Κυβέρνηση και ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζονται, το τελευταίο διάστημα, να διασταυρώνουν τα ξίφη τους, μεταξύ τους και με την τρόικα με επίκεντρο της αντιπαράθεσης τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας. Στην πραγματικότητα, και οι δύο πόλοι του νέου διπολισμού δίνουν συνεχείς εξετάσεις στην άρχουσα τάξη για το ποιος είναι αποτελεσματικότερος διαπραγματευτής των δημόσιων οικονομικών με την ΕΕ και ποιος προτείνει το καλύτερο μείγμα διαχείρισης. Η κυβέρνηση εμφανίζεται να θέτει κόκκινη γραμμή την τήρηση του υφιστάμενου προγράμματος, ως η φωνή που θα πείσει την ΕΕ να προχωρήσει σε μια ήπια επιμήκυνση των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας, με ένα συναινετικό τρόπο που εγγυάται την ομαλότητα στην ΕΕ. Απ' την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται ως ο αποτελεσματικότερος διαπραγματευτής προς όφελος της άρχουσας τάξης, που θα πετύχει μεγάλη μείωση του κρατικού χρέους, εξασφαλίζοντας περισσότερους πόρους για τη χρηματοδότηση των μονοπωλιακών ομίλων. Ωστόσο, λαός και μονοπώλια έχουν αντίθετα συμφέροντα, και το παράδειγμα των δημόσιων οικονομικών είναι εξαιρετικά αποκαλυπτικό για αυτήν την ασυμβατότητα.
Η ταξική σημασία του «δημοσιονομικού κενού»
Το «δημοσιονομικό κενό», για το οποίο γίνεται όλος ο θόρυβος είναι, με απλά λόγια, η διαφορά ανάμεσα στις δαπάνες και τα έσοδα του κράτους. Φυσικά, ο «λογιστικός ορισμός» αυτός συγκαλύπτει την πραγματικότητα, αφού ο κρατικός προϋπολογισμός έχει σαφή ταξικό χαρακτήρα, που προκύπτει από την ίδια τη φύση του αστικού κράτους. Απ' τη μια, οι κρατικές δαπάνες περιλαμβάνουν τη χρηματοδότηση των μονοπωλιακών ομίλων, με τη μορφή επιχορηγήσεων κάθε είδους, των δαπανών για τα δημόσια έργα που αυξάνουν την κερδοφορία των κατασκευαστικών ομίλων, μια σειρά κρατικές δαπάνες με το κράτος να αποτελεί το πιο σίγουρο και εξασφαλισμένο πελάτη για μεγάλες επιχειρήσεις, τόκους και χρεολύσια προς τραπεζικούς ομίλους και τους λοιπούς δανειστές. Αφορούν, επίσης, τη χρηματοδότηση του κρατικού μηχανισμού που αποτελεί το όργανο διασφάλισης της κοινωνικής κυριαρχίας του κεφαλαίου, ενώ οι όποιες δαπάνες κοινωνικής πολιτικής για την Υγεία, την Παιδεία, τα ασφαλιστικά ταμεία μειώνονται δραματικά. Απ' την άλλη, τα έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού προέρχονται, πρακτικά εξ ολοκλήρου, από τη φοροαφαίμαξη των λαϊκών στρωμάτων, μισθωτών, αυτοαπασχολούμενων, μικροαγροτών, με σωρεία άμεσων και έμμεσων φόρων. Η φορολόγηση των μονοπωλιακών ομίλων αποτελεί λιγότερο από το 5% των συνολικών κρατικών εσόδων λόγω των πολλαπλών φοροαπαλλαγών για το μεγάλο κεφάλαιο. Χαρακτηριστικά, οι φόροι του εφοπλιστικού κεφαλαίου είναι μόλις 11 εκατομμύρια ευρώ. Ο κρατικός προϋπολογισμός αποτελεί εργαλείο αναδιανομής του κοινωνικά παραγόμενου πλούτου σε βάρος του λαού προς όφελος των μονοπωλιακών ομίλων.
