Με αφορμή το νομοσχέδιο της κυβέρνησης για την αναδιάρθρωση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, έχει σημασία να τεθεί στο επίκεντρο του προβληματισμού το ζήτημα της λαϊκής ανάγκης για ολόπλευρη μόρφωση, τι καθορίζει την επικαιρότητα αυτής της απαίτησης, τι είναι τελικά μόρφωση σε αντιδιαστολή με την πληροφόρηση, τις δεξιότητες, κτλ. Να κατανοείται δηλαδή όσο γίνεται βαθιά και πλατιά ότι το σύνθημα «εργάτη κάνε υπόθεση δική σου το μέλλον και τη μόρφωση που θα 'χει το παιδί σου», δεν έχει να κάνει μόνο με την απαίτηση η λαϊκή οικογένεια να ανεβάσει τις απαιτήσεις της στο ζήτημα της μόρφωσης των παιδιών της, αλλά κυρίως με την ανάδειξη των δυνατοτήτων της εποχής μας για σύγχρονη γενική εκπαίδευση για όλα τα παιδιά, η οποία μπορεί να ικανοποιηθεί όταν η κοινωνία οργανωθεί με κριτήριο την ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών, κόβοντας το γόρδιο δεσμό της εκμετάλλευσης και καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.
Η πρόταση του ΚΚΕ για το Ενιαίο Δωδεκάχρονο σχολείο για όλα τα παιδιά μέχρι τα 18 έτη, αποτελεί απάντηση από τη σκοπιά των σύγχρονων λαϊκών αναγκών, των εξελίξεων στην επιστήμη και στην παραγωγή και είναι άρρηκτα δεμένη με το σοσιαλισμό.
Μόρφωση ή μόνο πληροφορίες και δεξιότητες;
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Ενωση γνώση είναι το αποτέλεσμα της αφομοίωσης πληροφοριών μέσω της μάθησης. Φυσικά η μάθηση είναι μια διαδικασία που δεν ταυτίζεται με την εκπαίδευση. Μαθαίνω στο δρόμο ότι ο Γιώργος χώρισε με τη Μαρία, αλλά αυτό δεν είναι γνώση! Η επιλογή αυτή από την πλευρά του κεφαλαίου δεν είναι καθόλου τυχαία, ούτε είναι προϊόν άγνοιας. Εκεί ακριβώς το πάνε. Η μάθηση να είναι η ομπρέλα στην εκπαιδευτική διαδικασία, γι' αυτό και η διά βίου μάθηση θεωρείται σε όλα τα ευρωενωσιακά κείμενα, η βασική-στρατηγική επιλογή που καθορίζει όλες τις άλλες.
Το ερώτημα που καλοπροαίρετα μπορεί κάποιος να θέσει είναι: μα δε χρειάζονται «πρακτικές γνώσεις», δεξιότητες; Μήπως, τελικά, υπερασπίζεται το ΚΚΕ μια εκπαιδευτική διαδικασία πιο «κλασική», θεωρητίστικη, που έχει ξεπεραστεί από τις εξελίξεις στην παραγωγή και στην επιστήμη; 'Η, αλλιώς, δεν υπάρχει ανάγκη αλλαγών και μεταρρυθμίσεων;
Αυτό που αλλάζει στο αστικό σχολείο δε συνιστά και φιλολαϊκή επιλογή. Πρόκειται για μια στροφή από το σχολείο του αποθησαυρισμού των γνώσεων που είναι μονόπλευρα προσανατολισμένο προς τη μηχανική συσσώρευση στείρων και αποσπασματικών στην πλειονότητά τους γνώσεων, αποστεωμένο από τη ζωή, σε αυτό της αφομοίωσης πληροφοριών, από ένα σχετικά ενιαίο σύνολο γνώσεων σε αυτό των κατακερματισμένων μονοπατιών μάθησης.
Και στις δυο περιπτώσεις, όμως, απουσιάζει η ενιαία γενική επιστημονική θεώρηση του φυσικού και κοινωνικού κόσμου, κυριαρχεί σε κάθε περίπτωση η απουσία συνδέσεων στο επίπεδο της ουσίας των ζητημάτων, η διακοπή της συνέχειας στην ερμηνεία του κόσμου, η άρνηση της αιτιοκρατίας στην κοινωνία. Και αυτό αποτελεί πρόβλημα κοσμοθεωρητικού χαρακτήρα καθώς η αστική φιλοσοφία, η αστική επιστήμη στο σύνολό της δεν μπορεί και δεν επιδιώκει να αντιμετωπίσει τον κόσμο στην ουσία του και στην ολότητά του.
Η εξέλιξη της επιστήμης, η πληθώρα των γνώσεων και των μέσων, κάνει επιτακτική την επέκτασή της, καθοριστικής για τη μετέπειτα πορεία του ανθρώπου, βασικής εκπαίδευσης.
