Μην παραδοθείς...

Μην παραδοθείς...

Σάββατο 30 Μαΐου 2015

ΣΥΡΙΑ - ΙΡΑΚ Φουντώνουν οι πιέσεις των ιμπεριαλιστών με «βατήρα» το «χαλιφάτο»


Η πρώτη επέτειος από την επέλαση των τζιχαντιστών του «Ισλαμικού Κράτους» στο βόρειο Ιράκ, την επόμενη βδομάδα, ενισχύει τους σχεδιασμούς προς όφελος των μονοπωλίων

Ξεσπιτωμένοι οι κάτοικοι του Ραμάντι στο δυτικό Ιράκ
Ξεσπιτωμένοι οι κάτοικοι του Ραμάντι στο δυτικό Ιράκ
Ασταμάτητα «νερό στο μύλο» των ιμπεριαλιστών σε Συρία και Ιράκ ρίχνουν για τα καλά οι τζιχαντιστές του «Ισλαμικού Κράτους» (ΙΚ), καθώς εξακολουθούν να παραμένουν το καλύτερο πρόσχημα και ταυτόχρονα το πιο «χρηστικό» εργαλείο ξένων δυνάμεων, για την εμβάθυνση των επεμβάσεων σε βάρος των λαών της περιοχής -πλούσια σε φυσικούς πόρους για γεωστρατηγική σημασία-, ώστε να προωθηθούν τα συμφέροντα των μονοπωλίων.
Οι τζιχαντιστές, ένα χρόνο μετά την πρώτη ορμητική επίθεσή τους στο βορειοδυτικό Ιράκ, με πρώτες «νίκες» την κατάληψη της Σαμάρας (5/6/14) και της Μοσούλης (10/6/14), όχι μόνο διατηρούν τα συγκεκριμένα εδάφη, αλλά σημειώνουν και νέες στρατηγικές νίκες, με τελευταίες χαρακτηριστικές περιπτώσεις την κατάληψη τουΡαμάντι (πρωτεύουσα της δυτικής ιρακινής επαρχίας Ανμπάρ) και της αρχαίας Παλμύρας (ανατολική Συρία), πριν μόλις λίγες βδομάδες.
Στα πεδία των συγκρούσεων Συρίας και Ιράκ, μέσα στον τελευταίο χρόνο, διαπιστώνεται πως οι εγκληματίες του «Ισλαμικού Κράτους», όχι μόνο δεν «υποχώρησαν» από τις -υποτίθεται- «μαζικές αεροπορικές επιδρομές» των ΗΠΑ και των συμμάχων τους, αλλά εδραίωσαν τις περισσότερες θέσεις τους, στοχεύοντας στη συγκρότηση ενός κρατιδίου συνδεδεμένων (ως επί το πλείστον) τμημάτων, σε κάτι περισσότερο από το 50% της (κυρίως βορειοανατολικής) Συρίας και στο 1/3 των εδαφών του (κυρίως) βορειοδυτικού Ιράκ.