Αυτό εξηγεί και τον κομπασμό της κυβέρνησης, το προηγούμενο διάστημα, για το πρωτογενές πλεόνασμα. Πέρα απ' τις λογιστικές αλχημείες, αποτύπωνε την επιτυχία της κρατικής πολιτικής στη φοροαφαίμαξη των λαϊκών στρωμάτων. Αντανακλούσε την εκτόξευση της φορολογίας των λαϊκών στρωμάτων, το τσάκισμα των συντάξεων, τις περικοπές, τις ιδιωτικοποιήσεις. Γι' αυτό η επιτυχία του πρωτογενούς πλεονάσματος είναι επιτυχία της άρχουσας τάξης. Σηματοδοτεί κλιμάκωση της επίθεσης προς τα λαϊκά στρώματα.
Δεμένη με την τρέχουσα δημοσιονομική διαχείριση βρίσκεται και η διαχείριση του κρατικού χρέους. Πρόκειται για χρέος που δε δημιούργησαν τα λαϊκά στρώματα και δεν ωφελήθηκαν απ' αυτό, αλλά, αντίθετα, οφείλεται στον πακτωλό χρηματοδότησης προς τους μονοπωλιακούς ομίλους τα προηγούμενα χρόνια. Το χρέος αυτό, όπως και κάθε άλλο δάνειο, απαιτεί κάθε χρόνο πληρωμή τόκων και χρεολυσίων που προέρχονται από τη φορολόγηση των λαϊκών στρωμάτων και θα χρησιμοποιηθούν, για να αυγατίσουν τα κέρδη των δανειστών του ελληνικού κράτους. Το κρατικό ταμείο της τρέχουσας χρονιάς, χωρίς να συμπεριλάβουμε τόκους και χρεολύσια, είναι το πρωτογενές αποτέλεσμα του κρατικού προϋπολογισμού.
Συγχρόνως, η άρχουσα τάξη βλέπει μακριά. Η αστική πολιτική στο σύνολό της, και μέσα σ' αυτή και ο κρατικός προϋπολογισμός, στοχεύει στη διαμόρφωση όλων εκείνων των κατάλληλων όρων και προϋποθέσεων, ώστε το κεφάλαιο να μπορεί να βρίσκει κερδοφόρες τοποθετήσεις, να ικανοποιεί τον μοναδικό όρο ύπαρξής του, την αυτοαύξησή του. Συγχρόνως, τα διαφορετικά τμήματα του κεφαλαίου αναπτύσσονται με διαφορετικό τρόπο, έχουν διαφορετικές επιμέρους προτεραιότητες και οι διαφοροποιήσεις αυτές εκφράζονται με την όξυνση της ενδοαστικής διαπάλης για όλες τις λεπτομέρειες της αστικής πολιτικής. Η διαπάλη για το καλύτερο δημοσιονομικό μείγμα εκφράζει αυτές τις αντιθέσεις. Στη φάση της καπιταλιστικής κρίσης, η διαπάλη στο εσωτερικό του εχθρικού στρατοπέδου της άρχουσας τάξης, αφορά, ανάμεσα σε άλλα, και τη διαπάλη για τον καταμερισμό των ζημιών. Η καπιταλιστική κρίση οδηγεί σε καταστροφή, απαξίωση ενός τμήματος του κεφαλαίου. Κλείνουν επιχειρήσεις, εμπορεύματα ξεπουλιούνται κ.λπ. Η μείωση της τιμής των ελληνικών κρατικών χρεογράφων εκφράζει τελικά την εκδήλωση της κρίσης στον ελληνικό καπιταλισμό. Ωστόσο, ενώ η απαξίωση αυτή είναι αντικειμενική, η κατανομή της στα διαφορετικά τμήματα του κεφαλαίου δε γίνεται αυτόματα.
Η διαπάλη σχετικά με τη δημοσιονομική διαχείριση
Η διαπάλη σχετικά με το εάν η επιμήκυνση ή η διαγραφή του ελληνικού κρατικού χρέους είναι ο καλύτερος τρόπος διαχείρισης είναι διαμάχη για τον τρόπο επιμερισμού των ζημιών και των κερδών της καπιταλιστικής κρίσης μεταξύ των μονοπωλιακών ομίλων και για το μείγμα διαχείρισης που θα ακολουθηθεί.
