...με προτάσεις για στήριξη της καπιταλιστικής ανάκαμψης
Τους λόγους για τους οποίους οι αστοί μπορούν να ακουμπήσουν στον ΣΥΡΙΖΑ, και στον ευρύτερο χώρο που αυτός εντάσσεται, τις προσδοκίες τους για πέρασμα σε φάση ανάκαμψης κερδών, ανέπτυξε ο Αλ. Τσίπρας μιλώντας το βράδυ της Δευτέρας σε εκδήλωση στο Δουβλίνο. Και ταυτόχρονα τα πλεονεκτήματά του έναντι των ανθυποψηφίων του για την προεδρία της Κομισιόν. Γιατί, όπως υποστήριξε, είναι το «αντίπαλο δέος» στον «πόλο της λιτότητας», που μπορεί σήμερα να εγγυηθεί «τον τερματισμό της λιτότητας και της κρίσης και την ανάπτυξη της Ευρώπης», σε συνθήκες «κοινωνικής συνοχής», δηλαδή άπνοιας στο κοινωνικό πεδίο.
Πώς; Διεκδικώντας: «Την αναδρομική απευθείας αναχρηματοδότηση των ιρλανδικών και ελληνικών τραπεζών από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας», «Ευρωπαϊκή Διάσκεψη για το Χρέος», όπου «θα τεθεί ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ως δανειστή ύστατης καταφυγής», «θα αξιολογηθούν εναλλακτικές στρατηγικές απομείωσης της καθαρής παρούσας αξίας του συσσωρευμένου χρέους για κάθε χώρα» με την «καθιέρωση ρήτρας ανάπτυξης για την αποπληρωμή του υπόλοιπου μέρους». Ακόμα, «ένα ευρωπαϊκό New Deal (...) Με έμφαση στη χρηματοδότηση της έρευνας και της καινοτομίας, της τεχνολογίας και των υποδομών» και «με αναθεώρηση του ευρωπαϊκού δημοσιονομικού πλαισίου, ώστε να διευκολύνει την ανάπτυξη».
Διεκδικώντας, δηλαδή, μέτρα στήριξης της ανάκαμψης της καπιταλιστικής κερδοφορίας, εντός της ΕΕ, για την οποία επιπλέον σκόρπισε αυταπάτες ότι είναι δυνατόν να «αναδιοργανωθεί δημοκρατικά» μέσω της «διεύρυνσης της δυνατότητας παρεμβάσεων και συμμετοχής των πολιτών της Ευρώπης στις αποφάσεις που τους αφορούν και αποδίδοντας στα εθνικά Κοινοβούλια το βασικό δημοσιονομικό τους ρόλο»!
Αυτό το μείγμα διαχείρισης υπερασπίστηκε σαν σωτήριο συνολικά για την ΕΕ, λέγοντας ότι συμβάλλει στην «προσπάθεια για την οριστική και συλλογική έξοδο της Ευρωζώνης από την κρίση (...) Γιατί μπορεί η θηλιά του χρέους να έχει περαστεί στο δικό μας λαιμό, απειλεί όμως με ασφυξία ολόκληρη την Ευρώπη, αφού αποτελεί διαρκές εμπόδιο στην ισόρροπη ανάπτυξή της αλλά και διαρκή συστημικό κίνδυνο απέναντι στις κερδοσκοπικές επιθέσεις των αγορών».
Αποκήρυξε ταυτόχρονα το σημερινό μείγμα διαχείρισης σαν «πρόγραμμα της νεοφιλελεύθερης ιδεοληψίας, του οικονομικού ανορθολογισμού και της πολιτικής ιδιοτέλειας της κυρίας Μέρκελ» και σαν «στίγμα στον ευρωπαϊκό πολιτισμό». Προσπέρασε ότι αυτός είναι ο «πολιτισμός» του κεφαλαίου, αντιδραστικό οικοδόμημα του οποίου είναι η ΕΕ, και έκρυψε ότι το μείγμα που ο ΣΥΡΙΖΑ υπερασπίζεται θα πατήσει στις ανατροπές αυτού που εφαρμόζεται σήμερα, οι οποίες αποτελούν προϋπόθεση για την ανάκαμψη της καπιταλιστικής κερδοφορίας.
Ομολογώντας ότι η λαϊκή ψήφος δεν αποτελεί για δαύτους παρά εργαλείο επίτευξης των παραπάνω εχθρικών για τους λαούς στόχων, ανέφερε: «Αυτή τη φορά η ψήφος των πολιτών μπορεί ν' αλλάξει τους πολιτικούς συσχετισμούς (...) Και μια τέτοια αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών θα καθορίσει και τον τρόπο με τον οποίο θα επιχειρήσει η Ευρώπη να ξεπεράσει τη κρίση. Γιατί η κρίση δεν έχει τελειώσει (...) Και όσο παρατείνεται, τόσο αποσταθεροποιεί τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και απειλεί την ίδια την Ευρωζώνη. Και ο ανταγωνισμός λιτότητας σε μια νομισματική ένωση, αντί να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα των εθνικών οικονομιών, αποσταθεροποιεί τη νομισματική ένωση συνολικά».
Επέμεινε, μάλιστα, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου, ότι η πολιτική της «εσωτερικής υποτίμησης» απειλεί την κοινωνική συνοχή και το ίδιο το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ενώ την επικαλέστηκε και σαν αιτία των ταξικών αντιθέσεων, ισχυριζόμενος ότι δεν είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του καπιταλισμού αλλά οφείλεται στο σημερινό μείγμα διαχείρισης το «τείχος που διαιρεί τις κοινωνίες μας, σε κοινωνίες των δύο τρίτων, όπου το ένα τρίτο συμπεριφέρεται σαν να μην υπάρχει κρίση και πλουτίζει από την κρίση. Σε βάρος του ενός τρίτου, που εξωθείται στη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Σε βάρος του ενός τρίτου των χαμηλών και των πρώην μεσαίων στρωμάτων».