Μην παραδοθείς...

Μην παραδοθείς...

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2013

ΣΥΡΙΖΑ ΣΕ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΥΣ ΟΜΙΛΟΥΣ Υποσχέσεις ... με άρωμα παλιού ΠΑΣΟΚ

 

Νέα διαπιστευτήρια στο κεφάλαιο από τον Αλ. Τσίπρα, σε ομιλία του στο Συνέδριο του Ελληνοαμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου

 

Ολοένα και πυκνώνουν οι εξετάσεις που δίνει ο ΣΥΡΙΖΑ για να πείσει ότι μπορεί να κυβερνήσει για λογαριασμό του κεφαλαίου

Διαπιστευτήρια σε ντόπιους και ξένους επιχειρηματικούς ομίλους ότι μπορεί να διαχειριστεί τα συμφέροντά τους και ταυτόχρονα να χειραγωγήσει το λαό ώστε να σταθεί αρωγός σε αυτήν τη διαχείριση, έδωσε για πολλοστή φορά, χτες, ο Αλ. Τσίπρας, μιλώντας στο Συνέδριο του Ελληνοαμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου, που είχε θέμα «Η ώρα της ελληνικής οικονομίας, το νέο οικονομικό και παραγωγικό μοντέλο της Ελλάδας, Μεταρρυθμίσεις - Επενδύσεις - Ανάπτυξη».

Με αναφορές περί καινοτομίας, ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, επιχειρηματικότητας με «κοινωνική» και «οικολογική» ευαισθησία και πολλές άλλες που ανέσυρε απ' τα τεφτέρια του Γιώργου Παπανδρέου, ο Αλ. Τσίπρας ξεδίπλωσε μια πρόταση διαχείρισης προορισμένη να ικανοποιήσει τη δίψα των καπιταλιστών για κέρδη.

Φρόντισε εξαρχής να δώσει το στίγμα της «κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ» απέναντι στις λαϊκές προσδοκίες, δηλώνοντας ότι αυτή θα πορευτεί σε «έδαφος καμένης γης» (χρησιμοποιώντας άλλη μια αγαπημένη φράση όλων των κομμάτων της αστικής διαχείρισης διαχρονικά).

Την ίδια ώρα επιχείρησε να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των επιχειρηματικών ομίλων, δεσμευόμενος για μείγμα διαχείρισης που θα δώσει ώθηση στην κερδοφορία τους. Το «εθνικό σχέδιο για την αναπτυξιακή και παραγωγική ανασυγκρότηση», που παρουσίασε, αποσκοπεί στην καπιταλιστική ανάπτυξη, στο δρόμο δηλαδή που οδήγησε στην καπιταλιστική κρίση, γεγονός που πολύ «βολικά» φρόντισε να προσπεράσει ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, σημειώνοντας ότι «δεν ήρθα να σας μιλήσω πολύ για το παρελθόν», για τις «αιτίες και τους υπαίτιους της κρίσης».

Κατονομάζοντας ως αποδέκτες των προτάσεών του τις «υγιείς επιχειρηματικές και παραγωγικές δυνάμεις του τόπου» - τις οποίες διαχώρισε απ' τους «αεριτζήδες, μεταπράτες, μεσάζοντες, μαυραγορίτες», αναπαράγοντας το βολικό για τον ΣΥΡΙΖΑ μύθευμα περί καλών και κακών καπιταλιστών - ο Αλ. Τσίπρας τις κάλεσε σε «συστράτευση και συνεργασία». Στη βάση «μιας προγραμματικής συμφωνίας» για την καπιταλιστική ανάπτυξη, η οποία θα διασφαλίζει τη στοίχιση εργατικών - λαϊκών δυνάμεων κάτω από ξένες σημαίες, με το επιχείρημα ότι «θα εντάσσει τα συμφέροντα του ιδιωτικού τομέα στο ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο»!

«Σας καλούμε να επενδύσετε στην ανάπτυξη, στην παραγωγική ανασυγκρότηση, στην καινοτομία και στην ποιότητα (...) με σεβασμό στην εργατική, περιβαλλοντική και φορολογική νομοθεσία», ήταν η προτροπή του Αλ. Τσίπρα και σε αντάλλαγμα υποσχέθηκε: Δημόσιο που θα «συμπράττει» και θα «συν-αναπτύσσεται» με τον ιδιωτικό τομέα, ώστε να επιτυγχάνουν οι καπιταλιστές τους στόχους τους. Στρατηγική «ενίσχυσης μιας ανταγωνιστικής εγχώριας βιομηχανίας υποκατάστασης εισαγωγών». Μεταρρυθμίσεις στο φορολογικό και στη δημόσια διοίκηση, «φιλικές» στην «ιδιωτική επιχειρηματικότητα». Τήρηση των κανόνων της αγοράς ώστε «η ιδιωτική πρωτοβουλία να μην εκτοπίζεται απ' το καρτέλ της διαπλοκής που νέμεται τα αναπτυξιακά κονδύλια, νοθεύει τους κανόνες της αγοράς».

