Μην παραδοθείς...

Μην παραδοθείς...

Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

Η συζήτηση για τη βιομηχανική και οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας μετά την απελευθέρωση (μέρος Α')

 

 

Ο εκατομμυριοστός τόνος «βοήθειας» προς την Ελλάδα του Σχεδίου Μάρσαλ

Με αφορμή τη σημερινή συζήτηση και αντιπαράθεση σχετικά με τους προσανατολισμούς και τις προτεραιότητες της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα, την αντιπαράθεση για το μείγμα διαχείρισης ανάμεσα σε συγκυβέρνηση ΝΔ - ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ που συνδέεται με τη διαπάλη σε επίπεδο ΕΕ και διεθνώς, ο «Ριζοσπάστης» δημοσιεύει απόσπασμα από το Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ (1949 - 1968) τόμος Β' που αναφέρεται στις αντίστοιχες μεταπολεμικές συζητήσεις. Σήμερα δημοσιεύεται το Α' μέρος.

Στις συνθήκες του νέου συσχετισμού όπως διαμορφώθηκε μετά από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ευρώπη, ειδικότερα στα Βαλκάνια και ιδιαίτερα στην Ελλάδα, αναπτύχθηκε η άποψη ότι η εκβιομηχάνιση στην Ελλάδα θα ήταν δυνατή μόνο μέσω του ξένου κεφαλαίου. (179) Ο Ξ. Ζολώτας χαρακτήριζε ως «μοναδικήν ευκαιρίαν» (το Σχέδιο Μάρσαλ) για να γίνει η Ελλάδα βιώσιμη.(180)

Στη μεταπολεμική Ελλάδα, το ρεύμα της εκβιομηχάνισης στην αστική οικονομική και πολιτική σκέψη ενισχυόταν από την επίδραση των κατευθύνσεων της διεθνούς αστικής σκέψης για τη μεταπολεμική ανόρθωση. Σχεδόν σε όλες τις μελέτες και εκθέσεις των διεθνών οργανισμών, που συστάθηκαν μετά από τον πόλεμο, θεμελιωνόταν η αναγκαιότητα και ο ρόλος της βιομηχανίας για την ανάπτυξη των καθυστερημένων οικονομιών και την εξέλιξή τους σε σύγχρονες καπιταλιστικές οικονομίες. Χαρακτηριστική είναι η Εκθεση της Αποστολής του FAO (Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών), που πρότεινε την ενεργειακή και βιομηχανική ανάπτυξη της Ελλάδας ως μονόδρομο για την αντιμετώπιση και των προβλημάτων της αγροτικής παραγωγής (χαμηλή παραγωγικότητα, υποαπασχόληση, χαμηλό εισόδημα, πείνα), πριν την εκπόνηση του Σχεδίου Μάρσαλ.(181)

 

Ενταγμένο στο «Σχέδιο Μάρσαλ» ήταν το έργο διάνοιξης σήραγγας στα Κιούρκα Αττικής, το 1949

Στην ευρείας έκτασης υιοθέτηση της σημασίας της εκβιομηχάνισης ασκούσε επίδραση και το αποτέλεσμα του προπολεμικού ευρύτατου εξηλεκτρισμού και της εκτεταμένης εκβιομηχάνισης της ΕΣΣΔ, που βεβαίως έγινε με την κεντρικά σχεδιασμένη χρησιμοποίηση των εγχώριων παραγωγικών πόρων και των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, τα οποία αποτελούσαν κοινωνική ιδιοκτησία. Ομως, ασκούσε θελκτική επίδραση το αποτέλεσμα του κεντρικά σχεδιασμένου εξηλεκτρισμού, ενώ υπήρχε φυσικά αποστασιοποίηση από το συνολικό ιδιοκτησιακό καθεστώς μέσω του οποίου επιτεύχθηκε.

