Ακόμα και από τα ελάχιστα που υποσχέθηκε προεκλογικά υποχωρεί η κυβέρνηση, με όχημα τον «κοινωνικό διάλογο»
Βήμα το βήμα, με «όχημα» τον λεγόμενο «κοινωνικό διάλογο», η κυβέρνηση αρχίζει «να ξηλώνει το πουλόβερ» ακόμα και των ελάχιστων που εξήγγειλε προεκλογικά για τους εργαζόμενους, όπως η επαναφορά του κατώτερου μισθού με νόμο στα 751 ευρώ και η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων στο καθεστώς που υπήρχε πριν από τις αντεργατικές παρεμβάσεις των τελευταίων χρόνων.
Ετσι, χτες, στην «τριμερή συνάντηση» που συγκάλεσε το υπουργείο Εργασίας με τις εργοδοτικές οργανώσεις και τη ΓΣΕΕ, έγινε φανερό ότι μεθοδικά και σταθερά η κυβέρνηση υποχωρεί από τις αρχικές της υποσχέσεις και παράλληλα δίνει απλόχερα το βήμα στους εργοδοτικούς φορείς για να προβάλουν τις απαράδεκτες αξιώσεις τους, πίσω από τις οποίες οχυρώνεται και η ίδια.
Τι γίνεται με τις «ωριμάνσεις»;
Αφού, λοιπόν, η κυβέρνηση εγκατέλειψε την υπόσχεσή της για άμεση επαναφορά του κατώτερου μισθού με νόμο στα 751 ευρώ και ολόκληρου του πλαισίου των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων, μετά τη χτεσινή τριμερή συνάντηση, πηγές του υπουργείου Εργασίας άφηναν να εννοηθεί ότι σε αυτή τη «σταδιακή» και «κουτσή» επαναφορά δεν θα περιέχονται οι ωριμάνσεις (τριετίες, πενταετίες, επιδόματα πολυετίας) και ότι το ζήτημα αυτό θα είναι αντικείμενο των διαπραγματεύσεων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων!
Σημειώνεται ότι μετά το «πάγωμα» των ωριμάνσεων που επιβλήθηκε με την ΠΥΣ 6/2012, αυτοί που αμείβονταν με την ΕΓΣΣΕ, αλλά και οι υπόλοιποι, που ο μισθός τους καθοριζόταν από κλαδικές συμβάσεις, έχουν ήδη χάσει μία τριετία, το χρόνο δηλαδή που έχει μεσολαβήσει από το Φλεβάρη του 2012 μέχρι σήμερα.
Τώρα, όπως όλα δείχνουν, η κυβέρνηση δεν σκοπεύει να νομοθετήσει ότι με την ψήφιση του νόμου θα αρχίσει να ξαναμετράει ο χρόνος προϋπηρεσίας του κάθε εργαζόμενου. Αντίθετα, παραπέμπει το ζήτημα στις διαπραγματεύσεις μεταξύ εργοδοτών και συνδικάτων. Αυτό σημαίνει ότι αν η εργοδοτική πλευρά δεν δεχτεί να μετρά ο χρόνος που θα διανυθεί από εδώ και πέρα ως προϋπηρεσία, τότε το «πάγωμα» που επιβλήθηκε με την ΠΥΣ θα συνεχίσει να υφίσταται.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε το δήθεν «ξεπάγωμα» των ωριμάνσεων που υπόσχεται ότι θα κάνει η κυβέρνηση, είναι «μια τρύπα στο νερό», αφού δεν φέρνει κανένα πρακτικό αντίκρισμα στο μισθό του εργαζόμενου.
Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ο ίδιος ο υπουργός Εργασίας, σε δήλωσή του, κάνει καθαρό ότι «το σχετικό Σχέδιο Νόμου αναμένεται να διαμορφωθεί στην τελική μορφή του τις επόμενες ημέρες. Στο πλαίσιο της διαδικασίας διαβούλευσης, το Σχέδιο Νόμου θα αποσταλεί στην ΟΚΕ (σ.σ. τη Δευτέρα) για γνωμοδότηση και στη συνέχεια προς ψήφιση στη Βουλή».
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι μέχρι τώρα «δεσμεύσεις» της κυβέρνησης, με τις απανωτές διαρροές στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και τα «σχέδια νόμου» που εμφανίστηκαν, δεν πρέπει να θεωρούνται δεδομένες. Οτι η επαναφορά του κατώτερου μισθού, αλλά και συνολικά του πλαισίου των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τις Συμβάσεις, βρίσκεται στις μυλόπετρες των «διαβουλεύσεων» με τους «κοινωνικούς εταίρους», στους οποίους άλλωστε η κυβέρνηση υποσχέθηκε «ισοδύναμα» μέτρα προκειμένου να αποδεχτούν τυχόν αυξήσεις στον κατώτατο μισθό.
