Μην παραδοθείς...

Μην παραδοθείς...

Κυριακή 18 Αυγούστου 2013

ΒΡΕΤΑΝΙΑ Προς μπαράζ ιδιωτικοποιήσεων στον αμυντικό τομέα

 

Σε επιτάχυνση των βημάτων ιδιωτικοποίησης δομών και υπηρεσιών του προχωρά το βρετανικό υπουργείο Αμυνας στο πλαίσιο των γενικότερων περικοπών στο δημόσιο τομέα, πυροδοτώντας έντονες αντιπαραθέσεις και προβληματισμούς, εντός και εκτός Βρετανίας, για το ποιες μπορεί να είναι οι συνέπειες μιας τέτοιας επιλογής, αφού πλέον ανοίγει ο δρόμος στα μονοπώλια να ελέγχουν άμεσα και χωρίς κανέναν περιορισμό τα ίδια τα θεμέλια των στρατιωτικών σχηματισμών και κατ' επέκταση τον προσανατολισμό και τις επιλογές τους. Οι ιδιωτικοποιήσεις γίνονται στο πλαίσιο του προγράμματος λιτότητας που η κυβέρνηση Κάμερον υλοποιεί από το 2010 και προβλέπει μείωση του προϋπολογισμού του υπουργείου Αμυνας κατά 8%.

Στο πλαίσιο των περικοπών αυτών έχει, ήδη, ανακοινωθεί μείωση των δαπανών για στρατιωτικούς εξοπλισμούς κατά 183 δισεκατομμύρια ευρώ από το 2012 μέχρι το 2020 καθώς και μείωση κατά 17,7 δισεκατομμύρια ευρώ του κόστους των αμυντικών υπηρεσιών στα μετόπισθεν (όλων των δραστηριοτήτων πλην όσων σχετίζονται με το πεδίο των μαχών) μέσα σε μια 10ετία μέχρι το τέλος του 2020. Παράλληλα, προβλέπεται μείωση και του δυναμικού του βρετανικού τακτικού στρατού από 102.000 σε 82.000 άτομα μέχρι το 2020.

Ηδη από το Μάρτη, η κυβέρνηση συνεργασίας Συντηρητικών και Φιλελεύθερων Δημοκρατών υπό τον Ντέιβιντ Κάμερον είχε ανακοινώσει την παραχώρηση των υπηρεσιών εναέριας διάσωσης σε στεριά και θάλασσα στον αμερικανικό όμιλο «Bristow» έναντι 1,8 δισεκατομμυρίων ευρώ. Τις συγκεκριμένες υπηρεσίες εδώ και 70 χρόνια παρείχαν η Πολεμική Αεροπορία και το Πολεμικό Ναυτικό με την υποστήριξη της Ακτοφυλακής. Το νέο καθεστώς θα τεθεί σε ισχύ από τις αρχές του 2015 και κατά τη συμφωνία θα διαρκέσει επτά χρόνια με δυνατότητα επέκτασής του στα δέκα, αλλά και περαιτέρω αναδιαπραγμάτευσης.

Διαπραγματεύσεις πώλησης για την υπηρεσία εξοπλισμού

Στις αρχές του Ιούλη, πηγές της αμυντικής βιομηχανίας υποστήριζαν ότι η κυβέρνηση Κάμερον προχώρησε ένα βήμα παραπέρα ανοίγοντας τη διαδικασία κατάθεσης προτάσεων για την ιδιωτικοποίηση της Υπηρεσίας Αμυντικού Εξοπλισμού και Υποστήριξης, η οποία μέχρι σήμερα λειτουργεί με προσωπικό του υπουργείου. Για τη συγκεκριμένη, κρίσιμης σημασίας όπως γίνεται αντιληπτό, Υπηρεσία το υπουργείο το 2012 διέθεσε σχεδόν το μισό προϋπολογισμό του, ύψους 39,7 δισεκατομμυρίων ευρώ.

