Η Ευρωζώνη φαίνεται ότι βρίσκεται σε στασιμότητα. Ολα τα τελευταία στοιχεία οδηγούν σε εκτιμήσεις που διαψεύδουν τις προσδοκίες για μικρή έστω ανάκαμψη, ενώ «σκοτεινιάζει» και η εικόνα ισχυρών οικονομιών όπως αυτή της Γερμανίας, η οποία παρουσιάζει μείωση του ΑΕΠ και στο δεύτερο τρίμηνο 0,2%, της Ιταλίας, που επίσης βρίσκεται σε ύφεση, και της Γαλλίας που συνεχίζει να καταγράφει στασιμότητα. Με δεδομένη την ύφεση στις άλλες πιο αδύνατες οικονομίες της Ευρωζώνης, όπως της Ελλάδας. Δεν υπάρχει δείκτης με τον οποίο οι αστοί να μετράνε τις «επιδόσεις» της οικονομίας τους που να φανερώνει αισιόδοξη προοπτική τους τελευταίους μήνες (π.χ. έχουμε στασιμότητα της οικονομίας στην Ευρωζώνη το β' τρίμηνο, πτώση στη μεταποίηση κ.λπ.). Κατά το «ήταν στραβό το κλήμα...», στην πραγματικότητα αυτή έρχονται να προστεθούν και οι συνέπειες της αντιπαράθεσης στην Ουκρανία - τα οικονομικά μέτρα και αντίμετρα μεταξύ ΕΕ και Ρωσίας, η αβεβαιότητα που προκαλεί το ενδεχόμενο η Ρωσία ως αντίποινα στις εναντίον κυρώσεις της να κλείσει τη στρόφιγγα παροχής φυσικού αερίου στην ΕΕ - σκιαγραφώντας ακόμα πιο σκούρα την προοπτική.
Στο φόντο αυτό εκτυλίσσεται η διαμάχη για το μείγμα διαχείρισης που μπορεί γρηγορότερα να οδηγήσει τα ευρωενωσιακά μονοπώλια στην έξοδο απ' την κρίση, ενισχύοντας τη θέση τους στη διεθνή αγορά. Σ' αυτήν κάθε κράτος - μέλος της ΕΕ προσέρχεται και τοποθετείται με κριτήριο πρωτίστως τα συμφέροντα της δικής του αστικής τάξης, σε συνδυασμό βεβαίως με τα ελλείμματα και το χρέος που δυσκολεύουν, αλλού λιγότερο αλλού περισσότερο, τη διαχείριση. Αυτή η διαμάχη είναι δηλωτική των οξύτατων ανταγωνισμών μέσα στην Ευρωζώνη και την ΕΕ για τα συμφέροντα των μονοπωλίων των κρατών - μελών, ιδιαίτερα των ισχυρών και το πόσο ισχυρά ή πιο αδύναμα θα βγουν από την κρίση.
***
Σ' αυτό το πλαίσιο, η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, το περασμένο Σάββατο, να πραγματοποιήσει το αμέσως επόμενο διάστημα τρεις Συνόδους Κορυφής με αποκλειστικό αντικείμενο την ανάπτυξη και την απασχόληση, δείχνει ότι μεγαλώνουν οι ανησυχίες τους αλλά και οι πιέσεις από το κεφάλαιο για δράση της ΕΕ και των κρατών - μελών για την ανάκαμψη, επιβεβαιώνοντας επίσης πόσο ζορίζονται στη διαχείριση μιας καπιταλιστικής κρίσης, υπό το φόβο της επαναφοράς της.
Στα συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής εκφράζεται σοβαρή ανησυχία για όλα τα παραπάνω και την υψηλή ανεργία. Οι σχετικές διαπιστώσεις «προλογίζουν» το «σήμα» που δίνεται για επιτάχυνση των αναδιαρθρώσεων που τσακίζουν τα δικαιώματα των λαών με στόχο να βοηθηθεί η καπιταλιστική ανάπτυξη και να τονωθεί η ανταγωνιστικότητα των ευρωενωσιακών επιχειρηματικών ομίλων.
