Μην παραδοθείς...

Μην παραδοθείς...

Δευτέρα 9 Μαρτίου 2015

«ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΟΣΟΤΙΚΗΣ ΧΑΛΑΡΩΣΗΣ» «Ζεστό» χρήμα στους μονοπωλιακούς ομίλους

 

Οι αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις στις χώρες της Ευρωζώνης σε βάρος των εργατικών - λαϊκών στρωμάτων θα συνεχιστούν

 

Το πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης, που ξεκινάει από αύριο στην Ευρωζώνη, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να οδηγήσει σε παρεκκλίσεις από τους στόχους των «μεταρρυθμίσεων» των οικονομιών των χωρών - μελών, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την αγορά εργασίας και τους φόρους των επιχειρήσεων, είναι το βασικό μήνυμα που προκύπτει από δηλώσεις και αρθρογραφία των τελευταίων ημερών, μετά και τις επίσημες ανακοινώσεις της περασμένης Πέμπτης από τον πρόεδρο της ΕΚΤ, Μ. Ντράγκι, κατά τη διάρκεια της οποίας δόθηκαν οι λεπτομέρειες για την εκτέλεση του προγράμματος.

Οχι πως οι «υπέρμαχοι» της νομισματικής χαλάρωσης είχαν... καμία τέτοια πρόθεση, ωστόσο οι σχετικές προτροπές για στοχοπροσήλωση στα προγράμματα των «μεταρρυθμίσεων» δείχνουν, με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο, ότι οι λαοί σε τίποτε θετικό δεν έχουν να προσδοκούν από τις αποφάσεις των αστικών οικονομικών επιτελείων και πολιτικών ηγεσιών, κρατικών και διακρατικών, σε ό,τι αφορά το «μείγμα» της οικονομικής διαχείρισης της καπιταλιστικής οικονομίας στις δοσμένες συνθήκες, που στην Ευρωζώνη υπάρχει στασιμότητα με κινδύνους νέας κρίσης. Οπως θα δούμε και στη συνέχεια, μπορεί οι «αγορές» και οι «επενδυτές» να υποδέχτηκαν θετικά τις αποφάσεις της ΕΚΤ, μπορεί επίσης το «κλίμα» και οι «προβλέψεις» για σειρά δημοσιονομικών μεγεθών στην ΕΕ να βελτιώνονται, ωστόσο όλοι παραμένουν «συγκρατημένα αισιόδοξοι» και με σταθερότητα υποστηρίζουν την ανάγκη συνέχειας των μεταρρυθμίσεων.

Υπενθυμίζουμε ότι, όπως αποφάσισε η ΕΚΤ, στο εξής στις αγορές περιουσιακών στοιχείων εκ μέρους της θα περιλαμβάνονται και ομόλογα εκδοθέντα από κεντρικές κυβερνήσεις και ευρωπαϊκούς οργανισμούς της ζώνης του ευρώ, μέχρι το ποσό των 60 δισ. ευρώ μηνιαίως και για διάστημα που θα διαρκέσει τουλάχιστον μέχρι το Σεπτέμβριο του 2016. Το πρόγραμμα, όπως υπογραμμίζει η σχετική ανακοίνωση, έχει «σχεδιαστεί με σκοπό τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών (...) προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι κίνδυνοι μιας υπέρμετρα παρατεταμένης περιόδου χαμηλού πληθωρισμού». Η ΕΚΤ θα αγοράζει από τη δευτερογενή αγορά ομόλογα κεντρικών κυβερνήσεων, ειδικών φορέων - εκδοτών χρεογράφων και ευρωπαϊκών οργανισμών της ζώνης του ευρώ, ώστε οι οργανισμοί που προέβησαν στην πώληση τίτλων να μπορούν να διευρύνουν την παροχή πιστώσεων σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις1.

Σκεπτικισμός...