Κατά τις ίδιες πάντα πηγές, ενδιαφέρον έχουν εκφράσει 20 εταιρείες, μεταξύ των οποίων φέρονται να συγκαταλέγονται οι «Bechtel», «CH2M Hill», «BAE Systems Finmeccanica» και η «Balfour Beatty», ενώ ενδιαφέρον να αναλάβουν την επίβλεψη της διαδικασίας ιδιωτικοποίησης φαίνεται να έχουν εκφράσει μεταξύ άλλων οι εταιρείες συμβούλων «PricewaterhouseCoopers» και «Deloitte». Οι σχετικές διαπραγματεύσεις με τη βρετανική κυβέρνηση, όπως όλα δείχνουν, έχουν ήδη αρχίσει και στόχος είναι μέχρι το τέλος του έτους να έχει επιλεγεί ένας μικρός αριθμός προσφορών προκειμένου να ληφθούν οι τελικές αποφάσεις εντός 18μήνου.

Επισήμως, η βρετανική κυβέρνηση δε σχολίασε τη δημοσιοποίηση των πληροφοριών περί έναρξης της διαδικασίας ιδιωτικοποίησης με την κατάθεση των προσφορών. Εντούτοις, ο υπουργός Αμυνας, Φίλιπ Χάμοντ, από τις αρχές Ιουνίου, είχε αναφερθεί στην προοπτική ιδιωτικοποίησης της Υπηρεσίας Αμυντικού Εξοπλισμού και Υποστήριξης με το επιχείρημα ότι είναι μια κίνηση που μπορεί να συνεισφέρει στη γενικότερη προσπάθεια περιστολής των αμυντικών δαπανών.

Σε μια προσπάθεια να «απαντήσει», δε, στις σφοδρές επικρίσεις ως προς την επιλογή αυτή, οι οποίες επικεντρώνουν στο γεγονός ότι πλέον δεν θα είναι το βρετανικό κράτος αυτό που θα ελέγχει τις ανάγκες εξοπλισμού του συνόλου του στρατεύματος αλλά ιδιώτες, ο Χάμοντ είχε δηλώσει ότι η Υπηρεσία παραμένει υπό κρατικό έλεγχο και ιδιοκτησία αλλά απλώς δίνεται η λειτουργία της υπό τη μορφή υπεργολαβίας σε ιδιώτη. Οι διευκρινίσεις του Χάμοντ δεν έπεισαν πάντως όσους τονίζουν ότι η ανάληψη από ιδιώτες των καθηκόντων της Υπηρεσίας Αμυντικού Εξοπλισμού και Υποστήριξης, τους δίνει πρόσβαση σε απόρρητα στρατιωτικά στοιχεία.

Ενστάσεις φέρεται να έχει εκφράσει και το Πεντάγωνο, καθώς ΗΠΑ και Βρετανία διαθέτουν ορισμένα κοινά προγράμματα εξοπλιστικών προμηθειών, γεγονός που προκαλεί ανησυχία στην Ουάσιγκτον απέναντι στο ενδεχόμενο διαρροών. Επιπλέον, υπάρχει και το ενδεχόμενο να προκύψουν αρκετές περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων, αφού αρκετές από τις προαναφερθείσες εταιρείες προμηθεύουν και σήμερα με εξοπλισμό τον βρετανικό στρατό οπότε δεν αποκλείεται, μετά το πέρας του διαγωνισμού, η ίδια εταιρεία ή κοινοπραξία εταιρειών να κληθεί να επιλέξει προμηθευτή από μια γκάμα εταιρειών μεταξύ των οποίων και η ίδια.

