Το Δίστομο στις φλόγες
«Εδώ 'ναι το πικρό το χώμα του Διστόμου
ω, εσύ διαβάτη, όπου πατήσεις να προσέχεις.
Εδώ πονά η σιωπή, πονάει κι η πέτρα κάθε δρόμου
κι απ' τη θυσία κι απ' τη σκληρότητα του ανθρώπου.
Εδώ μία στήλη απλή, μαρμάρινη όλη κι όλη
με ονόματα σεμνά, κι η Δόξα τα ανεβαίνει
λυγμό - λυγμό, σκαλί - σκαλί, μέγιστη σκάλα».
Γιάννης Ρίτσος
Οδός 10ης Ιουνίου 1944. Ενας δρόμος διασχίζει το Δίστομο. Μια ημερομηνία το στοιχειώνει. Η 10η του Ιούνη του 1944. Η μέρα που «Η λόγχη και το βόλι, ανάλγητα, τους κόβουν τη φωνή και γιομίζουν τα σπίτια καταματωμένα κορμιά. Το αίμα απ' τα θύματα γίνεται αυλάκι και κυλάει προς τα σοκάκια. Γέροι και γριές πέφτουν απ' τα βόλια. Ανδρες κυλιώνται χάμω νεκροί μ' απανωτές θανατηφόρες πιστολιές, κι άλλους τους βάζουν στη σειρά και τους εκτελούνε. Γυναικόπαιδα σφάζονται κι αβάφτιστα βυζανιάρικα στραγγαλίζονται και λογχίζονται κι ύστερα ξεκοιλιάζονται...» (από το βιβλίο του Τάκη Λάππα «Η σφαγή του Διστόμου - Χρονικό»).
Ενα δρόμο έχει το Δίστομο, το δρόμο του χρέους, το δρόμο του λαού: Να μην ξεχάσει, να γυρίσει την πλάτη στη φασιστική θεωρία και πρακτική, να τιμωρήσει παραδειγματικά τους πολιτικούς απόγονους των ναζί, των τερατόμορφων της ναζιστικής κατοχής.
Από έγκλημα σε έγκλημα
Ξυλογραφία του Δ. Κοραγιαννάκη: «Οι σφαγές του Διστόμου»
1944, η ναζιστική κατοχή έχει ήδη δεχτεί χτυπήματα: Απέναντί της ορθώνεται ο Κόκκινος Στρατός. Ο ΕΛΑΣ αναλαμβάνει το χρέος του, σφίγγει τον κλοιό. Το ανήμερο θεριό ξερνά χολή και, όπως προστάζει η ιδεολογία του, καταφεύγει από έγκλημα σε έγκλημα. Βιάννος, Ανώγεια, Κάνδανος, Καλάβρυτα, Λιγκιάδες, Κομμένο, Χορτιάτης, Κεδρύλλια, Λέχοβο και άλλα ων ουκ έστι αριθμός. Στο Δίστομο αποτυπώνει όλη του την εγκληματική φύση. Δεν έκαψε μόνο το χωριό, δεν εκτέλεσε μόνο όποιον έβρισκε μπροστά του.
