και αν υποθέσουμε ότι το ΚΚΕ δεν αποτέλεσε ρυθμιστή των ενεργειών του ΕΑΜ (πράγμα που θα αμφισβητούσαν ακόμα και αντικομμουνιστές ιστορικοί), ποιος είχε τον πολιτικό προσανατολισμό μιας άλλης αντικαπιταλιστικής εξουσίας στο εσωτερικό του ΕΑΜ; Μήπως οι σοσιαλδημοκράτες ή τα υπόλοιπα αστικά πολιτικά κόμματα που συμμετείχαν σ’ αυτό; Ομως αυτοί και αν ήταν αντίθετοι στην ένοπλη αντιπαράθεση με τον αγγλικό ιμπεριαλισμό και ακόμα περισσότερο σε μια εμφύλια ταξική σύγκρουση.

Επόμενα, το μόνο επιχείρημα που απομένει στον εισηγητή είναι είτε η ταύτιση της αντικαπιταλιστικής εξουσίας με μια άλλη μορφή αστικής διαχείρισης είτε η πεποίθηση της αυθόρμητης διαμόρφωσης μιας άλλης εξουσίας που δεν υπερίσχυσε στο συνειδητό παράγοντα, στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Στην πρώτη περίπτωση είναι σαφές ότι κάτω από τις πομπώδεις εκφράσεις για την αντικαπιταλιστική εξουσία υποκρύπτεται η επιθυμία εξεύρεσης εναλλακτικών αστικών διαχειρίσεων. Γι' αυτό ας ασχοληθούμε με τη δεύτερη περίπτωση.

Εμείς, ως μαρξιστές, αποδεχόμαστε την αντικειμενική λειτουργία της ταξικής πάλης, ανεξάρτητα από το αν ο συνειδητός παράγοντας μπορεί ανά πάσα στιγμή να συλλάβει το σύνολο των παραγόντων που την διαμορφώνουν και των πολιτικών και άλλων μέτρων που απαιτούνται για τη νικηφόρα έκβασή της προς όφελος της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων.6 Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο μελετάμε επισταμένα την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα μας και διεθνώς, προκειμένου ν’ αποφύγουμε την επανάληψη λαθών και άστοχων εκτιμήσεων, να εντοπίσουμε τις προϋποθέσεις διατύπωσης μιας επαναστατικής στρατηγικής και να τροφοδοτήσουμε τη σημερινή φάση της ταξικής πάλης με τα ακριβοπληρωμένα (με αίμα και θυσίες) ιστορικά συμπεράσματα.

Ομως είναι άλλο αυτό και άλλο να υποστηρίζει κανείς ότι θα μπορούσε να υπάρξει μια αυθόρμητη επιτυχής επίλυση των ζητημάτων που αντικειμενικά θέτει ανά πάσα στιγμή η ταξική πάλη, δίχως τη μετατροπή του αυθόρμητου σε συνειδητό και επομένως μακριά από τη διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης επαναστατικής στρατηγικής από το συνειδητό παράγοντα. Με αυτήν την έννοια, στα «λάθη» (όμως και στις κατακτήσεις) του ΕΑΜ βλέπουμε να καθρεφτίζονται οι αδυναμίες (ή οι δυνατότητες αντίστοιχα) του συνειδητού παράγοντα της εργατικής τάξης. Παράλληλα εκτιμάμε ότι η δράση άλλων πολιτικών δυνάμεων που συμμετείχαν στο ΕΑΜ, με διαφορετική ταξική αναφορά και επομένως με άλλες στοχεύσεις, ήταν συνεπέστερη προς τα συμφέροντα που εξέφραζε, όσο ξεστράτιζε την ΕΑΜική Αντίσταση από το στόχο της μετατροπής της εθνικοαπελευθερωτικής πάλης σε αγώνα για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας.

Ας δούμε όμως και το αν πράγματι στις απελευθερωμένες περιοχές διαμορφώθηκε εξ αντικειμένου μια νέα εξουσία. Στις απελευθερωμένες περιοχές, εξαιτίας της αποσάθρωσης του αστικού κρατικού μηχανισμού και της στρατιωτικής ισχύος του ΕΛΑΣ, πράγματι λειτούργησαν θεσμοί με φιλολαϊκό προσανατολισμό. Ωστόσο η λειτουργία αυτών των θεσμών δε διέρρηξε την αστική διαχείριση. Και αυτό διότι η ταξική ταυτότητα ενός οικονομικοκοινωνικού σχηματισμού κρίνεται πρωτίστως από τις σχέσεις παραγωγής, από την ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής.

Συνεπώς, στις απελευθερωμένες περιοχές συνέχισε να υφίσταται η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και επομένως η οποιαδήποτε μορφή πολιτικής εξουσίας δε θα μπορούσε ν’ αμφισβητήσει αυτήν την οικονομική βάση πάνω στην οποία οικοδομούνταν. Ετσι π.χ. στα λαϊκά δικαστήρια είχαν δικαίωμα συμμετοχής όχι αποκλειστικά οι εκμεταλλευόμενοι (εργάτες, εργάτες γης, φτωχοί αγρότες κλπ.), αλλά και οι μεγαλοαγρότες, οι παπάδες, ακόμα και οι αστοί.

