«Οι σκεπτόμενοι πολίτες αναζητούν Τρίτο Δρόμο», ισχυρίστηκε χτες αρθρογράφος σε εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας. Θα μπορούσε ο ισχυρισμός να αντανακλά μόνο μια ανάγκη της αστικής τάξης να καλύψει ένα κατά την άποψή της διαπιστωμένο κενό κάπου στο «κέντρο» της πολιτικής αντιπαράθεσης. Κι αυτό ακριβώς ισχυρίζεται ο αρθρογράφος: Οτι η συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ και η αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ συνιστούν τα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος και ως εκ τούτου προκύπτει ανάγκη κάλυψης του κέντρου. «Ιδού τα "δύο άκρα"» αναφέρει χαρακτηριστικά και καταγράφει μερικά παραδείγματα πολιτικής συμπεριφοράς από την πρόσφατη επικαιρότητα για να στηρίξει τον ισχυρισμό. Υποβάλλει, δηλαδή, τη θέση ότι αυτό είναι το εύρος του πολιτικού συστήματος εντός του οποίου αναζητούνται οι λύσεις.
Τέτοιο θέμα, όμως, στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. Συγκυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση εκφράζουν με την πολιτική τους, αν και με διαφοροποιήσεις, το ένα άκρο της υπαρκτής κοινωνικής διαφοράς. Εκφράζουν τα συμφέροντα του κεφαλαίου, την ίδια ώρα που επιχειρούν να αυτοπροσδιοριστούν ως λαϊκές εκπροσωπήσεις - επιλογές.
***
Η εργατική τάξη, τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα -ενάντια στα οποία στρέφεται τόσο η εφαρμοζόμενη πολιτική από τη συγκυβέρνηση, όσο και η πολιτική που όχι μόνο επαγγέλλεται αλλά και εφαρμόζει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης (η δράση των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ στα συνδικάτα για να μη χάσουν οι καπιταλιστές βγάζει μάτι)- έχουν πράγματι ανάγκη εφαρμογής μιας πολιτικής που να αντιστοιχεί στα ταξικά τους συμφέροντα, αλλά αυτή η ανάγκη βεβαιωμένα δεν μπορεί να ικανοποιηθεί από μια πολιτική που έχει κορόνα στο κεφάλι της την Ευρωπαϊκή Ενωση, μια πολιτική που θεωρεί ένα το κρατούμενο τη διαρκή ενίσχυση των καπιταλιστών και υπόσχεται στη «φιλολαϊκή» εκδοχή της να μοιράσει δίκαια τη φτώχεια. Γεγονός, όμως, είναι, ότι μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης - των λαϊκών στρωμάτων, καταθέτουν την πολιτική τους στήριξη στο στρατόπεδο του αντίπαλου.
Το γιατί και το διότι αυτής της κατάθεσης είναι θέμα μιας άλλης ανάλυσης. Αυτό που εξετάζουμε σήμερα είναι η διαπίστωση στο γεγονός ότι μεγάλα τμήματα του εργαζόμενου πληθυσμού εμπιστεύονται την ψήφο τους στα κόμματα της συγκυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δεν αρκεί στην αστική τάξη. Η ίδια γνωρίζει καλά πως η κυβερνητική πολιτική για να εφαρμοστεί έχει ανάγκη να απορροφά και τη λαϊκή δυσαρέσκεια έτσι που να υπάρχει λαϊκή συναίνεση. Δυσαρέσκεια υπάρχει έντονη απέναντι στην κυβέρνηση, αλλά φαίνεται ότι δεν την απορροφά ο ΣΥΡΙΖΑ.
