Μην παραδοθείς...

Μην παραδοθείς...

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013

Η «Καθημερινή», η Ιρλανδία και το κίνημα

 

 

Σε άρθρο της στις 7/11, μια μέρα μετά την πανεργατική απεργία, η «Καθημερινή» συγκρίνει το συνδικαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα με αυτό της Ιρλανδίας. Γράφει, ανάμεσα σε άλλα, ο αρθρογράφος της εφημερίδας:

«Τον περασμένο Μάιο, όταν η Ελλάδα έκλεινε τρία χρόνια μέσα στο πρόγραμμα προσαρμογής της τρόικας, στη χώρα μας είχαν γίνει δεκαέξι 24ωρες γενικές απεργίες και τέσσερις 48ωρες. Στην Ιρλανδία, η οποία και αυτή αναγκάζεται να εφαρμόσει σκληρή λιτότητα από το 2010, δεν είχε γίνει ούτε μία. Τότε είχα μιλήσει με συνάδελφο Ιρλανδό στο Δουβλίνο (...) Τα συνδικάτα ανέπτυξαν πολύπλοκους μηχανισμούς τα τελευταία 35 χρόνια, κυρίως στα καλά χρόνια της οικονομίας, με το σύστημα των κοινωνικών εταίρων. Τα συνδικάτα συνήθισαν να διαπραγματεύονται απευθείας με την κυβέρνηση (...) υπήρχε η αίσθηση πως η γενική απεργία θα έβλαπτε τα συμφέροντα των εργαζομένων και δεν θα επιτύγχανε τίποτα. Οι άνθρωποι έχουν πολλά να χάσουν - χρωστούν για τις πιστωτικές κάρτες, για τα στεγαστικά τους δάνεια κ.ά. (...)

Στην Ιρλανδία το συνδικαλιστικό κίνημα διαφέρει αρκετά από το ελληνικό. Τα συνδικάτα πρόσκεινται στο Εργατικό Κόμμα, το οποίο συμμετέχει στη σημερινή κυβέρνηση, και δεν είναι υπό την ηγεσία πολλών παρατάξεων - όπου υπάρχει πάντα ο πειρασμός η καθεμία να δείχνει μεγαλύτερη μαχητικότητα από τις άλλες. Υπάρχει σταθερότητα στην ηγεσία, αλλά και στη συμπεριφορά των ιρλανδικών συνδικάτων.

Επίσης, οι ηγέτες τους χρησιμοποιούν επαφές που ανέπτυξαν τα περασμένα χρόνια. Αυτό ξεκίνησε το 1988, στην προηγούμενη ύφεση, όταν καταρτίστηκε το πρόγραμμα εθνικής ανάκαμψης και εξασφαλίστηκε εργασιακή ειρήνη, με αντάλλαγμα την προστασία των εργαζομένων. Αυτό δημιούργησε σταθερότητα. Oι ίδιοι άνθρωποι πρωταγωνιστούν σήμερα (...) Η γενική αίσθηση είναι ότι οι διαπραγματεύσεις είναι ο καλύτερος δρόμος για να βγούμε από την κρίση. Μια άλλη σημαντική διαφορά μεταξύ ελληνικών και ιρλανδικών συνδικάτων είναι ότι εκεί διαπραγματεύονται πάνω σε συγκεκριμένα αιτήματα και διεκδικήσεις, χρησιμοποιώντας την απεργία ως ύστατο όπλο».

Δείχνουν τις προτιμήσεις τους...

Η «Καθημερινή» δεν περιγράφει απλά μια διαφορετική κατάσταση ανάμεσα στις δύο χώρες. Με το άρθρο της παίρνει θέση, για λογαριασμό της αστικής τάξης, για το ποιο συνδικαλιστικό κίνημα μπορεί να βοηθήσει την καπιταλιστική οικονομία να βγει ταχύτερα από την κρίση ή να καταγράψει καλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης. Αυτό που περιγράφει με το παράδειγμα της Ιρλανδίας, είναι ο εργοδοτικός - κυβερνητικός συνδικαλισμός και ο «κοινωνικός εταιρισμός». Η συμβολή του στη σταθερότητα του αστικού συστήματος και στην «ευημερία» της καπιταλιστικής οικονομίας δεν κρίνεται βέβαια από το πόσες απεργίες διοργανώνει, αλλά από τη γραμμή που υπηρετεί στο κίνημα. Από αυτή τη σκοπιά, τα παραδείγματα που δίνει το άρθρο, είναι αποκαλυπτικά.