Σε αυτό ακριβώς το σημείο εμφιλοχωρεί η οπορτουνιστική αντίληψη του εισηγητή, ο οποίος θέλησε ν’ ανυψώσει την πολιτική του επιθυμία σε ιστορική ανάλυση, πετώντας στον κάλαθο των αχρήστων την ταξική πάλη και εξισώνοντας την αντικαπιταλιστική εξουσία με μια εναλλακτική διαχείριση. Για τον ίδιο λόγο, εντόπισε ως μοναδικό αντίπαλο αυτής της ενδιάμεσης εξουσίας εναρμόνισης των αντιτιθέμενων ταξικών συμφερόντων (που επί αιώνες πλάθεται στη φαντασία των μικροαστών) τον αγγλικό ιμπεριαλισμό και όχι και τους ντόπιους εκμεταλλευτές. Ακολούθησε το γνωστό βατό δρόμο του οπορτουνισμού, αποκόπτοντας την πολιτική από την οικονομία, για να προασπίσει μια «ειρηνική επανάσταση» των «νέων πολιτικών θεσμών», της «νέας πολιτικής εξουσίας».

Ομως, η ιστορία απέδειξε ότι η νέα του εξουσία δε χάθηκε στα βάθη της «ασυνέχειας του αριστερού κινήματος», αλλά ότι δεν μπόρεσε ν’ ανατρέψει τον καπιταλισμό. Ακόμα και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου η πλάστιγγα έγειρε υπέρ του λαϊκού παράγοντα και οι διάφοροι θεσμοί διοίκησης των απελευθερωμένων περιοχών διατήρησαν το φιλολαϊκό προσανατολισμό τους λόγω της παρουσίας του Κόκκινου Στρατού, δεν μπόρεσαν ν’ αρνηθούν και την αστική εξουσία. Η σοσιαλιστική οικοδόμηση απαίτησε σκληρή ταξική πάλη με όλα τα μέσα ενάντια στην αστική τάξη και τους συμμάχους της· ταξική πάλη που σε όλες της τις μορφές περιστρεφόταν γύρω από το καίριο, δηλαδή από την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Και όσες φορές ο συνειδητός παράγοντας, τα Κομμουνιστικά Κόμματα, δεν κατανόησαν την προτεραιότητα του συγκεκριμένου ζητήματος, συμπαρασύρθηκαν από τις αντεπαναστατικές αξιώσεις.

 

«Ο ΔΣΕ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΤΑΞΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ»

Μια δεύτερη εισήγηση, προσπαθώντας ν’ αποδείξει την ανυπαρξία ταξικού υποβάθρου του εμφύλιου πολέμου, αναφέρθηκε και στα πρώτα αποτελέσματα μελέτης των δικών των έκτακτων στρατοδικείων. Πιο συγκεκριμένα, επικεντρώθηκε στις απολογίες των κατηγορούμενων ανταρτών, προκειμένου ν’ αποδείξει πως δεν είχαν συνείδηση των πράξεών τους και συνακόλουθα της ταξικής τους αποστολής .

Παρακάμπτουμε συνειδητά το γεγονός ότι δε συνυπολογίζεται ότι μπροστά στο φόβο της εκτέλεσης σειρά αγωνιστών «λύγισε», χωρίς να σημαίνει ότι δεν ήξερε τι έκανε (εξάλλου η ερευνήτρια απέρριψε κατηγορηματικά έναν τέτοιο συλλογισμό, θεωρώντας πως έτσι κι αλλιώς οι κατηγορούμενοι δε θα γλίτωναν). Επίσης παρακάμπτουμε το γεγονός ότι οι πιο συνειδητοί μαχητές, τα μέλη και τα στελέχη του ΚΚΕ και του ΔΣΕ, συχνά δεν παραπέμπονταν ποτέ σε δίκη, αλλά δολοφονούνταν από το στρατό ή τους παρακρατικούς άμεσα (εξάλλου δινόταν και αμοιβή σε όσους παρέδιδαν το κεφάλι του δολοφονημένου στις Αρχές).

Υπογραμμίζουμε απλά τη μεθοδολογία της έρευνας που αναζητεί την αιτιολογία του εμφυλίου στην αυτοσυνείδηση ορισμένων επιλεγμένων αγωνιστών της ΕΑΜικής Αντίστασης. Με αυτόν τον τρόπο όμως μπορούν να γίνουν κριτήριο για την αποτίμηση της Οκτωβριανής Επανάστασης οι απόψεις ενός μαχητή που εισέβαλε στα Χειμερινά Ανάκτορα. Ποιος όμως θα τολμήσει να ισχυριστεί ότι η Οκτωβριανή Επανάσταση δεν ήταν σοσιαλιστική επειδή ορισμένοι μαχητές της δεν κατανοούσαν επαρκώς τις επιδιώξεις του Μπολσεβίκικου Κόμματος; Ετσι κι αλλιώς, για μας που αναγνωρίζουμε τη μειωμένη αυτοσυνείδηση ακόμα και του συνειδητού παράγοντα στην επαναστατική διαδικασία, θα ήταν παράλογο να μη δώσουμε το ίδιο ελαφρυντικό στους απλούς μαχητές της.