Νέα, «de facto», δεδομένα στο χάρτη

Ειδικότερα, στη Συρία, οι τζιχαντιστές ελέγχουν πλέον το μεγαλύτερο μέρος των βορειοανατολικών περιοχών της χώρας (Χαλέπι, Ράκα, Χασάκα), τις περισσότερες πετρελαιοπηγές και οικόπεδα γεωτρήσεων φυσικού αερίου (παρά τη μείωση της παραγωγής λόγω των αεροπορικών βομβαρδισμών από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους) και όλα τα μεθοριακά περάσματα στη συρο-ιρακινή μεθόριο. Μέσα στις πιο πρόσφατες κατακτήσεις τους συγκαταλέγεται η επαρχία Ιντλίμπ (και η ομώνυμη πόλη) και η Παλμύρα, ενώ σφοδρές συγκρούσεις εξακολουθούν να μαίνονται, με στόχο τον έλεγχο των δυτικών συριακών πόλεων Χάμα και Χομς.Από τις πιο ονομαστές απώλειες των εγκληματιών μισθοφόρων του ΙΚ, θεωρείται η βόρεια συριακή κουρδική πόλη Κομπανί, που ωστόσο συνιστά «πύρρειο νίκη» για τους Κούρδους, καθώς καταστράφηκε ολοσχερώς από τους βομβαρδισμούς και τις μάχες.
Μεγαλύτερες δυσκολίες, αντίθετα, αντιμετωπίζουν οι τζιχαντιστές στη μεθόριο της Συρίας με το Λίβανο, όπου αδυνατούν μέχρι μέχρι στιγμής, παρά τις λυσσαλέες τους προσπάθειες, να ελέγξουν την ορεινή, στρατηγική περιοχή Καλαμούν. Κατά τα φαινόμενα, αυτό οφείλεται στην αποδοτική συνεργασία που υπάρχει ανάμεσα σε δυνάμεις του συριακού στρατού και της σιιτικής οργάνωσης του Λιβάνου «Χεζμπολάχ».
Στο Ιράκ, πάλι, οι τζιχαντιστές του «Ισλαμικού Κράτους», μέσα στον τελευταίο χρόνο, πέτυχαν τον έλεγχο των εδαφών σε Σαμάρα, Μοσούλη, Τικρίτ, επαρχία Νινευή, τις περιοχές των Γιαζίντι στο όρος Σιντζάρ, αν και προ μηνών απώλεσαν το Τικρίτ και (προ ημερών) συστάδα δεκάδων ασσυριακών χριστιανικών χωρών στο βόρειο Ιράκ, έπειτα από τις σθεναρές και επίμονες επιχειρήσεις των Κούρδων Πεσμεργκά του Ιράκ, με τη συνδρομή που έδωσαν Ιρανοί στρατηγοί στις ιρακινές δυνάμεις και τις πολιτοφυλακές Σιιτών εθελοντών.
Εμφανής είναι η στρατηγική επιλογή του ΙΚ για κατάληψη εκτεταμένων εδαφών, κυρίως κατά μήκος των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη, δεδομένου ότι όποιος ελέγχει τους υδροφόρους ορίζοντες, έχει στα χέρια του έναν από τους μεγαλύτερους «άσους» και μοχλούς πραγματικής εξουσίας στους πληθυσμούς των περιοχών που έχουν καταλάβει σε Συρία και Ιράκ. Το «ισλαμικό χαλιφάτο», που είχε προαναγγείλει πριν περίπου ένα χρόνο ο αρχηγός του ΙΚ, Αμπού Μπακρ αλ Μπαγκντάντι, από τον άμβωνα του μεγαλύτερου τζαμιού της Μοσούλης στο Ιράκ, δεν είναι πλέον υπόθεση επί χάρτου, αλλά ένα «de facto» δεδομένο, που έχει αλλάξει ήδη το γεωπολιτικό χάρτη της περιοχής, λειτουργώντας σαν πυριτιδαποθήκη αποσταθεροποίησης ευρύτερα.

