Στις αρχές του 1996, ο Κ. Σημίτης αναλαμβάνει την πρωθυπουργία της χώρας. Κατά την ανάγνωση των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησής του καθιστά σαφές ότι θέλει ένα κράτος ικανότερο και αποτελεσματικότερο στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων των επιχειρηματικών ομίλων, με απόσυρσή του από τομείς κοινωνικού χαρακτήρα. Ενα «κράτος - στρατηγείο», όπως ο ίδιος το χαρακτήριζε, που να παρεμβαίνει «για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων», «την κινητοποίηση του ιδιωτικού κεφαλαίου, με την κατάργηση των γραφειοκρατικών εμποδίων και αντικινήτρων, με τη θέσπιση των αναγκαίων παροχών και κινήτρων» και την «επέκταση και εκσυγχρονισμό της υποδομής για μεταφορές, επικοινωνία και Ενέργεια».
Το 2009, λίγους μήνες πριν από τις εκλογές που θα τον αναδείκνυαν στην πρωθυπουργία, ο Γ. Παπανδρέου επαναφέρει την πρόταση για δημιουργία «ενός επιτελικού - κράτους στρατηγείου» που με την πολιτική του θα διευκολύνει την «επιχειρηματικότητα» και την «ανταγωνιστικότητα». Σε εκδήλωση του ΠΑΣΟΚ παρουσίασε τότε μια δέσμη μέτρων που προέβλεπαν αλλαγές στη Δημόσια Διοίκηση, με στόχο να δημιουργηθεί ένα «μικρό, ευέλικτο και αποτελεσματικό κράτος που επικεντρώνεται στην άμυνα, την εξωτερική πολιτική, την δημόσια τάξη και τις μεγάλες υποδομές» και τη μετατροπή της «Δημόσιας Διοίκησης σε ένα ευέλικτο, αποτελεσματικό εργαλείο ανάπτυξης, για να μπορέσουμε να διευκολύνουμε την επιχειρηματικότητα και την ανταγωνιστικότητα»...
Σαν να μην πέρασε μια μέρα, ο Αλ. Τσίπρας την περασμένη Τρίτη, μιλώντας στην ετήσια Διάσκεψη της Ελληνικής Ενωσης Επιχειρηματιών μίλησε για αναγκαίες παρεμβάσεις στο κράτος, ώστε «να λειτουργεί ως εργαλείο αναπτυξιακού σχεδιασμού και ως μοχλός ανάπτυξης... κράτος που θα είναι αξιόπιστος ελεγκτικός μηχανισμός και αποτελεσματικός αρωγός του πραγματικού επενδυτή, του υγιούς επιχειρηματία». Ο Αλ. Τσίπρας προσήλθε καλά διαβασμένος στις εξετάσεις, ενσωματώνοντας στην πρόταση του κόμματός του επιδιώξεις του κεφαλαίου που αποτέλεσαν καθοδηγήτριες γραμμές της στρατηγικής όλων των αστικών κομμάτων τις προηγούμενες δεκαετίες.
«Απεταξάμην» την παροχολογία...
Το ...όραμα των Κ. Σημίτη και Γ. Παπανδρέου, μετουσιώθηκε σε πολιτικές βαθιά αντιλαϊκές και συγχρόνως φιλομονοπωλιακές, τις συνέπειες των οποίων βιώνει ακόμα ο ελληνικός λαός. Είναι μαθηματικά βέβαιο ότι το ίδιο θα συμβεί με την πολιτική πρόταση που καταθέτει ο ΣΥΡΙΖΑ, διεκδικώντας τα ηνία της αστικής διαχείρισης, αφού αποσκοπεί στην ενδυνάμωση ενός πλαισίου που εγγυάται την αναπαραγωγή και επέκταση της φτώχειας. Η ομιλία Τσίπρα στη διάσκεψη των επιχειρηματιών το επιβεβαίωσε για πολλοστή φορά.
Ενώπιόν τους παρουσίασε μια δέσμη μέτρων ικανών να ενισχύσουν την κερδοφορία και ανταγωνιστικότητά τους και τους διαβεβαίωσε πως όσα τάζει στο λαό δε συνιστούν παροχές, αλλά αναγκαία ψίχουλα για τη χειραγώγησή του. Προς επίρρωση, το επανέλαβαν και άλλα κορυφαία στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, όπως ο Γ. Δραγασάκης και ο Γ. Σταθάκης, μιλώντας στη Βουλή τις προηγούμενες μέρες, στο πλαίσιο της συζήτησης για την ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση.