Γενικότερα, κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια κέρδιζε έδαφος η πολιτική των Αμεσων Κρατικών Επενδύσεων για τη βιομηχανική και οικονομική ανασυγκρότηση των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών κρατών. Θεμελιώθηκε μια μακρόχρονη περίοδος εθνικοποιήσεων σε στρατηγικής σημασίας βιομηχανικούς κλάδους, με την εγκαθίδρυση ορισμένων κρατικών μονοπωλίων (π.χ., ηλεκτροπαραγωγής, τηλεπικοινωνιών, ορισμένων μεταφορών). Υιοθετήθηκε η πολιτική διαχείρισης που χαρακτηριζόταν από την εκτεταμένη κρατική παρέμβαση στην καπιταλιστική αγορά. Ταυτόχρονα, κυρίως στη Δυτική Ευρώπη, το κράτος θεμελίωσε θεσμούς ενός ορισμένου επιπέδου καθολικής παροχής υπηρεσιών εκπαίδευσης, υγείας και ασφάλισης, χωρίς να ανατρέπει στην πράξη τους ταξικούς φραγμούς. Δηλαδή, γενικεύτηκε ως ανάγκη και εφαρμογή η κεϊνσιανή (182) πολιτική διαχείρισης του καπιταλιστικού συστήματος. Ως ανάγκη διαμορφώθηκε στις συνθήκες της μεγάλης οικονομικής κρίσης του 1929-1933. Ως γενικευμένη τάση εφαρμογής αναπτύχθηκε στις ιδιαίτερες μεταπολεμικές συνθήκες της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης, η οποία απαιτούσε:

  • Να εξασφαλιστεί η καπιταλιστική αναπαραγωγή (κεφαλαίου και εργατικής δύναμης).
  • Να ενσωματωθούν οι εργατικές και λαϊκές δυνάμεις που εξοικειώθηκαν με τον ένοπλο αγώνα (λαϊκά απελευθερωτικά κινήματα).
  • Να περιοριστεί η ελκτική επίδραση προς τις εργατικές δυνάμεις από τις εργατικές κατακτήσεις και τα δικαιώματα του σοσιαλιστικού συστήματος στην ΕΣΣΔ και στη συνέχεια στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.

 

Ο βομβαρδισμένος λιμενοβραχίονας στον Πειραιά, ενταγμένος στο «Σχέδιο Μάρσαλ», ανακατασκευάζεται τη δεκαετία του '50

Στην Ελλάδα κέρδιζε έδαφος η κεϊνσιανή οικονομική πολιτική σε σημαντικό τμήματα της μεταπολεμικής αστικής οικονομικής διανόησης.

Δυο δεκαετίες αργότερα, όταν η Ελληνική Εταιρεία Προγραμματισμού, στην οποία προέδρευε ο Αγγ. Αγγελόπουλος, διοργάνωσε τρεις δημόσιες συζητήσεις (1. Προγραμματισμός, ελεύθερη οικονομία και δημοκρατία, 2. Κοινή Αγορά και οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας, 3. Διοικητική αναδιοργάνωση και φορείς οικονομικής αναπτύξεως), γινόταν σαφέστατη η αντίληψή του για το χαρακτήρα της κρατικής οικονομικής παρέμβασης στο καπιταλιστικό σύστημα:

«Ετσι, η πρώτη και κύρια συμβολή του Προγραμματισμού -και στο σημείο αυτό θα μου επιτραπεί να επιμείνω ιδιαίτερα- είναι η εξουδετέρωση των κινδύνων που προέρχονται από την αβεβαιότητα ως προς την μελλοντική πορεία της Αγοράς που, υπό καθεστώς ελευθέρας οικονομίας, δημιουργεί δισταγμούς στον ιδιώτη επιχειρηματία και γίνεται πρόξενος των οικονομικών κρίσεων ή υφέσεων στη διαδρομή του οικονομικού κυκλώματος». (183)

Η εφαρμογή της κεϊνσιανής οικονομικής πολιτικής στην Ελλάδα πέρασε από συμπληγάδες, γιατί τόσο οι φορείς του κρατικού οικονομικού σχεδιασμού όσο και το κρατικά συγκεντρωμένο κεφάλαιο διαμορφώνονταν με την άμεση παρέμβαση του ιμπεριαλιστικού συμμάχου, των ΗΠΑ. Ετσι, εντάθηκαν οι οικονομικοί προβληματισμοί και οι πολιτικές αντιπαραθέσεις για τη σχέση της άμεσης κρατικής επενδυτικής παρέμβασης με το πρόβλημα της καθυστέρησης στην εκβιομηχάνιση και τη διαπλοκή του με τον ξένο παράγοντα.

Στις αρχές της δεκαετίας 1950 τροποποιήθηκαν οι επιλογές των ΗΠΑ και επομένως τροφοδοτήθηκε μια νέα όξυνση της αντιπαράθεσης.