Η «Καθημερινή» εκθειάζει ένα «κίνημα» - συνεταίρο της εργοδοσίας και της κυβέρνησης, χωρίς αντιπαράθεση για τη γραμμή στο εσωτερικό του, με «εθνική» - αταξική αντίληψη για την οικονομία. Δηλαδή, με αντίληψη που λέει ότι η «οικονομία» είναι ίδια για τον εργάτη και τον εργοδότη, για τα μονοπώλια και το λαό. Αρα, και τα συμφέροντά τους είναι κοινά.

Το συνδικαλιστικό κίνημα, που περιγράφει η εφημερίδα, δεν είναι ιρλανδική «πατέντα». Είναι στρατηγική επιδίωξη συνολικά της καπιταλιστικής ΕΕ και κυριαρχεί σε όλα τα κράτη - μέλη, ανεξάρτητα από τις διαφορές και ιδιαιτερότητες που καταγράφονται από χώρα σε χώρα. Για να το πετύχει, η ΕΕ συγκροτεί δομές (όπως για παράδειγμα η ΟΚΕ στη χώρα μας, ή η τριμερής εργοδοτών - συνδικάτων - κυβερνήσεων πριν από κάθε Σύνοδο Κορυφής) και δαπανά χρήμα με τη σέσουλα (προγράμματα «συνδικαλιστικής επιμόρφωσης», χρηματοδότηση συγκεκριμένων συνδικαλιστικών φορέων και δομών έξω από το «επίσημο» συνδικαλιστικό κίνημα κ.ά.).

Ας δούμε, όμως, τι κατάφερε ένα τέτοιο κίνημα στην Ιρλανδία και ποιον ωφέλησε στις συνθήκες της καπιταλιστικής κρίσης. Για την περίοδο 2011 - 2014, η κυβέρνηση της Ιρλανδίας προώθησε μέτρα συνολικού ύψους 15 δισ. ευρώ, στο πλαίσιο της λεγόμενης «δημοσιονομικής προσαρμογής». Τα μέτρα περιλαμβάνουν νέες περικοπές σε κοινωνικές δαπάνες, με φορολογία των συντάξεων, αύξηση του ΦΠΑ από 21% σε 22% το 2013 και σε 23% το 2014, φόρο «τοπικών υπηρεσιών» (θα τον εφαρμόζουν τα τοπικά κρατικά όργανα), ενώ μειώνονται ξανά οι μισθοί.

Αντίστροφα, η φορολογία του κεφαλαίου βρίσκεται στο 12,5% και παραμένει αμετάβλητη πάνω από μια δεκαετία. Αυτό, σε συνδυασμό με τις άλλες αντεργατικές αναδιαρθρώσεις που προωθούνται ενιαία σε όλα τα κράτη - μέλη της ΕΕ, κάνει πιο φτηνούς τους εργαζόμενους και αυξάνει το βαθμό εκμετάλλευσης, διευκολύνοντας το κεφάλαιο να βγει από την κρίση και να ανακτήσει την ανταγωνιστικότητά του. Αυτό είναι, άλλωστε, το σχέδιο εξόδου από την κρίση που προωθεί το κεφάλαιο σε όλον τον καπιταλιστικό κόσμο, ανεξάρτητα από ανταγωνισμούς και μείγμα διαχείρισης.

