Μελέτη του CSIS καταγράφει τον προβληματισμό κυβέρνησης - μονοπωλίων για τα υπέρογκα ποσά που απαιτεί η εκμετάλλευση της Αρκτικής
Οι τεράστιες ποσότητες υδρογονανθράκων και άλλων ορυκτών στην Αρκτική είναι το μεγάλο δέλεαρ για τα μονοπώλια
Μια καλή εικόνα του αστικού κράτους ως συλλογικού εκφραστή των συμφερόντων της αστικής τάξης, του ρόλου του ως σκαπανέα για τη διάνοιξη δρόμων προς νέα πεδία κερδοφορίας για τους μονοπωλιακούς ομίλους, αλλά και της απροθυμίας των μονοπωλίων να επενδύσουν αν δεν έχουν επαρκείς εγγυήσεις υψηλής κερδοφορίας, δίνει η περίπτωση των ΗΠΑ και η σχέση τους με την Αρκτική. Σχέση που εξετάζει πρόσφατη μελέτη του γνωστού και μη εξαιρετέου CSIS, δεξαμενής σκέψης περιωπής στις ΗΠΑ, ελεγχόμενης απ' τους πλέον ισχυρούς μονοπωλιακούς ομίλους, οι υποδείξεις της οποίας αποτελούν ευαγγέλιο για την εκάστοτε κυβέρνηση.
Η μελέτη ξετυλίγεται γύρω απ' τον άξονα του ερωτήματος: «Είναι δυνατόν να υπάρξει μια ισορροπημένη οικονομική στρατηγική που θα απολαμβάνει τα πλεονεκτήματα της αρκτικής οικονομικής ανάπτυξης ενώ θα ελαχιστοποιεί το "κόστος του κρύου";». Το CSIS απαντά, μάλλον όχι, τουλάχιστον όχι προσώρας. Κι αυτό, όπως θα δούμε παρακάτω, επειδή η κατάσταση της οικονομίας των ΗΠΑ δεν επιτρέπει στη φάση αυτή την κατασκευή των απαραίτητων υποδομών που θα επιτρέψουν στα μονοπώλια να σουλατσάρουν στην Αρκτική, να μεταφέρουν τον πλούτο που θα εξορύσσουν στις αγορές που θα τον διαθέτουν προς πώληση.
Το CSIS τονίζει ότι τα οφέλη είναι σχετικά εύκολο να εκτιμηθούν παρότι η οικονομία της Αρκτικής είναι αρκετά εκτεθειμένη στη διακύμανση των διεθνών τιμών της Ενέργειας και των βασικών εμπορευμάτων. Η εκτίμηση του κόστους ωστόσο δεν είναι και τόσο απλό ζήτημα, καθώς συναρτάται άμεσα με τις αναγκαίες υποδομές που απαιτούνται για την υποστήριξη των επενδύσεων στην Αρκτική. Ακόμα πιο δύσκολο - επισημαίνεται - είναι να προσδιοριστεί ο αντίκτυπος που θα έχει στο αρκτικό περιβάλλον και στους αυτόχθονες πληθυσμούς μια αυξημένη οικονομική δραστηριότητα, με όλα τα συμπαρομαρτούντα.
Η επίτευξη μιας κάποιας ισορροπίας - τονίζει το CSIS - προϋποθέτει μια στρατηγική που θα χαραχτεί με γνώμονα ταυτοχρόνως την επιστημονική έρευνα για την τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας, αλλά και για την προστασία και τη διαφύλαξη ενός όλο και πιο επισφαλούς οικοσυστήματος. Διαπιστώνει ότι ορισμένα κράτη - κατονομάζει τη Ρωσία - δίνουν μεγαλύτερο βάρος στην οικονομική ανάπτυξη, ενώ άλλα δεν είναι σε θέση επί του παρόντος να αντέξουν οικονομικά δαπανηρές απαιτήσεις υποδομών, που επιπλέον απαιτούν και μεγάλο κόστος συντήρησης.