Από το χειμώνα του 1950, οι ΗΠΑ προχώρησαν σε αναθεώρηση του Σχεδίου Μάρσαλ. Η αμερικανική πολιτική προσανατολίστηκε στην περικοπή της οικονομικής και στην ενίσχυση της στρατιωτικής βοήθειας, στο λεγόμενο Πρόγραμμα Κοινής Ασφάλειας (λόγω της επέμβασης στην Κορέα και του γενικότερου προσανατολισμού για προσεταιρισμό κρατών της Ασίας, της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής). Και ενώ στα άλλα ευρωπαϊκά κράτη που συμμετείχαν στο Πρόγραμμα Σχεδίου Μάρσαλ, ουσιαστικά είχε επιτευχθεί η μεταπολεμική βιομηχανική ανασυγκρότηση, στην Ελλάδα η καθυστερημένη μεταπολεμική ανασυγκρότηση περιπλέχτηκε με το πρόβλημα της βιομηχανικής καθυστέρησης. Το πρόγραμμα εκβιομηχάνισης δεν πραγματοποιήθηκε όχι μόνο μέχρι το 1950, αλλά και το 1953, μετά από τη λήξη του Σχεδίου Μάρσαλ που παρατάθηκε. Ωστόσο, αν και μειωμένο από το αρχικό, ήταν ενισχυμένο σε σχέση με άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Σύμφωνα με ορισμένα στοιχεία, το 62% των εγκριθέντων βιομηχανικών δανείων του Σχεδίου Μάρσαλ που διατέθηκαν κατά την τριετία 1948 - 1950 αφορούσε μικρές βιομηχανίες, με ελληνικά βεβαίως κριτήρια. (184) Μόλις την τελευταία χρονιά πραγματοποιήθηκαν κάποιες επενδύσεις στην ηλεκτρική ενέργεια και στη βιομηχανία, πολύ πίσω από τους σχεδιασμούς του τετραετούς προγράμματος (1948-1952) για τη δημιουργία βιομηχανικών μονάδων, που θα συνέβαλαν στην εκβιομηχάνιση.

Στη διετία περικοπής έως και τη λήξη του Σχεδίου Μάρσαλ για την Ελλάδα, γινόταν όλο και πιο αυστηρή η επιβολή όρων και η επιτήρηση χρήσης της αμερικανικής βοήθειας από τους αξιωματούχους των ΗΠΑ.

Κατά το 1951 και έπειτα, εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ ενημέρωσε σχετικά τη βρετανική πρεσβεία στην Ουάσιγκτον ότι «ανεξάρτητα από τα ζητήματα που αφορούσαν τη διατήρηση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, είναι φανερό σε αυτούς (στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ) πως η Ελλάδα θα είχε ανάγκη εξωτερικής οικονομικής βοήθειας μετά από το 1952 με τη μία ή την άλλη μορφή». Προς το παρόν δεν είχαν καμιά συγκεκριμένη ιδέα για το ποια μορφή θα μπορούσε να πάρει αυτή η βοήθεια και υπήρξαν ιδιαίτερα προσεκτικοί στο να μη δώσουν την εντύπωση στους Ελληνες ότι θα είχαν ανάγκη εξωτερικής βοήθειας μετά και από τη λήξη της Βοήθειας Μάρσαλ. (185)

Σε αυτές τις συνθήκες, εντάθηκε η θεωρητική και πολιτική διαμάχη για τις αιτίες της καθυστέρησης της βιομηχανικής ανάπτυξης. Οξύνθηκε η συζήτηση για τα αίτια της καθυστέρησης του προγράμματος ανασυγκρότησης. Η άμεση ανάμειξη των αξιωματούχων των ΗΠΑ -συμβουλών, εμπειρογνωμόνων, επιτηρητών- στα οικονομικά επιτελεία τροφοδοτούσε το γενικό κλίμα απόδοσης άμεσων πολιτικών ευθυνών στις ΗΠΑ για την πορεία της ανασυγκρότησης στην Ελλάδα.