Υποζύγια στην «ανάπτυξη»

Αυτά σε συνθήκες κρίσης. Τι γινόταν σε συνθήκες ανάπτυξης και ιδιαίτερα πριν από το μεγάλο «μπαμ» της ιρλανδικής οικονομίας, στις αρχές της δεκαετίας του '90; Ορισμένα ενδεικτικά στοιχεία: Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) της Ιρλανδίας αυξήθηκε το 1994 κατά 5,8% και τα επόμενα χρόνια ακολούθησε ανοδική πορεία (το 1995 9,8%, το 1996 8,1%, το 1997 10,8%, το 1998 8,5%, το 1999 10,7%, το 2000 9,2%). Το «θαύμα» προέκυψε με αντεργατικά μέτρα, από το 1994. Τότε, κυβέρνηση, εργοδότες και συνδικάτα δημιούργησαν το λεγόμενο «Εθνικό Κέντρο Συνεταιρισμού», στο οποίο συμμετέχουν από κοινού πολιτικά κόμματα, εκπρόσωποι της Τοπικής Διοίκησης, συνδικαλιστικές οργανώσεις και ενώσεις εργοδοτών.

Μέσω του «Εθνικού Κέντρου Συνεταιρισμού», έκαναν τοπικές και κλαδικές συμφωνίες για την προώθηση των λεγόμενων Προγραμμάτων Σταθεροποίησης και Ανάπτυξης. Υποτιθέμενος στόχος των συμφωνιών ήταν η απασχόληση. Οι συμφωνίες που έκαναν προέβλεπαν: Συγκράτηση μισθών. Μερική απασχόληση. Ευελιξία στην απασχόληση. Ευελιξία του χρόνου εργασίας. Ετήσια διευθέτηση του χρόνου εργασίας. Ευελιξία στον τρόπο πληρωμής. Διάλειμμα καριέρας, κ.ά. Δηλαδή, μέτρα που κάνουν ακόμα φτηνότερη την τιμή της εργατικής δύναμης και τα οποία αποτελούν την προμετωπίδα των «διαρθρωτικών αναδιαρθρώσεων» που διαφημίζουν και στην Ελλάδα η κυβέρνηση και η ΕΕ.

Ορισμένα, ακόμα, στοιχεία για την κατάσταση της εργατικής τάξης στην Ιρλανδία: Δεν υπάρχουν κατώτατοι διασφαλισμένοι μισθοί. Υπάρχει υψηλό ποσοστό «μερικής απασχόλησης», η οποία αφορά εργαζόμενους που, κατά τη διάρκεια της βδομάδας, κάνουν οποιαδήποτε εργασία για τουλάχιστον μία ώρα! Η εφαρμογή της «ευελιξίας στον τρόπο πληρωμής» σημαίνει ότι η εργοδοσία, ανάλογα με τις ανάγκες της, πληρώνει είτε με τη μορφή της «συμμετοχής των εργαζομένων στα κέρδη, είτε με το μοίρασμα μετοχών».

Το λεγόμενο «διάλειμμα καριέρας» είναι υποχρεωτική παύση της εργασίας σε εργαζόμενους, με το πρόσχημα της επανεκπαίδευσης και της απόκτησης ικανοτήτων, για να συμβάλει στην «κινητικότητα» της απασχόλησης, που σημαίνει κατάργηση κάθε έννοιας σταθερής και μόνιμης δουλειάς. Τα συστήματα συνταξιοδότησης που ισχύουν στην Ιρλανδία είναι άθλια. Σύμφωνα με στοιχεία της «Γιούροστατ», όταν στην ΕΕ η μέση πληρωμή συντάξεων κινούνταν γύρω από το 13% του ΑΕΠ, στην Ιρλανδία κινούνταν στο 5,8% του ΑΕΠ το 1993. Το 2003 το σχετικό ποσοστό έπεσε στο 3,9%.

Αντίστοιχα, όταν ο μέσος όρος ηλικίας συνταξιοδότησης στην ΕΕ ήταν στα 60 χρόνια, στην Ιρλανδία η αντίστοιχη ηλικία ξεπερνούσε τα 63 χρόνια, ενώ για τις γυναίκες είναι η ηλικία των 63,5 χρόνων. Στην ίδια δεκαετία, στην Ιρλανδία, τα κέρδη των επιχειρήσεων αυξήθηκαν κατά 300%! Να λοιπόν πού στηρίχτηκε το «ιρλανδικό θαύμα» της ανάπτυξης! Να πού βασίζεται η έξοδος από την κρίση, στην οποία λένε ότι βαδίζει η οικονομία της Ιρλανδίας. Οι εργαζόμενοι είναι αυτοί που πληρώνουν το μάρμαρο και σ' αυτό είναι καθοριστική η συμβολή των συνδικάτων.

