Μην παραδοθείς...

Μην παραδοθείς...

Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014

Η «εξωτερική πολιτική» άλλο ένα πεδίο «συναινέσεων» των αστικών δυνάμεων

 

Σε άλλο ένα πεδίο προώθησης «συναινέσεων» μεταξύ των κυρίαρχων δυνάμεων της αστικής διαχείρισης αναδεικνύεται η λεγόμενη εξωτερική πολιτική, προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι σχεδιασμοί των εγχώριων επιχειρηματικών ομίλων.

Χαρακτηριστικά είναι όσα έγραψε σε άρθρο του στην εφημερίδα «Καθημερινή της Κυριακής», με θέμα «Εθνική συναίνεση και εξωτερική πολιτική», ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, υπουργός Εξωτερικών και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Ευ. Βενιζέλος. Εκεί, κάνοντας μια γενικότερη εκτίμηση για τις διεθνείς εξελίξεις, τόνισε:

«Ποτέ άλλοτε τα τελευταία εξήντα χρόνια - από το τέλος του Εμφυλίου - η χώρα μας δεν είχε βρεθεί σε μια συρροή προκλήσεων και προβλημάτων συγκρίσιμη με αυτή των τελευταίων πέντε ετών. Η ελληνική κρίση που έθιξε την οικονομική υπόσταση της χώρας - δηλαδή μια από τις πιο σημαντικές παραμέτρους της εθνικής ισχύος - συνέπεσε:

-- Με την ευρύτερη κρίση της ΕΕ, όχι μόνο ως οικονομικής, αλλά και ως πολιτικής οντότητας, κρίση που τροφοδοτεί διάφορες εκδοχές ευρωσκεπτικισμού.

-- Με νέες ισχυρές προκλήσεις για την ευρωπαϊκή ασφάλεια που είναι ένα ευρωατλαντικό ζήτημα, όχι από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου, αλλά ήδη από τα μέσα του Α' ΠΠ, δηλαδή εδώ και έναν σχεδόν αιώνα.

 

-- Με το άνοιγμα μιας τεράστιας βεντάλιας κρίσεων, τόσο στη νότια, όσο και στην ανατολική γειτονία της ΕΕ, κρίσεις που εκλύουν ενέργεια μεγαλύτερη ίσως από αυτήν που παρήγαγαν, σωρευτικά, η διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης, η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και η λεγόμενη "Αραβική Ανοιξη"».

Σε αυτό το περιβάλλον, ο Ευ. Βενιζέλος κατέγραψε επακριβώς ποιες ήταν και είναι οι «στρατηγικές προτεραιότητες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφαλείας και άμυνας»:

«Πρώτον, να αποφευχθεί η μετατροπή της οικονομικής κρίσης σε μοχλό αυξημένων πιέσεων προς τη χώρα μας (βλ. προς την ντόπια αστική τάξη) για προσαρμογές ή υποχωρήσεις στο φάσμα των λεγόμενων εθνικών θεμάτων (Κυπριακό, ελληνοτουρκικές σχέσεις στο Αιγαίο και την Αν. Μεσόγειο, όνομα ΠΓΔΜ κ.ο.κ.).

Δεύτερον, να διαμορφωθεί μια ελληνική στάση για όλες τις επιμέρους περιφερειακές και διεθνείς κρίσεις που να συνάδει με την ιδιότητα της χώρας ως μέλους της ΕΕ και του NATO, με την ανάγκη σεβασμού της διεθνούς νομιμότητας, με τις πολλαπλές περιφερειακές ταυτότητες της χώρας (βαλκανική, μεσογειακή, παρευξείνια) και με τις παραδοσιακές, αλλά και τις νεότερες επιλογές της ως προς τη διαμόρφωση ισχυρών στρατηγικών εταιρικών σχέσεων (όπως με την Αίγυπτο, το Ισραήλ κ.ο.κ.), ενώ ταυτοχρόνως διαμορφώνεται ή έστω διατηρείται ο καλύτερος δυνατός συσχετισμός δυνάμεων για το φάσμα των εθνικών θεμάτων που σημειώθηκαν μόλις προηγουμένως».

Προεξοφλεί μάλιστα «τον υψηλό βαθμό συναίνεσης που έχει διαμορφωθεί ως προς τις βασικές επιλογές της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφαλείας και άμυνας της χώρας».

Επιπλέον, επικροτεί το γεγονός ότι «παρότι η τεχνητή διάκριση μεταξύ των λεγόμενων μνημονιακών και των λεγόμενων αντιμνημονιακών δυνάμεων ακύρωσε τις προϋποθέσεις στοιχειώδους συναίνεσης, ως προς την εθνική στρατηγική διαχείρισης της οικονομικής κρίσης και εξόδου από αυτήν, δεν επηρεάστηκε καταλυτικά το διαμορφωμένο πλαίσιο συναίνεσης ως προς την εξωτερική πολιτική και ιδίως ως προς τις βασικές θέσεις της χώρας για τον κατάλογο των εθνικών θεμάτων».