Η κριτική του αστικού Τύπου εκείνης της εποχής, βεβαίως και μέρους των αστών πολιτικών, σχετιζόταν και με τις αντιθέσεις των συμμάχων της Ελλάδας στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Είναι χαρακτηριστική η σχετική εκτίμηση του υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας στις αρχές του 1952:

«Ο ανταγωνισμός μεταξύ Αμερικάνων και Αγγλων συνεχίζεται εκ του αφανούς... Κατά τας ιδίας πληροφορίας οι Αγγλοι πιστεύουν ότι οι Αμερικάνοι επιδιώκουν να τους εκτοπίσουν εκμηδενιζομένης της επιρροής των από οικονομικής και πολιτικής πλευράς επί της Ελλάδος, αλλά δεν πιστεύουν ότι θα επιτύχει η τοιαύτη προσπάθεια των Αμερικανών, τουναντίον διαβλέπουν ότι η ακολουθούμενη τακτική εκ μέρους των Αμερικανών αναμιγνυομένων εμφανώς εις την εσωτερικήν και στρατιωτικήν κατάστασιν της Ελλάδος, θα έχει δυσαρέστους συνεπείας δι' αυτούς...

Ούτω οι Αμερικάνοι ετορπίλισαν διαφόρους προσφοράς Αγγλικών και Γαλλικών κύκλων προτιθεμένων να εγκαταστήσουν βιομηχανίας εν Ελλάδι και εσαμποτάρησαν εξαγωγάς ελληνικών προϊόντων και δη εις την Δυτικήν Γερμανία». (186)

Στην πραγματικότητα, οι προθέσεις των ΗΠΑ τροποποιήθηκαν, βλέποντας την ελληνική πραγματικότητα. Οσον αφορά το σκέλος της «βοήθειας» για την οικονομική ανασυγκρότηση, αρχικά οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ εμφανίζονταν υπέρ του προσανατολισμού τους προς επενδυτικά έργα αναπτυξιακής υποδομής και λιγότερο σε έργα οικισμού - στέγασης και βραχυπρόθεσμης ανάπτυξης. Στη συνέχεια, ιδίως από το 1950 και ύστερα, η Αμερικανική Αποστολή, που χειριζόταν τη βοήθεια του Σχεδίου Μάρσαλ (ECA), φρόντιζε να διατηρεί αδιάθετο μεγάλο μέρος των δραχμών της βοήθειας. Ετσι, δε μεταφέρονταν στον προϋπολογισμό σημαντικά ποσά από τις δραχμές αυτές. Σημαντικό μέρος του αδιάθετου ποσού προοριζόταν για να καλύψει μελλοντικά το άνοιγμα των λογαριασμών του Δημοσίου στην Τράπεζα της Ελλάδος και έτσι να αποφευχθεί η έκδοση πληθωριστικού χαρτονομίσματος.

Εξέχοντες Ελληνες αστοί οικονομολόγοι (187) άσκησαν δριμύτατη κριτική στον τρόπο χρησιμοποίησης της αμερικανικής βοήθειας, μεταξύ αυτών οι καθηγητές Ξενοφών Ζολώτας και Αγγελος Αγγελόπουλος. Σύμφωνα με παρατηρήσεις τους, το κυβερνητικό σχέδιο βιομηχανικής ανασυγκρότησης δε στηρίχτηκε σε αναλόγων απαιτήσεων τεχνικό κρατικό πρόγραμμα και λειτουργικές προϋποθέσεις, με αποτέλεσμα να μην πραγματοποιηθεί η κύρια επιδίωξη του προγράμματος ανασυγκρότησης, δηλαδή η δημιουργία των βασικών βιομηχανιών που προέβλεπε. (188)

Η σύνταξη του περιοδικού Νέα Οικονομία υποστήριζε ότι:

«... Στην πραγματικότητα όμως το κριτήριο που επικράτησε κατά τα πρώτα χρόνια κατά την επιλογή των έργων ήταν η μεγαλύτερη ευκολία πραγματοποίησης, που στην ουσία σήμαινε να δαπανάται η βοήθεια οπωσδήποτε για να μη μείνει αχρησιμοποίητη». (189) Χαρακτήριζε δε την οικονομική άνθηση των τριών πρώτων χρόνων του Σχεδίου Μάρσαλ (που βελτίωνε προσωρινά την κατάσταση από την άποψη της απασχόλησης, χωρίς όμως να συμβάλει ουσιαστικά στην οικονομική ανάπτυξη) ως προϊόν μιας σπατάλης πόρων, από την οποία επωφελήθηκαν ορισμένες κοινωνικές τάξεις και στρώματα και όχι η εθνική οικονομία ως σύνολο.