Σοβαρές επιφυλάξεις και έντονο σκεπτικισμό, για το κατά πόσο το παραπάνω πλάνο επαναγοράς χρεογράφων από κράτη και οργανισμούς θα στεφθεί με επιτυχία, εξέφρασε το μέλος του ΔΣ της Bundesbank, An. Dombret, καθώς, όπως είπε, υπάρχει ο κίνδυνος να μειωθεί η πίεση προς τις κυβερνήσεις της Ευρωζώνης να μεταρρυθμίσουν τις οικονομίες τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι δηλώσεις αυτές έγιναν λίγες μόλις ώρες μετά την παρουσίαση των λεπτομερειών του προγράμματος από τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μ. Ντράγκι, συνολικού ύψους 1,1 τρισ. ευρώ, με το στέλεχος της Bundesbank να δηλώνει, σε συνέντευξή του στην τηλεόραση του «Bloomberg»2, πως δεν είναι εύκολο να απαντηθεί το αν μιας μεγάλης κλίμακας αγορά χρεογράφων μπορεί να λειτουργήσει στην Ευρώπη, κατά τα πρότυπα των ΗΠΑ ή της Ιαπωνίας στο παρελθόν. Οπως είπε, δεν υπάρχει καθόλου εμπειρία από μία τέτοιου είδους ποσοτική χαλάρωση στην Ευρωζώνη. «Αν αγοράσεις κρατικά χρεόγραφα σε μεγάλη κλίμακα αυτό που κάνεις είναι να χαμηλώνεις τα κίνητρα προς τις κυβερνήσεις να προβούν σε διαρθρωτικές αλλαγές, τις οποίες πραγματικά χρειαζόμαστε στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στη ζώνη του ευρώ».

Φυσικά και δεν ήταν η πρώτη φορά που εκπρόσωποι του γερμανικού τραπεζικού κεφαλαίου εκφράζουν αντιρρήσεις για το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, καθώς, ήδη από τον περασμένο Γενάρη όταν η ΕΚΤ ανακοίνωσε επίσημα την έναρξή του, ο πρόεδρος της Bundesbank, Γιάνς Βάιντμαν, εμφανίστηκε αντίθετος, υποστηρίζοντας ότι τα ρίσκα του προγράμματος υπερβαίνουν τα ενδεχόμενα οφέλη.

«Μεταρρυθμίσεις πάνω απ' όλα»

Σε ανάλογο μήκος κύματος κινείται άρθρο της περασμένης Παρασκευής της «WSJ»3, στο οποίο εκφράζεται έντονη δυσπιστία στο κατά πόσο τα μη συμβατικά μέτρα που θέτει πλέον στην πράξη η ΕΚΤ θα βοηθήσουν στην επίτευξη των στόχων και κυρίως στο κατά πόσο θα ενισχυθούν οι επενδύσεις των επιχειρήσεων στην πραγματική οικονομία.

Το άρθρο αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι οι υποστηρικτές της ποσοτικής χαλάρωσης ελπίζουν στη μείωση των συναλλαγματικών ισοτιμιών του ευρώ έναντι των κύριων ανταγωνιστικών του νομισμάτων και σε αντίστοιχη ενίσχυση των ευρωπαϊκών εξαγωγών, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν λίγες ενδείξεις για την ικανοποίηση των δύο αυτών στοιχείων μέχρι σήμερα. Μία ακόμη προσδοκία, συνεχίζει, έχει να κάνει με την πεποίθηση ότι ένα πιο «φτηνό» ευρώ θα μπορούσε να συγκρατήσει κάπως την πτώση του πληθωρισμού -για την οποία εκφράζονται έντονες ανησυχίες το τελευταίο διάστημα-, καθώς θα καθιστούσε πιο ακριβά τα εισαγόμενα προϊόντα στην Ευρωζώνη, αν και η πτώση των τιμών του πετρελαίου κατά περίπου 50% δε βοηθά προς αυτήν την κατεύθυνση.

Η εν λόγω εφημερίδα τάσσεται προφανώς με την πλευρά των «σκεπτικιστών» ως προς τα αποτελέσματα της ποσοτικής χαλάρωσης. Η ζήτηση δανείων παραμένει αδύναμη και οι μελέτες επιχειρηματικού «κλίματος» παραμένουν αρνητικές, καθώς οι τράπεζες πιέζονται από τις εποπτικές αρχές -συμπεριλαμβανομένης και της ΕΚΤ- να μειώσουν την έκθεσή τους σε «επενδυτικούς κινδύνους», ώστε να αποφευχθούν νέα «επικίνδυνα γεγονότα» στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Το πρόβλημα της Ευρώπης είναι ότι οι περισσότερες επιχειρήσεις της δεν έχουν αρκετούς λόγους στο να προχωρήσουν σε νέες επενδύσεις, καθώς τα επενδυτικά τους σχέδια προσκρούουν επάνω σε πολύπλοκους και «ακριβούς» εργατικούς νόμους, ρυθμιστικούς κανόνες και υψηλή φορολογία. Γι' αυτό, καταλήγει, και ο Μ. Ντράγκι σε κάθε του δημόσια τοποθέτηση επαναφέρει σταθερά το ζήτημα των «μεταρρυθμίσεων»...

Βεβαίως, ο βασικός αρνητικός παράγοντας για τις επενδύσεις είναι η ίδια η κατάσταση της οικονομία διεθνώς με επιβράδυνση και στασιμότητα.

Θετικές προσδοκίες από τμήματα του κεφαλαίου

Τις παραπάνω αμφιβολίες δε φαίνεται να συμμερίζονται οι «FT»4, καθώς υποδέχτηκαν ιδιαίτερα θερμά τις ανακοινώσεις της ΕΚΤ, λέγοντας ότι η πρόσφατη συνεδρίαση του διοικητικού της συμβουλίου αποτελεί εξαίρεση μιας σειράς απογοητευτικών νέων που προέκυπταν από τους κόλπους της, καθώς πλέον έχει να πει πραγματικά καλά νέα. Σύμφωνα με το σχετικό άρθρο, «δεν είναι μόνο ότι υπάρχουν σημάδια ανάκαμψης της οικονομίας αλλά η προσδοκία για ένα χαρούμενο μέλλον αυξήθηκε μετά την απόφαση να προχωρήσει με ένα απολύτως κατάλληλο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Παρά το γεγονός ότι κινήθηκε πολύ αργά για την αντιμετώπιση της αδύναμης ανάπτυξης και του χαμηλού πληθωρισμού, η ΕΚΤ τώρα κάνει τα σωστά βήματα ώστε να καταστήσει βιώσιμη μία εκκολαπτόμενη ανάκαμψη».

Οπως επισημαίνει στη συνέχεια, η οικονομία της ευρωζώνης ανταποκρίνεται θετικά στη χαλαρή νομισματική πολιτική, στο ασθενέστερο ευρώ και στις χαμηλότερες τιμές πετρελαίου και ειδικά το τρίτο στοιχείο θεωρεί πως ωφέλησε τους καταναλωτές, καθώς ενίσχυσε τα πραγματικά τους εισοδήματα. Επίσης, μέχρι στιγμής δεν έχουν επιβεβαιωθεί οι φόβοι ότι οι χαμηλές τιμές πετρελαίου θα οδηγούσαν τη ζώνη του ευρώ σε έναν καταστροφικό αποπληθωρισμό αλλά ακόμη και η συνεχιζόμενη αβεβαιότητα σε σχέση με την Ελλάδα έχει, όπως φαίνεται, πολύ μικρή επίδραση.

Το σημαντικότερο στοιχείο που σημειώνει, είναι πως η ΕΚΤ εξέπεμψε σήμα ότι είναι «σοβαρή» στην αντιμετώπιση του πληθωρισμού και την επαναφορά του στο επίπεδο - στόχο και πως θα συνεχίσει να «ρίχνει» λεφτά στο σύστημα μέχρι να το επιτύχει, γι' αυτό τονίζεται ότι η ποσοτική χαλάρωση αποτελεί πρόγραμμα «αορίστου χρόνου».

Εν κατακλείδι, είναι φανερό πως η επερχόμενη «ρευστότητα» που θα παρασχεθεί στην «πραγματική οικονομία» αφορά κατά κύριο λόγο τους μεγάλους μονοπωλιακούς ομίλους αλλά και τις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, στις οποίες δίνεται η δυνατότητα να απαλλάσσονται σε μεγάλο βαθμό από «χαρτιά» που έχουν απαξιωθεί τα τελευταία χρόνια και να τοποθετήσουν τα κεφάλαιά τους σε πιο επικερδείς δραστηριότητες. Οπως, επίσης, είναι φανερό ότι οι αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις που στοχεύουν στη μείωση του κόστους για τις μεγάλες επιχειρήσεις, μέσω της βύθισης της αξίας της εργατικής δύναμης, θα συνεχιστούν με ακόμη μεγαλύτερη ένταση.

Παραπομπές:

1. https://www.ecb.europa.eu/press/pr/date/2015/html/pr150122_1.el.html

2.http://www.bloomberg.com/news/articles/2015-03-05/bundesbank-s-dombret-says-not-clear-that-ecb-stimulus-will-work

3.http://www.wsj.com/articles/mario-draghis-yield-of-dreams-1425586010

4.http://www.ft.com/intl/cms/s/0/c7182488-c32e-11e4-ac3d-00144feab7de.html?siteedition=uk

“Ριζοσπάστης” Κυριακή 08 Μάρτη 2015