Η δυνατότητα των αστικών κρατών να υποστηρίζουν το στόχο αυτό αντλώντας απ' τον κρατικό κορβανά βρέθηκε στο επίκεντρο της διαμάχης, στην οποία πρωτοστατούν Γαλλία και Ιταλία απ' τη μια, Γερμανία απ' την άλλη, με εμπλοκή και του προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μ. Ντράγκι. Αφορμή, οι δηλώσεις του τελευταίου σε συνέδριο της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ ότι θα ήταν χρήσιμο για τη συνολική πολιτική κατεύθυνση αν η δημοσιονομική πολιτική στήριζε περισσότερο την επεκτατική νομισματική πολιτική της ΕΚΤ.
Τα αστικά ΜΜΕ υποστήριξαν ότι η Α. Μέρκελ ζήτησε εξηγήσεις από τον Μ. Ντράγκι, ρωτώντας τον αν η ΕΚΤ αποφάσισε να εγκαταλείψει την πολιτική της δημοσιονομικής λιτότητας. Η απάντησή του - σύμφωνα με τα δημοσιεύματα - επιβεβαιώνει ότι ο καβγάς αυτός καμία ευεργετική επίδραση δεν θα έχει στους λαούς, καθώς ο πρόεδρος της ΕΚΤ διαβεβαίωσε την Μέρκελ ότι ζητά πιο επεκτατική αλλά πάντα εντός των δημοσιονομικών ορίων πολιτική.
«Η ΕΚΤ έχει τη σαφή εντολή να εγγυάται τη νομισματική σταθερότητα. Δεν έχει εντολή να χρηματοδοτεί κράτη», δήλωσε σχετικά ο Β. Σόιμπλε. «Ολοι όσοι δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα εντός των ορίων του προϋπολογισμού τους θέλουν να ξεπεραστεί αυτή η γραμμή», πρόσθεσε, δίνοντας το στίγμα της θέσης του Βερολίνου.
***
Στο πλαίσιο αυτής της διαπάλης για το μείγμα διαχείρισης εντάσσεται και το άρθρο των Β. Σόιμπλε και Κ. Λάμερς (Γερμανός υπουργός Οικονομικών και πρώην εκπρόσωπος των Γερμανών Χριστιανοδημοκρατών, αντίστοιχα) στους «Financial Times», που υπερασπίζεται την καθιέρωση θέσης Ευρωπαίου επιτρόπου, ο οποίος θα έχει την αρμοδιότητα να απορρίπτει εθνικούς προϋπολογισμούς, εφόσον αυτοί δεν συμβαδίζουν με τους κανόνες που έχουν από κοινού συμφωνηθεί. Επαναφέρουν, επίσης, την ιδέα για ένα «Κοινοβούλιο της Ευρωζώνης», για «πυρήνες συνεργασίας εντός της ΕΕ που να επιτρέπουν σε ομάδες κρατών - μελών που το επιθυμούν να προχωρούν». Πρόκειται, στην πραγματικότητα, για άρθρο - ομολογία της ανισομετρίας στην ανάπτυξη των καπιταλιστικών οικονομιών που συνθέτουν την ΕΕ, της ύπαρξης διαφορετικών ταχυτήτων καπιταλιστικών οικονομιών, της τάσης αυτό να εκφραστεί και θεσμικά στην Ευρωζώνη, αποκαλύπτοντας την οξύτητα των μονοπωλιακών ανταγωνισμών στο εσωτερικό της.
Η προβληματική που αναπτύσσεται στο εσωτερικό της ΕΕ, η διαπάλη ανάμεσα σε τμήματα του κεφαλαίου διαφορετικών χωρών ή ακόμα και της ίδιας χώρας, η όξυνση των ανταγωνισμών που σε ένα βράδυ μπορεί να μετατρέψει την ιμπεριαλιστική ειρήνη σε ιμπεριαλιστικό πόλεμο, στοιχειοθετούν κατηγορηματικά και απόλυτα την εκτίμηση ότι φιλολαϊκή διέξοδος απ' την καπιταλιστική οικονομική κρίση δεν μπορεί να υπάρξει εντός του καπιταλισμού και εντός της λυκοσυμμαχίας και αν δεν εξαλειφθεί ριζικά η αιτία πρόκλησής της, η καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και η εξουσία του κεφαλαίου. Οι ίδιες οι εξελίξεις υπογραμμίζουν εμφατικά την ανάγκη ο λαός να πάρει στα χέρια του τη ζωή του και τα μέσα που απαιτούνται για να τη ζει σύμφωνα με τις σύγχρονες ανάγκες του, παλεύοντας για αποδέσμευση απ' την ΕΕ, ανατροπή του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης, κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων με εργατική - λαϊκή εξουσία.