Και άλλοι οικονομολόγοι μεταγενέστερης περιόδου είχαν κριτική τοποθέτηση για τον τρόπο αξιοποίησης του Σχεδίου Μάρσαλ. Κριτική άσκησαν και σε άλλες πλευρές της κυβερνητικής πολιτικής. (190)

Επισημαίνεται ακόμα ότι κατά τα πρώτα δύο χρόνια του Σχεδίου Μάρσαλ (1948 - 1949), και από τη μέχρι τότε αδυναμία του αστικού κυβερνητικού στρατού να αντιμετωπίσει νικηφόρα το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας, οι ελληνικές κυβερνήσεις προσανατολίζονταν όλο και περισσότερο στις δαπάνες για αύξηση της «οροφής» του στρατεύματος, παρά τις επιφυλάξεις έως και αντιρρήσεις των ΗΠΑ. (191) Και αυτό, γιατί οι ΗΠΑ δε θεωρούσαν ότι η ήττα του ΔΣΕ απαιτούσε υποχρεωτικά αύξηση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων.

Στα ελληνικά κυβερνητικά επιτελεία, αλλά και στις ΗΠΑ, υπήρχε έντονη ανησυχία για το γεγονός ότι δεν είχε πραγματοποιηθεί η νομισματική σταθεροποίηση μέχρι το 1952, παρά τα αλλεπάλληλα μέτρα και την αμερικανική βοήθεια. Οι επιπτώσεις του πληθωρισμού και της μεγάλης κερδοσκοπίας για τα λαϊκά στρώματα (μισθωτούς και αγρότες) ήταν τόσο μεγάλες, που προκαλούσαν ανησυχία σε τμήμα των αστικών πολιτικών δυνάμεων για την προοπτική επίτευξης οικονομικής και πολιτικής σταθεροποίησης.

Σε αυτό το έδαφος αναπτύχθηκε η αστική θεωρητική και πολιτική διαμάχη για τις αναλογίες μεταξύ σταθεροποίησης και ανάπτυξης, γεωργίας και βιομηχανίας, παραδοσιακών κλάδων της μεταποίησης και νέων βιομηχανικών κλάδων με αξιοποίηση εγχωρίων πρώτων υλών, εκσυγχρονισμού και επέκτασης παλιών βιομηχανικών μονάδων ή δημιουργίας νέων μονάδων κ.λπ.

Σε όλη αυτήν τη συζήτηση εμπλέκονταν από θέσεις ισχύος οι επιτελείς των ΗΠΑ, (192) ανάλογα με τα κάθε φορά συμφέροντα της εξωτερικής τους πολιτικής, χρησιμοποιώντας συχνά γλωσσικό ύφος επικυρίαρχου. Αυτό γινόταν πιο έντονα κατά τα χρόνια της δωρεάν αμερικανικής οικονομικής βοήθειας και όσο ο κρατικός μηχανισμός στην Ελλάδα ήταν εξαρθρωμένος.

Η οξύτητα που εμφάνιζε η αντιπαράθεση τμήματος των αστικών πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα με τις ΗΠΑ, σε σχέση με το ζήτημα του προγράμματος εκβιομηχάνισης, (193) ήταν συχνά η επιφάνεια συνολικότερων διπλωματικών και πολιτικών διαπραγματεύσεων, πιέσεων και ελιγμών.

Στην ουσία, το κύριο χαρακτηριστικό της αμερικανικής παρέμβασης δεν ήταν η αποτροπή της εκβιομηχάνισης, αλλά η αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των αμερικανικών εισροών, με στόχο τη σταθεροποίηση του καπιταλισμού στην Ελλάδα και τη στέρεη ενσωμάτωσή της στα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα των ΗΠΑ στην ευρύτερη περιοχή.

(Συνεχίζεται)

----------------------------------------------------------

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

179. Η Μ. Δρίτσα αναφέρει στους πρωτοστάτες αυτής της άποψης την Εθνική Τραπεζα (βλ. Βιομηχανία και Τράπεζες στην Ελλάδα του μεσοπολέμου, εκδ. Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τράπεζας, σελ. 202. Αθήνα, 1990).

180. Ξ. Ζολώτας, Νομισματικές και Οικονομικές μελέτες, τόμ. Α. σελ. 152. έκδ. Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα, 1997.