Η κυβέρνηση, θέλοντας να εμφανιστεί ως δυναμικός και επιτυχημένος διαπραγματευτής, εμφανίζεται να συγκρούεται με την ΕΕ, σχετικά με το ύψος του δημοσιονομικού κενού για το 2014. Υποστηρίζει πως, με βάση τις μέχρι τώρα συμφωνίες, τα υπόλοιπα κράτη - μέλη της ΕΕ οφείλουν να μειώσουν τους τόκους που πρέπει να καταβάλει το ελληνικό κράτος και ότι το πραγματικό δημοσιονομικό κενό, «είναι πολύ μικρό και μπορεί να αντιμετωπιστεί χωρίς οριζόντια μέτρα». Η ΕΕ, από τη μεριά της, μεταθέτει τη συζήτηση για το συγκεκριμένο ζήτημα σε νέα σύσκεψη που θα γίνει το Δεκέμβρη του 2014, ενώ και στο εσωτερικό της ΕΕ εμφανίζονται διαφορετικές απόψεις σχετικά με τον τρόπο επιμερισμού του δημοσιονομικού κενού.
Απ' την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ στην πραγματικότητα επαναλαμβάνει τη θέση του ΔΝΤ για «κούρεμα» σημαντικού τμήματος του δημόσιου χρέους των υπερχρεωμένων κρατών της ΕΕ.
Στο βάθος της, η συγκεκριμένη αντιπαράθεση έχει πολύ μεγαλύτερη έκταση και δεν αφορά μόνο την περίπτωση των λίγων δισ. ευρώ της Ελλάδας για το 2014, αλλά αφορά συνολικά τη διαχείριση της υπερχρέωσης των κρατών - μελών της ΕΕ. Στην πραγματικότητα, η εν λόγω αντιπαράθεση αφορά τον επιμερισμό των βαρών της καπιταλιστικής κρίσης και της αναγκαίας απαξίωσης κεφαλαίου που τη συνοδεύει, με το ΔΝΤ να πιέζει τις οικονομικά ισχυρές χώρες της ΕΕ να αναλάβουν μεγαλύτερο μερίδιο από τα απαξιούμενα κεφάλαια. Σε τελευταία ανάλυση, δεν είναι αδιάφορη ούτε για τις ΗΠΑ, το δημόσιο χρέος των οποίων ξεπέρασε ήδη το 100% του ΑΕΠ.
Κυρίως, όμως, η συγκεκριμένη αντιπαράθεση δεν αφορά στα λαϊκά στρώματα. Η όλη αντιπαράθεση αφορά στον επιμερισμό των ζημιών μεταξύ τμημάτων του κεφαλαίου, μεταξύ ιμπεριαλιστικών κέντρων, στον καλύτερο τρόπο στήριξης της κερδοφορίας των μονοπωλιακών ομίλων. Ολοι τους συμφωνούν στο στόχο της στήριξης της κερδοφορίας, και στην ανάγκη λήψης αντιλαϊκών μέτρων, ώστε να επέλθει αυτή η κερδοφορία.
Κλιμάκωση της αντιλαϊκής επίθεσης
Στην πραγματικότητα, η κλιμάκωση της αντιλαϊκής επίθεσης στα εργατικά - λαϊκά δικαιώματα είναι ήδη δρομολογημένη, ανεξάρτητα από τυχόν νέα μέτρα που θα επιβληθούν και θα επιδεινώσουν περαιτέρω την κατάσταση. Ο μόνος που μπορεί να βάλει φρένο σ' αυτήν την πορεία σφαγής είναι ο ίδιος ο λαός.
Το προσχέδιο του προϋπολογισμού για το 2014 περιλαμβάνει επιπλέον μέτρα 5,1 δισ. ευρώ από το 2013 που θα προκύψουν, από τη μείωση των κρατικών δαπανών σε Παιδεία, Υγεία και ασφαλιστικά ταμεία και από την αύξηση της φοροεπιδρομής στα λαϊκά στρώματα. Μέσα στα ήδη δρομολογημένα νέα μέτρα βρίσκονται:
1. Το νέο «ενιαίο τέλος ακινήτων» μονιμοποιεί και διευρύνει το χαράτσι πάνω στη λαϊκή στέγη και τη μικρή περιουσία και ταυτόχρονα ελαττώνει τη φορολόγηση του μεγάλου κεφαλαίου, οδηγεί σε περίπου 2δισ. ευρώ νέους φόρους για τα λαϊκά στρώματα.
2. Προωθούνται οι ιδιωτικοποιήσεις μιας σειράς κρατικών επιχειρήσεων, ξεκινώντας απ' τις βιομηχανίες ΕΑΣ - ΕΛΒΟ - ΛΑΡΚΟ.