Η κατάσταση σε Ράκα και Μοσούλη

Το λεγόμενο «ισλαμικό χαλιφάτο» διαθέτει σαν «πρωτεύουσα» τη συριακή ανατολική πόλη Ράκα και «συμπρωτεύουσα» τη Μοσούλη. Θεωρητικά είναι σημαντικές οι δυνατότητες περαιτέρω επέκτασής του, δεδομένο ότι δε συναντά ουσιαστική αντίσταση, αλλά μάλλον ανοχή από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Αυτές είναι, άλλωστε, που δημιούργησαν, εξόπλισαν, εκπαίδευσαν τους τζιχαντιστές, είτε για την ανατροπή του Σύρου Προέδρου Μπασάρ Ασαντ (και την απρόσκοπτη διέλευση πετρελαιοαγωγού που προωθεί το Κατάρ στη Μεσόγειο για τον ανεφοδιασμό της Ευρώπης), είτε για το ξαναμοίρασμα της «τράπουλας» του άφθονου ιρακινού ορυκτού πλούτου στα δυτικά και αραβικά μονοπώλια. Είτε και για τους δύο αυτούς λόγους...
Οι πληροφορίες που κατά καιρούς μεταδίδουν ποικίλα δυτικά ειδησεογραφικά δίκτυα, σχετικά με την κατάσταση εντός του «χαλιφάτου», είναι αντικρουόμενες. Κάποια από αυτά τα δίκτυα εμφάνιζαν σημαντικό μέρος των κατοίκων της Ράκα να αντιμετωπίζει έντονα προβλήματα ακρίβειας, φτώχειας, σημαντικής έλλειψης υπηρεσιών υγείας και ηλεκτροδότησης, αφού κάποια από τα τεράστια κέρδη από το λαθρεμπόριο πετρελαίου μειώθηκαν, όχι μόνον εξαιτίας των καταστροφών σε διυλιστήρια και αποθήκες, αλλά και λόγω της διεθνούς πτώσης τιμής του «μαύρου χρυσού». Η προ μηνών ανακοίνωση για την ίδρυση ιατρικής σχολής στη Ράκα από τους τζιχαντιστές, ερμηνεύτηκε από παρατηρητές σαν ένδειξη των σοβαρών ελλείψεων σε γιατρούς και νοσηλευτές, αφού σύμφωνα με τις μαρτυρίες κάποιων κατοίκων σε δυτικά δίκτυα και οργανώσεις γεωπολιτικής (π.χ. Middleeasteye.net), στην πόλη είναι σχεδόν ανύπαρκτες ειδικότητες όπως οι ορθοπεδικοί, οι γυναικολόγοι και οι παιδίατροι... Αντίθετα, στη Ράκα, οι διοικητές και τα πρωτοπαλίκαρα των τζιχαντιστών εμφανίζονται να καλοπερνούν, προπαγανδίζοντας έναν «ισλαμικό παράδεισο» επί Γης, με στόχο τη στρατολόγηση ακόμη περισσότερων μισθοφόρων και αφελών ισλαμιστών...
Διαφορετική εμφανίζεται, σύμφωνα με πρόσφατες πληροφορίες της ηλεκτρονικής ειδησεογραφικής ιστοσελίδας «al-monitor.com», η κατάσταση στη Μοσούλη του βορείου Ιράκ. Κάτοικοι της πόλης (με πληθυσμό περίπου 2.000.000), που κατάφεραν να έρθουν σε επικοινωνία με δημοσιογράφους, είπαν πως είναι διάχυτη μία αίσθηση «οργάνωσης» και «ανανέωσης», σημειώνοντας ότι για πρώτη φορά από το 2003, άρχισαν έργα πεζοδρόμησης, ασφαλτόστρωσης, δεντροφύτευσης, φωτισμού δημόσιων χώρων, ιδιαίτερα μετά την επίλυση των σοβαρών προβλημάτων ηλεκτροδότησης που εμφανίστηκαν επτά μήνες μετά την κατάληψη της πόλης από τους τζιχαντιστές, τον Ιούνη του 2014. Ενα από τα πρώτα πράγματα που έκαναν οι διοικητές του ΙΚ στη Μοσούλη, ήταν η κατασκευή τείχους γύρω από την πόλη, η λειτουργία διυλιστηρίων και εργοστασίων ανακύκλωσης, αλλά και η επιβολή δυσβάσταχτων τελών σε αλλόθρησκους και φόρων σε εμπόρους (όπως π.χ. το ετήσιο «χαράτσι» 1.500 δολαρίων σε οπωροπώληδες της κεντρικής λαχαναγοράς). Επιπλέον, έλυσαν τα βασικά προβλήματα πρόσβασης σε ίντερνετ, μέσω δορυφορικών δικτύων, ενώ την Πρωτομαγιά άνοιξαν το ανακαινισμένο πολυτελές ξενοδοχείο «Ninevah Oberoi», που μετονομάστηκε πλέον σε «Al Warithin Hotel», ώστε να βρίσκουν κατάλυμα οικογένειες, αλλά και «νεοφώτιστοι» μισθοφόροι από χώρες της Δύσης. Νωρίτερα, τον περασμένο Μάρτη, οι τζιχαντιστές άνοιξαν στο κοινό ανάκτορο που είχε κτιστεί στην πόλη επί προεδρίας Σαντάμ Χουσεΐν, όπως ακριβώς έκαναν και οι αμερικανικές κατοχικές δυνάμεις τον Απρίλη του 2003, καταλαμβάνοντας τη Μοσούλη.
Ας σημειωθεί, μέσα σε όλα αυτά, ότι (σύμφωνα με συγκλίνουσες πληροφορίες δυτικών και αραβικών ΜΜΕ) μέσα στον τελευταίο ένα χρόνο κατάληψης της Μοσούλης από το ΙΚ, οι δημόσιοι υπάλληλοι της πόλης εξακολουθούν να πληρώνονται κανονικά από την κεντρική κυβέρνηση στη Βαγδάτη, γεγονός που αυξάνει στους κατοίκους της την (περίεργη) αίσθηση μίας «κανονικής ζωής» και επί διοίκησης τζιχαντιστών.