Το επίπεδο της ταξικής συνείδησης των εκμεταλλευομένων δεν εκφράζεται από το βαθμό ταξικής συνειδητοποίησης του καθενός μεμονωμένα, αλλά από το βαθμό της πολιτικής-ταξικής ωρίμανσης των πολιτικών και εν μέρει των συνδικαλιστικών οργανώσεών τους. Και δείγμα αυτής της συνειδητοποίησης για τις συνδικαλιστικές-πολιτικές οργανώσεις της εργατικής τάξης είναι η αντίληψη της αναγκαιότητας επαναστατικής ρήξης με την αστική τάξη.

Πολύ περισσότερο, αφαιρώντας το πολιτικό-ταξικό υπόβαθρο, θα έπρεπε να ερμηνεύσουμε τον αγώνα του ΔΣΕ με ατομικά κριτήρια και σε αυτήν την περίπτωση θα φτάναμε με τη μεγαλύτερη ασφάλεια στα συμπεράσματα του «νέου κύματος», δηλαδή στο συμπέρασμα ότι ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού επέλεξε «όχθη» στον ταξικό εμφύλιο ανάλογα με τις προσωπικές διενέξεις του ή με τα ιδιοτελή (ατομικά και όχι ταξικά) συμφέροντα. Βέβαια, ακόμα και σε αυτήν την περίπτωση, δε θα μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε γιατί μαζικά οι άνθρωποι αποφάσισαν να λύσουν ένοπλα τις προσωπικές τους αντιπαραθέσεις, χωρισμένοι μάλιστα σε δύο στρατόπεδα. Μήπως επικράτησε μια μαζική παράνοια;

Επίτηδες, προσπερνάμε την υποβάθμιση των λαϊκών αγώνων σε επίπεδο αντιπαραθέσεων μαφίας, για να καταδείξουμε ότι σε αυτήν την περίπτωση δε θ’ αναφερόμαστε σ’ έναν πόλεμο με πολιτικά προτάγματα, αλλά το πολύ-πολύ σε μια φυλετική αντιπαράθεση «Χούτου-Τούτσι» (η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, ήταν εξίσου πολιτική-ταξική κι εξέφραζε ενδοαστικές διαμάχες και ενδοϊμπεριαλιστικές συγκρούσεις)7. Ομως τα ιστορικά γεγονότα δεν αποδεικνύουν ένα τέτοιο φυλετικό υπόβαθρο, εκτός αν κάποιος δεχτεί τις χυδαιότερες σελίδες της μετεμφυλιακής ιστοριογραφίας που μιλούσαν περί «ΕΑΜοβούλγαρων» και εθνοπροδοτών. Αλλά και τότε δε θα γινόταν αντιληπτό γιατί στις χώρες που δεν οδηγήθηκαν σε ταξικό εμφύλιο πόλεμο (Γαλλία κλπ.), παρά την ένοπλη αντίσταση του λαϊκού παράγοντα στο φασισμό, υπήρξε επίσης έντονη δραστηριότητα και απήχηση των ΚΚ και αντικομμουνισμός από την πλευρά της αστικής εξουσίας.

 

ΤΑΞΗ ΚΑΙ ΤΑΞΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ

Μια παραλλαγή της αμφισβήτησης της ταξικής ταυτότητας του ΔΣΕ εκκινεί από το γεγονός ότι η πλειοψηφία των μαχητών και μαχητριών του ήταν αγρότες και επομένως δεν μπορούσαν να στοχεύουν στην εργατική εξουσία. Φυσικά, βάσει της ίδιας λογικής, οι Βιετκόνγκ επίσης δεν μπορούσαν να στοχεύουν στην εργατική εξουσία. Πρόκειται όμως για μια λαθεμένη μηχανιστική αναγωγή της ταξικής θέσης σε ταξική συνείδηση.

Ο ταξικός προσανατολισμός του ΔΣΕ δεν εκφραζόταν μόνο από την ταξική θέση των μαχητών και των μαχητριών του, αλλά και από το αν αυτή η θέση μπορούσε να οδηγήσει και στην επιδίωξη της δικής τους εξουσίας. Οι κομμουνιστές θεωρούμε από τις καταβολές του κινήματός μας ότι οι ενδιάμεσες τάξεις και τα στρώματα της καπιταλιστικής κοινωνίας, ακόμα και όταν αντιπαρατίθενται με την κυρίαρχη τάξη, δεν μπορούν να διαμορφώσουν τη δική τους πρόταση εξουσίας.8 Το αποτέλεσμα είναι να ταλαντεύονται διαρκώς ανάμεσα στη στρατηγική της αστικής κι εκείνη της εργατικής τάξης. Το γεγονός αυτό εξάλλου αποδεικνύεται από το ότι ποτέ και πουθενά δεν εμφανίστηκε εξουσία των φτωχών αγροτών.

Εξαιτίας των χαρακτηριστικών της πάλης των φτωχών αγροτών, κρίνουμε ως απαραίτητο χρέος της εργατικής τάξης να «τραβήξει» μέσω του συνειδητού της φορέα τους φτωχούς αγρότες στην πάλη για την εργατική εξουσία.9Επομένως κρίνουμε τον πολιτικό-ταξικό προσανατολισμό του αγώνα του ΔΣΕ όχι μόνο από την ταξική θέση των αγροτών, αλλά και από τον προσανατολισμό του ΚΚΕ που ήταν και είναι το κόμμα της εργατικής τάξης. Ως εκ τούτου, θα ήταν πραγματικά ενδιαφέρον κάποιος να εξετάσει τις συνέπειες που μπορεί να είχε η πλειοψηφία του αγροτικού στοιχείου στρατιωτικά και πολιτικά, αλλά μια τέτοια έρευνα δεν καθορίζει τον ταξικό προσανατολισμό του ΔΣΕ.

