Αρκετά ζητήματα απασχόλησαν αυτή τη βδομάδα τον διεθνή αστικό Τύπο που με ποικιλομορφία, αφού εκφράζονται και ιδιαίτερα συμφέροντα μερίδων του κεφαλαίου, προσπαθεί να παρέμβει σε μια περίοδο που βαθαίνει η καπιταλιστική κρίση και οξύνεται ο ανταγωνισμός. Και το θέμα της προσέγγισης με το Ιράν έχει εκτενή παρουσίαση με αφορμή και τα παζάρια στη Γενεύη. Εδώ θα σταθούμε σε κάποια δημοσιεύματα που εκφράζουν κυρίως την αγωνία των αστών, για να βγουν τα καπιταλιστικά κράτη από την κρίση, ρίχνοντας τα βάρη στους εργαζόμενους και ανταγωνιζόμενα σκληρά μεταξύ τους.
Για παράδειγμα, η αμερικάνικη «Wall Street Journal», σχολιάζοντας την απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να μειώσει τα επιτόκια δανεισμού σε άρθρο της στις 7/11/13 και τίτλο «Η Ευρώπη και το Οριο του Μηδέν» σημειώνει πως «το καλύτερο επιχείρημα για τη μείωση του επιτοκίου είναι η μείωση του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη όλη τη διάρκεια του έτους που τον Οκτώβρη κατέβηκε κάτω του 1%». Θεωρεί, επίσης, πως με την απόφασή του αυτή ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι «αρνήθηκε να προσποιηθεί πως μία έστω και κατά 0,25% μείωση του επιτοκίου για την αναχρηματοδότηση των τραπεζών είναι η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στη σωτηρία και την καταστροφή της Ευρωζώνης».
Θεωρεί πως η πτώση του πληθωρισμού στις περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης (και μαζί του η μείωση των μισθών) είναι «καλή για το πραγματικό εισόδημα των νοικοκυριών και την κατανάλωση σε αυτές τις χώρες με μοναδική εξαίρεση την Ελλάδα που αντιμετωπίζει, πέρα για πέρα, αποπληθωρισμό όπου η σχετική προσαρμογή των τιμών έχει μετατραπεί σε δεδηλωμένο στόχο επίλυσης της κρίσης».
Δεν παραλείπει να προσθέσει πως «ένα πιο αδύναμο ευρώ παραμένει μποναμάς για τις γερμανικές εξαγωγές, τις οποίες το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών και άλλοι θεωρούν υπεύθυνες για την καθυστέρηση της ανάκαμψης στην Ευρωζώνη». Μεταξύ άλλων, το άρθρο καταλήγει πως η νέα κυβέρνηση στη Γερμανία δεν είναι καθόλου ανοιχτή στο να ανοίξουν οι κρουνοί αύξησης των δαπανών σημειώνοντας: «Το καλύτερο παράπονο είναι πως το Βερολίνο δε θα μειώσει τους φόρους, που θα αύξαναν τη γερμανική ανάπτυξη και ως εκ τούτου τη ζήτηση για τις εξαγωγές των άλλων χωρών. Τα κατώτερα επιτόκια δανεισμού και η πιο γενναιόδωρη ρευστότητα της κεντρικής τράπεζας θα βοηθούσε στο ξεπάγωμα της πίστωσης στην περιφέρεια της Ευρωζώνης... Ο κίνδυνος για πολλά χρόνια ήταν ότι το εύκολο χρήμα θα απομάκρυνε την πίεση στις κυβερνήσεις να χρησιμοποιήσουν πολιτικές υπέρ της ανάπτυξης για την αναζωογόνηση των οικονομιών τους. Οσο, όμως, τα επιτόκια της ΕΚΤ πλησιάζουν το όριο του μηδενός, ο πειρασμός θα είναι να δοκιμαστεί "μη συμβατική" νομισματική πολιτική με τη μορφή της αγοράς περισσότερων περιουσιακών στοιχείων. Η πρόκληση του Ντράγκι θα είναι να διατηρήσει τα μάτια του στη σταθερότητα των τιμών, όταν όλοι οι γύρω του θα φωνάζουν για περισσότερα».
Οι βρετανικοί «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» σε άρθρο του Φιλ Στίβενς «Ο Ολάντ κρατά το κλειδί για το σχέδιο της Μέρκελ για το ευρώ» εκτιμά ότι η Ευρώπη και το ευρώ «δεν παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο» στις διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους χριστιανοδημοκράτες και τους σοσιαλδημοκράτες για τη συγκρότηση του μεγάλου συνασπισμού και ότι το γραφείο της καγκελαρίου Αγκελα Μέρκελ έχει υποβάλει στους διαπραγματευτές τέσσερα σενάρια για την Ευρωζώνη. Ολα θεωρούν ότι η ΕΕ είναι απαραίτητη για τη γερμανική ευημερία. Και όλα προϋποθέτουν τις καλές σχέσεις ανάμεσα στη Μέρκελ και τον Ολάντ.