181. Στην Εκθεση του FAO αναφέρεται: «Η Ελλάς έχει μεγάλας δυνατότητας δι' ευρυτέραν βιομηχανικήν ανάπτυξιν και δι' εξ αυτής προερχομένην αύξησιν της αναλογίας των απασχολουμένων εις την βιομηχανίαν και εις μη γεωργικάς εργασίας. Δεν ήτο έργον της Αποστολής ταύτης η λεπτομερής έρευνα τοιούτων βιομηχανικών δυνατοτήτων ή η πρότασις μέτρων διά την προώθησιν ταχυτέρας αναπτύξεώς των. Εν τούτοις λόγω του επείγοντος της εκμεταλλεύσεως των δυνατοτήτων μιας μη γεωργικής απασχολήσεως εν Ελλάδι (...) προτάσεις επί του ζητήματος τούτου συμπεριλήφθησαν (...) εις τας συστάσεις της Αποστολής».

«Η Αποστολή συνιστά όπως η ελληνική Κυβέρνησις υιοθετήση ως μακροχρόνιον αντικειμενικόν σκοπόν της την μετατροπήν της Ελλάδος από κυρίως αγροτικήν χώραν, η οποία χρησιμοποιεί κατά το πλείστον αρχέγονους μεθόδους, εις χώραν περισσότερον εκβιομηχανισμένην και χρησιμοποιούσαν συγχρονισμένας μεθόδους τόσον εις την γεωργίαν όσον και εις την βιομηχανίαν». (Βλ. Ξ. Ζολώτας, Νομισματικές και Οικονομικές Μελέτες 1945-1996, τόμ. Α', έκδ. Τράπεζα της Ελλάδος, σελ. 230. Αθήνα 1997.)

182. Η κεϊνσιανή οικονομική πολιτική στηρίζεται στην οικονομική θεωρία του Αγγλου αστού οικονομολόγου John Maynard Keynes (Τζ. Μ. Κέινς, 1883-1946). Ο Β. I. Λένιν εκτίμησε ότι ο Κέινς με το έργο του Οι οικονομικές συνέπειες της συνθήκης των Βερσαλλιών (1919) «έφθασε στο συμπέρασμα πως μετά από τη συνθήκη των Βερσαλλιών η Ευρώπη και ολόκληρος ο κόσμος οδηγούνται στη χρεοκοπία» (βλ. Β. I. Λένιν, «Το II Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς», Απαντα, τόμ. 41, σελ. 219, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1983, και Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 16, σελ. 694).

Κορυφαίο έργο του Κέινς είναι Η γενική θεωρία της απασχόλησης, του τόκου και του χρήματος (1936) (ελληνική έκδοση από τις εκδόσεις Παπαζήση, 2001).

Ο Κέινς διατύπωσε τη θεωρία για την αναγκαιότητα κρατικής ρύθμισης της καπιταλιστικής οικονομίας μέσω των Αμεσων Κρατικών Επενδύσεων και της παρέμβασης στη λεγόμενη «ενεργή ζήτηση», ώστε να ελεγχθεί η μεγάλη οικονομική κρίση και να επιταχυνθεί η αναζωογόνηση της οικονομίας. Επεξεργάστηκε ανάλογο πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής του αστικού κράτους.

Οι θεωρίες του Κέινς αξιοποιήθηκαν από μια σειρά αστικές κυβερνήσεις και κόμματα και όχι μόνο από τη σοσιαλδημοκρατία (π.χ., Χίτλερ στη Γερμανία, η Πολιτική του New Deal στις ΗΠΑ τη δεκαετία 1930), ιδιαίτερα στις συνθήκες της προετοιμασίας για το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η εφαρμογή των θέσεών του όπως ήταν φυσικό δεν έδωσε διέξοδο στις εγγενείς αντιφάσεις του καπιταλισμού. Ετσι μετά από την οικονομική κρίση 1929-1933 και παρόλο ότι σε μια σειρά χώρες πάρθηκαν μέτρα κεϊνσιανού τύπου, το 1938 μια νέα ύφεση έπληξε τον καπιταλιστικό κόσμο, η οποία βρήκε διέξοδο στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Μετά από τον πόλεμο η πολιτική κρατικής στήριξης της καπιταλιστικής ανασυγκρότηοης ονομάστηκε νεοκεϊνσιανισμός και παρόλο που ακολουθήθηκε περισσότερο ή λιγότερο απ' όλες τις αστικές κυβερνήσεις (φιλελεύθερες και σοσιαλιστικές ή συνεργασίας) της καπιταλιστικής Δυτικής Ευρώπης, ταυτίστηκε με τους σοσιαλδημοκράτες, αφού αυτοί παρουσίαζαν αυτά τα μέτρα ως δρόμο για το σοσιαλισμό.