Ετσι κι αλλιώς αυτή η θεώρηση παρακάμπτει τα αντικειμενικά ιστορικά γεγονότα που δυσχέραναν τη μεγάλη συμμετοχή μαχητών και μαχητριών από τα μεγάλα αστικά κέντρα. Η μη πρόταξη της πολιτικής εξέγερσης και η καθυστέρηση της γενίκευσης της ένοπλης πάλης κατά το πρώτο έτος της δράσης του ΔΣΕ οδήγησε τμήμα των υποψήφιων μαχητών του να έχει φυλακιστεί ή εξοριστεί, ενώ άλλοι παρέμεναν εγκλωβισμένοι στον κλοιό των αστικών κατασταλτικών δυνάμεων γύρω από τα αστικά κέντρα.

Ας εξετάσουμε όμως και μια ακόμα απόπειρα αποδόμησης της συνείδησης των μαχητών του ΔΣΕ που πραγματοποιήθηκε με το επιχείρημα των βίαιων στρατολογήσεων, παρά το γεγονός ότι ακόμα και οι μη κομμουνιστές ιστορικοί υποστηρίζουν ότι δεν ξεπερνούσαν το 15-20% της συνολικής του δύναμης. Σε αυτήν την κριτική, η σημασία της επιλογής ταξικού στρατοπέδου αναδεικνύεται ως ακόμα πιο σημαντική, αφού ο ερευνητής μας προσπέρασε αγόγγυστα το γεγονός ότι το σύνολο του εθνικού αστικού στρατού ήταν υποχρεωτικά στρατολογημένο, ενώ σε αυτόν η άρνηση στράτευσης ισοδυναμούσε με εθνική προδοσία και θανατική καταδίκη από έκτακτο στρατοδικείο. Εξίσου εύκολα δε στάθηκε στο γεγονός ότι ακόμα και όσοι στρατιώτες είχαν απλή συγγένεια με μέλη του ΚΚΕ ή του ΕΑΜ στέλνονταν στη Μακρόνησο, υπό το φόβο ξεσπάσματος στάσης στο εσωτερικό του στρατεύματος.

Ομως αξίζει να εστιάσουμε στο ότι, επικεντρώνοντας στο συγκεκριμένο ζήτημα, ο ερευνητής αναγκαστικά ανοίγει το δρόμο στις θεωρήσεις του «νέου κύματος». Αν ασχοληθούμε με τις υποχρεωτικές στρατολογίες και μόνο, τότε γιατί οι «προοδευτικοί» μας ιστορικοί εξανίστανται στις μετεμφυλιακές αστικές- αντικομμουνιστικές θεωρήσεις που έβλεπαν στο ΔΣΕ μια δράκα ξένων πρακτόρων και συμμοριτών που συμπληρώνονταν από παρασυρμένους και από βίαια στρατολογημένους;

Φυσικά, αν υιοθετήσουμε τα προηγούμενα σκεπτικά, δε θα ερμηνεύσουμε γιατί δεν υπήρχαν εκτεταμένες αυτομολήσεις από το ΔΣΕ, ενώ σημειώθηκαν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό στο κυβερνητικό στρατόπεδο.

 

«ΤΟ ΚΚΕ ΔΕΝ ΕΘΕΤΕ ΣΤΟΧΟ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ»

Μια άλλη δικαιολόγηση της απουσίας ταξικού περιεχομένου στηρίζεται στην άποψη ότι, εφόσον το ΚΚΕ δεν έθετε ζήτημα σοσιαλισμού στο μεγαλύτερο μέρος του εμφυλίου, και ο αγώνας του δε θα μπορούσε να είναι ταξικός. Οπως αναφέραμε και νωρίτερα, εμείς οι μαρξιστές θεωρούμε ότι η ταξική πάλη υπάρχει αντικειμενικά, ανεξάρτητα από τις θελήσεις των πρωταγωνιστών της, κι εξελίσσεται με αντικειμενικούς νόμους ανεξάρτητους από το βαθμό συνειδητοποίησής τους, δηλαδή το βαθμό ωρίμανσης και τις πεποιθήσεις του συνειδητού φορέα της εργατικής τάξης.

Γνωρίζουμε ότι οι άνθρωποι δημιουργούν την ιστορία τους, αλλά στο πλαίσιο δοσμένων και αντικειμενικών συνθηκών και όχι στη βάση της ελευθερίας της βούλησής τους. Η ελευθερία και η αποτελεσματικότητα της βούλησής τους εξαρτάται ακριβώς από το βαθμό κατανόησης αυτών των αντικειμενικών νόμων της ταξικής πάλης και όχι από την προσπάθεια παραβίασής τους.

