Από απεργιακή κινητοποίηση της Λουφτχάνσα
Στο δεύτερο τρίμηνο του 2014 το ΑΕΠ της Γερμανίας μειώθηκε κατά 0,2%, ενώ η βιομηχανική παραγωγή την ίδια περίοδο μειώθηκε κατά 1%. Οι υποστηρικτές της πολιτικής της γερμανικής κυβέρνησης μιλούν για προσωρινά φαινόμενα, προβάλλοντας την άποψη ότι η γερμανική οικονομία είναι παραπάνω από υγιής: Το ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά σχεδόν 2% φέτος, η ανεργία κυμαίνεται οριακά πάνω από το 5%, τα δημόσια οικονομικά της θα είναι φέτος ισοσκελισμένα.
Βεβαίως για στασιμότητα κάνει λόγο και η έκθεση της Γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας (Bundesbank), εκτιμώντας ότι «η βιομηχανική δραστηριότητα μείωσε ταχύτητα». Αναφερόμενη στις αιτίες, λέει τα εξής: «Εκτός των συνθηκών που επηρεάζουν την οικονομία αυτήν την περίοδο, καθοριστικό ρόλο έχουν διαδραματίσει, κατά πάσα πιθανότητα, οι γεωπολιτικές εντάσεις». Που πράγματι επιδρούν, αλλά το σε ποιο βαθμό είναι ένα ερώτημα. Η εκτίμηση της τράπεζας βεβαίως είναι ότι υπάρχει στασιμότητα συνολικά στη γερμανική οικονομία το β' τρίμηνο του 2014. Επίσης, σύμφωνα με τη Γιούροστατ, στη Γερμανία η ανάπτυξη στο α' τρίμηνο του 2014 ήταν 2,3%. Ετσι, από το α' στο β' τρίμηνο έχουμε πισωγύρισμα στην οικονομία.
Η Κομισιόν, σύμφωνα με τις προβλέψεις της για την οικονομία της ΕΕ και της Ευρωζώνης στο 2014, εκτιμούσε ότι η ανάπτυξη της οικονομίας της Γερμανίας θα ανερχόταν στο 1,7% του ΑΕΠ, για το 2014. Τώρα ο ΟΟΣΑ μιλά για ρυθμό ανάπτυξης 1,5% του ΑΕΠ και το 2014 και το 2015.
Οι συνέπειες στους εργαζόμενους
Υπάρχουν επίσης εκτιμήσεις που βλέπουν πίσω από τα στοιχεία αυτά ένα βαθύτερο πρόβλημα για την καπιταλιστική οικονομία της Γερμανίας. Ο Βρετανός οικονομολόγος Φιλίπ Λεγκρέν εκτιμά ότι η γερμανική οικονομία χαρακτηρίζεται από «στάσιμους μισθούς, διαλυμένες τράπεζες, ανεπαρκείς επενδύσεις, επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας, θλιβερά δημογραφικά στοιχεία και αναιμική ανάπτυξη».
Ως προς τα δημογραφικά στοιχεία, το Μάη του 2014, το Ομοσπονδιακό Γραφείο Στατιστικής ανακοίνωσε ότι, σύμφωνα με την απογραφή του 2011, την πρώτη στην ενιαία Γερμανία, ο πληθυσμός της χώρας ήταν 80,2 εκατ. άτομα, 1,5 εκατ. λιγότερα από τις έως τότε εκτιμήσεις. Οι ειδικοί εκτιμούν πιθανή παραπέρα μείωση του πληθυσμού στα 66 εκατ. ως το 2060. Με 1,38 γεννήσεις ανά γυναίκα, η Γερμανία έχει το έβδομο χαμηλότερο ποσοστό γεννητικότητας στην ΕΕ. Μεταξύ του 2002 και του 2012, σημείωσε την τρίτη μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση του πληθυσμού ηλικίας άνω των 65 ετών στην Ευρώπη, διπλάσια του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Εκτιμάται ακόμη ότι εμπόδια στην ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας βάζει η μισθολογική στασιμότητα, που περιορίζει τη γερμανική ζήτηση. Ο Φιλίπ Λεγκρέν εκτιμά ότι οι πραγματικές αποδοχές των Γερμανών μισθωτών είναι χαμηλότερες σήμερα απ' ό,τι ήταν το 1999, χρονιά που μετά από συμφωνία κυβέρνησης, εργοδοτών και συνδικάτων ουσιαστικά «πάγωσαν» οι μισθοί στη χώρα. Βεβαίως, Βρετανός είναι αυτός που κάνει αυτές τις εκτιμήσεις, τις μεγάλες αντιθέσεις ανάμεσα στη Βρετανία και τη Γερμανία εκφράζει. Και ίσως να είναι κι έτσι.
