Μην παραδοθείς...

Μην παραδοθείς...

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2013

ΑΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΣΤΗ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΣΤΟΝ 20ό ΑΙΩΝΑ

 

του Κύριλλου Παπασταύρου

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η επίθεση που εξελίσσεται εδώ και δύο μήνες από τα διάφορα προπαγανδιστικά επιτελεία του κεφαλαίου, της αστικής τάξης, με αφορμή τα 20 χρόνια από την πτώση του τείχους του Βερολίνου, δεν έχει ημερομηνία λήξης. Θα συνεχιστεί με μεγαλύτερη ένταση, αξιοποιώντας και το γεγονός ότι το επόμενο δίχρονο (μέχρι το Δεκέμβρη του 2011) συμπληρώνονται 20 χρόνια από την ολοκλήρωση της αντεπαναστατικής διαδικασίας με τη διάλυση της ΕΣΣΔ.

Αυτή η εκστρατεία της άρχουσας τάξης δεν αφορά μόνο το τείχος του Βερολίνου. Στοχεύει γενικότερα να πείσει ότι ο κομμουνισμός χρεοκόπησε, ότι ο καπιταλισμός αποδείχτηκε ανώτερο σύστημα, ότι ο σοσιαλισμός μπορεί να νοείται μόνο ως καπιταλισμός με «ανθρώπινο πρόσωπο» και «κοινωνική ευαισθησία». Ολες οι αστικές δυνάμεις συντάσσονται σε αυτή την επίθεση, με προεξέχουσα τη σοσιαλδημοκρατία που με όλες της τις δυνάμεις σηκώνει τη σημαία της επίθεσης με αρθρογραφία στελεχών της, με παρεμβάσεις σε πανεπιστήμια, σε εργασιακούς χώρους κλπ. Πολύτιμο στήριγμα αποτελεί η στάση των δυνάμεων του οπορτουνισμού, ιδιαίτερα αυτών των κομμάτων που συσπειρώνονται στο «Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς», που σταθερά προβάλλουν τις αντεπαναστατικές εξελίξεις του 1989-1991 ως θετική εξέλιξη, συμμετέχοντας μάλιστα και στους αντίστοιχους εορτασμούς: «Το άνοιγμα του Τείχους στις 9 Νοεμβρίου 1989 προσέφερε σημαντικές ευκαιρίες για την ειρηνική ανάπτυξη στην Ευρώπη και το τέλος του ψυχρού πολέμου […] Στη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών, οι λαοί της Ευρώπης ανέπτυξαν τις σχέσεις τους και την αμοιβαία κατανόηση. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση έκανε σημαντικές προόδους» 1.

Το αν ο καπιταλισμός αποδείχτηκε ανώτερο σύστημα από το σοσιαλισμό, το αν δικαιώθηκε η σοσιαλδημοκρατική ρεφορμιστική αντίληψη, δεν μπορεί να κριθεί από την ήττα του σοσιαλισμού. Το ποιος έχει το δίκιο και το άδικο σε έναν πόλεμο δεν αποδεικνύεται από το ποιος νίκησε και ποιος ηττήθηκε. Η ήττα του σοσιαλισμού φανερώνει ότι ο αντίπαλος ήταν πιο δυνατός, φανερώνει κυρίως ότι ο σοσιαλισμός αδυνάτισε και έτσι ηττήθηκε.

Για να απαντηθούν αυτά τα κρίσιμα ερωτήματα χρειάζεται η σύγκριση καπιταλισμού - σοσιαλισμού να γίνει σε ζητήματα που αφορούν τη σχέση οικονομίας - πολιτικής.

Από το 1989 όμως έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι. Σήμερα η πρόσκαιρη δυνατότητα του καπιταλισμού να εμφανιστεί ως το νέο, το σύγχρονο το προοδευτικό, δεν είναι το ίδιο ισχυρή όπως τότε. Τα χρόνια που ακολούθησαν ήρθε στην επιφάνεια η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και ανταγωνισμών που οδήγησαν σε ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και πολέμους ακόμα και στην Ευρώπη (πόλεμοι στη Γιουγκοσλαβία, ΝΑΤΟϊκή ιμπεριαλιστική επέμβαση το 1999 κλπ.).

Η υποχώρηση του εργατικού κινήματος άναψε το «πράσινο φως» για να προχωρήσουν με καταιγιστικούς ρυθμούς αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις -που είχαν ήδη δρομολογηθεί- με στόχο την εξυπηρέτηση των σύγχρονων αναγκών της κεφαλαιοκρατικής αναπαραγωγής. Επιβεβαιώθηκε ότι καπιταλιστική ανάπτυξη σημαίνει μεγαλύτερα κέρδη για τα μονοπώλια, απώλεια θέσεων για την εργατική τάξη. Σε όλη την εικοσαετία αποδείχτηκε ότι μόνιμη επωδός της καπιταλιστικής ανόδου είναι οι καπιταλιστικές κρίσεις υπερπαραγωγής, ότι δεν υπάρχει αέναη καπιταλιστική ανάπτυξη.

Το βάθος και ο συγχρονισμός της πρόσφατης καπιταλιστικής κρίσης υπερπαραγωγής αναδεικνύει με καθαρό τρόπο το γεγονός ότι ο καπιταλισμός δεν μπορεί να ξεπεράσει τις εσωτερικές του αντιφάσεις. Γι’ αυτό διάφοροι αστοί, νεοφιλελεύθεροι και σοσιαλδημοκράτες και από κοντά οι οπορτουνιστές προσπαθούν να πείσουν ότι δεν πρόκειται για κρίση του καπιταλισμού, αλλά για κρίση μιας μορφής διαχείρισής του ή των πιο αδύναμων πλευρών του που, αν διορθωθούν, θα ξεπεραστούν οι κρίσεις. Τα ίδια με παραλλαγές λέγονται από το 1825, όταν ξέσπασε η πρώτη σοβαρή καπιταλιστική οικονομική κρίση υπερπαραγωγής, θέσεις που είχε συντρίψει ο μαρξισμός από τα τέλη ακόμα του 19ου αιώνα.

Εξαιτίας της ανισόμετρης ανάπτυξης του καπιταλισμού προχωρούν ανακατατάξεις που οξύνουν τους ενδοϊμπεριαλιστικούς και ενδομονοπωλιακούς ανταγωνισμούς. Εάν αυτές οι εξελίξεις θα συμβάλουν στην όξυνση της ταξικής πάλης, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το αν η αντικειμενικά διαμορφούμενη λαϊκή δυσαρέσκεια μπολιαστεί με την προοπτική της πάλης για την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη σε συμμαχία με τα λαϊκά στρώματα, με την προοπτική της κατάργησης της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, δηλαδή την προοπτική της πάλης για το σοσιαλισμό.

Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι σε πρόσφατα δημοσιευμένη έρευνα του BBC για το διεθνές κύρος του καπιταλισμού υπάρχουν ορισμένα αξιοπρόσεκτα στοιχεία: «Μόλις το 11% των ερωτηθέντων σε 27 χώρες θεωρούν ότι η καπιταλιστική οικονομία λειτουργεί σωστά» ή το γεγονός ότι: «Μόνο σε δύο χώρες -στις ΗΠΑ (25%) και στο Πακιστάν (21%)- το ποσοστό των ερωτηθέντων που θεωρούν ότι το σύστημα λειτουργεί σωστά υπό την παρούσα μορφή του, ξεπέρασε το 20%». Επίσης ότι: «Κατά μέσο όρο, το 23% των ερωτηθέντων θεωρούν αδύνατη μία βελτίωση του καπιταλιστικού συστήματος και πιστεύουν ότι είναι απαραίτητο ένα νέο οικονομικό μοντέλο. Οι Γάλλοι (43%) είναι οι πλέον αρνητικοί και μετά ακολουθούν οι Μεξικανοί (38%) και οι Βραζιλιάνοι (35%)» 2. Εχει αξία να σημειώσουμε ότι σύμφωνα με αυτή την έρευνα το 61% των Ρώσων και το 54% των Ουκρανών νοσταλγούν τη Σοβιετική Ενωση.

Βεβαίως τα στοιχεία αυτά δεν αποτυπώνουν καμία ριζοσπαστικοποίηση και ανάπτυξη της αντικαπιταλιστικής συνείδησης ούτε βεβαίως προβάλλονται ως τέτοια. Προβάλλονται για να θεμελιώσουν την ανάγκη μιας πιο αποτελεσματικής, ως προς τη δυνατότητα ενσωμάτωσης και χειραγώγησης, πολιτικής σοσιαλδημοκρατικής κατεύθυνσης. Παρ’ όλα αυτά αναδεικνύουν διεργασίες που συντελούνται 20 χρόνια μετά την αντεπανάσταση, στο φόντο της λαϊκής δυσαρέσκειας.

Σε αυτά τα πλαίσια θα πρέπει να κατανοηθεί η εκτεταμένη ιδεολογική επίθεση στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό.

Ορισμένοι ισχυρίζονται μάλιστα ότι στην Ελλάδα δεν είχε γίνει αντιληπτό το τι συνέβαινε πίσω από το τείχος, γεγονός που επιβάλλει να «διορθωθεί» η συλλογική μνήμη. Επιχειρούν έτσι να υιοθετηθεί από τον ελληνικό λαό -και ιδιαίτερα από τη νεολαία- το λεγόμενο ξαναγράψιμο της Ιστορίας: «Η αίσθηση του “κακού” για αυτό που υπήρχε στην άλλη πλευρά του Τείχους ήταν εξαιρετικά μετρημένη. Θα υπενθυμίσω, ας πούμε, ότι στις αναρίθμητες αντιδράσεις κατά του “αμερικανικού ιμπεριαλισμού” δεν προσετέθη ποτέ ούτε μία αντίδραση κατά της σοβιετικής πολιτείας […] Η επέμβαση στην Τσεχοσλοβακία, η εισβολή στο Αφγανιστάν, η ανάμειξη στην Πολωνία βρήκαν ακόμη και υποστηρικτές, ενώ ούτε ένας έλληνας μαθητής δεν πληροφορήθηκε ποτέ ότι ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ξεκίνησε με τη Γερμανία και τη Σοβιετική Ενωση στο ίδιο στρατόπεδο ή ότι η Λετονία, η Εσθονία και η Λιθουανία δεν ήταν “σοβιετικές επαρχίες” αλλά κατακτημένες χώρες. Δεν είναι, ασφαλώς, δουλειά μου να ερμηνεύσω το αίσθημα ενός λαού. Η καταγραφή του, όμως, εξηγεί για ποιον λόγο (και σε αντίθεση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες...) η πτώση του Τείχους και η κατάρρευση του κομμουνισμού δεν έγινε δεκτή στη χώρα μας με την έκρηξη χαράς και το αίσθημα ανακούφισης που εκδήλωσαν αυθόρμητα όλοι οι άλλοι Ευρωπαίοι» 3.

Σε αυτές τις συνθήκες είναι κατανοητό ότι η επίθεση θα ενταθεί τόσο σε ιδεολογικοπολιτικό επίπεδο, όσο και με άμεσα μέτρα για το χτύπημα του κομμουνιστικού κινήματος.

 

Ο ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Η ΑΣΤΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Το επιχείρημα ότι η «σοσιαλιστική οικοδόμηση του 20ού αιώνα» ηττήθηκε λόγω έλλειψης «δημοκρατίας» και «ελευθερίας» είναι το πρώτο και βασικό ζήτημα που τίθεται από την αστική προπαγάνδα. Είναι ο βασικός άξονας που διαπερνά όλα τα αφιερώματα, τις εκπομπές, τις διάφορες εκδηλώσεις. Δε διστάζουν μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις να αποδεχτούν ότι υπήρχαν ορισμένα κατοχυρωμένα δικαιώματα, όπως στην εργασία, η δημόσια δωρεάν υγεία, η δημόσια δωρεάν παιδεία κ.ά., που όμως δεν μπορούσαν να αναπληρώσουν τη δήθεν απώλεια της ελευθερίας και της δημοκρατίας.