Επομένως, ο συνειδητός φορέας των ταξικών συμφερόντων της εργατικής τάξης, το Κομμουνιστικό Κόμμα, όσο πιο ολοκληρωμένα αντιλαμβάνεται τους νόμους εξέλιξης της κοινωνίας τόσο περισσότερο αντικειμενικά κατευθύνει την ταξική πάλη. Εξάλλου, αυτός είναι και ο σκοπός της ύπαρξής του, αφού, αν οι εκμεταλλευόμενοι εμπειρικά αποκτούσαν ταξική συνείδηση, δε θα χρειαζόταν να υπάρχει Κομμουνιστικό Κόμμα. Ωστόσο αυτό δε σημαίνει ότι, όταν το ΚΚ δεν πληροί ολοκληρωμένα τις προϋποθέσεις εκπλήρωσης της ιστορικής του αποστολής, σταματά (με κουμπί) και η διεξαγωγή της ταξικής πάλης ή η θέληση της αστικής τάξης να το συντρίψει.

Ως απόρροια, οι συνθήκες της ολομέτωπης σύγκρουσης της εργατικής με την αστική τάξη διαμορφώθηκαν πολύ πριν την απόφαση του ΚΚΕ να περάσει στο γενικευμένο αγώνα του ΔΣΕ, ανεξάρτητα από τη σαφήνεια του στόχου της εξουσίας. Ουσιαστικά ο ταξικός συσχετισμός είχε αλλάξει το 1944 και η αστική τάξη έδινε μάχη για τη διατήρηση της εξουσίας της. Η ταξική αναμέτρηση οδήγησε και σε αποσαφήνιση του στόχου εξουσίας στη διάρκεια της ριζικής σύγκρουσης με την αστική τάξη, έστω και στον τελευταίο χρόνο του αγώνα του ΔΣΕ. Βέβαια, οι ελλείψεις του συνειδητού παράγοντα επέδρασαν στην έκβαση της ταξικής πάλης και όχι στην ύπαρξή της και στην αντικειμενική της κατεύθυνση.

 

ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ

Στη διάρκεια του συνεδρίου υπήρξε και μια εισήγηση που, εσκεμμένα ή όχι, προσπάθησε ν’ αποδείξει ότι είναι επιθυμητή η ακόμα μεγαλύτερη κατάτμηση της ιστορικής έρευνας και ακόμα μεγαλύτερος ο ρόλος της προσωπικής μαρτυρίας απ’ ό,τι υπερασπίζονται οι οπαδοί του «νέου κύματος». Ετσι, μια εισηγήτρια θέλησε να προβιβάσει τις βιογραφικές προσωπικές συνεντεύξεις με τη Μαρία Καραγιώργη σε ιστορική έρευνα. Ομως η μαρτυρία ενός προσώπου, ακόμα και όταν διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στα ιστορικά τεκταινόμενα της εποχής του, δεν μπορεί να θεωρείται ισότιμη της ιστορικής γνώσης, όχι μόνο γιατί μπορεί να επηρεάζεται από την προσωπική οπτική, αλλά διότι αδυνατεί να συνεκτιμήσει ολόπλευρα τις απαιτήσεις της ταξικής πάλης σε μια δεδομένη φάση.

Η περίπτωση όμως της Μαρίας Καραγιώργη και πιο συγκεκριμένα η υπόθεση του Κώστα Καραγιώργη ανέδιδαν και ένα επιχείρημα που εμφανίστηκε σε πολλές εισηγήσεις κατά τη διάρκεια του συνεδρίου. Πιο συγκεκριμένα, η ανάλυση λαθεμένων εκτιμήσεων του ΚΚΕ αναφορικά με μέλη ή στελέχη του και με την τοποθέτησή του (ανεξάρτητα από το αν ασκήθηκε κριτική εκ των υστέρων) σε συνθήκες βαθιάς παρανομίας και έντονης εσωκομματικής διαπάλης χρησίμευσαν σωρευτικά προκειμένου να δημιουργηθεί μια αλυσίδα λαθολογίας για τις ενέργειες του εργατικού και του κομμουνιστικού κινήματος.

Λάθος του ΚΚΕ που διέγραψε τον Βελουχιώτη που στήριζε την ένοπλη πάλη ενάντια στον αγγλικό ιμπεριαλισμό. Λάθος του ΚΚΕ που διέγραψε τον Καραγιώργη επειδή δεν επιθυμούσε την ένοπλη πάλη. Αλλά και λάθος του ΚΚΕ που διέγραψε τον Ζαχαριάδη που είχε διαγράψει τον Καραγιώργη. Και πάει λέγοντας. Ομως αυτή η παράταξη λαθών, μακριά από την ταξική πάλη και χωρίς ενιαίο κριτήριο μελέτης, είναι το καταλληλότερο πρόσχημα προκειμένου να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η ενεργητική συμμετοχή στην ταξική πάλη δεν υποκρύπτει μόνο τον κίνδυνο της αστικής καταστολής, αλλά και της συντροφικής προδοσίας.

Ετσι, ο αναγνώστης της ιστορίας της περιόδου προτρέπεται σιωπηλά και συνάμα εκκωφαντικά από τους «προοδευτικούς» μας ερευνητές να μη λάβει και ο ίδιος μέρος στην ταξική πάλη, να μην μπλεχτεί, να κοιτάξει την πάρτη του. Κι έτσι «δικαιώνονται» και οι «φίλοι» μας του «νέου κύματος» που βλέπουν την ιστορία να κινείται μέσω του ατομικισμού τους.