Ηρθε όμως μια ημερίδα με θέμα «Επιπτώσεις της κρίσης στην Ελλάδα και στη Γερμανία», που διοργάνωσε στο Βερολίνο το γερμανικό υπουργείο Εκπαίδευσης και Ερευνας, μερικά στοιχεία της οποίας επιβεβαιώνουν την κατάσταση. Εγραψε το «Βήμα», 28/9/2014, ότι: «Στη Γερμανία η διανομή των κερδών ήταν κάθε άλλο παρά δίκαιη. Τη μερίδα του λέοντος την πήραν οι τραπεζίτες και οι βιομήχανοι, καθώς και το γερμανικό κράτος - εκατομμύρια Γερμανών, αντίθετα, βγήκαν χαμένοι λόγω της υποβάθμισής τους στο χαμηλόμισθο τομέα εργασίας. Με αποτέλεσμα, όπως είπε ο κοινωνιολόγος Ντιρκ Τέντσλερ, να αυξηθεί δραματικά ο αριθμός των φτωχών (1 εκατομμύριο από αυτούς σιτίζεται καθημερινά σε «κουζίνες» φιλανθρωπικών οργανώσεων), καθώς και των λεγόμενων «ανασφαλών» - όσων δηλαδή έχουν ένα μίνιμουμ εισοδήματος, αλλά είναι αποκλεισμένοι από την κουλτούρα και τις επαγγελματικές ευκαιρίες».Να θυμίσουμε ότι την καπιταλιστική οικονομία της Γερμανίας την χτύπησε λιγότερο και για μικρότερη χρονική διάρκεια η κρίση. Πέρασε σε ρυθμούς ανάκαμψης. Αλλά η φτώχεια αυξάνεται, το εργατικό εισόδημα μειώνεται. Και δείχνει ότι αναδιανομή εισοδήματος σε όφελος των εργαζομένων δεν υπάρχει.
Καλλιέργεια προσδοκιών χωρίς αντίκρισμα
Στη Γερμανία εκτιμούν ότι οι μισθοί στους οποίους συναίνεσαν οι Χριστιανοδημοκράτες της Αγκελα Μέρκελ στο πλαίσιο του νέου Μεγάλου Συνασπισμού με το SPD, δηλαδή η νομοθέτηση για πρώτη φορά στη Γερμανία κατώτατου μισθού στα 8,50 ευρώ την ώρα, που θα ισχύσει από 1.1.2015, είναι μεγαλύτεροι από τους αντίστοιχους στις ΗΠΑ και τη Βρετανία. Και ότι αυτό θα δώσει ώθηση στην καπιταλιστική ανάπτυξη.
Επίσης στα τέλη Ιούλη, ο Γενς Βάιντμαν, πρόεδρος της Bundesbank, ο οποίος είχε εναντιωθεί στη θέσπιση κατώτατου μισθού, εξέφρασε τη συμφωνία του με τις αυξήσεις μισθών που έχουν αρχίσει να προκύπτουν από τις διαπραγματεύσεις εργοδοτών και συνδικάτων και κυμαίνονται στο 3%. Οπως δήλωσε στην εφημερίδα «Frankfurter Allgemeine Zeitung»: «Βρισκόμαστε κοντά στην πλήρη απασχόληση σε μία σειρά κλάδων και περιφερειών και βλέπουμε ολοένα περισσότερες αναφορές ελλειμμάτων εργασίας. Είναι συνεπώς φυσικό, αλλά και ευπρόσδεκτο, να αυξάνονται οι μισθοί και οι αποδοχές πιο δυναμικά απ' ό,τι τις μέρες που η γερμανική οικονομία ήταν σε πολύ χειρότερη κατάσταση».