Για να μπορέσει να στηριχτεί αυτή η επιχειρηματολογία γίνεται επίκληση στο συναίσθημα, στο προσωπικό βίωμα, με αναφορές σε διώξεις, σε οικογένειες που χώρισε το τείχος, παρακολουθήσεις της Στάζι και άλλων μυστικών υπηρεσιών κλπ.

Τα επιχειρήματα αυτά δεν είναι καινούργια και δεν εκπορεύονται μόνο από την πλευρά αστικών πολιτικών δυνάμεων. Την εποχή της Οκτωβριανής Επανάστασης ο Γερμανός σοσιαλδημοκράτης Καρλ Κάουτσκι, αποθεώνοντας τον αστικό κοινοβουλευτισμό, θεωρούσε ότι οι μπολσεβίκοι «κατάργησαν τη δημοκρατία που κατάχτησε ο ρώσικος λαός το Φλεβάρη του 1917». Ετσι προέβλεπε την οικονομική καταστροφή, στην οποία θα οδηγούσε μια τέτοια κατάργηση της δημοκρατίας. Θεωρούσε εγκληματική τη μετατροπή των σοβιέτ από «μαχητική οργάνωση» σε «όργανα εξουσίας». Την ίδια άποψη υποστήριζαν και οι Ρώσοι μενσεβίκοι, οι οποίοι χαρακτήριζαν την Οκτωβριανή επανάσταση «πραξικόπημα» και «βιασμό της Ιστορίας», προβλέποντας τη γρήγορη κατάρρευση της σοβιετικής εξουσίας.

Σήμερα οι πολιτικοί απόγονοι αυτών των απόψεων, οι δυνάμεις του σύγχρονου οπορτουνισμού, του λεγόμενου «δημοκρατικού σοσιαλισμού», συνεχίζουν να έχουν ιδιαίτερη συμβολή σ’ αυτή την κατεύθυνση. Αποδεχόμενοι ουσιαστικά τον αστικό κοινοβουλευτισμό, την αστική ελευθερία και την αστική δημοκρατία ως οικουμενικές και αιώνιες αξίες, λειτουργούν ως ιδιαίτερα επικίνδυνοι απολογητές της αστικής προπαγάνδας, αφού η κριτική τους γίνεται στο όνομα του «σοσιαλισμού» και της «αριστεράς».

Η Μαρί Ζορζ Μπουφέ, ΓΓ του Γαλλικού ΚΚ, δε διστάζει να κάνει την αυτοκριτική του ΓΚΚ μπροστά στην αστική τάξη: «Σε ό,τι αφορά το “Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα” (PCF), γνωρίζαμε την κρίσιμη απόσταση που είχε δημιουργηθεί μεταξύ των λαών της ανατολικής Ευρώπης και των ηγετών τους ή των καθεστώτων των χωρών αυτών. Αλλά δεν είχαμε καταφέρει να υπολογίσουμε τις πραγματικές διαστάσεις της δομικής κρίσης των καθεστώτων του λεγόμενου “υπαρκτού σοσιαλισμού”, ούτε το πόσο ευάλωτα ήταν, ούτε πόσο είχαν πληγεί από την αντιπαράθεση δύσης-ανατολής και την κούρσα των εξοπλισμών. Σε κάθε περίπτωση, διαφωνούσαμε έντονα, και σε βασικά ζητήματα, με τους κομμουνιστές των χωρών αυτών» 4.

Ο Λ. Μπίσκι, πρόεδρος του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς (ΚΕΑ) σημειώνει: «Το άνοιγμα του Τείχους αποτέλεσε επίσης την ευκαιρία για την αριστερά να αναλύσει το παρελθόν της και να αντλήσει τα διδάγματα από τις στρεβλώσεις του κρατικού σοσιαλισμού […] Η ιδέα του δημοκρατικού σοσιαλισμού, η οποία καταπνίγηκε δια της βίας το 1968 στην Πράγα, προβλήθηκε και πάλι και αναπτύχθηκε. Δεν μπορεί να υπάρχει σοσιαλισμός χωρίς δημοκρατία και ελευθερία» και διαβεβαιώνει ότι: «Ηταν φανερό πως τίθεντο ερωτήματα για τη δημοκρατία, για το μοντέλο κοινωνίας που είχε οικοδομηθεί, για την ανάγκη ανταπόκρισης στις λαϊκές προσδοκίες […] Αυτό ήταν ένα μεγάλο μάθημα, για το παρελθόν και το μέλλον» .5

Ο Αλ. Τσίπρας, πρόεδρος του ΣΥΝ, δήλωσε στη ΝΕΤ ότι «για τη δική μας αριστερά που διεκδικεί να γκρεμίσει τα τείχη που υψώνονται παντού γύρω μας, ένα είναι το μήνυμα: Ο σοσιαλισμός ή θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα υπάρξει» 6.

Κάθε αναφορά στο σοσιαλισμό εφόσον προϋποθέτει τη διατήρηση της αστικής «ελευθερίας» και «δημοκρατίας», ακυρώνει στην πράξη κάθε πάλη γι’ αυτόν.

Χρειάζεται εδώ βεβαίως να υπενθυμίσουμε την παρατήρηση του Β. Ι. Λένιν ότι όταν μιλάμε για ελευθερία και δημοκρατία πρέπει πάντα να θέτουμε το ερώτημα για ποιά τάξη. Δεν μπορούν να ξεκοπούν από τις κυρίαρχες οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις και το αντίστοιχο εποικοδόμημα που αυτές αντανακλούν.

Η επικρατούσα αντίληψη για την ελευθερία και τη δημοκρατία είναι η αστική, που θεωρεί δεδομένη και αναλλοίωτη την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.

Η αντίληψη αυτή έχει τις αναφορές της στην πάλη κατά τη διάρκεια των αστικών επαναστάσεων ενάντια στη φεουδαρχική απολυταρχία. Η πάλη αυτή εξέφραζε τη διεκδίκηση εκείνων των πολιτικών και νομικών όρων που θα διασφάλιζαν την ανάπτυξη και κυριαρχία των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Ο καπιταλισμός ως πιο ανεπτυγμένο εκμεταλλευτικό σύστημα έσπασε τα φυσικά δεσμά του άμεσου παραγωγού, γκρέμισε τις θεσμοθετημένες δεσμεύσεις του δουλοπάροικου, γιατί τον ήθελε ελεύθερα μετακινούμενο για την οικονομική εκμετάλλευσή του.

Αυτή η ελευθερία, αν και βεβαίως είναι πολύ ανώτερη από εκείνη της περιόδου της φεουδαρχίας, είναι φαινομενική. Είναι ελευθερία που κρύβει τη βαθιά εκμετάλλευση. Ο άμεσος παραγωγός, αποξενωμένος από τα μέσα παραγωγής, είναι ιδιοκτήτης μόνο της ικανότητάς του για εργασία και είναι αναγκασμένος να πουλάει αυτή την ικανότητα στον καπιταλιστή-ιδιοκτήτη μέσων παραγωγής για να ζήσει.

Ο άμεσος παραγωγός παράγει ένα προϊόν το οποίο δεν του ανήκει. Η πρόσβαση σ’ αυτό γίνεται μέσω της αγοράς και περιορίζεται ανάλογα με το μέγεθος της τιμής της εργατικής δύναμης που σε κάθε περίπτωση αντιστοιχεί μόνο σε ένα μέρος της αξίας που παράγει με την εργασία του.

Οι δήθεν «ελεύθερες επιλογές» του ατόμου καθορίζονται από την τάξη και το κοινωνικό στρώμα από το οποίο προέρχεται ή ανήκει. Ελεύθερος να μη δουλεύει για την επιβίωσή του και της οικογένειάς του είναι μόνο το μέλος της τάξης των καπιταλιστών, δηλαδή αυτών των λίγων που το εισόδημά τους προέρχεται από τον πλούτο που συγκεντρώνουν από τη δουλειά των άλλων. Πόσο είναι ελεύθερος άραγε ο εργαζόμενος που δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, κατοικία, κοινωνική ασφάλιση, που αναγκάζεται να πουλάει με καθημερινούς όρους την ικανότητά του για εργασία προκειμένου να ζήσει;

Η πολιτική ελευθερία στον καπιταλισμό καθορίζεται από ένα πλαίσιο που δεν αμφισβητεί αλλά διευκολύνει την ανάπτυξη και διαιώνιση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι στο Παρίσι της Γαλλικής Επανάστασης, ένα από τα πρώτα μέτρα που πάρθηκαν ήταν η απαγόρευση των απεργιών και της λειτουργίας των εργατικών σωματείων.

Σήμερα η αστική δημοκρατία επιβεβαιώνει καθημερινά ότι είναι δημοκρατία του καπιταλισμού, μορφή της δικτατορίας της αστικής τάξης. Οπως σημείωνε ο Β. Ι. Λένιν, «στην κοινοβουλευτική αστική δημοκρατία ο πλούτος ασκεί έμμεσα την εξουσία του και έτσι την ασκεί πιο σίγουρα». Η τυπική ισότητα απέναντι στο νόμο που αναγνωρίζουν τα περισσότερα αστικά συντάγματα, το δικαίωμα της ψήφου, η ελευθερία του συνδικαλισμού κλπ. κατοχυρώθηκαν με σκληρή ταξική πάλη και μόνο όταν η αστική τάξη έγινε ικανή να μπορεί μέσα από τη λειτουργία αυτών των ελευθεριών να ενσωματώνει πλατιές εργατικές και λαϊκές μάζες στην πολιτική της. Και βεβαίως δεν έδειξε κανένα δισταγμό να περιορίσει ή να καταργήσει τέτοιου είδους ελευθερίες, όταν θεώρησε ότι αυτό ήταν αναγκαίο για τη σταθεροποίηση του καπιταλιστικού συστήματος.

Στο ιμπεριαλιστικό στάδιο του καπιταλισμού είναι γενική τάση η στροφή προς την αντίδραση, γι’ αυτό όσο οξύνονται οι αντιθέσεις του καπιταλισμού, τόσο περιορίζονται οι πολιτικές και νομικές ελευθερίες για την εργατική τάξη και το κίνημά της.

Η αστική τάξη μέσω της εξουσίας της επιβάλλεται στις λαϊκές μάζες με πολύμορφους μηχανισμούς που συνδυάζουν τη χειραγώγηση και την καταστολή. Η «ελεύθερη ψήφος», για παράδειγμα, στα πλαίσια της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας καθορίζεται από την εργασιακή τρομοκρατία, την απειλή της ανεργίας, τους μηχανισμούς εξαγοράς συνειδήσεων, το αστικό ιδεολογικό οπλοστάσιο μέσα από την εκπαίδευση και τόσα άλλα που διαμορφώνουν στάση ενσωμάτωσης και υποταγής στο σύστημα για το μεγαλύτερο μέρος των μισθωτών και των μελών των οικογενειών τους.

Είναι συχνό το επιχείρημα ότι παρ’ όλα αυτά η αστική δημοκρατία αναγνωρίζει το δικαίωμα στους αντιπάλους της να υπάρχουν και να δρουν, γεγονός που τεκμηριώνεται με την αναγνώριση της νομιμότητας των ΚΚ. Η ίδια η πραγματικότητα ουσιαστικά αμφισβητεί αυτή τη θέση, αφού σε μια σειρά καπιταλιστικές χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης -που θεωρείται και ως απόλυτος εκφραστής των ιδανικών της αστικής δημοκρατίας και του ευρωπαϊκού διαφωτισμού- κομμουνιστικά κόμματα, κομμουνιστικές οργανώσεις νεολαίας, κομμουνιστικά σύμβολα απαγορεύονται δια νόμου, όπως π.χ. στη Τσεχία, σε ορισμένες Βαλτικές χώρες, στην Πολωνία όπου πρόσφατα απαγορεύθηκε η χρήση κομμουνιστικών συμβόλων, ενώ στην Γερμανία συνεχίζει να ισχύει ο νόμος που απαγορεύει την πρόσληψη κομμουνιστών ως υπαλλήλων στο αστικό κράτος.

