Μην παραδοθείς...

Μην παραδοθείς...

Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2013

Τα παζάρια

 

 

Σύμφωνα με όσα γράφει ο αστικός Τύπος, αυτές τις μέρες βρίσκεται σε εξέλιξη ένα παζάρι της κυβέρνησης, με την τρόικα. Από τη πλευρά της κυβέρνησης, μπαίνει το ζήτημα της μείωσης των φόρων σε εστίαση και πετρέλαιο θέρμανσης, να μην μπει άμεσα λουκέτο στις «αμυντικές βιομηχανίες» αλλά να εκκαθαριστούν εν λειτουργία κλπ. κλπ. Η άλλη πλευρά, η τρόικα, πιέζει, παίρνει υπόψιν το «δημοσιονομικό κενό», έχει βγάλει το τεφτέρι και κάνει προσθαφαιρέσεις για να δει τι συμφέρει. Και οι δύο πλευρές ξεκινούν από μια σχετικά κοινή αφετηρία ότι, δηλαδή, όλα τα παραπάνω -ή και άλλα- πρέπει οπωσδήποτε να γίνουν και μάλιστα γρήγορα. Λίγο πολύ, αυτό είναι το κάδρο μέσα στο οποίο αναπαράγεται η αστική προπαγάνδα των τελευταίων ημερών.

Δεν έχουμε κανένα λόγο να αμφισβητήσουμε όλα τα παραπάνω, θα πρέπει όμως να δεχτούμε και κάτι άλλο. Οτι αυτού του τύπου οι διαπραγματεύσεις, όποια κι αν είναι η τελική έκβαση, σημαίνουν συνέχιση της αντιλαϊκής πολιτικής, της στρατηγικής του κεφαλαίου που προωθείται μέσα από την απελευθέρωση αγορών, τις αναδιαρθρώσεις στις εργασιακές σχέσεις και άλλα πολλά που είχαν δρομολογηθεί πολύ πριν την έλευση της τρόικας. Η όποια κόντρα κυβέρνησης - τρόικας δεν είναι αντιπαράθεση που έχει στο επίκεντρο τα εργατικά λαϊκά δικαιώματα. Αφορά αντιθέσεις στους κόλπους του κεφαλαίου και της ίδιας της ΕΕ. Αφορά, για παράδειγμα, το ποιος θα ωφεληθεί από την συρρίκνωση της «αμυντικής βιομηχανίας» στην Ελλάδα. Επίσης, τη μείωση του φόρου στην εστίαση ζητά τμήμα του κεφαλαίου στον επισιτισμό. Αφορά επίσης ανησυχίες για την εξασφάλιση της σταθερότητας του αστικού πολιτικού συστήματος. Η αντιλαϊκή επίθεση είναι αδιαπραγμάτευτη, προαποφασισμένη και σε εξέλιξη (π.χ. μειώσεις σε συντάξεις, εφάπαξ, περικοπές στα ασφαλιστικά ταμεία, ενιαίος φόρος στα ακίνητα, κατασχέσεις και πολλά άλλα).

Η συζήτηση γύρω από τον τρόπο της κάλυψης του δημοσιονομικού και χρηματοδοτικού κενού της Ελλάδας και οι προτεινόμενες λύσεις, αποτυπώνουν επίσης και ευρύτερη αντιπαράθεση στο πλαίσιο της ΕΕ: Ποιας καπιταλιστικής χώρας, ποιου τμήματος κεφαλαίου, ποιου ιμπεριαλιστικού κέντρου τα κεφάλαια θα απαξιωθούν ή θα «κουρευτούν» περισσότερο, αφού η απαξίωση είναι προϋπόθεση για την έξοδο από την κρίση, είναι προϋπόθεση για την καπιταλιστική ανάπτυξη, που θα γίνει σε βάρος των λαϊκών δικαιωμάτων. Ο λαός, λοιπόν, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να εναποθέσει τις ελπίδες του στην έκβαση των διαπραγματεύσεων.

Δεν έχουμε κανένα λόγο να αμφισβητήσουμε όλα τα παραπάνω, θα πρέπει όμως να δεχτούμε και κάτι άλλο. Οτι αυτού του τύπου οι διαπραγματεύσεις, όποια κι αν είναι η τελική έκβαση, σημαίνουν συνέχιση της αντιλαϊκής πολιτικής, της στρατηγικής του κεφαλαίου που προωθείται μέσα από την απελευθέρωση αγορών, τις αναδιαρθρώσεις στις εργασιακές σχέσεις και άλλα πολλά που είχαν δρομολογηθεί πολύ πριν την έλευση της τρόικας. Η όποια κόντρα κυβέρνησης - τρόικας δεν είναι αντιπαράθεση που έχει στο επίκεντρο τα εργατικά λαϊκά δικαιώματα. Αφορά αντιθέσεις στους κόλπους του κεφαλαίου και της ίδιας της ΕΕ. Αφορά, για παράδειγμα, το ποιος θα ωφεληθεί από την συρρίκνωση της «αμυντικής βιομηχανίας» στην Ελλάδα. Επίσης, τη μείωση του φόρου στην εστίαση ζητά τμήμα του κεφαλαίου στον επισιτισμό. Αφορά επίσης ανησυχίες για την εξασφάλιση της σταθερότητας του αστικού πολιτικού συστήματος. Η αντιλαϊκή επίθεση είναι αδιαπραγμάτευτη, προαποφασισμένη και σε εξέλιξη (π.χ. μειώσεις σε συντάξεις, εφάπαξ, περικοπές στα ασφαλιστικά ταμεία, ενιαίος φόρος στα ακίνητα, κατασχέσεις και πολλά άλλα).

Η συζήτηση γύρω από τον τρόπο της κάλυψης του δημοσιονομικού και χρηματοδοτικού κενού της Ελλάδας και οι προτεινόμενες λύσεις, αποτυπώνουν επίσης και ευρύτερη αντιπαράθεση στο πλαίσιο της ΕΕ: Ποιας καπιταλιστικής χώρας, ποιου τμήματος κεφαλαίου, ποιου ιμπεριαλιστικού κέντρου τα κεφάλαια θα απαξιωθούν ή θα «κουρευτούν» περισσότερο, αφού η απαξίωση είναι προϋπόθεση για την έξοδο από την κρίση, είναι προϋπόθεση για την καπιταλιστική ανάπτυξη, που θα γίνει σε βάρος των λαϊκών δικαιωμάτων. Ο λαός, λοιπόν, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να εναποθέσει τις ελπίδες του στην έκβαση των διαπραγματεύσεων.