Το πραγματικό δίλημμα

Από αυτήν την άποψη, καμιά εντύπωση δεν προκαλεί ο θαυμασμός της «Καθημερινής» και κατ' επέκταση της αστικής τάξης, για το συνδικαλιστικό κίνημα της Ιρλανδίας. Τέτοια συνδικάτα θέλουν, του χεριού τους. Οργανικό κομμάτι του αστικού συστήματος, ιμάντες για το πέρασμα της στρατηγικής του κεφαλαίου στο εργατικό κίνημα, εργαλείο για την ενσωμάτωση των εργαζομένων. Συνδικάτα που κηρύσσουν την ταξική συνεργασία και συγκαλύπτουν τις ταξικές αντιθέσεις, παραδίνοντας τους εργαζόμενους βορά στα συμφέροντα της μεγαλοεργοδοσίας.

Τέτοιο συνδικαλιστικό κίνημα θέλουν και για την Ελλάδα το κεφάλαιο, η ΕΕ και τα κόμματά τους. Εχουν βεβαίως τον εργοδοτικό - κυβερνητικό συνδικαλισμό, ο οποίος όμως έχει απαξιωθεί, έχει χάσει την ικανότητα να συσπειρώνει τους εργαζόμενους. Από την άλλη, αυτό δε σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι συμμετέχουν μαζικά στις κινητοποιήσεις και τις απεργίες. Κάθε άλλο.

Οι αγώνες των εργαζομένων στη χώρα μας δεν είναι στο ύψος που απαιτούν οι περιστάσεις και οι ανάγκες στις δοσμένες συνθήκες. Το κίνημα είναι σε υποχώρηση, δημιουργώντας πρόσθετες δυσκολίες στο να οργανωθεί αποτελεσματικά η αντιπαράθεση με τη στρατηγική του κεφαλαίου. Το γεγονός, όμως, ότι δεν έχουν καταφέρει να το φέρουν ολοκληρωτικά στα μέτρα τους, να του δώσουν ένα αποφασιστικό, καθοριστικό χτύπημα, οφείλεται στη δράση των μελών και φίλων του ΚΚΕ στα συνδικάτα, στη συγκρότηση και δράση του ΠΑΜΕ, του ταξικού πόλου συσπείρωσης στο συνδικαλιστικό κίνημα, με γραμμή πάλης σε ευθεία αντιπαράθεση με το κεφάλαιο και τις κυβερνήσεις του, την ΕΕ.

Η αντιπαράθεση με τον εργοδοτικό - κυβερνητικό συνδικαλισμό, η αυτοτελής δράση των ταξικών δυνάμεων, ακόμα και εκεί που είναι μειοψηφία, η υπεράσπιση και η διαπαιδαγώγηση χιλιάδων νέων εργαζομένων στα ιδανικά και τις παραδόσεις της ταξικής πάλης, η γραμμή σύγκρουσης και όχι συνεργασίας με την εργοδοσία και την πολιτική της, η προσπάθεια ανασυγκρότησης του κινήματος, δυσκολεύουν ως ένα βαθμό την αστική τάξη να προωθήσει τα μέτρα της. Κι αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με το πόσες απεργίες κηρύσσονται στην Ελλάδα, συγκριτικά με άλλες χώρες της ΕΕ. Της προκαλεί ανησυχία το γεγονός ότι οι συνδικαλιστικές της δυνάμεις («καθαρόαιμες» και καμουφλαρισμένες) δεν έχουν επικρατήσει ολοκληρωτικά στο κίνημα, νοιάζονται για το πώς θα ανανεώσουν την επιρροή τους.