 

ΤΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ: «ΤΟ ΚΚΕ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΛΑΟ»

Μια από τις πιο αντιεπιστημονικές εισηγήσεις βασιζόταν στην εκτίμηση της αποτίμησης του ταξικού εμφυλίου από το Γενικό Γραμματέα του ΚΚΕ Νίκο Ζαχαριάδη. Βέβαια, στην πράξη και στο όνομα της καταδίκης της προσωπολατρίας (πρωτότυπη έρευνα!), ο Ζαχαριάδης, μέσω ενός παλιού και γνωστού σχήματος, αποκόπηκε από τις θετικές εξελίξεις της περιόδου, που κληροδοτήθηκαν συλλογικά στο ΚΚΕ και στην αυτοθυσία και τον ηρωισμό του ελληνικού λαού κι επιφορτίστηκε με όλες τις αδυναμίες του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, που του αποδόθηκαν ως προσωπικές ευθύνες.

Θα ξεπεράσουμε τα χυδαία σχόλια (όπως ότι ο Ζαχαριάδης αποτέλεσε μια από τις αιτίες των βασάνων του ελληνικού λαού ή ότι, ενώ ο ίδιος ήταν ασφαλής στο εξωτερικό, έδινε εντολές για όσους διακινδύνευαν τη ζωή τους στην Ελλάδα), για να μπορέσουμε να εντοπίσουμε την κεντρική επιχειρηματολογία που οδήγησε στη συλλήβδην καταδίκη του από την εισηγήτρια. Ετσι κι αλλιώς φαντάζει ειρωνεία το γεγονός ότι κατηγορείται για λιποψυχία ένας κομμουνιστής που πέρασε όλη τη διάρκεια της Κατοχής στο ναζιστικό στρατόπεδο του Νταχάου.

Σύμφωνα λοιπόν με την εισηγήτρια, ο Ζαχαριάδης επέλεξε τον ταξικό εμφύλιο αδιαφορώντας για τους δεκάδες χιλιάδες νεκρούς κι απέρριψε το δρόμο της αστικοδημοκρατικής ομαλότητας που θα μπορούσε να έχει ακολουθήσει προτάσσοντας τη συμμετοχή στις εκλογές του 1946 (επίσης πρωτότυπο!). Εδώ, υπό το πρόσχημα της προσωπολατρίας, έχουμε μια νέα εισαγωγή του ατομισμού στη μελέτη της ιστορικής εξέλιξης που δεν αφορά το βαρύνοντα ρόλο του ηγέτη, αλλά τη δυνατότητα του ατόμου να επιβάλλει τη θέλησή του στις μάζες ενάντια στα ταξικά τους συμφέροντα και, το σημαντικότερο, κόντρα στις αντικειμενικές συνθήκες εντός των οποίων διαδραματίζεται η ταξική πάλη. Επίσης υποτιμάται εσκεμμένα η ύπαρξη της τρομοκρατίας από την πλευρά του αστικού κράτους.

Αλλά ας έλθουμε και στο ζήτημα της βίας και των χιλιάδων νεκρών που επέφερε ο αγώνας του ΔΣΕ. Η εισηγήτρια φαίνεται ότι, με το πρόσχημα της δεδομένης στάσης των αστικών πολιτικών δυνάμεων, διαλέγει ξεκάθαρα ταξική τοποθέτηση κι επιρρίπτει στους εκμεταλλευόμενους την ευθύνη της καταστολής τους. Επιπρόσθετα, φαίνεται να θεωρεί ότι τα δεινά των εκμεταλλευομένων δεν προέρχονται από την ίδια τους την εκμετάλλευση, αλλά από την απόπειρά τους να την αποτινάξουν και των θυσιών που απαιτεί. Κατ’ αυτόν τον τρόπο και με ραφιναρισμένα επιχειρήματα εισάγεται ο μεγαλύτερος συντηρητισμός και σκοταδισμός, που σχηματοποιείται στην απαίτηση η εργατική τάξη και οι ταξικοί της σύμμαχοι ν’ αποφύγουν τέτοιες απερίσκεπτες θυσίες, ν’ αναγνωρίσουν την ταξική τους εκμετάλλευση και να διαπραγματεύονται αποκλειστικά το βαθμό της. Αν κανείς θελήσει βέβαια με συνέπεια ν’ ακολουθήσει τη σκοτεινή οδό αυτής της μεθοδολογίας, οφείλει να καταδικάσει από την εξέγερση του Σπάρτακου ως την επανάσταση των Σπαρτακιστών στη Γερμανία και από τη Γαλλική Επανάσταση μέχρι την Παρισινή Κομμούνα.