3. Προωθούνται οι απολύσεις δεκάδων χιλιάδων υπαλλήλων στο στενό και ευρύτερο δημόσιο τομέα.
4. Αυξάνεται κατά 2.1 δισ. ευρώ η φορολογία των λαϊκών στρωμάτων λόγω της κατάργησης φοροαπαλλαγών και αφορολόγητων ορίων για μισθωτούς, αυτοαπασχολούμενους και συνταξιούχους.
Η προώθηση τέτοιων αντιλαϊκών μέτρων δεν αφορά στενά την αναγκαία δημοσιονομική εξυγίανση, την εξίσωση δαπανών και εσόδων του κράτους. Αντίθετα, υποστηρίζει την ανάγκη θωράκισης της κερδοφορίας των μονοπωλιακών ομίλων μέσα από την εξασφάλιση φθηνότερης εργατικής δύναμης. Γι' αυτό και τέτοια μέτρα λαμβάνονται σ' ολόκληρη την ΕΕ, τόσο σήμερα στη φάση της κρίσης, όσο και στην προηγούμενη περίοδο, της καπιταλιστικής ανάπτυξης, και κωδικοποιούνται στη στρατηγική ΕΕ 2020 που αποτελεί και το βασικό μπούσουλα για την επόμενη δεκαετία.
Ακόμα και αν προωθηθεί μια ευνοϊκή ρύθμιση του ελληνικού κρατικού χρέους, η προώθηση τέτοιων μέτρων είναι αναγκαιότητα για τους μονοπωλιακούς ομίλους.
Μάχη για τους όρους σφαγής μας ή οργάνωση της ανασύνταξης του κινήματος;
Στην πραγματικότητα κυβέρνηση και ΣΥΡΙΖΑ επιμένουν τελικά στην ανάγκη προώθησης των αναδιαρθρώσεων, στην ανάγκη δημοσιονομικής εξυγίανσης. Απ' αυτήν την άποψη είναι αποκαλυπτική η θέση του ΣΥΡΙΖΑ που κατηγορεί την κυβέρνηση για «λογιστικές αλχημείες σχετικά με το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος» και για έλλειψη διαπραγματευτικής πυγμής προς τους δανειστές. Ουσιαστικά, η κριτική του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβερνητική πολιτική δεν αφορά την ουσία του κρατικού προϋπολογισμού και της ταξικής φύσης του κάθε αποτελέσματος, αλλά στέκεται στο εάν έχει προκύψει πρωτογενές πλεόνασμα.
Οι κάθε λογής διαπραγματεύσεις που εμφανίζονται ως φιλολαϊκές λύσεις αφορούν, στην καλύτερη περίπτωση, στους όρους με τους οποίους θα προχωρήσει η σφαγή μας, στο ρυθμό προώθησης των αντιλαϊκών μεταρρυθμίσεων. Για τα λαϊκά στρώματα δεν αποτελούν λύση, γιατί οι εργαζόμενοι δεν θα διαπραγματευτούν τους όρους σφαγής τους.
Κάθε λύση τους εντός των τειχών της ΕΕ και της εξουσίας των μονοπωλίων προϋποθέτει ολοένα και μεγαλύτερα «κενά στην ικανοποίηση των αναγκών μας», γιατί μόνο μέσα απ' αυτά τα κενά μπορούν να θωρακίσουν την κερδοφορία τους. Κάθε λύση τους προϋποθέτει τη δική μας εξαθλίωση. Αυτός είναι ο δικός τους δρόμος.
Ο δικός μας δρόμος είναι στον αντίποδα. Με μπροστάρη το ΚΚΕ, ανασυντάσσουμε το εργατικό κίνημα, οργανώνουμε τον αγώνα μας για να αναχαιτίσουμε την επίθεση, με αφετηρία την κρίση να πληρώσουν τα μονοπώλια προετοιμάζουμε τις δυνάμεις μας για τη δική μας αντεπίθεση, για να ικανοποιηθούν οι ανάγκες μας με αποδέσμευση απ' την ΕΕ και μονομερή διαγραφή του χρέους με εργατική - λαϊκή εξουσία.
Γρηγόρης ΛΙΟΝΗΣ
Μέλος του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