Μην παραδοθείς...

Μην παραδοθείς...

Πέμπτη 12 Ιουνίου 2014

Εχει λόγο να αγωνιά ο λαός για το διοικητή της ΤτΕ;

 

Ο κουρνιαχτός που σηκώνει ο ΣΥΡΙΖΑ γύρω από το διορισμό του νέου Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κρύβει από το λαό ότι για τα συμφέροντά του δεν έχει καμία απολύτως σημασία το πρόσωπο που θα καταλάβει τη θέση αυτή. Ο οικονομολόγος Γ. Βαρουφάκης - το όνομα του οποίου «έπαιξε» μεταξύ εκείνων που ο ΣΥΡΙΖΑ θα καλόβλεπε για το ρόλο του κεντρικού τραπεζίτη - αρθρογραφεί σχετικά και όσα γράφει επιβεβαιώνουν, αν μη τι άλλο, ότι η ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ κρύβει άλλες σκοπιμότητες και πάντως ξένες προς τις ανάγκες του λαού.

Καταρχάς ο Γ. Βαρουφάκης αποκαλύπτει ότι ο διοικητής της ΤτΕ μικρές δυνατότητες παρέμβασης έχει στο ΔΣ της ΕΚΤ στο οποίο συμμετέχει. Υποστηρίζει ότι θα πρέπει να μην είναι Ελληνας και να είναι μονεταριστής. «Θα ήταν τεράστια συνεισφορά τόσο προς τη χώρα μας όσο και στο Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, στο οποίο συμμετέχει ο Διοικητής της ΤτΕ, αν ο δικός μας εκπρόσωπος ήταν πραγματικός μονεταριστής», αναφέρει και παρακάτω εξηγεί και το λόγο: «Η ΕΚΤ πρέπει εσπευσμένα να προβεί σε ποσοτική χαλάρωση, κάτι που ένας μονεταριστής καταλαβαίνει καλά. Ενας έντιμος μονεταριστής κατανοεί πλήρως την ανάγκη εκκαθάρισης του κόπρου του τραπεζικού συστήματος, κάτι που θα ήταν θείο έργο ως προς το δικό μας τραπεζικό σύστημα».

Μάλιστα προτείνει πιο συγκεκριμένα: «Αγγλοσάξονας μονεταριστής με επιτυχή θητεία σε Κεντρική Τράπεζα εκτός της Ευρωζώνης. Ιδανική περίπτωση θα ήταν ο Sir Mervyn King (έως πρότινος Διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας). Αν όχι ο Sir Mervyn, τότε εξαιρετική εναλλακτική θα ήταν ο Andy Haldane (διευθυντής του γραφείου χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της Τράπεζας της Αγγλίας). Κι αν όχι ο Andy Haldane, τότε η θέση θα μπορούσε να προταθεί στον Sir Winfried Bischoff, Πρόεδρο της Επιτροπής Χρηματοπιστωτικής Αναφοράς της Βρετανίας».

Οι θιασώτες της ποσοτικής χαλάρωσης εντοπίζουν ως εμπόδιο στην προσπάθεια εξόδου από την κρίση και την ανάπτυξη την έλλειψη χρήματος που, αν αντιμετωπιστεί, η καπιταλιστική ανάπτυξη θα πάρει αμέσως τα πάνω της. Ανάμεσά τους, στην Ελλάδα, ο ΣΥΡΙΖΑ, που έχει κάνει παντιέρα το σχετικό ζήτημα, απηχώντας βεβαίως ορέξεις τμημάτων του κεφαλαίου για ζεστό χρήμα που θα στηρίξει την κερδοφορία τους.

Κρύβουν φυσικά ότι, ακόμα κι αν ανοίξουν οι κρουνοί για τη στήριξη της καπιταλιστικής ανάπτυξης, ούτε δεκάρα δε θα καταλήξει στο πορτοφόλι της εργατικής λαϊκής οικογένειας, τα δικαιώματα της οποίας αποτελούν προσάναμμα ικανό να πυροδοτήσει τα κέρδη και την ανταγωνιστικότητα του κεφαλαίου.