Η περιγραφή του Δ. Κιουσόπουλου (επικεφαλή της Υπηρεσίας Εγκλημάτων Πολέμου) δίνει την εικόνα: «Εις το πέρασμα των αιώνων ουδέποτε η ανθρωπότης εδοκίμασε τοσαύτην θηριωδίαν. Το Δίστομο μεταβάλλεται σε κόλασιν. Κάθε περιγραφή είναι αδύνατον να αποδώσει την τραγωδίαν εκατοντάδων κατοίκων... Αξιωματικοί, υπαξιωματικοί, στρατιώτες διαμοιράζονται εις ομάδας. Περιέρχονται τας οικίας, ως λυσσαλέαι ύαιναι, αιμοβόροι τίγρεις, κανίβαλοι της ζούγκλας! Επιπίπτουν κατά των δυστυχών κατοίκων - αδιακρίτως φύλου, ηλικίας. Σφάζουσι, φονεύουσι, βιάζουσι γυναίκες. Ξεκοιλιάζουσι εγκύους, γέροντες, νέοι είναι θύματα της αιμοβόρου μανίας. Δε φείδονται ουδενός. Φονεύουσιν τον ιερέα Σωτήριο Ζήση, εξορύσσουσι ζώντος έτι τους οφθαλμούς. Αποκόπτουσιν την κεφαλήν του, ρίπτουσιν εις τον βόρβορον. Πυροβολούσι την παρισταμένην σύζυγόν του, που κρατούσε εις τας αγκάλας της, θηλάζουσαν το μονοετές θυγάτριόν της Μαργαρίταν! Σκορπούν τα μυαλά της παιδίσκης εις το πρόσωπον της μητρός, ήτις τραυματισθείσα πίπτει χαμαί λιπόθυμος. Εκληφθείσα ως νεκρά - σώζεται διά να καταστεί, εν παραφροσύνη. Περί τους 15 κατοίκους - ελπίζοντας εις την οικίαν του ιερέως την σωτηρίαν - εφονεύθησαν. Φονεύουσιν εντός της οικίας του, την οικογένεια του Κατσινήν - τον Δάσκαλο Καρούμαλον - την Μορωσίαν, σύζυγο Ι. Φιλίππου - σύρουν εκ της κρύπτης της, με σκοπόν διά να τη βιάσουν. Αλλ' ότε είδον ότι αύτη ήτο έγκυος, διά μαχαίρας διάνοιξαν την κοιλίαν της. Το δε εκχυθέν έμβρυον μετά λύσσης εποδοπάτησαν»...
Ηταν 10 Ιούνη του 1944
«Οι χιτλερικοί -γράφει χρόνια αργότερα στο "Ριζοσπάστη" ο Ν. Καραντηνός- είχαν μεθοδικά προετοιμάσει την επιδρομή στο Δίστομο. Ξεκίνησαν γύρω στις εφτάμισι. Το πρωί από τη Λιβαδειά, ενώ μια άλλη φάλαγγα ερχόταν από την Αμφισσα. Με δυο επιταγμένα λιβαδείτικα λεωφορεία κουβαλούσαν μασκαρεμένους σα μαυραγορίτες 18 άνδρες των Ες - Ες. Δολερό τέχνασμα για να αιφνιδιάσουν και να χτυπήσουν ΕΛΑΣίτικα τμήματα, που βρίσκονταν στην περιοχή. Πίσω από τους μασκαρεμένους, σαν αστακοί σε δεκάδες καμιόνια οι Γερμανοί, που γύρω στις 10 το πρωί φτάνανε στο χωριό αφού στη διαδρομή είχαν κυριολεκτικά θερίσει κάθε ίχνος ανθρώπινης ζωής. Ο χαλασμός άρχισε καθώς πλησίαζαν το χωριό. Ο,τι ζωντανό βρισκόταν μπροστά και δίπλα τους, το πολυβολούσαν και το "θέριζαν". Κι έπεφταν νεκροί στα σταροχώραφα και τ' αμπέλια: άνθρωποι, μουλάρια, πρόβατα, σκύλοι».
Είχε προηγηθεί μια σύντομη μάχη με ένα μικρό τμήμα του 34ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ στο Στείρι. Οι ναζί «επρόκειτο να στήσουν παγίδα στους αντάρτες που ξεγελασμένοι θα σταματούσαν τ' αυτοκίνητα για να πάρουν τρόφιμα. Οι αντάρτες όμως δεν έπεσαν στην παγίδα. Ξέροντας πως άλλα φορτηγά με Γερμανούς των Ες - Ες θα τους κύκλωναν από το μέρος της Αράχωβας έκαναν ξαφνική επίθεση και ύστερα από μάχη που κράτησε μιάμιση ώρα σκότωσαν τους περισσότερους καμουφλαρισμένους Γερμανούς. Και τότε οι Γερμανοί λυσσώντας για την αποτυχία τους, ξεχύθηκαν στο Δίστομο για να εκδικηθούν στους αθώους κατοίκους. Τους πρόσταξαν να κλειστούν στα σπίτια τους, κι αμέσως έπειτα, ο επικεφαλής των Γερμανών λοχαγός Κάιπφνερ, δίνει διαταγή στις ορδές του ν' αρχίσουν την σφαγή και τη λεηλασία» (το χρονικό από την εφημερίδα «Ελευθερία», ένα χρόνο μετά στις 10 Ιουνίου 1945).