Σε όσες καπιταλιστικές χώρες τα ΚΚ είναι νόμιμα, αντιμετωπίζουν μια σειρά εμπόδια στη διάδοση και προβολή των θέσεών τους. Εκτός από τους νομικούς περιορισμούς και την καταστολή της κομμουνιστικής δράσης (π.χ. απολύσεις μελών του ΚΚΕ και της ΚΝΕ γιατί πρωτοστάτησαν σε απεργία, διώξεις μελών της ΚΝΕ για μαθητικές κινητοποιήσεις, στελεχών του ΚΚΕ για κινητοποιήσεις των αγροτών κ.ά.), η μαζική προβολή των θέσεων των κομμουνιστών περιορίζεται αντικειμενικά από τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, αφού τα μεγάλα συγκροτήματα τύπου ηλεκτρονικών και έντυπων ΜΜΕ, οι εκδοτικοί οίκοι, το διαδίκτυο, η βιομηχανία του κινηματογράφου κλπ. βρίσκονται στον έλεγχο των μονοπωλίων και του αστικού κράτους. Το ποιες οικονομικές σχέσεις κυριαρχούν και το ποια τάξη έχει την εξουσία, αυτό καθορίζει και το ποια ιδεολογία είναι η κυρίαρχη.

Οσο κι αν γίνεται «ανεκτή» η κομμουνιστική δράση, η προπαγάνδα για το σοσιαλισμό, η προβολή του Προγράμματος του ΚΚ, σε καμιά περίπτωση δεν πρόκειται να αφεθεί «ελεύθερη» η υλοποίηση των στρατηγικών στόχων του ΚΚ, ακόμη και όταν η εργατική τάξη το θελήσει (π.χ. Ελλάδα του 1944). Στο αστικό Σύνταγμα άλλωστε υπάρχουν διατάξεις που θεωρούνται μη αναθεωρήσιμες και κατοχυρώνουν τον αστικό χαρακτήρα του κράτους (άρθρο 1: «Μορφή του πολιτεύματος» και άρθρο 26: «Για τη σύνταξη της πολιτείας»), επιβεβαιώνοντας το δικτατορικό χαρακτήρα της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.

Βεβαίως δε χρειάζεται καν η ταξική πάλη να φτάσει στην κορυφαία της στιγμή για να ξεκινήσει η ιδεολογική προετοιμασία για την αντιμετώπιση της επαναστατικής πολιτικής του ΚΚ.

Ετσι εξηγείται και η εκτεταμένη επίθεση στο ΚΚΕ από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ και τμήματα του αστικού τύπου με αφορμή την τοποθέτηση του Κόμματος απέναντι στον «κοινωνικό διάλογο» για το ασφαλιστικό και τη στήριξή του στις κινητοποιήσεις του ΠΑΜΕ. Εσπευσαν να υπενθυμίσουν με νόημα ότι: «Οι δυναμικές μορφές πάλης που υιοθετήθηκαν επί των ημερών της κυρίας Παπαρήγα προκάλεσαν στο παρελθόν πολλές συζητήσεις περί των ορίων της νομιμότητας, στα οποία κινείται κατά περιόδους το ΚΚΕ, όπως το κατηγορούν οι αντίπαλοί του» 7. Ενώ επίσης σημειώνουν ότι: «Με άλλα λόγια, το “πρόβλημα ΚΚΕ” δεν είναι οι λύσεις που προτείνει αλλά ότι το ίδιο αποτελεί πρόβλημα στο οποίο χρειάζεται μια λύση. Διότι, είτε μας αρέσει είτε δεν μας αρέσει, αυτό το πρόβλημα αρχίζει να έχει κοινωνικό κόστος το οποίο πληρώνουμε όλοι» 8.

Η αστική τάξη βεβαίως χρησιμοποιεί ευέλικτη τακτική απέναντι στα ΚΚ. Μαζί με την προσπάθεια περιορισμού της δράσης και λειτουργίας τους δεν εγκαταλείπει και το στόχο ενσωμάτωσής τους στο αστικό πολιτικό σύστημα. Η τακτική αυτή πολλές φορές δεν ερμηνεύτηκε σωστά από το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, οδηγώντας σε διαχωρισμούς των αστικών πολιτικών δυνάμεων σε «δημοκρατικές» και «μη δημοκρατικές».

Το αστικό πολιτικό σύστημα πάντα ευνοεί και αξιοποιεί τις παρεκκλίσεις των κομμουνιστικών κομμάτων από την επαναστατική κατεύθυνση, ενώ στηρίζει τη δράση και λειτουργία των κατ’ όνομα ΚΚ, στα οποία κυριαρχεί η οπορτουνιστική στρατηγική και έχουν «μεταλλαχθεί» σε κόμματα της αστικής διαχείρισης (π.χ. κόμματα του «Ευρωπαϊκού Αριστερού Κόμματος»).

Η ΑΝΩΤΕΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ
ΣΤΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Η μετάβαση από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό είναι διαδικασία μετάβασης στο «βασίλειο της ελευθερίας». Η απελευθέρωση του εργαζόμενου ανθρώπου, του άμεσου παραγωγού, από την καπιταλιστική εκμετάλλευση, από την ανάγκη να πουλάει την ικανότητά του για εργασία προκειμένου να ζήσει, είναι το θεμέλιο της ιστορικής διαδικασίας απελευθέρωσης μέχρι την αταξική κομμουνιστική κοινωνία.

Για τους κομμουνιστές σε φιλοσοφικό επίπεδο δεν υπάρχει απόλυτη φυσική ελευθερία, όπως υποστηρίζουν διάφοροι φιλελεύθεροι και αναρχικοί διανοητές. Η ελευθερία συνδέεται με την κατανόηση της «αναγκαιότητας», δηλαδή τη γνώση των νόμων κίνησης ενός φυσικού ή κοινωνικού φαινομένου, η οποία δίνει τη δυνατότητα για την αναγκαία συνειδητή δράση 9.

Ο επιστημονικός κομμουνισμός θεωρεί ότι οι άνθρωποι όχι μόνο μπορούν να γνωρίσουν τον κόσμο, να κατανοήσουν τα αίτια της κοινωνικής ανάπτυξης, αλλά πολύ περισσότερο μπορούν να τον αλλάξουν. Ετσι, με τη μελέτη των κοινωνικών νομοτελειών, των νομοτελειών της ταξικής πάλης, η πολιτική πάλη της εργατικής τάξης για την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας και την κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής αποκτάει επιστημονικό χαρακτήρα.

Η δυνατότητα του εργαζόμενου ανθρώπου (με τη γνώση και την επαναστατική του δράση) να αλλάζει τις κοινωνικές συνθήκες στην κατεύθυνση της πλήρους εξάλειψης των τάξεων και της απονέκρωσης του κράτους τέθηκε σε κίνηση στην ΕΣΣΔ και τις άλλες χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στον 20ό αιώνα.

Οι οπορτουνιστές φτάνουν στο σημείο να προβάλουν ως ανώτερη την αστική δημοκρατία, σε σχέση με την προλεταριακή, από τη σκοπιά της συμμετοχής και κινητοποίησης των εργαζομένων στην πολιτική δράση: «Σε ό,τι με αφορά, το βασικό πολιτικό δίδαγμα που άντλησα από τα γεγονότα αυτά αφορά τη σημασία της συμμετοχής των πολιτών ως ενεργών παραγόντων στην κοινωνική και πολιτική ζωή. Η πτώση του τείχους δείχνει τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει αυτή η συμμετοχή. Που όμως μπορεί να είναι σημαντική σε κάθε πολιτικό πλαίσιο» 10.

Αποτελεί υποχώρηση απέναντι στην αστική ιδεολογία όταν λέγεται ότι: «Η υπέρμαχη του “υπαρκτού σοσιαλισμού’’ αριστερά κάνει τα στραβά μάτια ως προς το ζήτημα των ελευθεριών. Ετσι όμως από τη μια, είναι σαν να χαρίζει αυτό το πεδίο στους αντιπάλους της, και από την άλλη οδηγεί και τον πιο καλοπροαίρετο απέναντι στην υπόθεση του κομμουνισμού να θεωρεί ότι το τίμημα των όποιων κοινωνικών κατακτήσεων είναι η στέρηση της ελευθερίας ή ακριβέστερα η υποχώρηση προς τα πίσω σε σχέση με τις αστικές ελευθερίες αντί της προς τα μπρός υπέρβασής τους» 11.

Τελικά μια τέτοια θέση υιοθετεί την αστική αντίληψη της ελευθερίας, αγνοώντας ακόμα και το γεγονός ότι η αντίληψη αυτή διαμορφώθηκε σε συνθήκες που η αστική τάξη ήταν προοδευτική, ανερχόμενη ιστορική δύναμη όταν πάλευε για την ανατροπή των φεουδαρχικών σχέσεων.

Είναι τεχνητός ο διαχωρισμός ανάμεσα στα πολιτικά και τα κοινωνικά δικαιώματα, τις πολιτικές και τις κοινωνικές ελευθερίες. Στην ΕΣΣΔ και σε μια σειρά άλλες χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στη βάση της κατάργησης της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης εξασφαλίστηκαν μια σειρά ελευθερίες για τον εργαζόμενο άνθρωπο, όπως η άρση των ταξικών φραγμών στη μόρφωση, η καταπολέμηση της ανεργίας, η εξασφάλιση της δημόσιας και δωρεάν υγείας κ.ά.

Με την κατάργηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής -που πραγματοποιείται από το εργατικό κράτος, τη δικτατορία του προλεταριάτου- αντιστοιχίζονται η κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής με τον κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας, δηλαδή οι σχέσεις παραγωγής στο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Αυτή η επαναστατική πράξη του εργατικού κράτους αποτελεί ουσιαστικά συνειδητή αξιοποίηση μιας κοινωνικής νομοτέλειας με στόχο την οικοδόμηση των κομμουνιστικών οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων.

Η οικοδόμηση της νέας κομμουνιστικής κοινωνίας είναι προϊόν της συνειδητής δράσης του υποκειμενικού παράγοντα, η οποία αποκτάει προτεραιότητα σε σχέση με πριν. Οσο προχωρά η σοσιαλιστική οικοδόμηση τόσο περισσότερο απελευθερώνονται οι δυνατότητες του εργαζόμενου ανθρώπου, τόσο η δράση του αποκτάει πιο συνειδητά χαρακτηριστικά, αναπτύσσεται η δραστηριότητά του, η εργασία σταδιακά χάνει τον καταναγκαστικό της χαρακτήρα, απελευθερώνεται χρόνος από την εργασία, εξαλείφονται οι ταξικές και άλλες κοινωνικές διαφορές και αντιθέσεις, μέχρι τη φυσική απονέκρωση του κράτους.

Η εργατική εξουσία ουσιαστικά συγκροτείται ως κράτος μεταβατικό, που είναι προορισμένο να απονεκρωθεί ως προς τον κατασταλτικό πολιτικό του χαρακτήρα, στη βάση της εξάλειψης των τάξεων, να μετεξελιχθεί σε κομμουνιστική αυτοδιεύθυνση στην αναπτυγμένη κομμουνιστική κοινωνία.

Η πείρα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στον 20ό αιώνα δεν αναιρεί αλλά επιβεβαιώνει την παραπάνω θέση. Η υποχώρηση των κοινωνικών δικαιωμάτων και καταχτήσεων προήλθε από την υποχώρηση της συνειδητής δράσης για την εμβάθυνση των νέων κοινωνικών σχέσεων. Αυτό δεν αναιρεί ότι η πείρα από την ΕΣΣΔ έδειξε ότι στη σοσιαλιστική δημοκρατία η εργατική τάξη, οι εργαζόμενοι ασκούνται στα ζητήματα διοίκησης, οργάνωσης της παραγωγής και όλων των υπηρεσιών, στον έλεγχο του διοικητικού μηχανισμού, στο σχεδιασμό, στην υλοποίησή του. Αντίθετα προς την αστική δημοκρατία δεν περιορίζονταν στην εκλογή αντιπροσώπων σε σώματα νομοθετικής εξουσίας. Η άμεση συμμετοχή των εργαζομένων πραγματοποιούνταν μέσα στους πυρήνες της εργατικής εξουσίας στο εργοστάσιο, στην παραγωγική μονάδα, στο χωριό, αλλά και μέσα από τη λειτουργία μιας σειράς μαζικών οργανώσεων. Μέσα από τα συνδικάτα που είχαν άμεση συμμετοχή σε μια σειρά λειτουργίες της παραγωγής, τις εργατικές επιτροπές που ασκούσαν έλεγχο στις διευθύνσεις των επιχειρήσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις διαδικασίες για την έγκριση σημαντικών νόμων του κράτους, όπως για τις τροποποιήσεις του Συντάγματος, πραγματοποιούνταν συνελεύσεις των πυρήνων της εργατικής εξουσίας, όπου εκφράζονταν οι γνώμες των εργαζομένων και τοποθετούνταν με την ψήφο τους.

