Δύο παρεμβάσεις καθόλου άσχετες μεταξύ τους, πιθανότατα ούτε καν σε ό,τι αφορά τη χρονική τους σύμπτωση, βρέθηκαν στο επίκεντρο της συζήτησης των τελευταίων ημερών: Από τη μια, η «έκθεση αξιολόγησης» της ελληνικής οικονομίας από το ΔΝΤ και, από την άλλη, οι αναφορές του Γερμανού υπουργού Οικονομικών, Β. Σόιμπλε, σε συνέντευξή του για την ενδεχόμενη ανάγκη τρίτου «πακέτου στήριξης».
Επιβεβαιώνοντας τις αντιθέσεις μεταξύ ΔΝΤ - ΕΕ, δηλαδή τις αντιθέσεις ΗΠΑ - Γερμανίας, σε ό,τι αφορά τις συνολικότερες εξελίξεις στην Ευρωζώνη και όχι μόνο, ο μεν αναπληρωτής πρόεδρος του ΔΝΤ «καλωσόρισε» τις «διαβεβαιώσεις» της ΕΕ για τη λήψη περαιτέρω μέτρων για τη μείωση του ελληνικού κρατικού χρέους (παραπέμποντας σε ένα νέο «κούρεμα», που αυτή τη φορά θα αφορά στα ομόλογα που κατέχουν τα κράτη - μέλη της ΕΕ), ο δε Β. Σόιμπλε επανέφερε θέμα τρίτου «πακέτου στήριξης» ως απάντηση στη «μη βιωσιμότητα» του χρέους.
Τα παραπάνω «παίζουν» λίγο - πολύ παντού, υπάρχει όμως και κάτι που «θάβεται». Το γεγονός ότι παράλληλα με τη διαπάλη των διαφορετικών ιμπεριαλιστικών κέντρων, στις παρεμβάσεις του ΔΝΤ και του Β. Σόιμπλε αποτυπώθηκε ανάγλυφα και για πολλοστή φορά το μόνο πράγμα στο οποίο ομονοούν όλα τα μονοπώλια και οι εκπρόσωποί τους: Η σύμπνοιά τους στην ανάγκη συνέχισης και μονιμοποίησης των βάρβαρων αντιλαϊκών μέτρων, ακριβώς γιατί αυτά - είτε με το ένα είτε με το άλλο μείγμα - αποτελούν προϋπόθεση της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Ο μεν εκπρόσωπος του ΔΝΤ υπογράμμισε την αναγκαιότητα «πρόσθετης δημοσιονομικής προσαρμογής» μέσω «διαρκών και υψηλής ποιότητας μέτρων»: Παραπέρα αντεργατικές «μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας», «απελευθέρωση των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών», «βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος» και άρση των εμποδίων στον «ανταγωνισμό», για να λύνονται ακόμα περισσότερο τα χέρια των μονοπωλίων, ώστε να διοχετεύουν λιμνάζοντα κεφάλαια σε κερδοφόρα πεδία, ένταση του αντιλαϊκού φοροκυνηγητού, για «να βελτιώνεται η εισπραξιμότητα των φόρων», και «ενίσχυση του ελέγχου των δαπανών», ώστε να προχωρήσουν τα νέα «τσεκούρια» στις όποιες κοινωνικές δαπάνες έχουν απομείνει.
Ο δε Β. Σόιμπλε, πιο «λακωνικός» (τα πολλά λόγια είναι περιττά, αφού το αντιλαϊκό πλαίσιο της ΕΕ είναι δεδομένο), είπε πως «οι μεταρρυθμίσεις είναι συνδεδεμένες με επιβαρύνσεις και σκληρά μέτρα (...) Ο ελληνικός λαός πρέπει να περάσει αυτήν τη διαδικασία των μεταρρυθμίσεων, αν θέλει η χώρα να παραμείνει στο ευρώ».
Αναδεικνύεται ανάγλυφα ότι η περιβόητη «ελάφρυνση του χρέους», είτε με τη «συνταγή» του νέου «κουρέματος» που επιδιώκει το ΔΝΤ, ανταγωνιζόμενο τις χώρες της ΕΕ, είτε με τη μορφή της επιμήκυνσης των δόσεων και της μείωσης των επιτοκίων, που προκρίνει κατά βάση η Γερμανία, δεν αναιρεί ούτε στο ελάχιστο την εφαρμογή της αντιλαϊκής πολιτικής, ούτε οδηγεί σε ανακούφιση για το λαό, όπως υπόσχονται κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση που, παρά τις διαφορές, έχουν κάνει σημαία τους το στόχο της «ελάφρυνσης».
Ο λαός θα συνεχίσει να πληρώνει για ένα δυσβάσταχτο χρέος, ακόμη κι αν αυτό μειωθεί και, με όποιον τρόπο κι αν γίνει αυτή η μείωση, θα συνεχίσει να ματώνει για την ανάκαμψη της καπιταλιστικής οικονομίας.
Η προσπάθεια της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ, να στοιχίσουν το λαό πίσω από τη μία ή την άλλη παραλλαγή υπηρέτησης των συμφερόντων των μονοπωλίων, πρέπει να πέσει στο κενό. Διέξοδο στην εργατική τάξη, στο λαό δίνει μόνο η ενίσχυση της γραμμής της συνολικής αντίθεσης με τον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης, η ενίσχυση της πάλης για την οριστική απαλλαγή της χώρας και του λαού από τα δεσμά των λυκοσυμμαχιών και από όλο το χρέος, με την ανατροπή των ιδιοκτητών του συσσωρευμένου πλούτου.
Αναδημοσιεύεται από τη στήλη «Η Άποψή μας» του Ριζοσπάστη της Τρίτης 3 Ιούνη 2014