Οι αστοί θεωρούν μόρφωση την πληροφορία, τη δεξιότητα και την ωφέλιμη γι' αυτούς συμπεριφορά. Η πραγματικότητα είναι ότι η μόρφωση σήμερα έχει ουσιαστικότερες απαιτήσεις κι η εκπαίδευση σημαντικότερο και διακριτό ρόλο σ' αυτήν. Η διεύρυνση του πεδίου των γνώσεων συνδέεται με νέες δυνατότητες για τη γενική μόρφωση του ανθρώπου, που μπορεί να απαλλαχτεί από την εγκυκλοπαιδική συσσώρευση γνώσεων -δουλειά που σε μεγάλο βαθμό μπορεί να την αναλάβει σήμερα κι η μνήμη του ηλεκτρονικού υπολογιστή- και να συγκεντρωθεί στις πιο γενικές τους συσχετίσεις και στην εφαρμογή τους στη ζωή και στην κοινωνία, στην κατανόηση των γενικότερων νόμων της φυσικής και κοινωνικής εξέλιξης, στην ενιαία διαλεκτική θεώρηση της ίδιας της γνώσης. Η γενική θεώρηση του κόσμου είναι όχι μόνο δυνατή αλλά κι απαραίτητη για τον καθένα, και για τις εξειδικευμένες πανεπιστημιακές σπουδές αλλά ισχύει πολύ περισσότερο για το βασικό σχολείο.
Τι σχολείο θέλουμε;
Το σχολείο δεν πρέπει να πνίγει τους μαθητές στο πέλαγος από τις καινούριες και δευτερεύουσες για τη βασική εκπαίδευση γνώσεις. Κι αν παύει να είναι απλή αποθήκη των γνώσεων και των πληροφοριών, τώρα που το επίπεδο της επιστημονικής γνώσης είναι υψηλό κι αδύνατο ο μαθητής όλα να τα μάθει, έχει όμως ακόμα μεγαλύτερο ρόλο, να βοηθήσει τον άνθρωπο να διαμορφώσει κριτήριο για να επιλέγει, μέσα στον καταιγισμό των πληροφοριών, το θησαυρό της αληθινής γνώσης από τη σαβούρα, και παράλληλα να οργανώσει και την ίδια την προσωπικότητά του σε σύνολο οργανικά συγκροτημένο, που να εξασφαλίζει τη συναισθηματική και βουλητική του ισορροπία. Η εκπαιδευτική διαδικασία δεν μπορεί επομένως να περιορίζεται στην εκμάθηση κάποιων τεχνικών και στην απόκτηση κάποιων δεξιοτήτων.
Η συνεχής συσσώρευση θεωρητικών και ασύνδετων γνώσεων έχει οδηγήσει σε οριακό σημείο την εκμετάλλευση του διαθέσιμου σχολικού χρόνου και σε δοκιμασία τις μαθησιακές ικανότητες του νέου ανθρώπου. Η αποσπασματικότητα κυριαρχεί. Ταυτόχρονα, η αποσπασματικότητα των παρεχόμενων γνώσεων εξυπηρετεί και μια προσπάθεια ιδεολογικής χειραγώγησης, υποκατάστασης της επιστημονικής φιλοσοφικής θεώρησης του κόσμου από ανορθολογικές, ψευτοεπιστημονικές και θρησκευτικές προσεγγίσεις, πρόσφορο έδαφος για την αποδοχή της κυρίαρχης πολιτικής. Επειτα ο τρόπος απόκτησης της γνώσης με τα δεδομένα αυτά δεν μπορεί παρά να είναι παθητικός - η μηχανική απομνημόνευση, η αποστήθιση. Η λειτουργία του σχολείου περιορίζεται στις διαλέξεις στην τάξη (=έτοιμη γνώση) και στα βιβλία (=έμμεση γνώση). Ομως, δημιουργική προσωπικότητα διαμορφώνει η γνώση που αποκτιέται με την ενεργό και δημιουργική συμμετοχή του παιδιού. Για να γίνει ο μαθητής υποκείμενο της μαθησιακής διαδικασίας και να αφομοιώνει τη γνώση, χρειάζεται να περνάει από την τάξη στο πειραματικό εργαστήριο και στην ίδια τη ζωή. Το σχολείο πρέπει να επιλέξει τα στοιχεία εκείνα, που ο νέος μπορεί να συναντήσει και να κρίνει στην πράξη, για να διαμορφώσει μια επιστημονική θεώρηση του κόσμου, κριτική και δημιουργική στάση ζωής.