Επιπρόσθετα, πρόκειται για την επαναφορά του γνωστού σχήματος του «νέου κύματος», το οποίο προσπαθεί να εξομοιώσει κομμουνιστές και φασίστες λόγω της χρησιμοποίησης της βίας, αποκρύπτοντας ότι στην πρώτη περίπτωση μιλάμε για επαναστατική βία που αποσκοπεί στην άρση της ταξικής εκμετάλλευσης της συντριπτικής πλειοψηφίας της ανθρωπότητας, ενώ στη δεύτερη περίπτωση για την πιο βάναυση βία για τη συντήρηση αυτής της κατάστασης. Οι αστοί ηθικολόγοι, ανεξάρτητα από τη θέση τους στο φάσμα της κυρίαρχης ιστοριογραφίας, συνεχίζουν να στιγματίζουν την επαναστατική βία των εκμεταλλευομένων, αλλά όχι και τη μόνιμα παρούσα βία των εκμεταλλευτών τους (ενδοοικονομική ή ανοιχτά κατασταλτική). Για να παραφράσουμε τον ποιητή, συνεχίζουν να βλέπουν το ορμητικό ποτάμι βίαιο, αλλά όχι και τις όχθες που το περιορίζουν. Η μοιρολατρία αυτής της προσέγγισης είναι βέβαια ανάξια της ιστορίας του εργατικού και του κομμουνιστικού κινήματος ενός λαού που δύο φορές μέσα σε μία δεκαετία, λόγω των συνθηκών που του επέβαλε ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος και υπό την πρωτοπόρα δράση του ΚΚΕ, επέλεξε το δύσκολο αλλά απαραίτητο δρόμο της ένοπλης πάλης ενάντια σε ξένους και ντόπιους δυνάστες.

Φυσικά η συγκεκριμένη προσέγγιση συναρθρώνεται με ένα πιο σύνθετο ζήτημα που αφορά το αν η αστική δημοκρατία προσφέρει τη δυνατότητα αμφισβήτησης της αστικής εξουσίας και επομένως αν καθίσταται περιττή η επαναστατική βία. Η εισηγήτρια, συνεπής με τις πολιτικές τις τοποθετήσεις, αλλά σε διάσταση με τα ιστορικά γεγονότα, υπονόησε ότι ο αστικοδημοκρατικός δρόμος μπορούσε να οδηγήσει και σε αλλαγή τάξης στην εξουσία. Με αυτόν τον τρόπο, υιοθέτησε την πεποίθηση πως ο αστικός κοινοβουλευτισμός είναι τόσο δημοκρατικός, που μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε άρνηση της ταξικής οικονομικής βάσης την οποία κατασκευάστηκε να υπηρετεί. Μόνο που τα ΚΚ που συμμετείχαν στις κυβερνήσεις εθνικής ενότητας στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης όχι μόνο δεν κατόρθωσαν να μετασχηματίσουν την καπιταλιστική οικονομική βάση, αλλά πολύ περισσότερο εκδιώχτηκαν και από αυτές τις κυβερνήσεις το 1947, όταν σταθεροποιήθηκε η αστική εξουσία και δεν είχε πλέον ανάγκη την επίδρασή τους στην εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Μάλιστα, παρά τη νομιμοφροσύνη τους, τα επόμενα ψυχροπολεμικά χρόνια δέχτηκαν ανάλογο αντικομμουνισμό.

Ωστόσο, μέσα από την προάσπιση του αστικού κοινοβουλευτισμού, η εισηγήτρια κατόρθωσε να μεταφέρει αυτούσια τα πολιτικά προτάγματα του αστικού πλουραλισμού που χρησιμοποιήθηκαν και χρησιμοποιούνται για ν’ αποκρύψουν την ταξική υπόσταση του κοινοβουλευτισμού. Ας δούμε όμως τι σημείωνε ο Μαρξ για το ίδιο θέμα περίπου 17 δεκαετίες πριν: «Στο μεταξύ ο ανταγωνισμός ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη είναι πάλη τάξης με τάξη, πάλη που, σα φτάσει στην ανώτερη έκφρασή της, γίνεται ολοκληρωτική επανάσταση. Πρέπει, άλλωστε, να παραξενευόμαστε που μια κοινωνία, θεμελιωμένη πάνω στην αντίθεση των πραγμάτων, καταλήγει σε μια βίαιη αντίφαση, σε μια σύγκρουση σώμα με σώμα σαν τελευταία λύση;

Μη λέτε πως οι κοινωνικοί αγώνες αποκλείουνε τους πολιτικούς αγώνες. Δεν υπάρχει ποτέ πολιτικός αγώνας που να μην είναι ταυτόχρονα και κοινωνικός.

Αυτό γίνεται μονάχα σε μια τάξη πραγμάτων όπου δε θα υπάρχουν πια τάξεις και ταξικοί ανταγωνισμοί, όπου οι κοινωνικές εξελίξεις θα πάψουν να είναι πολιτικές επαναστάσεις. Ισαμε τότε, στις παραμονές κάθε γενικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, η τελευταία λέξη της κοινωνικής επιστήμης θάναι πάντα:

“Αγώνας ή θάνατος: ματοκύλισμα ή αφανισμός. Ετσι ακαταμάχητα μπαίνει το ζήτημα.”(Γεωργία Σανδή)»10.