Ο εργατικός έλεγχος και η συμμετοχή στη διοίκηση και διεύθυνση της παραγωγής αποτελούν έκφραση της κοινωνικής κομμουνιστικής σχέσης της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Οι πυρήνες της εργατικής εξουσίας συζητούσαν σε συνελεύσεις τα κεντρικά αλλά και τα συγκεκριμένα πλάνα των κλάδων, των επιχειρήσεων κλπ.

Η κατάργηση του αστικού κοινοβουλευτισμού ήταν προϋπόθεση για τη συγκρότηση οργάνων λαϊκής εξουσίας, δομημένων από κάτω προς τα πάνω, που λειτουργούσαν ως εργαζόμενα όργανα με καταμερισμό εργασίας, με αιρετούς και ανακλητούς, όχι αποσπασμένους από την παραγωγή, αντιπροσώπους που ήταν υποχρεωμένοι να λογοδοτούν στους εργαζόμενους.

Βέβαια η διαδικασία αυτή δεν ήταν έργο μονόπρακτο, ήταν πορεία με αντιφάσεις. Η υποχώρηση στην αντίληψη για τον ταξικό επαναστατικό χαρακτήρα του κράτους με την υιοθέτηση της θέσης για το «παλλαϊκό κράτος», την απόρριψη της συνέχισης της ταξικής πάλης σε άλλες συνθήκες και με άλλες μορφές κατά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση-ανάπτυξη, επέφερε και την απομάκρυνση εργαζόμενων μαζών από τα όργανα εξουσίας και ελέγχου.

Αυτές οι αντιφάσεις και υποχωρήσεις στο εποικοδόμημα δεν ήταν αποσπασμένες από προβλήματα στο επίπεδο της οικονομικής βάσης, από τη θεωρητική και πολιτική υποχώρηση σε θέσεις ενίσχυσης των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, από την υποχώρηση της συνείδησης του υποκειμενικού παράγοντα των ΚΚ αυτών των χωρών.

Μια σειρά διαδικασίες της σοσιαλιστικής δημοκρατίας απέκτησαν τυπική λειτουργία. Τις παραμονές της αντεπανάστασης στην ΕΣΣΔ ουσιαστικά είχαν υιοθετηθεί καθαρά αστικοκοινοβουλευτικές πρακτικές που αποτυπώθηκαν και στη λεγόμενη πολιτική μεταρρύθμιση του 1988.

Η διαδικασία απελευθέρωσης του εργαζόμενου ανθρώπου είναι έργο μακρόχρονο και επίπονο, προϋποθέτει σκληρή ταξική πάλη με τις επιβιώσεις και τα κατάλοιπα της παλιάς κοινωνίας. Σε τέτοιες συνθήκες σκληρής πάλης με τις δυνάμεις της παλιάς κοινωνίας στο εσωτερικό τους και αντιπαράθεσης με τον ιμπεριαλισμό σε διεθνές επίπεδο έκαναν το πρώτο βήμα για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στην ΕΣΣΔ και τις υπόλοιπες χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης.

Ο Λένιν σημείωνε ότι η δικτατορία του προλεταριάτου δεν είναι μόνο βία, ότι δεν είναι κυρίως βία, αφού έχει ως καθήκον να επιτελέσει ένα δημιουργικό έργο, αυτό της οικοδόμησης της νέας κοινωνίας. Σημείωνε όμως ταυτόχρονα, επικαλούμενος τους Μαρξ και Ενγκελς, ότι όσο υπάρχει κράτος, αυτό είναι αναγκαίο για την επιβολή, για τη βία. Βία που αφορά την υπεράσπιση της ελευθερίας από την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, από την ατομική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της κοινωνικής παραγωγής, από τη βίαιη αντίσταση των εκμεταλλευτριών τάξεων και των επανειλημμένων τους προσπαθειών αντεπανάστασης. Ειδικότερα, αναφερόμενος στην προλεταριακή επανάσταση, επεσήμανε: «Η ιστορική …αλήθεια συνίσταται στο ότι κανόνας κάθε βαθιάς επανάστασης είναι η μακρόχρονη, επίμονη, απεγνωσμένη αντίσταση των εκμεταλλευτών, που διατηρούν για πολλά χρόνια μεγάλα και ουσιαστικά πλεονεκτήματα απέναντι στους εκμεταλλευόμενους. Ποτέ -έξω από τη γλυκανάλατη φαντασία του γλυκανάλατου κουτεντέ Κάουτσκυ- οι εκμεταλλευτές δε θα υποταχθούν στην απόφαση της πλειοψηφίας των εκμεταλλευόμενων χωρίς να δοκιμάσουν σε μια σειρά μάχες, σε μια τελευταία απεγνωσμένη μάχη τα πλεονεκτήματά τους» 12.

Ετσι λοιπόν στην ΕΣΣΔ και στις άλλες χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης καταστάλθηκε, διώχτηκε, απαγορεύτηκε, εξορίστηκε, φυλακίστηκε το δικαίωμα στην εκμετάλλευση ξένης εργασίας, η ελευθερία της ατομικής ιδιοποίησης των προϊόντων της κοινωνικής εργασίας, ο εθνικισμός, όλες αυτές οι δυνάμεις που πάλευαν να επαναφέρουν τις παλιές συνθήκες, να αναζωογονήσουν τα στοιχεία της παλιάς κοινωνίας.

Ο καταναγκαστικός χαρακτήρας του εργατικού κράτους στρέφεται και ενάντια στη μικροαστική στάση στην ιδιοκτησία, στη μη κομμουνιστική στάση απέναντι στην εργασία, αφορά την περιφρούρηση της κατανομής με βάση την εργασία για ένα μέρος του κοινωνικού προϊόντος (είδη κατανάλωσης), ενάντια σε κάθε τάση απόσπασης ακόμα και σφετερισμού του κοινωνικού αγαθού από μετέχοντες σε διευθυντικά και διοικητικά όργανα. Ετσι αφορά όλη την περίοδο μέχρι την πλήρη εξάλειψη των ταξικών αντιθέσεων και διαφορών και όχι μόνο την περίοδο της άμεσης καταστολής της αντίστασης των εκμεταλλευτών.

Από τις αρχές της Οκτωβριανής επανάστασης ο οπορτουνισμός υποστήριζε ότι αυτή ήταν πραξικόπημα και ότι δεν μπορούσε να συγκρίνεται με την Παρισινή Κομμούνα που στη συγκρότησή της δεν αποκλείστηκαν αλλά συμμετείχαν όλα τα εργατικά ρεύματα. Η ιστορική πείρα έχει αποδείξει ότι η διαπάλη με τον οπορτουνισμό δεν περιορίζεται στην ιδεολογικοπολιτική αντιπαράθεση, αλλά φτάνει ακόμα και σε μορφές βίαιης σύγκρουσης, ειδικά σε συνθήκες που τίθεται στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της εξουσίας, αφού ουσιαστικά αποτελεί αντανάκλαση της ταξικής πάλης μέσα στο εργατικό κίνημα. Αυτό το αποκαλύπτει τόσο η συμμετοχή των μενσεβίκων και των εσέρων στη Ρωσία σε όλα τα αντεπαναστατικά κινήματα της εποχής, όσο βεβαίως και ο προδοτικός ρόλος της Γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας που ως κυβέρνηση κατέπνιξε τη Γερμανική επανάσταση του 1918-1919.

Η ταξική πάλη, όπως φάνηκε και ιστορικά, πήρε το χαρακτήρα της διαπάλης και μέσα στους κόλπους του κομμουνιστικού κόμματος σε συνθήκες σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Η διαπάλη δεν περιορίστηκε στις εσωκομματικές διαδικασίες, όταν αντιπολιτευόμενες προς την ηγεσία του ΚΚ(μπ) ομάδες (δεκαετίες του 1920 και 1930) και οργανωμένες φράξιες οργάνωναν διαδηλώσεις, μυστικά σχέδια υπονόμευσης της εργατικής εξουσίας κλπ. Σε αυτές τις συνθήκες δε φτάνει μόνο η ιδεολογική αντιμετώπιση και ήττα αυτών των τάσεων στις κομματικές διαδικασίες, αλλά είναι αναγκαίο να παίρνονται και μέτρα αντιμετώπισης της υπονομευτικής τους δράσης. Ετσι άλλωστε έδρασαν και οι οπορτουνιστικές τάσεις όταν κατάφεραν να κυριαρχήσουν σε ΚΚ, όπως π.χ. διώξεις κομμουνιστών στην Ουγγαρία του Ιμρε Νάγκυ, στην Τσεχοσλοβακία του Ντούμπτσεκ, στη Γιουγκοσλαβία του Τίτο. Ακόμα και μετά το 20ό Συνέδριο δεν ήταν λίγοι οι κομμουνιστές που διώχτηκαν επειδή διαφωνούσαν με τη δεξιά οπορτουνιστική στροφή, ενώ τα ίδια υπέστησαν όσοι αντιστάθηκαν στην προσπάθεια ανατροπής του σοσιαλισμού την περίοδο 1989-1991.

 

ΕΙΝΑΙ «ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΑΝΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΣ»
Ο ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ;

Μια άλλη ομάδα επιχειρημάτων εστιάζει στα ζητήματα της οικονομίας. Τόσο νεοφιλελεύθεροι όσο και σοσιαλδημοκράτες προβάλλουν ότι το σοσιαλιστικό σύστημα δεν άντεξε οικονομικά, ότι αποδείχθηκε η ανωτερότητα της αγοράς έναντι του κεντρικού σχεδιασμού. Ούτε αυτά τα επιχειρήματα είναι καινούργια. Η αστική αντίληψη αντιμετωπίζει τη λειτουργία της αγοράς ως «φυσική», ως συνέπεια της ίδιας της «ανθρώπινης φύσης». Στη βάση αυτής της θέσης θεμελιώνεται η αστική θεώρηση ότι βασικό κίνητρο της οικονομικής ανάπτυξης είναι το κίνητρο του κέρδους. Βεβαίως η αστική «οικονομική επιστήμη» δεν αναγνωρίζει την καπιταλιστική εκμετάλλευση (υπεραξία), την απλήρωτη εργασία των μισθωτών άμεσων παραγωγών ως πηγή του κέρδους. Το κέρδος εμφανίζεται ως η αμοιβή του καπιταλιστή για το επιχειρηματικό του ρίσκο, για το σταθερό (σε μηχανήματα, ύλες κλπ.) και μεταβλητό (μισθούς) κεφάλαιο που διαθέτει. Κατά τους απολογητές του καπιταλισμού ο σοσιαλισμός-κομμουνισμός δεν έχει ιστορική προοπτική, δεν μπορεί να «εφαρμοστεί», γιατί ακριβώς αρνείται το κέρδος, τον ανταγωνισμό, την αγορά, γι’ αυτό «εξισώνει προς τα κάτω», σε ένα ισότιμο αλλά χαμηλό επίπεδο την κάλυψη των αναγκών, δε δίνει κίνητρο για πρόοδο.