Στη ζυγαριά κόστη - οφέλη
Παρ' όλα αυτά, δεν κλείνει τα μάτια μπροστά στο προφανές, ότι δηλαδή σε μια εποχή αβεβαιότητας, όπως αναφέρει, ως προς την οικονομία και την εξέλιξή της, η Αρκτική και ειδικότερα το κομμάτι που ανήκει στις ΗΠΑ είναι ιδιαιτέρως ελκυστικό ως προς τις ευκαιρίες που προσφέρει για κέρδη. Και εξηγεί, σύμφωνα με τα δικά τους δεδομένα:
Η Αρκτική διαθέτει το 13% των άγνωστων πόρων πετρελαίου παγκοσμίως, δηλαδή 90 δισεκατομμύρια βαρέλια. Το 30% των ανεξερεύνητων αποθεμάτων φυσικού αερίου στον κόσμο (1.669 τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια φυσικού αερίου και 44 δισεκατομμύρια βαρέλια υγρού φυσικού αερίου). Το 84% περίπου των πόρων αυτών βρίσκονται σε υπεράκτιες περιοχές.
Η Αλάσκα υπολογίζεται ότι είναι η δεύτερη πιο πλούσια, μετά τη δυτική λεκάνη της Σιβηρίας, με περίπου 29,9 δισεκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου, πάνω από 221 τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια φυσικού αερίου και 5,9 δισεκατομμύρια βαρέλια υγρού φυσικού αερίου.
Το CSIS εκτιμά ότι «αναλόγως της τιμής του πετρελαίου, μεταξύ ενός χαμηλού 65 δολαρίων το βαρέλι και ενός υψηλού 120 δολαρίων το βαρέλι, τα σωρευτικά έσοδα κυμαίνονται μεταξύ 193 και 312 δισ. δολαρίων»!
Κατόπιν αυτών, έρχεται στην «ταμπακιέρα»: Η εκμετάλλευση αυτών των μεγάλων φυσικών πόρων έχει περιοριστεί εξαιτίας της έλλειψης ενός συστήματος μεταφοράς των προϊόντων τους στις αγορές, ειδικότερα για το φυσικό αέριο. Οι δαπάνες υποδομών για την κατασκευή αγωγού, για υγροποίηση, εξαγωγή του φυσικού αερίου θα κόστιζαν έως και 65 δισεκατομμύρια δολάρια, ποσό που φαίνεται υπέρογκο - κατά το CSIS - δεδομένων και των χαμηλών τιμών που σχιστολιθικού αερίου στις υπόλοιπες ΗΠΑ.
Οι συγγραφείς της μελέτης χαρακτηρίζουν το κόστος για την απόκτηση πρόσβασης στον ορυκτό πλούτο της Αρκτικής και για τη μεταφορά του «συγκλονιστικά υψηλό». Αναφέρεται, για παράδειγμα, ότι η κατασκευή ενός δρόμου 100 μιλίων κοστίζει από 400 έως 600 εκατομμύρια ευρώ, ενώ το έργο συναντά μεγάλες αντιδράσεις, καθώς οι αυτόχθονες επιμένουν ότι παρεμποδίζει τις οδούς μετανάστευσης των καριμπού, όπως και τους ίδιους να κυνηγούν.
Το κόστος της κατασκευής ενός διάδρομου 500 μιλίων απ' τη χερσόνησο Seward στην περιοχή Fairbanks για τη μεταφορά ορυκτών πόρων υπολογίζεται ότι φτάνει μεταξύ 2,3 και 2,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Ταυτόχρονα, εκτιμάται ότι το έργο θα έχει δυσμενείς επιπτώσεις στους υδάτινους πόρους, στην άγρια ζωή και υψηλούς κινδύνους ρύπανσης του περιβάλλοντος από διαρροή τοξικών στοιχείων παρακείμενων ορυχείων.
Εξαιρετικά υψηλό είναι όμως και το κόστος συντήρησης των υποδομών αυτών, που φθείρονται ταχύτατα λόγω των ακραίων καιρικών φαινομένων. Υψηλότερο ίσως όλων είναι το κόστος για την κατασκευή λιμένων βαθέων υδάτων, για την αγορά παγοθραυστικών, πλοίων υποστήριξης, πλοίων μεταφοράς, για τη βελτίωση των δορυφόρων, για αεροπορικές υποδομές, συντήρησης αεροδιαδρόμων και αγωγών. Οπως αναφέρεται, ένα παγοθραυστικό κοστίζει έως και 1 δισεκατομμύριο δολάρια.