Κι επειδή ακριβώς υπάρχει αυτή η πραγματικότητα, στο αστικό πολιτικό σύστημα αναζητείται "Κέντρο" ως "τρίτος δρόμος" για να εκφράσει -εγκλωβίζοντας- από τη μια, ένα τμήμα της κοινωνικής δυσαρέσκειας, που δεν καλύπτεται από τη διπολική αντιπαράθεση και, από την άλλη, να παίζει βασικό ρόλο στη συγκρότηση σταθερών αστικών κυβερνήσεων. Ενα «Κέντρο» που σύμφωνα με την αυτοπεριγραφή του δε θα καταφεύγει σε πολιτικές ακρότητες αλλά θα εκφράζει τον μέσο Ελληνα, παρότι, επίσης, αυτός ο μέσος Ελληνας δεν υπάρχει.
Στη γειτονιά και στο χωριό είναι συνηθισμένο και αναγκαίο με όρους κοινωνικής συνοχής κάθε αντιπαράθεση να συνοδεύεται από εκκλήσεις «βρείτε τα», «να μονιάσουμε». Οταν αυτό μεταφέρεται στην κεντρική πολιτική σκηνή με προβολή της ανάγκης να υπάρχει «Κέντρο» προκύπτει αυτόματα η ερώτηση: Τι είναι αυτό το «Κέντρο» πολιτικά και κοινωνικά; Είναι η ανάγκη να εκφραστούν πολιτικά νέες συμμαχίες της αστικής τάξης με τμήματα των μεσαίων στρωμάτων.
***
Η επιδίωξη έχει ήδη εμφανιστεί και σαν οργανωτική πρωτοβουλία, όπως αυτή των «58» της νέας κεντροαριστεράς, ή, των «πέντε δημάρχων» του ίδιου χώρου. Παράλληλα, όμως, η επιμονή -μέσα από τη σχετική αρθρογραφία- στην προβολή της ανάγκης ότι πράγματι υπάρχει λόγος για τη συγκρότηση ενός τέτοιου «μεσαίου» πολιτικού χώρου, λειτουργεί και σαν παρότρυνση στον ΣΥΡΙΖΑ με το σοσιαλδημοκρατικό βηματισμό του να συντονιστεί - συγχρονιστεί ακόμα καλύτερα με την κυρίαρχη ανάγκη: όλες οι πολιτικές δυνάμεις που αποδέχονται ότι χωρίς καπιταλιστές δεν υπάρχει ζωή, όχι μόνο να το διακηρύσσουν αλλά και να πράττουν ανάλογα.
Δε βρισκόμαστε, δηλαδή, μόνο, μπροστά σε μια ακόμα επιχείρηση εγκλωβισμού λαϊκών μαζών, αλλά και σε μια παρότρυνση οι πολιτικές δυνάμεις που υπηρετούν την αστική εξουσία να γίνουν αποτελεσματικότερες στη διαχείριση της κοινωνικής δυσαρέσκειας: Οι «δεξιοί» να πιέζουν για να μην υπάρχει παρέκκλιση από τον κεντρικό στόχο (τα καπιταλιστικά κέρδη είναι ιερά και απαραβίαστα), οι «αριστεροί» να εμφανίζουν τον κεντρικό στόχο ως κάτι που μπορεί να επιτευχθεί με δίκαιη λειτουργία του συστήματος και οι "κεντρώοι" ως η δύναμη που θα μαζεύει τα απόνερα και γιατί όχι θα κυβερνούν όταν «τα άκρα» δεν πείθουν.
Για την εργατική τάξη το κρίσιμο παραμένει ένα: Η υπεράσπιση - προβολή της πραγματικής ταξικής θέσης της, απέναντι στους καπιταλιστές και ενάντια στα συμφέροντά τους, κατ' επέκταση η υπεράσπιση και ενδυνάμωση του Κόμματός της, του ΚΚΕ, γιατί στην ταξική αντιπαράθεση δεν υπάρχει κέντρο, γιατί νίκη για τους εργάτες κάτω από τη σημαία των καπιταλιστών, όποιο χρώμα κι αν έχει αυτή, δεν μπορεί να υπάρξει.