Προβάλλουν το επιχείρημα ότι ο σοσιαλισμός αντιστοιχούσε σε χώρες που επικρατούσαν συνθήκες μεγάλης οικονομικής καθυστέρησης: «Τα καθεστώτα που αυτοχαρακτηρίστηκαν κομμουνιστικά ή σοσιαλιστικά κατάφεραν να εκβιομηχανίσουν ορισμένες αγροτικές οικονομίες και να δημιουργήσουν κοινωνίες με μικρότερες ανισότητες απ’ ό,τι οι περισσότερες καπιταλιστικές κοινωνίες. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 όμως “προσάραξαν”, αποτυγχάνοντας να οδηγήσουν τις οικονομίες τους στα επίπεδα οικονομικής μεγέθυνσης που ήταν αναγκαία για την παραγωγή της απαραίτητης μίνιμουμ αποδοχής από το κοινωνικό σύνολο. Το αποτέλεσμα της αποτυχίας αυτής ήταν η κατάρρευση των καθεστώτων αυτών μέσω μιας αργής αλλά αναπόφευκτης παρακμής που χαρακτηρίστηκε από αυξανόμενο αυταρχισμό, ανοιχτές στρατιωτικές επεμβάσεις της Σοβιετικής Ενωσης στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, οικονομική στασιμότητα και, από ένα σημείο και έπειτα, οπισθοδρόμηση, πλήρη αδυναμία ανανέωσης και προσαρμογής σε νέες συνθήκες και κοινωνική εξαθλίωση με την πλήρη σημασία του όρου: οι κομμουνιστικές κοινωνίες παρήγαγαν μια (καθημερινή) πραγματικότητα όπου η σκέψη και ο λόγος βρέθηκαν σε μόνιμη απόκλιση» 13.

Διατυπώνεται επίσης η άποψη ότι τα σοσιαλιστικά κράτη στον 20ό αιώνα δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν στις αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν στη διεθνή οικονομία. Η κριτική της εστιάζεται στο γεγονός ότι συνεχίστηκε ο κρατικός έλεγχος της οικονομίας που υπερίσχυσε στον ένα ή τον άλλο βαθμό για την μεταπολεμική ανόρθωση κυρίως των οικονομιών της Ευρώπης.

Η θέση αυτή σε μεγάλο βαθμό ταυτίζει τις πολιτικές κρατικοποιήσεων που ακολουθήθηκαν στα καπιταλιστικά κράτη αμέσως μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με το καθεστώς της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής. Σε αυτή την αντίληψη το κράτος και η κυβερνητική πολιτική αποσπώνται από τις κυρίαρχες σχέσεις ιδιοκτησίας και παραγωγής, η κρατική καπιταλιστική ιδιοκτησία μέσων παραγωγής παρουσιάζεται σε αντιπαράθεση με την ατομική καπιταλιστική ιδιοκτησία, το κράτος παρουσιάζεται υπεράνω της άρχουσας τάξης και όχι ως όργανο εξουσίας. Ετσι υποστηρίζεται ότι: «Με το απότομο άνοιγμα των αγορών στη δεκαετία του ’70 βλέπουμε ένα νέο κρατικό πρότυπο, αυτό του παγκοσμιοποιημένου κράτους-έθνους. Αντίθετα με μια κοινώς επικρατούσα άποψη, η παγκοσμιοποίηση δεν συνεπάγεται την αποδυνάμωση του κράτους-έθνους. Συνεπάγεται την αλλαγή λειτουργιών του. Το παγκοσμιοποιημένο κράτος χάνει λειτουργίες εσωτερικού ελέγχου (π.χ. της κίνησης κεφαλαίων) αλλά αποκτά νέες λειτουργίες στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Και είναι γι’ αυτόν τον λόγο που το κράτος σήμερα, ακόμα και στις πιο νεοφιλελεύθερες οικονομίες, δεν μικραίνει αλλά συνεχώς μεγαλώνει- δηλαδή αποσπά όλο και περισσότερους πόρους από το κοινωνικό σύνολο […] Ετσι μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την έκλειψη της αποικιοκρατίας, ο αγώνας για την κατάκτηση αγορών σταδιακά υπερισχύει του αγώνα για την κατάκτηση εδαφών» 14.

Υπογραμμίζεται ότι σε αυτές τις συνθήκες δεν μπόρεσαν να προσαρμοστούν «τα αντιαναπτυξιακά κράτη του σοβιετικού υπαρκτού σοσιαλισμού. Εδώ και το οικονομικό και το πολιτικό σύστημα παραμένουν κλειστά. Δεν υπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ των δύο θεσμικών χώρων, αφού η γραφειοκρατική λογική της κεντρικής εξουσίας κυριαρχεί και στον οικονομικό τομέα. Το κράτος, αντί για μοχλός, είναι το κύριο εμπόδιο της αναπτυξιακής διαδικασίας. Το σοβιετικό κράτος με άλλα λόγια, λόγω του αντιαναπτυξιακού χαρακτήρα του, έμοιαζε με έναν γίγαντα που είχε πήλινα πόδια. Ηταν ανίκανο να επιβιώσει σε έναν αγώνα δρόμου όπου οι κύριοι ανταγωνιστές έπρεπε να τρέξουν γρήγορα, όχι μόνο για να κερδίσουν την κούρσα, αλλά και για να μείνουν στον αγωνιστικό χώρο […] Η κατάρρευση επομένως του υπαρκτού σοσιαλισμού είχε να κάνει λιγότερο με το δημοκρατικό και περισσότερο με το αναπτυξιακό έλλειμμα. Ενώ στον γεωπολιτικό χώρο, με βάση τον στρατό και τον οπλισμό, το σοβιετικό μπλοκ δεν ήταν σε μειονεκτική θέση, στον οικονομικό χώρο ο οικονομικός ανταγωνισμός με την ήδη αναπτυγμένη Δύση και τη ραγδαία αναπτυσσόμενη Νοτιοανατολική Ασία ήταν σχεδόν αδύνατος» 15.

Ορισμένοι μάλιστα σημειώνουν με έμφαση ότι η ανατροπή του σοσιαλισμού οφείλεται αποκλειστικά σε οικονομικούς λόγους και όχι σε λόγους έλλειψης δημοκρατίας: «Οι λόγοι που κατέρρευσε ο υπαρκτός σοσιαλισμός είναι κατά βάση, αποκλειστικά σχεδόν θα έλεγα, οικονομικοί. Σε πολλές από αυτές τις χώρες τα πράγματα είχαν φτάσει σε τόσο άσχημο σημείο ώστε τα ίδια τα καθεστώτα που μονοπωλούσαν την εξουσία επί 45 χρόνια δέχτηκαν να χαλαρώσουν τα δεσμά και να επιτρέψουν στις καταπιεσμένες οικονομικές δυνάμεις του ιδιωτικού τομέα να αναλάβουν δράση. Η πολιτική επανάσταση ήρθε ως φυσικό επακόλουθο της οικονομικής αποσύνθεσης» 16.

Η κριτική στον «αντιαναπτυξιακό χαρακτήρα» του σοσιαλισμού εστιάζει στο ζήτημα του κεντρικού σχεδιασμού, χαρακτηρίζοντάς τον ως παραλογισμό, αφού δεν αφήνει τις παραγωγικές μονάδες να συνδεθούν μέσω της αγοράς, γι’ αυτό οδηγεί σε χαμηλής ποιότητας μέσα παραγωγής και πρώτες ύλες που καταλήγουν και σε χαμηλής ποιότητας προϊόντα. Οπως σημειώνεται: «θα διαπιστώσουμε πως υπήρξε ένας συνδυασμός πολιτικού αυταρχισμού και υποκατάστασης της αγοράς από τον κεντρικό σχεδιασμό ως μέθοδος κατανομής πόρων και διανομής των αγαθών. Ποιος υπήρξε ο απολογισμός του συνδυασμού αυτού; Η αναπόφευκτη παρακμή» 17.

Η παραπάνω κριτική βεβαίως σωστά εντοπίζει τις αιτίες της αντεπανάστασης στην οικονομία, αξιοποιώντας υπαρκτά προβλήματα στη σοσιαλιστική οικοδόμηση, όπως ήταν η χαμηλή ποιότητα ορισμένων ειδών κατανάλωσης, πρόβλημα διαπιστωμένο και από τα ίδια τα ΚΚ εξουσίας. Ομως -ως αστική κριτική- έχει ταξικό στόχο και συνειδητά κατευθύνει σε μη αντικειμενικά συμπεράσματα.

Χρειάζεται να επισημάνουμε ότι ήδη από την εποχή της Οκτωβριανής επανάστασης η οπορτουνιστική, σοσιαλδημοκρατική προσέγγιση υποστήριζε ότι η οικοδόμηση του σοσιαλισμού στη Ρωσία δεν ήταν δυνατή, λόγω της οικονομικής καθυστέρησης. Την περίοδο της ΝΕΠ οι μενσεβίκοι και οι σοσιαλδημοκράτες της Β΄ Διεθνούς υποστήριζαν ότι είχε συντελεστεί η χρεοκοπία του κομμουνιστικού εγχειρήματος, ότι είχε αποδειχτεί το πρόωρο και το ανώριμο της προσπάθειας σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Οι εξελίξεις μέχρι το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και αμέσως μετά τους διέψευσαν. Ούτε οι εξελίξεις της δεκαετίας του 1980 συνιστούν δικαίωσή τους. Οπως σημείωνε ο Λένιν:«Κομμουνισμός σημαίνει, σε σχέση με τον καπιταλισμό, ανώτερη παραγωγικότητα της εργασίας εθελοντών εργατών, συνειδητών, ενωμένων, που χρησιμοποιούν πρωτοπόρα τεχνική» 18. Η αύξηση της παραγωγικότητας έρχεται από τη βελτίωση των μέσων παραγωγής και του επιπέδου εφαρμογής της τεχνολογίας, την αναβάθμιση της οργάνωσης και του συντονισμού της διαδικασίας παραγωγής και άλλους παράγοντες 19.

Η σοσιαλιστική οικοδόμηση κινήθηκε σε αυτή την κατεύθυνση, έστω και αν δεν κατόρθωσε να ξεπεράσει το επίπεδο παραγωγικότητας της εργασίας της πιο ανεπτυγμένης καπιταλιστικής οικονομίας, αφού ξεκινούσε από χαμηλότερο επίπεδο. Ωστόσο επέφερε ασύγκριτους ρυθμούς ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και πρώτα απ’ όλα του ανθρώπου. Κι αυτό χωρίς τις καταστροφές που είχε επιφέρει ο γοργά αναπτυσσόμενος καπιταλισμός. Η μέση χρονιάτικη παραγωγικότητα της εργασίας στη βιομηχανία της ΕΣΣΔ στη βιομηχανία περίπου δεκαπλασιάστηκε το 1958 σε σύγκριση με το 1913 και ταυτόχρονα μειώθηκε η διάρκεια της εργάσιμης ημέρας. Τα ίδια στοιχεία αναφέρουν ότι η ΕΣΣΔ έφτασε και ξεπέρασε βασικές καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης όσον αφορά την παραγωγικότητα της εργασίας στη βιομηχανία, χωρίς όμως να μπορέσει να ξεπεράσει τις ΗΠΑ 20.

Η ανάπτυξη της βιομηχανίας, ο εξηλεκτρισμός της χώρας, η ανάπτυξη στον τομέα των μεταφορών αποτέλεσαν σημαντικά επιτεύγματα της ανάπτυξης της ΕΣΣΔ.

Το 1940 η βιομηχανική παραγωγή της ΕΣΣΔ αυξήθηκε 8,5 φορές σε σχέση με το 1913 21, ενώ το 1952 τριπλασιάστηκε σε σχέση με το 1940 22.

Είναι χαρακτηριστικό επίσης, όσον αφορά την αγροτική παραγωγή, ότι ενώ το 1928 υπήρχαν στη Σοβιετική Ενωση μόνο 2 εισαγόμενες θεριστικές - αλωνιστικές μηχανές, στο τέλος του πρώτου πεντάχρονου πλάνου, δηλαδή το 1932 η σοβιετική γεωργία διέθετε 9.000 θεριστικές - αλωνιστικές μηχανές, 15.000 φορτηγά αυτοκίνητα και 150.000 τρακτέρ 23.