Συνεπώς, είτε έτσι είτε αλλιώς, με όποιον στο τιμόνι της ΤτΕ, ο λαός δεν έχει να προσμένει τίποτα. Το νταβαντούρι από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ έχει άλλα κίνητρα κι άλλες στοχεύσεις. Εντάσσεται στη διαμάχη του με την κυβέρνηση για το μείγμα διαχείρισης που μπορεί στη σημερινή φάση να ικανοποιήσει τις ανάγκες των επιχειρηματικών ομίλων. Εντάσσεται επίσης στη λογική του ΣΥΡΙΖΑ για «πανευρωπαϊκή αντιμετώπιση του χρέους και της πρότασής του που έκανε μόλις προχτές ο Αλ. Τσίπρας στον πρόεδρο της ΕΚΤ Μ. Ντράγκι για «γενναίες πολιτικές αποφάσεις στην κατεύθυνση ενός νέου ευρωπαϊκού New Deal. Μια νέα ευρωπαϊκή συμφωνία, από το συνδυασμό δράσεων της ΕΚΤ και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, υπό την έγκριση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, θα έδινε τη δυνατότητα για ένα ισχυρό αναπτυξιακό πακέτο, προσανατολισμένο αποκλειστικά σε παραγωγικές επενδύσεις».

Είναι εξάλλου χαρακτηριστικό ότι με την εαρινή έκθεσή του ο ΟΟΣΑ υποδεικνύει σε έντονο ύφος στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να εφαρμόσει μέτρα «νομισματικής χαλάρωσης», ακόμη και «μη συμβατικού χαρακτήρα», σε περίπτωση που ο πληθωρισμός επιμείνει να κινείται μακριά από το στόχο του 2%... Η «χαλαρή νομισματική» πολιτική προτείνεται από τον ΟΟΣΑ στο σύνολο σχεδόν των χωρών - μελών του, ιδιαίτερα όμως στην ΕΕ, με βάση και την πείρα των ΗΠΑ, αλλά αυτή η χαλάρωση δεν είναι διαρκής. Παίρνει υπόψη και τα δημοσιονομικά ελλείμματα και το χρέος. Για παράδειγμα, τώρα ο ΟΟΣΑ υποδεικνύει στις ΗΠΑ να θέσουν τέρμα στο τρέχον πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης πριν το τέλος του έτους. Ουσιαστικά ψάχνουν πάντα ένα μείγμα διαχείρισης που να ανταποκρίνεται στον κύκλο της κρίσης, αλλά σκοντάφτουν, δεν μπορούν να έχουν διαρκή ανάπτυξη, λόγω αναρχίας στην παραγωγή, λόγω της κοινωνικής παραγωγής και της καπιταλιστικής ιδιοποίησης των αποτελεσμάτων της. Για παράδειγμα, η χαλαρή διαχείριση μεγαλώνει τα ελλείμματα και τα χρέη. Η αυστηρή δε συμβάλλει στις δημόσιες επενδύσεις. Είναι οι αξεπέραστες αντιφάσεις του συστήματος.

Γι' αυτό δεν μπορεί να υπάρξει καπιταλισμός χωρίς κρίσεις, γι' αυτό δεν μπορεί να υπάρξει πολιτική διαχείρισης που να τον «γιατρέψει» από την κρίση, γι' αυτό και δεν υπάρχει μέσα στο πλαίσιό του φιλολαϊκή διαχείριση της κρίσης. Τέτοια, μόνο με εργατική λαϊκή εξουσία και κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής μπορεί να υπάρξει, αφού η κοινωνική παραγωγή δε θα γίνεται για το κέρδος, δε θα είναι άναρχη, αλλά για τις ανάγκες των πραγματικών παραγωγών του πλούτου, των εργαζομένων.