 

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ

Ακόμα και σήμερα, εφτά περίπου δεκαετίες έπειτα από τη δεκαετία του 1940, από τη στιγμή που οι εκμεταλλευόμενες μάζες βγήκαν στο προσκήνιο της ιστορίας διεκδικώντας τη δική τους εξουσία και παράλληλα έγιναν οι πρωταγωνιστές της ιστορίας, η συγκεκριμένη δεκαετία αποτελεί το επίκεντρο της μεγαλύτερης ιστοριογραφικής αντιπαράθεσης. Ακόμα και σήμερα, η αστική και οπορτουνιστική ιστοριογραφία προσπαθεί να ξορκίσει το φόβο της αμφισβήτησης της αστικής εξουσίας, άλλοτε με το μαστίγιο και άλλοτε με το καρότο, αλλά συχνά καταφεύγοντας στην υποτίμηση της ιστορικής επιστήμης στο επίπεδο της μεταφυσικής.

Η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα οφείλουν, προσπερνώντας τις τρικλοποδιές, να διδαχτούν από την κορύφωση της ταξικής πάλης τη δεκαετία του 1940. Σε αυτήν την κατεύθυνση μπορούν να βοηθήσουν και οι ιστορικοί που θα στρατευτούν στο πλάι τους, με απαραίτητη προϋπόθεση όμως να έρθουν σε σύγκρουση όχι μόνο με τις επιφάσεις της αστικής ιστοριογραφίας, αλλά και με τη μεθοδολογία της. Και η καλύτερη απόδειξη μιας τέτοιας ρήξης είναι ο προσανατολισμός της έρευνας στο καθήκον της ανατροπής της καπιταλιστικής εξουσίας με την επαναστατική επιδίωξη της εργατικής εξουσίας.

Μια τέτοια προσφορά θα καταστήσει ξανά χρήσιμες τις παρελθούσες μεγάλες θυσίες του εργατικού και του κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα μας, και τις μελλοντικές. Σε αντίθετη περίπτωση, θα ισχύσει η προφητεία του ποιητή: «Εμείς μερτικό δε ζητήσαμε… Τίποτα… Μόνον θυμηθείτε το: αν η ελευθερία δε βαδίσει στα χνάρια του αίματός μας, εδώ θα μας σκοτώνουν κάθε μέρα»11.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

Ο Κώστας Σκολαρίκος είναι συνεργάτης του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ.

1. Αναστάση Γκίκα: «Το Κατίν, η προπαγάνδα και οι πρόθυμοι υπερασπιστές των Ναζί», εφημερίδα «Ριζοσπάστης», Αθήνα, 18 Απρίλη 2010.

2. «Δίκη των δοσιλόγων. Η κατάθεση του κ. Κανελλόπουλου, αρχηγού των Ενωτικών του Κέντρου», εφημερίδα «Ακρόπολις», Αθήνα, 9 Μάρτη 1945.

3. Στάθη Καλύβα: «Εισαγωγικό σημείωμα» στο Πέτρου Μακρή-Στάικου (Επιμέλεια): «Βρετανική πολιτική και αντιστασιακά κινήματα στην Ελλάδα», εκδ. «Ωκεανίδα», Αθήνα 2009, σελ. 34-35 και Πέτρου Μακρή-Στάικου: «”Νέα Κύματα” και παλιά μυθεύματα», εφημερίδα «Τα Νέα», 5 Δεκέμβρη 2009.

4. Ηλία Νικολακόπουλου: «Το νέο κύμα και η τριλογία της σύγχυσης», εφημερίδα «Τα Νέα», 7 Φλεβάρη 2009 και Χάγκεν Φλάισερ: «Προς τι η προβολή ενός μοιραίου ανθρώπου;», εφημερίδα «Τα Νέα», 28 Νοέμβρη 2009.

5. Υπενθυμίζω ότι ένα μέρος της οπορτουνιστικής ιστοριογραφίας έτσι κι αλλιώς αποδέχεται ορισμένα μεθοδολογικά εργαλεία του «νέου κύματος». Βλ. ενδεικτικά Τασούλας Βερβενιώτη: «Μνήμες και αμνησίες των αρχείων και των μαρτυριών για τον ελληνικό εμφύλιο. Η Αθήνα και η επαρχία, η ηγεσία και τα μέλη» στο Συλλογικό «Μνήμες και λήθη του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου», εκδ. «Επίκεντρο», Θεσσαλονίκη, 2008, σελ. 81-86.

6. Καρλ Μαρξ: «Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2010, σελ. 19-20.

7. Στη Ρουάντα, μια πρώην βελγική αποικία της Κεντρικής Αφρικής, το 1994 σημειώθηκε μια εμφύλια σύρραξη ανάμεσα στις φυλές Χούτου και Τούτσι, οι οποίες είναι οι δύο πολυπληθέστερες φυλές της κεντρικής Αφρικής. Πιο συγκεκριμένα οι Χούτου (που χρηματοδοτούνταν από τη Γαλλία) μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα σκότωσαν εκατοντάδες χιλιάδες Τούτσι (κάποιοι μιλούν ακόμα και για 1.000.000 νεκρούς), προκειμένου ν’ αλλάξει η πληθυσμιακή αναλογία.

8. Φρίντριχ Ενγκελς: «Ο πόλεμος των χωρικών», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1991, σελ. 162-163.

9. Ο.π., σελ. 27.

10. Καρλ Μαρξ: «Η αθλιότητα της φιλοσοφίας», εκδ. «Αναγνωστίδης», Αθήνα, σελ. 174.

11. Γιάννη Ρίτσου: «Σκοπευτήριο Καισαριανής».

 

ΚΟΜΕΠ (Τεύχος 5 – 2013)