Στελέχη της τράπεζας προβάλλουν την άποψη ότι: «Οταν η αγορά εργασίας ήταν σε χειρότερη κατάσταση και ο πληθωρισμός υψηλότερος από 2%, επιμέναμε σε συγκράτηση των μισθών για να οδηγηθούμε προς την πλήρη απασχόληση και υπολογίζαμε την πληθωριστική βάση στο 2%». Τώρα, «με αύξηση παραγωγικότητας 1% ετησίως, σημαίνει ότι αυξήσεις 3% είναι συνεπείς με τη σταθερότητα των τιμών».
Βεβαίως εδώ υπάρχει μια συγκάλυψη. Οι μισθοί μπορεί να αυξήθηκαν κατά 3% με συμφωνίες επιχειρηματιών-συνδικάτων, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι εφαρμόζονται παντού οι συμφωνίες για αυξήσεις, ενώ υπάρχει και η εξάπλωση της ευελιξίας στις εργασιακές σχέσεις. Να θυμίσουμε τα μίνι - τζόμπς (μίνι - δουλειά), δηλαδή ημιαπασχόληση, ελαστική δουλειά κλπ., όπου πάνω από 7,5 εκατομμύρια εργαζόμενοι δουλεύουν με 400 ευρώ το μήνα. Επίσης στη Γερμανία είναι ευρέως διαδεδομένες οι ατομικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου (συμβόλαια τα λένε), που ο μισθός παζαρεύεται. Είναι τρόποι που ωθούν στη μείωση των μισθών. Για να μη θυμίσουμε ότι μονοπωλιακοί όμιλοι επαναπροσλαμβάνουν συνταξιούχους που δούλευαν σ' αυτούς, πληρώνοντας ελάχιστο μισθό, όπως, π.χ., η Daimler και η Bosch.
Η ζήτηση και οι επενδύσεις που δεν έρχονται
Το πρόβλημα δε βρίσκεται στην ενίσχυση της ζήτησης, όσο κι αν αυτή είναι μία πλευρά που μπορεί να επιδράσει σε ένα βαθμό στην ανάκαμψη. Αλλωστε η αιτία της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης δεν είναι η υποκατανάλωση, αλλά η ολοένα και σε μεγαλύτερη κλίμακα κοινωνική οργάνωση της παραγωγής και η καπιταλιστική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της. Που οδηγεί στην αναρχία στην παραγωγή, στην υπερσυσσώρευση κεφαλαίου που λιμνάζει επειδή δεν μπορεί να κάνει κερδοφόρες επενδύσεις ή έχει υπερπαράξει εμπορεύματα και σε μέσα παραγωγής και σε αντικείμενα κατανάλωσης στη λογική της αύξησης τζίρων και κερδοφορίας, αλλά δεν μπορούν να πουληθούν. Η παραγωγή γίνεται για το κέρδος και όχι για την κάλυψη των λαϊκών αναγκών.
Επομένως το ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης απαιτεί καπιταλιστικές επενδύσεις, που με τη σειρά τους απαιτούν χρηματοδότηση και από το κράτος. Αλλά σε καπιταλιστικές οικονομίες που η κρίση δεν έχει καταστρέψει τόσο κεφάλαιο που να απαιτείται αναπλήρωσή του με επενδύσεις, αυτές δε γίνονται. Γι' αυτό και υπάρχει στασιμότητα. Η καπιταλιστική οικονομία της Γερμανίας στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στις εξαγωγές, γι' αυτό και έχει και πλεονάσματα. Αλλά αυτό δεν αρκεί επίσης για να δώσει νέα ώθηση στην καπιταλιστική της ανάπτυξη. Αλλωστε η κρίση είναι παγκόσμια.