Το ζητούμενο από το Ενιαίο Δωδεκάχρονο Βασικό σχολείο είναι, μέσα από την παρατήρηση της φύσης και την επαφή με τα επιτεύγματα του ανθρώπινου πολιτισμού, μέσα από το επιστημονικό πείραμα και την επαφή με την κοινωνική ζωή, να αναγνωρίσουν οι μαθητές τους πιο γενικούς νόμους της φυσικής και κοινωνικής εξέλιξης και του ρόλου του ανθρώπου μέσα σ' αυτήν, άσχετα αν αύριο θα γίνουν φυσικοί ή κοινωνιολόγοι. Το ζήτημα δεν είναι να περιλάβει το πρόγραμμα του σχολείου όλα τα επιστημονικά αντικείμενα της επόμενης βαθμίδας, για να προϊδεάσουμε τους ανυποψίαστους μαθητές. Για παράδειγμα, το κύριο για τη βασική εκπαίδευση δεν είναι να διδαχθεί το παιδί «θεατρολογία», αλλά η δραματουργική παρουσίαση λογοτεχνικών κειμένων, η επαφή με το ίδιο το θέατρο μέσα κι έξω από το σχολείο, αυτή είναι η αισθητική αγωγή του παιδιού που θα είχε σημασία, που θα λειτουργούσε ενισχυτικά στο διαπαιδαγωγητικό έργο του σχολείου.
Τίποτε λιγότερο: το σχολείο πρέπει να είναι και ενιαίο και δωδεκάχρονο
Η καθολική γενική μόρφωση είναι το πρώτο σκαλοπάτι για την ανύψωση της γενικής πολιτιστικής στάθμης του λαού. Τη λαϊκή παιδεία έρχεται να υπηρετήσει το ενιαίο σχολείο, δηλαδή η δημιουργία αποκλειστικά ενός τύπου σχολείου.
Και εδώ ακριβώς έρχεται να προστεθεί ένα πρόβλημα γενικότερης φύσης, ο διαχωρισμός σε επικαθήμενα τμήματα (δημοτικό - γυμνάσιο - λύκειο), που συνδέεται με το ενιαίο της εκπαιδευτικής διαδικασίας και τη διαφοροποίησή της με βάση τα στάδια της ανάπτυξης του παιδιού. Αυτό στο αστικό σχολείο αντιμετωπίζεται με ταξική σκοπιμότητα, με διάσπαση των επικαθήμενων τμημάτων. Ο διαχωρισμός σε βαθμίδες και μορφές εκπαίδευσης, που έχουν αναπτυχθεί στην πορεία της ιστορικής διαδρομής της εκπροσωπεί ξεπερασμένα στάδια κοινωνικής ανάπτυξης. Σήμερα που η ανάγκη για λαϊκή εκπαίδευση είναι διευρυμένη, πολύ περισσότερο αν απαιτείται να διαρκέσει ως την ενηλικίωση του νέου ανθρώπου, η επέκταση του βασικού κορμού της εκπαίδευσης βάζει πιο επιτακτικά το ζήτημα της ενιαίας θεώρησης και πραγμάτωσής της.
Από τη σκοπιά των σύγχρονων μορφωτικών λαϊκών αναγκών ενιαία βασική εκπαίδευση και επέκταση της υποχρεωτικής δε μπορεί να υπάρξει με διαχωρισμό των βαθμίδων, με αυτοτελή ύπαρξη του σημερινού Λυκείου, προσανατολισμένου σε όσους θα συνεχίσουν στα ΑΕΙ και τις ΕΠΑΛ και ΣΕΚ για αυτούς που θα συνεχίσουν στα ΙΕΚ ή θα βγουν κατευθείαν στην αγορά εργασίας. Και αν πράγματι η βαθμίδα του Λυκείου αποτελεί «υπόλειμμα» ξεπερασμένων σταδίων ανάπτυξης, τότε μήπως η φιλολογία που συνοδεύει τις σύγχρονες αλλαγές για το Λύκειο και υποστηρίζει ότι αυτό πρέπει «να ξαναβρεί το χαμένο χαρακτήρα του», εννοεί επί της ουσίας μια εκσυγχρονισμένη αντιδραστική επαναφορά του ελιτίστικου Λυκείου;
Αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ επί της ουσίας τα ίδια λέει. Το Λύκειο -με βάση την πρότασή του- παραμένει αποσπασμένο από τη βασική - γενική εκπαίδευση και διατηρείται σαν ξεχωριστό σχολείο μετά το Δημοτικό και το Γυμνάσιο. Διά της τεθλασμένης τελικά ένα πράγμα επιβεβαιώνει η θέση τους για το Λύκειο: εκπαιδευτική βαθμίδα προετοιμασίας και προεπιλογής για τα ΑΕΙ.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:
Τμήμα Παιδείας και Ερευνας της ΚΕ του ΚΚΕ