183 Αγγελος Αγγελόπουλος, «Ανάγκη δυναμικού και ισορροπημένου Προγραμματισμού», Νέα Οικονομία, τόμ. 1965. σελ. 332, Απρίλης 1965.

184. Επιθεώρησις Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών, τεύχ. 1, 1952, Πέτρου Κουβέλη, «Οι δυνατότητες εκβιομηχανίσεως της Ελλάδος», σελ. 60-69 και Κυριάκος Βαρβαρέσος, «Εκθεσις επί του οικονομικού προβλήματος της Ελλάδος», σελ. 462-463, Αθήνα. 1952.

185. Dispatch no. 130, dated 17th February 1950, from H. M.'s Ambassador in Washington to the Secretary of State for Foreign Affairs (Public Record Office).

186. Πληροφοριακό σημείωμα (18.1.1952) στο Φάκελο 98.2 (1952), Ιστορικό και Διπλωματικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών.

187. Αντιπροσωπευτική είναι η τοποθέτηση του Ξ. Ζολώτα στο άρθρο του στο Βήμα, 8.1.1949, «Προοπτική ανασυγκροτήσεως».

188. Η κριτική προσέγγιση, τηρουμένων των αναλογιών, θυμίζει την κριτική (και του ΙΟΒΕ) για την αξιοποίηση του Α και εν μέρει και του Β Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης (ΚΠΣ). (Βλ. Τμήμα Οικονομίας της KE του KKE, Γ' ΚΠΣ, κριτική παρουσίαση των στόχων, επιλογών και της κατανομής των πόρων, Ιούνης 2001, σελ. 18. [Ενθετο φυλλάδιο στον Κυριακάτικο Ριζοσπάστη].)

189. «Το τέλος του Σχεδίου Μάρσαλ», Νέα Οικονομία, σελ. 337-338, Αύγουστος 1952.

190. Ο Ξ. Ζολώτας, σε υπόμνημά του (Ιούνης 1952) κριτικάρει την απόφαση απότομου περιορισμού του ρυθμού αύξησης των πιστώσεων από τα διαθέσιμα της Τράπεζας της Ελλάδος. (Βλ. Νέα Οικονομία, σελ. 319, 1952.)

191. Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδος, Η Ελλάδα στο μεταίχμιο ενός νέου κόσμου, τόμ. Α', σελ. 86-87, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 2002.

192. Στις 31.3.1950, στην επιστολή του Αμερικανού πρέσβη, τη γνωστή «Επιστολή Grady», είχε διατυπωθεί η άποψη της κυβέρνησης των ΗΠΑ για μέτρα δημοσιονομικής σταθεροποίησης (πάγωμα των μισθών, μείωση των στρατιωτικών δαπανών, πάγωμα των προσλήψεων στο Δημόσιο) και μεταρρυθμίσεων (στο φορολογικό και σε κίνητρα επενδύσεων στη βιομηχανία). Τμήμα του ελληνικού αστικού Τύπου εναντιώθηκε στην «Επιστολή Grady» με αιχμή το προτεινόμενο από τις ΗΠΑ πλαίσιο οικονομικής πολιτικής. Ωστόσο, η αντιπαράθεση ήταν κυρίως πολιτική. Η παρέμβαση Grady εξέφραζε τη διαφωνία των ΗΠΑ στην κυβερνητική επιλογή που προωθούσε ο βασιλιάς (κυβέρνηση Φιλελευθέρων και Λαϊκού Κόμματος).

193. Μέχρι τις αρχές του 1952 το ενεργειακό πρόγραμμα είχε απορροφήσει λίγο λιγότερο από το μισό των εγκεκριμένων πόρων. Τον Αύγουστο του 1950 ιδρύθηκε η ΔΕΗ, που θα αναλάμβανε την υλοποίηση του προγράμματος. (Βλ. Γ. Σταθάκης, Το δόγμα Τρούμαν και το Σχέδιο Μάρσαλ, σελ. 345, εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα. 2004.)