Ανθρακες... αποκαλύπτεται τελικά για τους εργαζόμενους, ο «θησαυρός» της αντιμνημονιακής ρητορικής του ΣΥΡΙΖΑ, για τους μισθούς, τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας και τις εργασιακές σχέσεις. Η πρόταση νόμου που κατέθεσε χτες το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, παρά τις ηχηρές διαπιστώσεις στην Αιτιολογική της Εκθεση για την κατάσταση που έχουν περιέλθει οι μισθωτοί, στο δια ταύτα, αφήνει άθικτο το καθεστώς της «ευελιξίας» και της «απασχολησιμότητας» και διαιωνίζει τη ζούγκλα που επέβαλαν κυβερνήσεις και εργοδότες στην αγορά εργασίας την τελευταία 20ετία και ιδιαίτερα μετά τη «Λευκή Βίβλο».
Ακόμα και το δειλό βήμα που κάνει η πρόταση νόμου με την κατάργηση της Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου (ΠΥΣ αρ. 6), είναι κουτσό, αφού ο ΣΥΡΙΖΑ αποφεύγει να επαναφέρει ρητά τον κατώτερο μισθό στα 751 ευρώ που ίσχυε το 2012. Ετσι, ενώ στην Αιτιολογική Εκθεση αναφέρεται:
«Προτείνουμε την επαναφορά του κατώτατου μισθού στα προ των μνημονίων επίπεδα, δηλαδή στα 751 ευρώ μεικτά μηνιαία ανεξαρτήτως ηλικίας, από 586 ευρώ μεικτά μηνιαία και 511 ευρώ μεικτά μηνιαία για τους κάτω των 25 ετών που είχε μειωθεί, και τον επανακαθορισμό του με Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, που θα συνάπτεται μεταξύ της ΓΣΕΕ και των εργοδοτικών φορέων», στην κατά άρθρο ανάλυση της πρότασής του αποφεύγει να επαναλάβει την πρόταση για επαναφορά. Το ίδιο κάνει και στην πρόταση νόμου όπου στο άρθρο 4 απλώς προβλέπει: «Αρθρο 4: Η Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου υπ' αριθμ. 6 της 28ης/02/2012 (ΦΕΚ Α 38/28-2-1012) καταργείται». Ομως η κατάργηση της ΠΥΣ δε σημαίνει αυτόματη επαναφορά του κατώτερου μισθού και του κατώτερου μεροκάματου στα επίπεδα που είχε διαμορφωθεί με την ΕΓΣΣΕ του 2012. Σε κάθε περίπτωση, η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, όπως διατυπώνεται στο άρθρο 4 που αφορά τον κατώτερο μισθό, δεν ορίζει ως νέο μισθό που θα ισχύει από εδώ και πέρα τα 751 ευρώ, όπως μέχρι τώρα διατυμπάνιζε το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Σημειώνουμε, επίσης, ότι η πρόταση νόμου του ΣΥΡΙΖΑ δεν προβλέπει καν την επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού και της 13ης και 14ης σύνταξης.
Την ίδια στιγμή, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ακουμπά τίποτα από το νομοθετικό πλέγμα της ευελιξίας που στραγγαλίζει τη ζωή της εργατικής τάξης και ούτε λίγο ούτε πολύ, αποθεώνει την κατάσταση που ίσχυε πριν το 2010. Αφήνει στο απυρόβλητο και σε πλήρη ισχύ, τους νόμους και τις ευρωενωσιακές οδηγίες που επέβαλαν και επέκτειναν τη μερική απασχόληση, την εκ περιτροπής εργασία, τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, την ενοικίαση εργαζομένων σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, τη μείωση της αμοιβής των υπερωριών, των αποζημιώσεων λόγω απόλυσης. Αποσιωπά την κατάσταση που διαμορφώθηκε στο δημόσιο και τη μείωση των μισθών σε εκατοντάδες χιλιάδες υπαλλήλους.
Αντί αυτού και προφανώς θέλοντας να προκαταλάβει αντιρρήσεις και κριτική υπόσχεται «νέα νομοθετική πρωτοβουλία στο αμέσως επόμενο διάστημα», αποφεύγοντας να δεσμευτεί για συγκεκριμένα πράγματα και κρυπτόμενος πίσω από γενικές φράσεις για την «οικοδόμηση ενός νέου εργασιακού προτύπου...»
Και όμως όλα τα παραπάνω ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να τα παρουσιάσει και ως μέγα επίτευγμα, παρουσιάζοντας την κατάσταση πριν το 2010 ως τον παράδεισο που η εργατική τάξη έχασε εξαιτίας του μνημονίου.
Και μ' αυτήν την πρόταση η έγνοια του στο κεφάλαιο
Γράφει η Αιτιολογική Εκθεση της πρότασης νόμου του ΣΥΡΙΖΑ:
«Η αποκατάσταση του κατώτατου μισθού και του δικαίου των συλλογικών συμβάσεων, κατ' αρχήν στην προ μνημονίων κατάσταση, αποκαθιστά την δημοκρατική και συνταγματική νομιμότητα στις εργασιακές σχέσεις, συμβάλλει στην αναβίωση της δημοκρατίας στους χώρους εργασίας, προωθεί την κοινωνική δικαιοσύνη ενισχύοντας τις δυνάμεις της εργασίας, συμβάλλει στην αύξηση της παραγωγικότητας... και με αυτό τον τρόπο συμβάλλει στην οικονομική και κοινωνική αναγέννηση και ανάπτυξη της χώρας...»(!)
Δεν ξέρουμε πού είδε τη «δημοκρατία στους χώρους δουλειάς» πριν το 2010 ο ΣΥΡΙΖΑ. Προφανώς ζούσε σε άλλη χώρα. Το σίγουρο είναι ότι η πρόταση νόμου που κατέθεσε χτες πράγματι θα συμβάλει «στην αύξηση της παραγωγικότητας» που ζητάνε και οι βιομήχανοι, όπως και στην «ανάπτυξη της χώρας», αλλά θα πρόκειται για ανάπτυξη του καπιταλισμού, δηλαδή για μια ανάπτυξη σε όφελος των λίγων και πάλι σε βάρος των εργαζομένων.
Οι εργαζόμενοι πρέπει να έχουν καθαρό ότι η αντιμετώπιση της αντιλαϊκής επίθεσης, η δυνατότητα ανακούφισης - παρεμπόδισης αντιλαϊκών μέτρων δε θα έρθει με κυβερνητικές εναλλαγές ούτε με αλλαγές στους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς. Θα έρθει πρώτα και κύρια μέσα από τη δικιά τους οργάνωση και πάλη σε κατεύθυνση σύγκρουσης με τη στρατηγική του κεφαλαίου και της ΕΕ, πάλη με προοπτική για την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου.