Πολλή συζήτηση γίνεται σχετικά με τον ανασχηματισμό που ετοιμάζεται από πλευράς της συγκυβέρνησης. Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, σε προχτεσινή του δήλωση, σημείωσε ότι ο ανασχηματισμός δε θα είναι αποσπασμένος από ένα συνολικότερο σχέδιο πολιτικών πρωτοβουλιών.
Είναι σαφές ότι δεν πρόκειται για έναν συνηθισμένο ανασχηματισμό, σαν αυτούς που πραγματοποιούν συχνά οι κυβερνήσεις αντικαθιστώντας υπουργούς. Πρόκειται για μια διαδικασία που θα αξιοποιηθεί, με σαφή στόχο τη διεύρυνση της κοινοβουλευτικής στήριξης της κυβέρνησης. Ολοι σημειώνουν ότι υπάρχουν 22 ανεξάρτητοι βουλευτές, ενώ παράλληλα γίνεται κακός χαμός στη ΔΗΜΑΡ και τους ΑΝΕΛ, που έχουν σημαντικό αριθμό βουλευτών. Ακόμη, στη συζήτηση πέφτουν και ονόματα «εξωκοινοβουλευτικών» στελεχών της αστικής τάξης, όπως, π.χ. του Καρατζαφέρη. Η προοπτική ενός τέτοιου ανασχηματισμού συνοδεύεται και από την ανάλογη προπαγάνδα ότι μπορεί να αλλάξει πολιτική η κυβέρνηση, ότι «έλαβε» το μήνυμα που έστειλε ο λαός στις εκλογές.
Είναι βασικό σε αυτές τις συνθήκες οι εργαζόμενοι να δουν με επιφυλακτικότητα και με εχθρότητα τα αντιλαϊκά σενάρια που εξυφαίνονται, στοιχείο των οποίων είναι και ο ενδεχόμενος ανασχηματισμός της κυβέρνησης. Η κυβέρνηση μπορεί να ανασχηματιστεί, η αντιλαϊκή πολιτική όμως όχι. Μπορεί, επίσης, να πραγματοποιηθούν ορισμένες αλλαγές στο μείγμα διαχείρισης, κυρίως στο ζήτημα που αφορά τη δημοσιονομική αυστηρότητα, αλλαγές που προωθούνται άλλωστε σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, η λιτότητα για τους εργαζόμενους όμως δεν θα αλλάξει.
Ταυτόχρονα με τη συζήτηση περί ανασχηματισμού συνεχίζονται και τα καλέσματα στον ΣΥΡΙΖΑ να αναλάβει τις ευθύνες του, όπως χαρακτηριστικά είπε ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Τα καλέσματα αυτά δεν είναι τυχαία ούτε γίνονται για λόγους εντυπώσεων. Το ζήτημα, άλλωστε, το άνοιξε ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ θέτοντας 5 ζητήματα στα οποία η κυβέρνηση «δεν μπορεί να προχωρήσει μόνη», χωρίς να «πάρει υπόψη τη γνώμη» του «πρώτου κόμματος» (ενν. τον ΣΥΡΙΖΑ). Αν και αυτό το επιχείρημα αξιοποιείται προκειμένου να ασκηθεί πίεση για εκλογές ή κυρίως για να προβάλει ότι μια κυβέρνηση «αναντίστοιχη με τη λαϊκή επιθυμία δεν μπορεί να κυβερνήσει» - μήνυμα που βεβαίως δεν απευθύνεται στην κυβέρνηση αλλά σε «άλλους» (κύκλους του κεφαλαίου, ιμπεριαλιστικά κέντρα κ.ά.) των οποίων η γνώμη μάλλον είναι καθοριστική στο αν και πότε θα γίνουν εκλογές - αποτελεί στην πραγματικότητα βάση για διάλογο. Την ίδια στιγμή, έχει ανοίξει μια παράλληλη συζήτηση για τους όρους συνεννόησης και συνεργασίας του ΣΥΡΙΖΑ με τη σοσιαλδημοκρατία και τη λεγόμενη κεντροαριστερά. Παρόλο που στελέχη του αποκλείουν τη συνεργασία με Βενιζέλο, Παπανδρέου, εντούτοις βάζουν όρους για ένα ενδεχόμενο συνεργασίας (π.χ. να εγκαταλείψει τον μερκελισμό), με δεδομένο μάλιστα ότι η κατάσταση στη ΔΗΜΑΡ συντελεί στις διεργασίες αναμόρφωσης του χώρου. Επιβεβαιώνεται έτσι αυτό που έλεγε το ΚΚΕ προεκλογικά, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε θέλει ούτε μπορεί να αποτελέσει αντίβαρο σε αντιλαϊκά σενάρια, αντίθετα γίνεται μέρος τους.
Σε αυτήν την κινούμενη άμμο του πολιτικού σκηνικού η συμπόρευση των εργατικών - λαϊκών δυνάμεων με το ΚΚΕ και την πρότασή του για φιλολαϊκή διέξοδο από την κρίση, η ανασυγκρότηση του εργατικού - λαϊκού κινήματος και η προώθηση της Λαϊκής Συμμαχίας σε αντικαπιταλιστική - αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση αποτελούν τη μόνη ελπίδα για το σήμερα και το αύριο του λαού.
Αναδημοσιεύεται από την στήλη «Η Άποψή μας» του Ριζοσπάστη του Σαββάτου 31 Μάη 2014