Το πρώτο σενάριο ορίζει ότι η πορεία της Ευρωζώνης προς την τραπεζική ένωση και την αμοιβαία οικονομική εποπτεία θα γίνει με το υπάρχον νομικό πλαίσιο, που είναι αρκετά ευέλικτο, ώστε να επιτρέπει μια βαθύτερη ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Το δεύτερο σενάριο προβλέπει μια σειρά μέτρων, συνοδευόμενων από αλλαγές στην ευρωπαϊκή συνθήκη, ώστε να εξασφαλιστεί το μέλλον του ευρώ. Τα μέτρα αυτά ουσιαστικά θα συμπληρώνουν το έργο που έμεινε ανολοκλήρωτο, όταν η Γαλλία «μπλόκαρε» την πολιτική ένωση την εποχή της Συνθήκης του Μάαστριχτ.
Το τρίτο σενάριο αναγνωρίζει ότι η τραπεζική ένωση, ένα είδος ευρωομολόγων και η συνδιαχείριση της δημοσιονομικής πολιτικής απαιτούν μεν αλλαγές στη συνθήκη, αλλά αυτές οι αλλαγές πρέπει να είναι περιορισμένες, ώστε να αποφευχθούν τα δημοψηφίσματα..
Το τέταρτο σενάριο προβλέπει την περίπτωση διευθετήσεων εκτός των συνθηκών στην περίπτωση που η Βρετανία προσπαθήσει να εμποδίσει τις όποιες αλλαγές αποφασιστούν...
Οι «Φαϊνάσιαλ Τάιμς» εκτιμούν πως η Μέρκελ προτιμά το τρίτο σενάριο και ότι σε κάθε περίπτωση, πιστεύει ότι το μακροπρόθεσμο μέλλον του ευρώ εξαρτάται από τη Γαλλία, αφού αντί να επιχαίρει για τις αδυναμίες του Παρισιού, τις θεωρεί εμπόδιο για τη διμερή συνεργασία.
Ο Πρόεδρος Ολάντ, απ' την άλλη, φέρεται πως έχει το εξής δίλημμα: Γνωρίζει ότι πρέπει να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα της χώρας του και ότι πρέπει να υπάρξει στροφή από την αύξηση των φόρων στη μείωση των δαπανών, αλλά φοβάται όμως ότι αν κινηθεί πολύ γρήγορα, οι Γάλλοι θα βγουν στους δρόμους. Και το άρθρο καταλήγει διαπιστώνοντας ως «πρόβλημα ότι με το να κινείται αργά ο Ολάντ, ενισχύει το Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λεπέν...»
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και άρθρο στο βρετανικό «Εconomist» με τίτλο «Μικρή Αγγλία ή Μεγάλη Βρετανία», όπου εκφράζονται φόβοι για την άνοδο του λεγόμενου ευρωσκεπτικισμού. Μάλιστα από την σκοπιά μερίδας καπιταλιστών ανοίγεται το ζήτημα της μεγαλύτερης ανοχής στη μετανάστευση προφανώς για να ασκηθούν μεγαλύτερες πιέσεις μείωσης της εργατικής δύναμης, μέσω της χρήσης φτηνών ξένων εργατών.
Λέει χαρακτηριστικά: «Η διαφορά μεταξύ του σεναρίου της Μικρής Αγγλίας και της Μεγάλης Βρετανίας είναι η (ικανή) ηγεσία. Ο κ. Κάμερον θα πρέπει να ξεκινήσει αλλάζοντας αυτό στο οποίο έχει το μεγαλύτερο έλεγχο: τη μεταναστευτική πολιτική. Ενα πιο φιλελεύθερο μοντέλο θα ενίσχυε την επιχειρηματικότητα και θα βοηθούσε στον ισοσκελισμό του προϋπολογισμού...Τόσο ο Κάμερον, όσο και ο (αντίπαλός του) Μίλιμπαντ το γνωρίζουν αυτό, αλλά κάμπτονται από την ευρύτερη εχθρική στάση απέναντι στο μεταναστευτικό ρεύμα... Η Ευρώπη είναι ένα άλλο θέμα στο οποίο η πολιτική ηγεσία θα πρέπει να έχει ρόλο καθοδηγητικό και όχι να ακολουθεί την κοινή γνώμη».
Και καταλήγει, αναπολώντας παλιά μεγαλεία: «Κάποτε η Βρετανία ήταν κυρίαρχος του κόσμου. Από την εποχή που κατέρρευσε η αυτοκρατορία της, κατά καιρούς επιδιώκει να κουλουριαστεί και να κρυφτεί. Τώρα δεν μπορεί να κάνει τίποτα από αυτά. Το πιο λαμπρό της μέλλον είναι αυτό ενός ανοιχτού, φιλελεύθερου, εμπορικού έθνους που δε θα είναι απομονωμένο από τον κόσμο. Οι πολιτικοί το ξέρουν αυτό και μερικές φορές το λένε. Τώρα πρέπει και να παλέψουν γι' αυτό».