Διαβεβαιώνει, μάλιστα, ντόπια και ξένα κέντρα ότι «δημαγωγικές κραυγές, γραφικοί δήθεν υπερπατριωτισμοί, εύκολα στερεότυπα, συνωμοσιολογικές θεωρίες, σύνδρομα καταδίωξης (...) μπορεί να προκαλούν παροδικό πολιτικό θόρυβο, δεν θίγουν, όμως, τελικά τις στρατηγικές επιλογές της χώρας»...

Επιχειρώντας δε να εξηγήσει την ευθυγράμμιση της κυβέρνησης με τις επιλογές του ευρωατλαντικού άξονα σε όλα τα μέτωπα, ο Ελληνας ΥΠΕΞ υποστηρίζει: «Δεν είναι πράγματι εύκολο να εξηγήσει κάποιος γιατί η θέση της χώρας ως προς τον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία ή την κρίση στην Ουκρανία σχετίζεται με το Κυπριακό ή με την κατάσταση στο Αιγαίο και την Αν. Μεσόγειο. Μόλις όμως το θέμα τεθεί από την οπτική γωνία της τουρκικής πολιτικής, γίνεται πολύ πιο εύκολα αντιληπτή π.χ. η πιθανή συσχέτιση ανάμεσα στον διεθνή συνασπισμό κατά του ISIS και τις προκλήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα», παραπέμποντας σε ανταλλάγματα όπου προσβλέπει η ντόπια αστική τάξη.

Τέλος, στέλνει μήνυμα στις λοιπές αστικές δυνάμεις ότι «καμία απαγορευμένη συζήτηση δεν υπάρχει στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής», τονίζοντας παράλληλα «τη σημασία μιας ψύχραιμης, ορθολογικής, γενναιόδωρης και συναινετικής δημόσιας συζήτησης των θεμάτων αυτών».

Προφανώς, ο Ευ. Βενιζέλος κρούει ανοιχτές θύρες αν απευθύνεται στον ΣΥΡΙΖΑ, που όχι απλά δεν αμφισβητεί τη στρατηγική επιλογή της εγχώριας αστικής τάξης για συμμετοχή στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς (τρόπαιο η γεωστρατηγική της αναβάθμιση στην ευρύτερη περιοχή ώστε να διεκδικήσει μεγαλύτερο μερίδιο από την καπιταλιστική λεία), αλλά, ίσα ίσα, μέσα από τις συνεχείς εξετάσεις που δίνει εντός και εκτός συνόρων, επιδιώκει να πείσει τα μονοπώλια ότι μπορεί να υπηρετήσει καλύτερα την ίδια ακριβώς αντιλαϊκή στρατηγική επιλογή. Πάνω σε αυτήν τη βάση διαμορφώνεται ο «υψηλός βαθμός συναίνεσης που έχει διαμορφωθεί ως προς τις βασικές επιλογές της εξωτερικής πολιτικής». Βασίζεται στη δήλωση του Αλ. Τσίπρα στην πρόσφατη επίσκεψή του στο Πεντάγωνο ότι «το κράτος έχει συνέχεια», στη δέσμευση στο διαβόητο «η Ελλάδα είναι μια χώρα που ανήκει στο δυτικό πλαίσιο, στην ΕΕ, στο ΝΑΤΟ, αυτό δεν αμφισβητείται», που δήλωνε ο ίδιος κατηγορηματικά πριν τις εκλογές του περασμένου Μάη.

Ο λαός, οι εργαζόμενοι θα πρέπει να αντικρούσουν την έκκληση για συναίνεση μπροστά στα «ζητήματα εξωτερικής πολιτικής» ή, όπως συχνά λέγεται, στα «εθνικά θέματα». Τα συμφέροντα των εργατικών - λαϊκών στρωμάτων δεν συμπίπτουν με αυτά των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων ούτε σε αυτά τα ζητήματα. Το αντίθετο: Βρίσκονται στον αντίποδα των στρατηγικών επιδιώξεών τους που μεταφράζονται σε ενεργητικότερη εμπλοκή στις ιμπεριαλιστικές αντιπαραθέσεις, στις επεμβάσεις, στους πολέμους ή στην περίφημη «γεωστρατηγική αναβάθμιση» της χώρας. Να θυμηθούν ότι έχουν χρυσοπληρώσει στο παρελθόν τους σχεδιασμούς της ελληνικής αστικής τάξης με το αίμα τους. Απέναντι στις εκκλήσεις για συναίνεση να αντιτάξουν την πάλη ενάντια στη συμμετοχή στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, την πάλη για αποδέσμευση από ΝΑΤΟ και ΕΕ, την πάλη ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο.

“Ριζοσπάστης”