Οι αξιώσεις της εργοδοσίας
Σε κάθε περίπτωση, αν και όταν το νομοθέτημα φτάσει στη Βουλή, θα έχει τη σφραγίδα των συνεννοήσεων με τους εργοδότες, χωρίς να τίθεται και η παράμετρος της διαπραγμάτευσης που γίνεται με τους λεγόμενους «θεσμούς». Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται όχι μόνο από τις κυβερνητικές μεθοδεύσεις, αλλά και από τις θέσεις που διατύπωσαν οι εργοδοτικές οργανώσεις.
Ετσι, ο εκτελεστικός αντιπρόεδρος του ΣΕΒ, Κ. Μπίτσιος, αφού νουθετεί το υπουργείο Εργασίας με προτροπές όπως «περιμένουμε να υπάρξει ουσιαστικός διάλογος και υιοθέτηση ρεαλιστικών λύσεων, χωρίς προειλημμένες αποφάσεις», την ίδια στιγμή κάνει καθαρό ότι: «Η θεσμοθέτηση υψηλότερων αμοιβών και άλλων αμφιλεγόμενων διοικητικών μέτρων μπορεί να διογκώσει περαιτέρω την αδήλωτη εργασία και εισφοροδιαφυγή. Αυτό είναι εις βάρος τόσο των δημόσιων οικονομικών και της υγείας των Ταμείων, όσο και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και της οικονομίας».
Μόνο που η «ανταγωνιστικότητα» την οποία επικαλείται ο ΣΕΒ για να θεμελιώσει την άρνησή του για οποιαδήποτε αύξηση στους μισθούς και αλλαγές στο πλαίσιο των συλλογικών διαπραγματεύσεων, έχει γίνει αποδεκτή από τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ ως ο στρατηγικός στόχος και της δικής της πολιτικής. Αυτή η στρατηγική τους σύμπλευση δίνει σήμερα το περιθώριο στον ΣΕΒ να αρνείται και τα ελάχιστα ψίχουλα προς τους εργαζόμενους και να εμφανίζεται αδιάλλακτος.
Ανάλογες, όμως, είναι οι αιτιάσεις και των υπόλοιπων εργοδοτικών οργανώσεων, που απ' ό,τι φαίνεται με τον «διάλογο έρχεται και η όρεξη»! Ετσι, ο εκπρόσωπος των μεγαλοξενοδόχων, Γ. Ρέτσος, έθεσε και πάλι ζήτημα για παραπέρα μείωση των εργοδοτικών εισφορών, τις οποίες θεωρεί υψηλές και έκανε γνωστό ότι στην ΟΚΕ ο ΣΕΤΕ θα πάει με τις δικές του προτάσεις - αξιώσεις.
Ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ, Γ. Καββαθάς, δήλωσε ανοιχτά πως «η όποια παρέμβαση της πολιτείας μόνο αρνητικά αποτελέσματα μπορεί να έχει. Υπάρχουν θέματα που συζητήσαμε σήμερα, όπως είναι οι ωριμάνσεις που θα φέρουν μια μεγάλη αύξηση στο μισθολογικό κόστος, είναι μεγάλη κουβέντα και γι' αυτό θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα συλλογικής διαπραγμάτευσης των εταίρων. Το θέμα του ΟΜΕΔ είναι ένα μεγάλο ζήτημα...».
Στο ίδιο πνεύμα ήταν και η τοποθέτηση της ΕΣΕΕ, της οποίας ο πρόεδρος, Β. Κορκίδης, παρουσίασε τις θέσεις των μεγαλεμπόρων που αντιμάχονται και τη νομοθετική επαναφορά των ωριμάνσεων, δίνοντας πάσα στην κυβέρνηση, αλλά και βάζοντας σοβαρές ενστάσεις για την επαναφορά της λειτουργίας του ΟΜΕΔ σύμφωνα με το προηγούμενο καθεστώς.
Θαμώνας στο «διάλογο» η ΓΣΕΕ
Από την πλευρά της, η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ, αφού κατά το σύνηθες έδωσε άλλοθι σε κυβέρνηση και εργοδότες με τη συμμετοχή της στον προσχηματικό διάλογο, ο πρόεδρός της, Γ. Παναγόπουλος, σε δηλώσεις του υποστήριξε ότι «...κυρίως στο σημείο που αφορά στην επαναφορά των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων, είναι απολύτως συμβατό μ' αυτά που διεκδικούσαν και διεκδικούν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις», για να προσθέσει πως «πεδίο για να κρίνουμε τα πάντα είναι η εφαρμογή, είναι η νομοθέτηση και η υλοποίηση γιατί ακόμη βρισκόμαστε στο επίπεδο των προθέσεων και των εξαγγελιών».