Στο «σφυρί» η μία μετά την άλλη οι αμυντικές υπηρεσίες

Τον ίδιο μήνα, τον Ιούνη, στο τελικό της στάδιο εισήλθε, σύμφωνα με την εξειδικευμένη στρατιωτική επιθεώρηση «Defense News» και η διαδικασία εξεύρεσης «στρατηγικού επιχειρηματικού εταίρου» από πλευράς του Οργανισμού Αμυντικών Υποδομών, ο οποίος επίσης υπάγεται στο υπουργείο Αμυνας. Ο Οργανισμός διαχειρίζεται όλες τις εγκαταστάσεις που βρίσκονται στη δικαιοδοσία του υπουργείου και του βρετανικού στρατεύματος από κτίρια και γραφεία μέχρι ναυτικές και στρατιωτικές βάσεις.

Συχνά, ο Οργανισμός, που συστάθηκε από τη συνένωση διαφορετικών κρατικών υπηρεσιών το 2011, περιγράφεται από τα βρετανικά ΜΜΕ ως ο μεγαλύτερος ιδιοκτήτης ακίνητης περιουσίας της Βρετανίας αφού ελέγχει τουλάχιστον 2.400 τετραγωνικά χιλιόμετρα γης και διαχειρίζεται εκπαιδευτικά κέντρα, στρατιωτικές βάσεις, εγκαταστάσεις φιλοξενίας στρατιωτών, προγράμματα ανοικοδόμησης, καθαρισμού και πολλές άλλες δραστηριότητες. Ο προϋπολογισμός του ξεπερνά τα 3,78 δισεκατομμύρια ευρώ.

Το βρετανικό υπουργείο Αμυνας, κατά τις πληροφορίες της επιθεώρησης «Defense News», ανέμενε να έχουν κατατεθεί δεσμευτικές προσφορές για το ρόλο του «στρατηγικού επενδυτή» για μια δεκαετία μέχρι τα τέλη του Ιούνη. Βασικοί διεκδικητές φέρονταν να είναι τρεις εταιρείες: οι «Capita», «Serco» και «Telereal Trillium».

Και τα σχέδια ιδιωτικοποιήσεων δεν τελειώνουν εδώ... Κατά τις ίδιες πηγές, στο «τραπέζι» τίθενται και οι Υπηρεσίες επιμελητείας παντός είδους που διαχειρίζεται το βρετανικό υπουργείο Αμυνας. Πρακτικά, δηλαδή, πρόκειται για τη διαχείριση όλου του μη στρατιωτικού υλικού του βρετανικού στρατού και των υπολοίπων βρετανικών αμυντικών υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένης της προμήθειας τροφίμων, νερού, ρούχων, καυσίμων, ιατρικών εφοδίων και κάθε άλλου μη στρατιωτικού αγαθού. Το «πακέτο» περιλαμβάνει την αποθήκευση και διανομή όλου αυτού του υλικού.

Το μπαράζ των ιδιωτικοποιήσεων αυτών στον τομέα των αμυντικών υπηρεσιών έχει προκαλέσει πλήθος αντιδράσεων και έντονη ανησυχία και προβληματισμό για τις συνέπειές του τόσο σε επίπεδο θέσεων εργασίας όσο και σε επίπεδο ασφάλειας και άσκησης ελέγχου σε έναν τόσο κρίσιμο τομέα όπως ο αμυντικός. Εντούτοις, δεν είναι η πρώτη φορά.

Δοκιμασμένη τακτική

Το Ιδρυμα Ατομικών Οπλων (AWE - Atomic Weapons Establishment), η μετεξέλιξη του σχετικού κέντρου μελετών (1987) βγήκε «στο σφυρί» από τη βρετανική κυβέρνηση το 1989 με στόχο να αναλάβει ιδιώτης τη διαχείριση. Το AWE σχεδιάζει, κατασκευάζει και υποστηρίζει τις πυραυλικές κεφαλές του βρετανικού πυρηνικού οπλοστασίου. Το πρώτο συμβόλαιο πήρε το 1993 η κοινοπραξία «Hunting-BRAE» (αποτελούμενη από τις «Hunting Engineering», «Brown and Root», «AEA Technology»). Το 1998 η κοινοπραξία έγινε στόχος δύο διώξεων για προβλήματα στον τομέα της ασφάλειας, λόγω της διαρροής τριτίου σε γειτονικό ρέμα και λόγω ενός ατυχήματος που είχε ως αποτέλεσμα να εισπνεύσουν δύο εργαζόμενοι πλουτώνιο.