Προς το παρόν μένουν στα προσβάσιμα
Συνεπώς εκτιμάται ότι θα δοθεί βάρος σε άλλους, προσβάσιμους, πόρους της Αλάσκας, που της απέφεραν το 2010 1,3 δισεκατομμύρια δολάρια, το 1/3 των εσόδων της από εξαγωγές. Οπως ο ψευδάργυρος και ο μόλυβδος, για τα οποία εκτιμάται ότι υπάρχουν πάνω από 80 εκατομμύρια τόνοι αποθέματος και ότι οι εργασίες εξόρυξής τους θα συνεχιστούν έως το 2031. Η Αλάσκα φιλοξενεί επίσης πάνω από 80 εκατομμύρια τόνους χαλκού, 500.000 ουγγιές χρυσού κατ' εκτίμηση, τα εκτιμώμενα αποθέματα άνθρακα αγγίζουν τα 3,2 τρισεκατομμύρια τόνους, ακόμα κοιτάσματα οξειδίου του ουρανίου κ.ά.
Δεν είναι όμως μόνο ο ορυκτός πλούτος, αλλά και τα καλούδια των θαλασσών, που αυξάνονται λόγω της «μετανάστευσης» μεγάλων πληθυσμών ψαριών βορειότερα, όπου ωθούνται απ' την άνοδο της θερμοκρασίας των θαλασσών. Υπολογίζεται, όσον αφορά στην αλιεία, πως περισσότερο από το 50% όλων των θαλασσινών που καταλήγουν στο εμπόριο των ΗΠΑ αλιεύονται στην Αλάσκα, και αποδίδουν 1,9 δισεκατομμύρια δολάρια. Η αλιευτική βιομηχανία της Αλάσκας απασχολεί το 50% των ιδιωτικών υπαλλήλων στις παράκτιες κοινότητες.
Σε ό,τι αφορά στις μεταφορές: Κατά μήκος της Βόρειας Θάλασσας κινήθηκαν το 2012 46 πλοία που μετέφεραν πάνω από 1,26 εκατομμύρια τόνους φορτίο, που αντιπροσωπεύουν 53% αύξηση σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο, όταν 34 πλοία μετέφεραν 820.000 τόνους και μεγαλύτερη από δεκαπλάσια αύξηση απ' το 2010, όταν η διαδρομή επιλεγόταν μόνο από 4 πλοία που μετέφεραν 111.000 τόνους. Σύμφωνα με την αμερικανική ακτοφυλακή η κυκλοφορία μέσω του Βερίγγειου Πορθμού έχει σχεδόν διπλασιαστεί, από 245 πλοία το 2008 σε πάνω από 400 το 2011.
Κομμάτι απ' την πίτα διεκδικούν και τα μονοπώλια του τουρισμού, με τον αριθμό των κρουαζιερόπλοιων να υπερδιπλασιάζεται τα τελευταία 8 χρόνια. Περισσότεροι από 65.000 επιβάτες αναχώρησαν από το Svalbard της Νορβηγίας και τη Γροιλανδία το 2010, σύμφωνα με το γραφείο τουρισμού της Γροιλανδίας. Μερικές χιλιάδες επιπλέον επισκέπτες αναχωρούν από τον Καναδά και τη Ρωσία κάθε χρόνο. Η τουριστική βιομηχανία της Αλάσκας παράγει δύο δισεκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο και είναι ο τρίτος σε μέγεθος τομέας της οικονομίας.
Η μελέτη του CSIS καταλήγει ότι προς το παρόν το κόστος της κατασκευής και συντήρησης απαραίτητων υποδομών φαίνεται να υπερτερεί στη σκέψη της αμερικανικής κυβέρνησης. Προσθέτουν ακόμα πως αν και η αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της Αλάσκας είναι ζητούμενο καταρχήν για την ίδια την πολιτεία της Αλάσκας - η οποία προ ολίγων μηνών αποφάσισε τη μείωση των φόρων για την παραγωγή πετρελαίου, σε μια προσπάθεια προσέλκυσης επενδυτών - ωστόσο η ασταθής δημοσιονομική κατάσταση των ΗΠΑ, η απουσία δυνατότητας συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα αλλά και η αδυναμία να κλειδώσουν εκ των προτέρων οι αγορές που θα απορροφήσουν τα παραγόμενα προϊόντα, απομακρύνουν το ενδεχόμενο.
Πολύ περισσότερο που σε όλα αυτά προστίθεται και ο κίνδυνος μιας περιβαλλοντικής καταστροφής, μαζί και εργατικών δυστυχημάτων λόγω των κλιματολογικών συνθηκών. Κίνδυνο που οι ίδιες οι πετρελαϊκές και άλλες εταιρείες αξιολογούν ως πολύ σημαντικό, όχι γιατί τις πήρε ο πόνος για το περιβάλλον ή για τους εργάτες, αλλά για τον αντίκτυπο που θα είχε μια καταστροφή στη δημόσια εικόνα τους.