Ενας σπουδαίος άνθρωπος, ο Τάκης Λάππας, ιστορικός (Λειβαδίτης την καταγωγή), που έτυχε να βρίσκεται εκείνο τον καιρό στη περιοχή, καταγράφει ένα προς ένα τα στοιχεία της σφαγής. Στο βιβλίο του, «Η σφαγή του Διστόμου», γράφει: «Σαν και τούτο το κακό άλλο δεν ξαναγίνηκε (...) οι φονιάδες μεθυσμένοι από το κακούργο πάθος τους, σπάζουν τις πόρτες των σπιτιών κι ορμάνε μέσα. Οποιον συναντάνε, τον σκοτώνουν. Αλλοι θερίζουν χωρίς διάκριση ψυχές μέσα στα κοντινά σπίτια κι άλλοι ξεχύνονται στις γειτονιές... Τα παρακάλια κι ο θρήνος που κάνουν τα γυναικόπαιδα δε στέκουν ικανά να μαλάξουν την άγρια ψυχή των μακελάρηδων (...) Μπροστά σε τέτοιο θέαμα κι οι θεατές ακόμα του Κολοσσαίου θα σκέπαζαν τα μάτια τους από φρίκη κι αυτός ο Ηρώδης ή ο Νέρωνας θα φρένιαζαν απ' το κακό τους, που ύστερα από τόσους αιώνες βρέθηκαν κτηνάνθρωποι σαν κι αυτούς, όχι μονάχα να τους μιμηθούνε, μα να τους ξεπεράσουν κιόλας» (η συγκεκριμένη καταγραφή κατατέθηκε στη δίκη της Νυρεμβέργης).
Ο ίδιος ο κατοχικός νομάρχης Βοιωτίας, Ιωάννης Γεωργόπουλος, στην «έκθεσή» του στο υπουργείο Εσωτερικών, σημειώνει και τα εξής. «Από δύο ημερών διανύω τας δραματικοτέρας της ζωής μου. Τα συμβαίνοντα εις την περιφέρειαν κατά τας δύο τραγικάς αυτάς ημέρας υπερβαίνουν και αυτήν τη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου και αυτούς τους σικελικούς εσπερινούς... Λυσσαλέα η αγριότης δεν εφείσθη ούτε των νηπίων, τα οποία άταφα έτι σφίγγονται σπασμωδικώς στοργικά εις τους άψυχους κόλπους των μητέρων».
Και ο επικεφαλής της αποστολής του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, Ελβετός George Wehrly, σημείωσε: «Το αίμα και ο κλαυθμός στο Δίστομο - σκηνές φρίκης και σαδισμού...».