Πιέσεις για στρατιωτικές και διπλωματικές «λύσεις»...

Η αίσθηση «εδραίωσης» του αυτοαποκαλούμενου «χαλιφάτου» σε Συρία και Ιράκ δίνει την καλύτερη αφορμή σε μερίδες της αστικής τάξης των ΗΠΑ και τους πολιτικούς τους εκπροσώπους, να αυξήσουν τις πιέσεις τους για «αλλαγή στρατηγικής έναντι των τζιχαντιστών». Πρώτο «βιολί» στην ορχήστρα αυτών των πιέσεων είναι ο Ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής Τζον Μακέιν (πρώην υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, το 2008), γνωστός συνδαιτυμόνας και συνομιλητής στελεχών των τζιχαντιστών σε Συρία και Ιράκ, όπως ο αρχηγός τους, Αμπού Μπακρ Αλ Μπαγκντάντι, με τον οποίον φωτογραφιζόταν μόλις πριν λίγα χρόνια.
Ο Μακέιν, λοιπόν, που συμμετέχει ενεργά στην Επιτροπή Ενοπλων Υπηρεσιών της Γερουσίας, είναι ο «επικεφαλής» της πτέρυγας του Κογκρέσου, που ζητεί τον τριπλασιασμό των σήμερα επισήμως 3.000 Αμερικανών στρατιωτικών που βρίσκονται στο Ιράκ. Χρησιμοποιώντας ως αφορμή την κατάληψη του Ραμάντι από τους τζιχαντιστές, ο Μακέιν σημείωσε ότι η εξέλιξη «θα μπορούσε να οδηγήσει σε πλήρη αναθεώρηση της αμερικάνικης στρατηγικής, προτείνοντας για παράδειγμα διεύρυνση της πολιτικής που υιοθετήθηκε προ διμήνου, μέσω νομοσχεδίου του Πενταγώνου για απευθείας αμερικάνικη χρηματοδότηση, εκπαίδευση και εξοπλισμό των Σουνιτών και των Κούρδων του Ιράκ, δίχως την πρότερη ειδοποίηση ή έγκριση της κεντρικής ιρακινής κυβέρνησης».
Το ίδιο διάστημα, παρατηρούνται εξελίξεις που εμπίπτουν στη σφαίρα γνωστών, ενδοϊμπεριαλιστικών αντιφάσεων. Προ ημερών, είχαμε, για παράδειγμα, την τηλεφωνική επικοινωνία του Ρώσου Προέδρου Βλ. Πούτιν με το Βρετανό πρωθυπουργό Ντ. Κάμερον και τη συμφωνία τους για την ανάγκη «άμεσης έναρξης» των ενδοσυριακών ειρηνευτικών συνομιλιών, μολονότι ο Κάμερον επανέλαβε τον αποκλεισμό του Σύρου Προέδρου Μπασάρ Ασαντ. Παράλληλα, την περασμένη βδομάδα, στην πρωτεύουσα του Καζακστάν, Αστάνα, έγινε νέος γύρος ενδοσυριακών διαβουλεύσεων, με στόχο την επανάληψη των ειρηνευτικών συνομιλιών, ως συνέχεια ανάλογων συναντήσεων που γίνονται ολοένα και πιο έντονα τους τελευταίους μήνες, σε Κάιρο, Μόσχα και Γενεύη. Αυτό δείχνει ότι το παζάρι για τη μοιρασιά της πίτας δε σταματά και βέβαια αυτός που πληρώνει με το αίμα του τα ιμπεριαλιστικά σχέδια στην περιοχή, είναι οι πολύπαθοι λαοί.

Δέσποινα ΟΡΦΑΝΑΚΗ