Ειδική αναφορά έκανε στα τμήματα του κεφαλαίου που δραστηριοποιούνται στον Τουρισμό, στην Ενέργεια και στην παραγωγή προϊόντων διατροφής, στα οποία υποσχέθηκε: «Η Ελλάδα θα μπορούσε να γίνει βασικός ευρωπαϊκός πόλος στην αγροτοδιατροφική έρευνα και παραγωγή. Το κράτος θα είναι αρωγός σε όλα τα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας στον πρωτογενή τομέα, όπως και στην απορρόφηση των προϊόντων. Η Ελλάδα μπορεί να εξελιχθεί σε περιφερειακό ενεργειακό κέντρο ανανεώσιμων πηγών και νέας περιβαλλοντικής τεχνολογίας. Μπορούμε να επανεστιάσουμε τον τουρισμό σε εναλλακτικές μορφές, προσανατολισμένες στην υψηλή ποιότητα και τη χαμηλή περιβαλλοντική επιβάρυνση». Εννοείται ότι και στα παραπάνω απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά στην κάλυψη των λαϊκών αναγκών.

Το μακρύ υποσχεσιολόγιο προς τους καπιταλιστές περιελάμβανε ακόμα τα εξής: «Η δική μας οικονομική πολιτική θα δημιουργήσει συνθήκες κερδοφορίας των επιχειρήσεων», «θα είμαστε αρωγοί προς τους πραγματικούς επενδυτές», «θα εισάγουμε ως βασικούς πυλώνες συνεργατικές μορφές της οικονομίας και αναπτυξιακές συμπράξεις με ξένο κεφάλαιο και φορείς», «θα ενθαρρύνουμε την επιλεκτική προσέλκυση ξένων επενδύσεων παραγωγής προϊόντων υψηλής τεχνολογίας», «θα θέσουμε υπό δημόσιο και κοινωνικό έλεγχο όλες τις τράπεζες που ανακεφαλαιοποιούνται με δανεικό δημόσιο χρήμα» επειδή «θέλουμε τις τράπεζες (...) για να παρέχουν ρευστότητα στις επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά, μόνο έτσι το τραπεζικό σύστημα θα τεθεί στην υπηρεσία της ανάπτυξης του τόπου», «νέους αναπτυξιακούς θεσμούς».

Σαν προϋπόθεση για τα προηγούμενα εμφάνισε το «κούρεμα» του χρέους, συντασσόμενος ανοιχτά με τις σχετικές προτάσεις του ΟΟΣΑ και του ΔΝΤ, οργανισμών - σημαιοφόρων στην αντιλαϊκή επίθεση.

Συνεχίζοντας να κλείνει το μάτι στο ακροατήριό του επέκρινε την κυβέρνηση ότι το πρωτογενές πλεόνασμα«επιτεύχθηκε σε βάρος της ανάπτυξης της χώρας, με τις διαρκείς περικοπές δαπανών και την απαξίωση, από τις αλλεπάλληλες μειώσεις, του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων», αποσιωπώντας πλήρως τα αιματηρά για το λαϊκό εισόδημα μέτρα που τροφοδότησαν το πλεόνασμα. Υιοθετώντας το μάλιστα ως στόχο ισχυρίστηκε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα πετύχει «οικονομικά βιώσιμο πρωτογενές πλεόνασμα», μέσω της φορολόγησης των «υψηλών εισοδημάτων» (χωρίς καμία αναφορά βέβαια στη φορολόγηση του κεφαλαίου, των μονοπωλίων, καθώς κάτι τέτοιο δε συνάδει με το «φιλικό στην ιδιωτική επιχειρηματικότητα» φορολογικό σύστημα). Οπως κάθε επίδοξος διαχειριστής που σέβεται τον εαυτό του υποσχέθηκε επίσης πάταξη της φοροδιαφυγής, του λαθρεμπορίου καυσίμων και τσιγάρων, όπως και των πλαστών και εικονικών τιμολογίων...

Στις προϋποθέσεις ενέταξε και τη στοίχιση του λαού πίσω από τους στόχους των καπιταλιστών, ομολογώντας ότι «η ανασυγκρότηση αυτού του τόπου (...) είναι υπόθεση όλου του λαού, καμία χώρα δεν ανοικοδομήθηκε μετά από πόλεμο χωρίς τη συστράτευση και τη συμβολή του λαού και των παραγωγικών δυνάμεών της, χωρίς την υπομονή και την επιμονή σύσσωμης της κοινωνίας».