Αμέτρητες οι μαρτυρίες που έχουν καταγραφεί μέσα από τις σελίδες του «Ριζοσπάστη»: Ο Θανάσης Σκούρτας: «Ψυχή δεν υπήρχε μέσα στο Δίστομο. Μονάχα η ερημιά και ο χάρος. Δεν ακουγόταν πουθενά γάβγισμα σκύλου. Τα 'χαν κι αυτά γαζώσει μαζί με τους ανθρώπους. Φυσούσε ένας δυνατός, άγριος αγέρας. Και τα παραθυρόφυλλα κι αυτά, διαπλατωμένα, χτυπούσαν αδιάκοπα...» Και ο Κ. Νικολάου: «... Στα πόδια μας μπροστά σκοτωμένοι ανθρώποι, σκύλοι και μουλάρια... Θάνατος και συμφορά. Το χωριό βογκούσε. Πολλοί τραυματισμένοι βρίσκονταν ακόμη αβοήθητοι. Ηταν μια νύχτα, που τίποτε και ποτέ δεν μπορεί να τη σβήσει από το νου μας...» (το ρεπορτάζ του Νίκου Καραντηνού). Η παπαδιά Κοντύλω, γυναίκα του παπά Σωτήρη Ζήση, θυμάται χρόνια μετά: «Εγώ, τη στιγμή που μας βάλανε στο τουφεκίδι, βύζαινα το κοριτσάκι μου, τη Μαργαρίτα, ενός χρόνου. Μου ρίξανε τρεις σφαίρες. Η μια μού χάλασε το ζερβί χέρι, η άλλη με πήρε ξώπετσα κάτω από το αυτί και η τρίτη χτύπησε στο κεφάλι το κοριτσάκι μου. Της άνοιξε το κεφάλι κι όπως την κράταγα στην αγκαλιά μου όλα τα μυαλά της πετάχτηκαν στα μούτρα μου».
«Αγών εναντίον των συμμοριτών»
Το Δίστομο δεν ξεχνά, παρά τις προσπάθειες των δοσιλόγων που στα κατοπινά χρόνια πήγαν κι έστησαν στην πλατεία Ηρώων, δίπλα στο μνημείο των νεκρών, μια πλάκα που αρχικά αναφέρονταν στους ...«πεσόντες από τους κομμουνιστοσυμμορίτες» και στη συνέχεια την άλλαξαν σε «πεσόντες από τους ...ΕΑΜοκομμουνιστές»! Παραλλαγή μιας «γραμμής» χαραγμένης ήδη από την επομένη της σφαγής: Ενα μήνα μετά, στις 9 Ιούλη 1944, υπό τον τίτλο «Η δημοκοπία περί ωμοτήτων εις το Δίστομον», διαβάζουμε στην «Καθημερινή»εκείνης της μέρας: «Κομμουνισταί δημοκόποι διέδωσαν την φήμην, ότι εις το ειρηνικόν χωρίον Δίστομον (μεταξύ Λεβαδείας και Αραχώβης, επαρχίας Λεβαδείας) πλέον των 1.000 ανδρών, γυναικών και παιδιών (!) κατεσφάγησαν με κτηνώδη τρόπο υπό μιας γερμανικής μονάδος (...) Δια κάθε φιλοπάτριδα Ελληνα, που γνωρίζει τας μεθόδους ψεύδους της προπαγάνδας του ΕΑΜ, είναι φανερά η κομμουνιστική προέλευσις και ο σκοπός της διαδόσεως ταύτης. Περί των πραγματικών γεγονότων εις το Δίστομον επληροφορήθημεν εν λεπτομερεία τα εξής υπό της αρμόδιας αρχής. Την 10 Ιουνίου 1944 μία γερμανική μονάς ευρισκομένη εν πορεία και μεταβαίνουσα από Λεβαδείας εις Αράχωβαν, εβλήθη έμπροσθεν του χωρίου Διστόμου με όπλα, οπλοπολυβόλα και ολμοβόλα. Η μονάς απώλεσε λόγω της άνανδρου ταύτης επιθέσεως του ΕΑΜ αριθμόν τινά εις νεκρούς και τραυματίας. Εν συνεχεία ανελήφθη ο αγών εναντίον των συμμοριτών οι οποίοι είχον οχυρωθή μέσα εις το Δίστομον, με όλα τα υπάρχοντα μέσα. Κατόπιν της χρησιμοποιήσεως των βαρέων γερμανικών όπλων, εκυριεύθη εξ εφόδου το Δίστομον, η φωλέα αυτή της συμμορίας. Ηριθμήθησαν περί τους 250 νεκροί συμμορίται».
Σύμβολο - καταγγελία της ναζιστικής θηριωδίας το Δίστομο, 71 χρόνια μετά διεκδικεί ακόμα την αναγνώριση...