Η ΕΣΣΔ κατάφερε να ξεπεράσει σε επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης καπιταλιστικές χώρες, οι οποίες προεπαναστατικά βρίσκονταν στο ίδιο επίπεδο ανάπτυξης με την Τσαρική Ρωσία, όπως π.χ. τη Βραζιλία, την Αργεντινή, τη Χιλή 24. Επίσης η ΕΣΣΔ βρέθηκε έξω από τον κύκλο της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης υπερπαραγωγής του 1929-1933, ακριβώς εξαιτίας της κατάργησης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.

Προκειμένου να συγκρίνουμε τα δύο συστήματα είναι αναγκαίο να λάβουμε υπόψη τα εξής στοιχεία:

Για μια σειρά λόγους που έχουν να κάνουν και με τη στρατηγική του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, που δε θα απασχολήσουν το παρόν άρθρο, η εργατική εξουσία επικράτησε σε χώρες με σχετικά πιο καθυστερημένο επίπεδο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, εκτεταμένο μέγεθος των προκαπιταλιστικών επιβιώσεων, κυρίως στην αγροτική παραγωγή. Αυτό αφορά τόσο την ΕΣΣΔ όσο και τις περισσότερες από τις χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης. Ακόμα και η Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία περιλάμβανε το βιομηχανικά λιγότερο ανεπτυγμένο τμήμα της Γερμανίας. Η ΕΣΣΔ και οι χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης, στις οποίες εγκαθιδρύθηκε η εργατική εξουσία, αποτέλεσαν το κύριο θέατρο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου από το 1941 έως το 1945. Ηταν τεράστιες οι καταστροφές που υπέστησαν αυτές οι χώρες στην παραγωγική τους βάση. Οι εκτεταμένες καταστροφές παραγωγικών δυνάμεων καθυστέρησαν τη σοσιαλιστική ανάπτυξη και όξυναν τα προβλήματα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης κατά τη μεταπολεμική οικονομική ανασυγκρότηση. Αντίθετα οι καταστροφές λειτούργησαν αναζωογονητικά στις καπιταλιστικές οικονομίες.

Βεβαίως χρειάζεται να μελετηθεί η εξέλιξη της οικονομίας, δηλαδή πρώτα απ’ όλα των οικονομικών σχέσεων σε κάθε κράτος της εργατικής εξουσίας, γιατί υπήρξαν εξαρχής διαφορές.

Η σοσιαλιστική οικονομία στηρίζεται σε δύο θεμελιακές αρχές: την κοινωνική ιδιοκτησία των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής και τον κεντρικό σχεδιασμό της παραγωγής.

Η ανωτερότητα του σοσιαλισμού δε σχετίζεται κυρίως με το γεγονός ότι χώρες μισοαγροτικές μετατράπηκαν σε βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες, αλλά στο ότι αυτό πραγματοποιήθηκε με την κατάργηση των εκμεταλλευτικών σχέσεων με ταχύτατη γενική άνοδο του μορφωτικού και βιοτικού επιπέδου, σε αντίθεση με τις εκτεταμένες καταστροφές που είχε επιφέρει αρχικά η επέκταση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης σε χώρες όπως οι ΗΠΑ.

Το γεγονός ότι έγινε δυνατό, στη βάση της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής, ένα μεγάλο μέρος προϊόντων της παραγωγής και κοινωνικών υπηρεσιών να πάψουν να είναι εμπορεύματα αλλά να κατανέμονται με βάση τις ανάγκες, φανερώνει επίσης την ανωτερότητα του σοσιαλισμού-κομμουνισμού. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι παύει ο εργαζόμενος άνθρωπος να έχει πρόσβαση στα προϊόντα της εργασίας του μέσω της αγοράς ως ξένος προς αυτά. Ετσι περιορίστηκε η αγορά. Σημαντικά ήταν και τα ιστορικά παραδείγματα, παρά τις ταλαντεύσεις και τα πισωγυρίσματα, της κατανομής της σοσιαλιστικής παραγωγής ανάλογα με τη σχεδιασμένη ατομική συμμετοχή στην κοινωνική εργασία. Ο στόχος της σοσιαλιστικής ανάπτυξης - κομμουνιστικής οικοδόμησης είναι η κατανομή όλων των προϊόντων και υπηρεσιών δημόσια και δωρεάν με βάση τις ανάγκες.

Η αντεπαναστατική καπιταλιστική παλινόρθωση δε δικαιώνει την άποψη ότι το καπιταλιστικό κέρδος είναι η μοναδική κινητήρια δύναμη, το αιώνιο κίνητρο για την οργάνωση της κοινωνικής εργασίας και της παραγωγής. Αντίθετα, όταν η παραγωγή συγκεντρώνεται, όταν η ατομική εργασία γίνεται αναπόσπαστο μέρος της κοινωνικής εργασίας, όταν ο ιδιοκτήτης των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής απομακρύνεται από την άμεση διεύθυνση, τότε το κίνητρο του καπιταλιστικού κέρδους γίνεται πηγή κρίσης υπερπαραγωγής, νέου επιπέδου εξαθλίωσης των άμεσων παραγωγών, καταστροφής - τροχοπέδης στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Τότε μόνη διέξοδος είναι η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και ο κεντρικός σχεδιασμός με σκοπό τη διευρυμένη ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών.

Ο σοσιαλισμός γέννησε το Σταχανοφικό 25 κίνημα, τη συνειδητή δηλαδή συμβολή των εργατών στη βελτίωση της παραγωγής, τα κόκκινα Σάββατα, την εθελοντική προσφορά εργασίας και μια σειρά άλλες μορφές που αποδεικνύουν ότι κίνητρο για την πρόοδο στο σοσιαλισμό είναι η συνειδητή κομμουνιστική στάση στην εργασία.

Χρειάζεται επίσης να σημειώσουμε ότι κάθε άλλο παρά χαρακτήριζε τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στην ΕΣΣΔ και τις υπόλοιπες χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης μια εισοδηματική εξίσωση. Ενα από τα προβλήματα που πρέπει να μελετηθούν είναι σε ποιο βαθμό τηρήθηκε και σε ποιο βαθμό παραβιάστηκε η κατανομή με βάση την εργασία. Το σίγουρο είναι ότι οι μισθολογικές διαφορές, ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες, που μεγάλωσαν πολύ μέσα από τα διάφορα συστήματα πριμοδότησης και λόγω της αξιακής προσέγγισης, δεν αφορούσαν μόνο την επιστημονική ειδικευμένη εργασία και -ως κληρονομημένο κατάλοιπο του καπιταλισμού- τη διευθυντική. Ενα τέτοιο ζήτημα αφορά για παράδειγμα το σύστημα αμοιβής με το κομμάτι που είχε εφαρμοστεί πλατιά τόσο στην ΕΣΣΔ όσο και σε άλλες Λαϊκές Δημοκρατίες.

Οι αστοί, υποβοηθούμενοι από τους οπορτουνιστές, ξιφουλκούν ενάντια στον «κεντρικό σχεδιασμό» ως παραλογισμό, ως αφύσικο, ως προϊόν γραφειοκρατίας και ανελευθερίας, γιατί αποτελεί κομμουνιστική σχέση, έκφραση της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.

Η διαμόρφωση του κεντρικού σχεδιασμού δεν είναι εύκολη υπόθεση. Απαιτεί επιστημονική γνώση των νομοτελειών της σοσιαλιστικής οικονομίας και οικοδόμησης, στις οποίες θα πρέπει να βασίζεται, απαιτεί τον συνδυασμό άμεσων και μακροπρόθεσμων στόχων και κινήτρων της παραγωγής.

Αυτό σημαίνει βέβαια ότι μπορεί να εμφανιστούν και υποκειμενικά λάθη, τα οποία όμως μπορούν να διορθώνονται στο βαθμό που είναι καθαρή η κατεύθυνση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, που υπάρχει βαθιά γνώση των νομοτελειών της.

Η ΕΣΣΔ κατάφερε μέσα στη διάρκεια του 4ου πεντάχρονου πλάνου (1945-1950) να ανασυγκροτήσει, βασικά, την οικονομία της. Ομως θα πρέπει να σημειώσουμε ότι σε αυτή τη φάση τέθηκαν νέα προβλήματα και αναδείχθηκαν οι ανάγκες για να πραγματοποιηθούν νέα βήματα στην πορεία της ανάπτυξης των κομμουνιστικών σχέσεων, που αφορούσαν και την υποκειμενική ικανότητα στον κεντρικό σχεδιασμό, στην κατανομή της εργασίας, των υλών κατά κλάδο, αλλά και στην κατανομή του κοινωνικού προϊόντος. Απαντήθηκαν με πολιτικές επιλογές, οι οποίες ουσιαστικά αδυνάτιζαν τις κομμουνιστικές σχέσεις.

Ετσι ακολουθήθηκαν πολιτικές στην ΕΣΣΔ, μετά το 1956 και ιδιαίτερα τη δεκαετία του 1960, οι οποίες αξιοποιήθηκαν και σε άλλα κράτη της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης, που χαρακτηρίζονταν από τη χαλάρωση του κεντρικού σχεδιασμού, την καθιέρωση του συστήματος της ιδιοσυντήρησης των σοσιαλιστικών παραγωγικών μονάδων, την καθιέρωση κριτηρίων της αγοράς όπως το κέρδος και η ανταγωνιστικότητα ως εργαλείων αξιολόγησης της απόδοσής τους, την απομάκρυνση από το στόχο σταδιακής μετατροπής των κολχόζ σε κοινωνική ιδιοκτησία, τη διεύρυνση των εισοδηματικών διαφοροποιήσεων. Γενικεύτηκε θεωρητικά η άποψη περί σοσιαλιστικής εμπορευματικής παραγωγής και η αποδοχή του νόμου της αξίας ως νόμου της σοσιαλιστικής οικονομίας. Ανακόπηκε δηλαδή η κατεύθυνση της επέκτασης των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής και παραβιάστηκαν νομοτέλειες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας τέτοιας κατεύθυνσης ήταν η παραβίαση της αρχής της αναλογικής προτεραιότητας του Τομέα Ι (παραγωγή μέσων παραγωγής) σε σχέση με τον Τομέα ΙΙ (παραγωγή ειδών κατανάλωσης) τη δεκαετία του 1970 με αρνητικές επιπτώσεις στην άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας, με αποτέλεσμα τη μη ανάπτυξη νέων πιο σύγχρονων μέσων παραγωγής.

Υπήρξε διαπάλη γι’ αυτές τις επιλογές, υπήρξαν και άλλες κατευθύνσεις και προτάσεις που όμως απορρίφθηκαν, όπως π.χ. οι προτάσεις για την εφαρμογή των ηλεκτρονικών υπολογιστών και της πληροφορικής για τη βελτίωση της τεχνικής επεξεργασίας στοιχείων, για τον έλεγχο της παραγωγής προϊόντων (αξιών χρήσης) με ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία.

Σε αυτές τις δεκαετίες ως φυσικό επακόλουθο εμφανίστηκαν φαινόμενα χαλάρωσης της σοσιαλιστικής συνείδησης, της κομμουνιστικής στάσης απέναντι στην εργασία.

Οσο αυτή η κατάσταση δε διορθωνόταν, συσσωρεύτηκαν οικονομικά προβλήματα με αποτέλεσμα τη δεκαετία του 1970 για πρώτη φορά να γίνονται διαπιστώσεις για στασιμότητα στη σοβιετική οικονομία. Τα προβλήματα αυτά ήταν λοιπόν όχι αποτέλεσμα της ανάπτυξης των κομμουνιστικών σχέσεων, αλλά της υποχώρησης από αυτές απέναντι στην αγορά, της αυταπάτης ότι μπορεί να συνδυαστεί ο σοσιαλισμός με την αγορά.

 

ΓΙΑ ΤΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΩΣΗΣ
ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΡΕΦΟΡΜΙΣΜΟΥ

Συνήθως οι τοποθετήσεις των σύγχρονων και παλιότερων οπορτουνιστών, πρώην κομμουνιστών, θεωρούν ως παρέκκλιση από την «ελευθερία» και τη «δημοκρατία» τα χρόνια που ακολούθησαν μετά το θάνατο του Λένιν ή τα τελευταία χρόνια πριν από αυτόν. Ως βασικός «υπαίτιος» θεωρείται ο Στάλιν.

Από τη σκοπιά της σοσιαλδημοκρατίας σήμερα το πρόβλημα επανατοποθετείται ιστορικά πιο πίσω. Ξεκινάει από την αντιπαράθεση στους κόλπους της Β΄ Διεθνούς. Υποστηρίζεται ότι το κομμουνιστικό κίνημα αποτέλεσε μια ρώσικη ιδιομορφία λόγω των ειδικών συνθηκών που επικρατούσαν εκεί (τσαρισμός, όχι παράδοση αστικής δημοκρατίας), που έδωσε τη δυνατότητα να υπερισχύσει της Φεβρουαριανής αστικής επανάστασης ένα πραξικόπημα των μπολσεβίκων. Ετσι αποτέλεσε μια παρέκκλιση στο σοσιαλιστικό κίνημα, στις παραδόσεις των Μαρξ και Ενγκελς, που τους εμφανίζουν ουσιαστικά ως συνεχιστές των αξιών του αστικού διαφωτισμού, της Γαλλικής Επανάστασης του 1789.

«Αναμφίβολα το σοβιετικό καθεστώς είχε πολλά ουτοπικά στοιχεία. Ως σχήμα οργάνωσης της κοινωνίας, έμοιαζε περισσότερο με το κολεκτιβιστικό μέλλον που περιέγραψε ο Εντουαρντ Μπέλαμι για την Αμερική (Κοιτάζοντας πίσω από το 2000) παρά με το όραμα του Μαρξ, όπως εκφράζεται λ.χ. στη Γερμανική Ιδεολογία»26.

Σύμφωνα με την ίδια άποψη, η αναγωγή των στοιχείων της Οκτωβριανής Επανάστασης σε διεθνή υποτίμησε τις εθνικές ιδιομορφίες, πολύ περισσότερο σε χώρες που είχαν μακροχρόνια παράδοση αστικής δημοκρατίας. Ετσι υποστηρίζεται ότι διαστρεβλώθηκε ο σοσιαλισμός σε ολοκληρωτισμό: «Ο υπαρκτός κομμουνισμός γεννήθηκε μεν από την επανάσταση, αλλά δημιουργήθηκε κυρίως μέσα από την εμπειρία ενός εκτεταμένου και σκληρού εμφυλίου πολέμου που στρατιωτικοποίησε το σοβιετικό καθεστώς. Τα ουτοπικά πειράματα των πρώτων χρόνων ήταν και τα πρώτα θύματα του πολέμου. Εκτός όμως από την ειδικά ρωσική εμπειρία, στη διαμόρφωση του καθεστώτος έπαιξε ρόλο και η γενικότερη ροπή στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα προς τον ολοκληρωτισμό» 27.

Ως αντίβαρο σε αυτές τις παρεκκλίσεις προβάλλεται η σοσιαλδημοκρατία και ιδιαίτερα ο ρόλος της μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Σε εκπομπή του Γ. Μαλούχου στην ΕΤ1 προβλήθηκε η θέση ότι οι Εργατικοί της Αγγλίας με πρωθυπουργό τον Κλίμεντ Ατλι ήταν οπαδοί της κοινοκτημοσύνης. Οι κρατικοποιήσεις μάλιστα που πραγματοποιήθηκαν από το Αγγλικό αστικό κράτος μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο παρουσιάστηκαν ως υλοποίηση της κοινοκτημοσύνης. Ετσι η κοινοκτημοσύνη ταυτίζεται με μια πολιτική διαχείρισης του καπιταλισμού που περιλάμβανε κρατικοποιήσεις από αστικές κυβερνήσεις αναγκαίες για τη μεταπολεμική καπιταλιστική ανασυγκρότηση. Αυτές άλλωστε δεν αποτέλεσαν αποκλειστική πολιτική της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά υιοθετήθηκαν και από κεντροδεξιές κυβερνήσεις. Βεβαίως, όταν οι ανάγκες της καπιταλιστικής ανάπτυξης έθεσαν ως προτεραιότητα την απελευθέρωση των αγορών, οι σοσιαλδημοκράτες «οπαδοί της κοινοκτημοσύνης» πρωτοστάτησαν στη νέα πολιτική διαχείρισης του καπιταλισμού. Για τη σύγχυση ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό και η στάση κομμουνιστικών κομμάτων που για δεκαετίες έβλεπαν τις αστικές κρατικοποιήσεις και εθνικοποιήσεις ως αποτέλεσμα της πίεσης του εργατικού κινήματος και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Ξεκινώντας από το σχίσμα στη Β΄ Διεθνή, χρειάζεται να τονίσουμε ότι ο ρόλος των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων ως αστικοποιημένων εργατικών κομμάτων έχει εκδηλωθεί σε πολλές δύσκολες συνθήκες για το καπιταλιστικό σύστημα, όταν ουσιαστικά αποτέλεσαν βασικό στήριγμά του. Οι ηγέτες των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων είχαν άλλωστε εγκαταλείψει τους Μαρξ και Ενγκελς πολύ πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914) και τη διάσπαση της Β΄ Διεθνούς. Γι’ αυτό άλλωστε καταχώνιασαν μια σειρά έργα τους που είδαν το φως της δημοσιότητας μόνο με πρωτοβουλία του ΚΚ της ΕΣΣΔ και της ΚΔ.

Χωρίς να ξεχνάμε ότι οι σοσιαλδημοκράτες δε δίστασαν να βάψουν τα χέρια τους με το αίμα εργατών, προκειμένου να υπερασπίσουν την αστική εξουσία και καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, όπως π.χ. στη Γερμανία το 1919. Πρέπει να σημειώσουμε ότι διακρίθηκαν στην πολιτική του καρότου, δηλαδή της ενσωμάτωσης και χειραγώγησης των εργατικών μαζών.

Συχνά επιχειρείται και η ταύτιση του σοσιαλισμού στον 20ό αιώνα, ιδιαίτερα στην ΕΣΣΔ μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950, με το φασισμό. Εδώ συντελείται πλήρης αυθαιρεσία και στρέβλωση. Ο φασισμός αποτελεί ιδεολογικό και πολιτικό ρεύμα της αστικής τάξης, που ανταποκρινόταν στην ανάγκη της για μια γρήγορη και μαχητική ενσωμάτωση και συσπείρωση τμημάτων της εργατικής τάξης και της νεολαίας γύρω από τους «εθνικούς» (βλέπε ιμπεριαλιστικούς) στόχους της αστικής τάξης. Γι’ αυτό τα φασιστικά κόμματα στηρίχτηκαν ανοιχτά από τα μονοπώλια της χώρας τους, ενώ σε προηγούμενη φάση στηρίζονταν τα αστικά φιλελεύθερα κόμματα. Η διαστρέβλωση αυτή επιδιώκει να κρύψει το ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας στην ιδεολογική προετοιμασία και στην πρακτική στήριξη της ανόδου του φασισμού.

Η απάτη γίνεται με αναφορά στο Σύμφωνο «Ρίμπεντροπ - Μολότοφ», αποσιωπώντας το «Σύμφωνο του Μονάχου» 28. Επίσης η απάτη γίνεται με το διαχωρισμό μιας μορφής της δικτατορίας του κεφαλαίου, της αστικής κοινοβουλευτικής, από την άλλη της μορφή, τη φασιστική, ταυτίζοντας τη δεύτερη με την προλεταριακή δικτατορία. Η ταύτιση επιχειρείται στο όνομα της άρνησης της αστικής δημοκρατίας. Σε αυτή τη βάση γίνεται διαστρέβλωση των στοιχείων της ταξικής πάλης κατά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση ως δήθεν στοιχείων έλλειψης δικαιωμάτων και ελευθεριών για τις μάζες.

Η σοσιαλιστική οικοδόμηση προϋποθέτει την υπερνίκηση, τη συντριβή των στοιχείων της παλιάς κοινωνίας. Οι σοσιαλιστικές κοινωνίες στον 20ό αιώνα ήταν κοινωνίες που ξεκίνησαν το άλμα, δεν μπόρεσαν όμως να το ολοκληρώσουν και το παλιό βγήκε νικητής.

Είναι γεγονός ότι σε συνθήκες αντεπανάστασης, υποχώρησης του κομμουνιστικού κινήματος, διαμορφώνεται προνομιακό έδαφος για την ανάπτυξη του ρεφορμισμού, της αντίληψης ότι ο καπιταλισμός μπορεί να μεταρρυθμιστεί προς όφελος των εργαζομένων.

Το πέρασμα στο σοσιαλισμό με μεταρρυθμίσεις, χωρίς σοσιαλιστική επανάσταση και μέσω του κοινοβουλίου, δεν επιβεβαιώθηκε πουθενά σε καμία χώρα. Οι σοσιαλδημοκράτες συμμετείχαν σε εκατοντάδες κυβερνήσεις, σε διάφορα κράτη του πλανήτη, συμβάλλοντας στη στήριξη της καπιταλιστικής ανάπτυξης και εξασφαλίζοντας την ενσωμάτωση των εργατικών μαζών μέσω της επιρροής τους στα συνδικάτα.

Οι σοσιαλδημοκράτες στις σημερινές συνθήκες δε θέτουν καν ως στόχο την κατάργηση του καπιταλισμού μέσω ενός διευρυμένου δημόσιου παραγωγικού τομέα. Υπόσχονται τον «εξανθρωπισμό» του καπιταλισμού, προχωρώντας μεν τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, αλλά με μέτρα διασφάλισης της κοινωνικής συνοχής.

Χρειάζεται να θυμηθούμε ότι οι σοσιαλδημοκράτες και οι οπορτουνιστές ήταν που προσπαθούσαν να πείσουν για το πάντρεμα του σοσιαλισμού με την αγορά, το μοντέλο της λεγόμενης «μικτής οικονομίας».

Η πείρα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης επιβεβαίωσε το αντίθετο, ότι ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να παντρευτεί με την αγορά. Οσο και αν αναγκαστικά διατηρούνται στοιχεία της αγοράς, είναι ξένα σώματα που πρέπει η επαναστατική πολιτική του ΚΚ και της εργατικής εξουσίας να τα εξαλείψει.

Με αυτή την έννοια, αυτό που χρεοκόπησε το 1989 δεν είναι ο κομμουνισμός, δηλαδή η αντίληψη για την πλήρη επέκταση και κυριαρχία των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής, η συνέχιση της ταξικής πάλης μέχρι την πλήρη εξάλειψη των τάξεων, αλλά οι θεωρίες για «σοσιαλισμό με αγορά», που δυστυχώς σταδιακά υιοθετήθηκαν και από τα ΚΚ της εξουσίας.

Χρειάζεται επίσης να αναφερθούμε, χωρίς βεβαίως να επεκταθούμε, στην προσπάθεια που γίνεται από ορισμένους αναθεωρητές να επαναπροσδιοριστεί η έννοια «κομμουνισμός». Είναι χαρακτηριστικό το παρακάτω απόσπασμα:«Απογοητευμένοι από τον κομμουνισμό του 20ού αιώνα, δεν διστάζουν να ξαναρχίσουν από το μηδέν και να επαναπροσδιορίσουν την έννοια της δικαιοσύνης. Οι αντίπαλοί τους τους αποκαλούν “επικίνδυνους ουτοπιστές”, είναι όμως οι μόνοι που έχουν ξυπνήσει πραγματικά από το όνειρο που εξακολουθεί να μας τυφλώνει σχεδόν όλους. Είναι αυτοί που, χωρίς την παραμικρή νοσταλγία για τον εκλιπόντα “υπαρκτό σοσιαλισμό”, φέρουν την αληθινή ελπίδα της Αριστεράς» 29. Ενας «κομμουνισμός» λοιπόν που δεν έχει την παραμικρή αναφορά στη σοσιαλιστική οικοδόμηση κατά τον 20ό αιώνα, που «μαζί με τα νερά πετάει και το παιδί». Μια επιστροφή στον ουτοπικό σοσιαλισμό του 19ου αιώνα, που προβάλλει την αναζήτηση της «ισότητας» έξω από την κατάργηση της πηγής της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, της υπεραξίας.