Το 1999, η διαχείριση του Ιδρύματος Ατομικών Οπλων πέρασε σε κοινοπραξία των εταιρειών BNFL, «Lockheed Martin», «Serco», που αποτελούν την «AWE Management Ltd», και ανέλαβε την καθημερινή λειτουργία και τις καθημερινές δραστηριότητές του για 25 χρόνια διά της θυγατρικής «AWE plc». Ολες οι εγκαταστάσεις του AWE παραμένουν στην ιδιοκτησία του βρετανικού κράτους, το οποίο επίσης κατέχει και σημαντικό τμήμα των μετοχών της «AWE plc». Η διαδικασία που ακολουθήθηκε στην περίπτωση του AWE είναι η λεγόμενη GOCO (Government-Owned, Contractor-Operated) δηλαδή η ιδιοκτησία παραμένει στο κράτος, η διαχείριση περνά σε ιδιώτη, αυτό δηλαδή που σήμερα θα εφαρμοστεί και στην περίπτωση της Υπηρεσίας Εξοπλισμού και Υποστήριξης, του Οργανισμού Υποδομών κλπ.

Με ανάλογη διαδικασία το 2012, το βρετανικό υπουργείο Αμυνας παραχώρησε σε κοινοπραξία των εταιρειών «Serco» και «Accenture», τη διαχείριση των Επιχειρηματικών Υπηρεσιών Αμυνας (DBS) για τέσσερα χρόνια, οι οποίες αφορούν τον έλεγχο των υπηρεσιών διαχείρισης ανθρώπινων πόρων, ελέγχου ασφαλείας, της τεχνολογίας πληροφοριών κλπ. Και σε αυτήν την περίπτωση, όπως και στις περιπτώσεις που βρίσκονται τώρα υπό διαπραγμάτευση, ένα από τα σημαντικότερα επιχειρήματα για να δικαιολογηθεί η ιδιωτικοποίηση είναι η «έλλειψη τεχνογνωσίας και ικανοτήτων» οι οποίες θα αποκτηθούν από τη σύμπραξη με τον ιδιωτικό τομέα και θα αξιοποιηθούν στη συνέχεια.

Μέχρι στιγμής, πάντως, η άποψη αυτή δεν έχει δικαιωθεί. Αντιθέτως, όπως επισημαίνουν πολλοί επικριτές της, οι συμπράξεις αυτού του είδους ευνοούν τους ιδιώτες που κερδίζουν, θέσεις εργασίας χάνονται, ενώ ένα πιθανό λάθος ή παράλειψη, κάτι που π.χ. στις περιπτώσεις των υπηρεσιών Επιμελητείας είτε Διαχείρισης των Αμυντικών Υποδομών είτε πολύ περισσότερο της Υπηρεσίας Αμυντικού Εξοπλισμού και Υποστήριξης θα έχει ανυπολόγιστες συνέπειες σε πολλά επίπεδα ακόμη και σε ανθρώπινες ζωές, θα επιβαρύνουν το υπουργείο Αμυνας και κατ' επέκταση το βρετανικό λαό. Ταυτόχρονα, η πρακτική της βρετανικής κυβέρνησης δημιουργεί ένα προηγούμενο, που είναι σχεδόν προφανές ότι θα ακολουθηθεί ως μοντέλο και σε άλλες χώρες όπου ολοένα περισσότερα τα μονοπώλια θα συγκεντρώνουν υπηρεσίες και εξουσίες άμεσα στα χέρια τους σε κρίσιμους τομείς, με το πολυχρησιμοποιημένο επιχείρημα της μείωσης του κόστους και του «εκσυγχρονισμού».

Ελένη ΜΑΥΡΟΥΛΗ

 

“Ριζοσπάστης”