Δε γίνεται λοιπόν έξοδος από την κρίση και ανάπτυξη σε όφελος του κεφαλαίου χωρίς επενδύσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι οι βιομήχανοι της Γερμανίας ασκούν κριτική στην κυβέρνησή τους ότι δεν έχει τέτοιο σχέδιο. Ας το δούμε.
Ο Ούρλιχ Γκρίλο, πρόεδρος της Ομοσπονδίας Βιομηχανιών της Γερμανίας (BDI) στο «Εθνος», 28/9/2014, εκτιμά ότι: «Ενα πακέτο επενδύσεων είναι η μεγαλύτερη πρόκληση για να μπορέσει η Γερμανία να έχει μέλλον. Η κυβέρνηση έχει ευθύνες για τη φάση αδυναμίας που διέρχεται τώρα η οικονομία της χώρας. Ενα πρώτο σωστό βήμα είναι τα επιπλέον 5 δισ. ευρώ που θα θέσει στη διάθεση των επενδύσεων η γερμανική κυβέρνηση μέχρι το 2017. Αλλά αυτό δεν αρκεί. Στην πραγματικότητα απαιτούνται 4 δισ. ευρώ ετησίως. Οι επενδύσεις πρέπει να καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα: Κατασκευές, μηχανήματα, εγκαταστάσεις και υποδομές, από ιδιώτες, από το κράτος, από ντόπιους και ξένους επενδυτές. Οι υποδομές και οι ψηφιακές πλατφόρμες, κρίσιμοι πυλώνες για την ανάπτυξη της βιομηχανίας, είναι απαρχαιωμένες».
Στο ίδιο ρεπορτάζ αναφέρεται: «Η τελευταία έκθεση του οικονομικού ινστιτούτου DIW αναφέρει ότι η οικονομική πτώση της Γερμανίας δεν πρόκειται ν' αργήσει, αν δεν κλείσει η τεράστια τρύπα των επενδύσεων, η οποία υπολογίζεται ανάμεσα στα 50 και 80 δισ. ευρώ. Στο ίδιο συμπέρασμα έχει καταλήξει και το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο, (DIHK) ζητώντας άμεσα επενδύσεις από το κράτος».
Αλλος δρόμος για τους λαούς
Απαιτούνται επομένως επενδύσεις. Βεβαίως οι λαοί δεν έχουν τίποτα να κερδίσουν από μια νέα καπιταλιστική ανάκαμψη, που δε φαίνεται επίσης να έρχεται με μεγάλους ρυθμούς. Για παράδειγμα, η 16η Εκθεση της Γενεύης για την κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας αναφέρει: Τα χρέη, δημόσια και ιδιωτικά, των καπιταλιστικών οικονομιών φτάνουν «το 2013 στο ύψος ρεκόρ του 212% του παγκόσμιου ΑΕΠ, από το 160% που ήταν το 2011. Το μεγάλο ύψος του χρέους που είχαν συσσωρεύσει οι ανεπτυγμένες οικονομίες πριν το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στην αργή και άνιση ανάκαμψή τους μετά από το 2009». Προειδοποιούν, δε, ότι οι πλούσιες οικονομίες θα πρέπει να συνηθίσουν στην ιδέα ότι η ανάπτυξη θα παραμείνει χαμηλή για μεγάλο χρονικό διάστημα και παράλληλα ότι αρχίζει να ενισχύεται η απειλή η επόμενη κρίση να ξεσπάσει στις αναπτυσσόμενες αγορές». («Καθημερινή», 30/9/2014 και άλλες εφημερίδες).
Αρα μονόδρομος για την εργατική τάξη, τα φτωχά λαϊκά στρώματα είναι η πάλη για την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου και η κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων, για να βάλουν στην υπηρεσία των δικών τους αναγκών την οικονομία.