 

ΤΟ ΚΚΕ ΕΙΔΙΚΟΣ ΣΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΘΕΣΗΣ

Στην Ελλάδα η προπαγανδιστική επίθεση με αφορμή τα ζητήματα του τείχους του Βερολίνου έχει ειδικό στόχο το ΚΚΕ. Αξιοποιεί την τοποθέτηση υπεράσπισης της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και της εργατικής εξουσίας από πλευράς του Κόμματος, εξυπηρετώντας άμεσους και μακροπρόθεσμους στόχους της αστικής τάξης σε σχέση με την αντιμετώπιση του Κόμματος. Κυβέρνηση και ΜΜΕ έδωσαν δείγματα στη γραμμή ότι «το ΚΚΕ είναι εχθρός της δημοκρατίας». Είναι χαρακτηριστικά ορισμένα δημοσιεύματα: «Δεν έπρεπε να εκπλαγεί κανείς από τις δηλώσεις της κ. Αλέκας Παπαρήγα για το Τείχος του Βερολίνου. Είναι γραμματέας ενός κόμματος που δοξολογεί με κάθε ευκαιρία έναν από τους πιο στυγνούς δικτάτορες που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα. Ο ιδεολογικός καθοδηγητής του ΚΚΕ, ο Ιωσήφ Στάλιν, είναι ο πατέρας του πρακτικού ολοκληρωτισμού» 30.

Δεν άντεξαν το γεγονός ότι το ΚΚΕ με το 18ο Συνέδριό του έκανε ιδεολογικά ένα βήμα μπροστά. Γι’ αυτό και επικεντρώνουν σ’ αυτό τα πυρά τους. Ταυτόχρονα επιχειρήθηκε η γκεμπελική συκοφαντία για τα οικονομικά του Κόμματος κατά την προεκλογική περίοδο των ευρωεκλογών.

Είναι γεγονός ότι οι αποφάσεις του 18ου Συνεδρίου έχουν ενοχλήσει την αστική τάξη, όχι μόνο γιατί μάχονται ενάντια στην προσπάθεια να συκοφαντηθεί η σοσιαλιστική οικοδόμηση στην ΕΣΣΔ, ενάντια στον αντισταλινισμό που αποτελεί αιχμή του δόρατος της αντικομουνιστικής - αντισοσιαλιστικής επίθεσης. Ενοχλούν γιατί συμβάλλουν στον εμπλουτισμό της σύγχρονης αντίληψης για το σοσιαλισμό, δηλαδή ενισχύουν την πάλη για τη σοσιαλιστική προοπτική, την προβολή της αναγκαιότητας του σοσιαλισμού, των νομοτελειών που τον διέπουν, των βασικών του αρχών, την προβολή της σοσιαλιστικής προοπτικής απαλλαγμένης από τις στρεβλώσεις.

Πολύ περισσότερο ενοχλεί ότι η εκτίμηση του ΚΚΕ εστιάζει σε ένα πολύ σημαντικό γεγονός: ότι το Κόμμα ήταν το «πρώτο κάστρο» που «έπεσε» χάνοντας την επαναστατικότητά του, ότι ο οπορτουνισμός που ισχυροποιήθηκε στις γραμμές του μετεξελίχθηκε σε αντεπαναστατική δύναμη, μετέτρεψε τμήματα και ηγεσίες των ΚΚ σε καθοδηγητές της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, κινητοποιώντας λαϊκές μάζες στην κατεύθυνση της αντεπανάστασης, παραπλανημένες ότι διεκδικούσαν περισσότερο σοσιαλισμό. Η δυναμική αυτών των αποκαλύψεων τρομάζει την αστική εξουσία. Την ανησυχεί η δυνατότητα περιορισμού της οπορτουνιστικής εμβέλειας. Η αστική τάξη πάντα χάιδεψε τον οπορτουνισμό στα κόμματα εξουσίας, γιατί με ταξικό κριτήριο έβλεπε σε αυτό που έμοιαζε απλά ως θεωρητική ή πολιτική διαφωνία τη δυνατότητα για την ανατροπή του σοσιαλισμού. Η αποκάλυψη του ρόλου του οπορτουνισμού ως εν δυνάμει αντεπαναστατικής δύναμης συμβάλλει στην ιδεολογικοπολιτική επαγρύπνηση, επισημαίνει την αναγκαιότητα το Κομμουνιστικό Κόμμα με βαθιά θεωρητική γνώση, με αταλάντευτο ταξικό και επιστημονικό κριτήριο να αντιμετωπίζει τα λάθη και τις αδυναμίες του, να τα διορθώνει επαναστατικά και αυτοκριτικά, πριν αυτά εξελιχθούν σε ιδεολογική και πολιτική παρέκκλιση που ανοίγει το δρόμο για την απώλεια των επαναστατικών του χαρακτηριστικών.

Η διαπίστωση αυτή αποτελεί σημαντική παρακαταθήκη σε σχέση με το χαρακτήρα και το ρόλο του ΚΚ, στην πάλη ενάντια στη σταθερή προσπάθεια της αστικής τάξης με στόχο να ενσωματώσει το ΚΚΕ σε μια πολιτική γραμμή στα πλαίσια του συστήματος. Η Απόφαση του 18ου Συνεδρίου έχει δεσμεύσει το Κόμμα για την περαιτέρω μελέτη της κομματικής λειτουργίας σε συνθήκες σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

Ο Κ. Παπασταύρου είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, υπεύθυνος της Ιδεολογικής Επιτροπής.

1. Λόταρ Μπίσκι, εφημερίδα «Το Βήμα», 9 Νοέμβρη 2009.

2. Εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», 9 Νοέμβρη 2009.

3. Γ. Πρετεντέρης, εφημερίδα «Το Βήμα», 10 Νοέμβρη 2009.

4. Μαρί Ζορζ Μπουφέ, ΓΓ του Γαλλικού ΚΚ, συνέντευξη στο «Nouvel Observateur».

5. Λ. Μπίσκι, εφημερίδα «Το Βήμα», 9 Νοέμβρη 2009.

6. Εφημερίδα «Η Αυγή», 11 Νοέμβρη 2009.

7. Λ. Σταυρόπουλος, εφημερίδα «Το Βήμα», 29 Νοέμβρη 2009.

8. Γ. Πρετεντέρης, εφημερίδα «Το Βήμα», 25 Νοέμβρη 2009.

9. «Η ελευθερία δε συνίσταται στην ονειρεμένη ανεξαρτησία από τους νόμους της φύσης,

αλλά στη γνώση αυτών των νόμων, καθώς και στη δυνατότητα που παρέχεται μ’ αυτό τον τρόπο, να την κάνουμε να λειτουργεί σχεδιασμένα προς όφελος ορισμένων στόχων». (Φρ. Ενγκελς: «Αντί- Ντύρινγκ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 146).

10. Μαρί Ζορζ Μπουφέ, ΓΓ του Γαλλικού ΚΚ, συνέντευξη στο «Nouvel Observateur».

11. Γιώργος Ρούσης, εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», 19 Νοέμβρη 2009.

12. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 37, σελ. 264-265.

13. Στ. Καλύβας, εφημερίδα «Το Βήμα», 8 Νοέμβρη 2009.

14. Ν. Μουζέλης, εφημερίδα «Το Βήμα», 8 Νοέμβρη 2009.

15. Ο.π.

16. Αντώνης Βακιρτζής: «20 χρόνια από την πτώση του τείχους: Η τρέλα του κεντρικού σχεδιασμού», ηλεκτρονικό φιλελεύθερο περιοδικό «e-rooster».

17. Στ. Καλύβας, εφημερίδα «Το Βήμα» 8 Νοέμβρη 2009.

18. Β.Ι. Λένιν: «Η μεγάλη πρωτοβουλία», «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 39, σελ. 22.

19. «Η παραγωγική δύναμη της εργασίας καθορίζεται από ποικίλα περιστατικά, ανάμεσα στα άλλα απ’ το μέσο βαθμό δεξιοτεχνίας των εργατών, απ’ τη βαθμίδα ανάπτυξης της επιστήμης και της τεχνολογικής εφαρμογής της, απ’ τον κοινωνικό συντονισμό του προτσές παραγωγής, απ’ την ένταση και την αποτελεσματικότητα των μέσων παραγωγής και απ’ τους φυσικούς όρους». (Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. Ι, σελ. 54.)

20. Πολιτική Οικονομία, Εγχειρίδιο Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ - Οικονομικό Ινστιτούτο, τρίτη έκδοση βελτιωμένη και συμπληρωμένη, Μόσχα 1959, Αθήνα εκδ. «Κυπραίος» 1960, σελ. 669.

21. Ο.π., σελ. 494.

22. Λ. Τσελίκα: «Ιστορική επισκόπηση της οικονομικής ανάπτυξης της ΕΣΣΔ» (περίοδος 1917-1955), ΚΟΜΕΠ 6/1999, σελ. 90.

23. Ο.π., σελ. 83.

24. Σύμφωνα με την κατάταξη αστικής στατιστικής των αρχών του 19ου αιώνα που χρησιμοποίησε και ο Λένιν στη μελέτη του για τον Ιμπεριαλισμό (βλέπε: Β. Ι. Λένιν: «Απαντα» τ. 28, «Τετράδια για τον Ιμπεριαλισμό»), η Τσαρική Ρωσία κατατάσσεται στη δεύτερη ομάδα χωρών μέσης καπιταλιστικής ανάπτυξης μαζί με τις υπόλοιπες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, της Λ. Αμερικής.

25. Το «Σταχανοφικό κίνημα» υπήρξε ένα μαζικό κίνημα «ανακαινιστών» της σοσιαλιστικής παραγωγής στην ΕΣΣΔ, πρωτοπόρων εργατών, κολχόζνικων, μηχανικών, τεχνικού προσωπικού. Εμφανίστηκε στο 2ο πεντάχρονο το 1935 σαν νέο στάδιο της σοσιαλιστικής άμιλλας. Το όνομά του το πήρε από τον Α. Γ. Σταχάνοφ, που τον Αύγουστο του 1935 έβγαλε σε μια βάρδια στο ανθρακωρυχείο που δούλευε 102 τόνους κάρβουνο με νόρμα τους 7 τόνους. Το κίνημα αυτό υποστηρίχτηκε και καθοδηγήθηκε από το ΚΚ και σε μικρό χρονικό διάστημα αγκάλιασε όλους τους κλάδους παραγωγής της ΕΣΣΔ (Πηγή: «Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια»).

26. Α. Λιάκος, εφημερίδα «Το Βήμα», 1 Νοέμβρη 2009.

27. Α. Λιάκος, εφημερίδα «Το Βήμα», 1 Νοέμβρη 2009.

28. Το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ - Μολότοφ είναι το σύμφωνο μη επίθεσης που υπογράφηκε στις 23 Αυγούστου του 1939 ανάμεσα στην ΕΣΣΔ και τη Γερμανία. Πρόκειται για μια προσπάθεια της ΕΣΣΔ να καθυστερήσει όσο το δυνατό την αναπόφευκτη επίθεση εναντίον της, κάτι που άλλωστε κατάφερε για περίπου δύο χρόνια, μέχρι τον Ιούνη του 1941. Αυτό που κρύβει ή «ξεχνά» η αστική επίθεση είναι η Συμφωνία του Μονάχου, στις 30 Σεπτέμβρη του 1938, που υπογράφηκε μεταξύ Αγγλίας, Γαλλίας και φασιστικής Γερμανίας, με την οποία παραδόθηκε η Τσεχοσλοβακία στη Γερμανία, ανοίγοντας δίοδο προς τα ανατολικά. Επίσης ξεχνιούνται οι επανειλημμένες προσπάθειες της ΕΣΣΔ για δημιουργία συμμαχίας ενάντια στον Αξονα, προσπάθειες που απορρίφθηκαν από τα καπιταλιστικά κράτη της Μ. Βρετανίας και Γαλλίας.

29. Σλαβόι Ζίζεκ, εφημερίδα «Το Βήμα», 15 Νοέμβρη 2009.

30. Π. Μανδραβέλης, εφημερίδα «Καθημερινή», 11 Νοέμβρη 2009.