Αλλωστε, ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ ήταν σαφής όταν ξεκαθάριζε στους επιχειρηματίες ότι η πρόταση του κόμματός του αποτελεί εγγύηση για «την έξοδο από την καταστροφή με την ευρύτερη δυνατή κοινωνική συναίνεση» και πως ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αυτός που μπορεί σήμερα να κατορθώσει τη σύναψη μιας νέας «κοινωνικής συμφωνίας για την ανόρθωση της οικονομίας, την παραγωγική ανασυγκρότηση, την επιστροφή στην ανάπτυξη». Αυτός, δηλαδή, που μπορεί να χειραγωγήσει και να ενσωματώσει το λαό στη στρατηγική του κεφαλαίου που τον τσακίζει. Στο πλαίσιο αυτό, αναγόρευσε τους καπιταλιστές σε αναγκαίους για τη χώρα, δηλώνοντας «οι πόρτες μας θα είναι ανοιχτές σε όλους γιατί η Ελλάδα μάς έχει ανάγκη όλους».
Ως μέρος αυτής της προσπάθειας, παρουσίασε τις εξαγγελίες της Θεσσαλονίκης, κάνοντας λόγο για «παρεμβάσεις» που «θα έχουν πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα στη γενικότερη κατάσταση της οικονομίας και θα διευκολύνουν την ανάκαμψή της» και συνεπώς «δεν είναι ούτε παροχές ούτε επιστροφή στο πελατειακό κράτος του δικομματισμού. Είναι πραγματικά οικονομικά κίνητρα για την ταχύτερη αποκατάσταση της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής και δυναμικής, με πλήρη επίγνωση των δυσκολιών της παρούσας συγκυρίας».
Ακόμα πιο κυνικά, ο Γ. Σταθάκης, αποκρούοντας τις κατηγορίες περί «παροχολογίας», ορκίστηκε ότι το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι απολύτως συμβατό με το πλαίσιο που ορίζουν η στρατηγική της ΕΕ και οι ανάγκες της εξουσίας του κεφαλαίου, αφού, όπως σημείωσε, δεν χρειάζεται «να βγούμε από το μνημονιακό πλαίσιο για να εφαρμόσουμε αυτά τα μέτρα»!
«Προκαλώ τη ΝΔ να καταθέσει ένα μέτρο του ΣΥΡΙΖΑ που υπάρχει στο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης και να αφορά νοικοκυριά με εισόδημα πάνω από 700 ευρώ το μήνα», ήταν η συνέχεια της απολογίας του. Επιμένοντας ότι οι εξαγγελίες τους αφορούν αποκλειστικά και μόνο στην ακραία φτώχεια, συνέχισε: «Είναι ένα πρόγραμμα επικεντρωμένο σε αυτό το κομμάτι του πληθυσμού που η μνημονιακή κατάσταση το έχει οδηγήσει σε ακραίες καταστάσεις ... αφορά ένα συγκεκριμένο κομμάτι του πληθυσμού».
Για να μη μένει κανένα θολό σημείο, ο Γ. Σταθάκης εξήγησε ακόμα πως οι ρυθμίσεις χρεών προς την εφορία, τα ασφαλιστικά ταμεία και τις τράπεζες εντάσσονται στην προσπάθεια «να επανεκκινήσει η οικονομία», την οποία καταβάλλει και η συγκυβέρνηση που μελετά παρόμοια μέτρα για να διασφαλίσει ότι θα βγάλει «κι απ' τη μύγα ξύγκι», θα βάλει στο χέρι και το τελευταίο ευρώ που μπορεί να αποσπάσει απ' τις καταχρεωμένες εργατικές - λαϊκές οικογένειες.
«Γονυκλισίες» στους επιχειρηματίες
Δεν ήταν εξίσου «σφιχτοχέρης» ο Αλ. Τσίπρας απέναντι στους επιχειρηματίες. Εγκωμίασε την «υγιή επιχειρηματικότητα», σε αντιπαράθεση με τη δήθεν «κρατικοδίαιτη διαπλοκή», ώστε να εμπαίζεται ο λαός ότι οι καπιταλιστές διαχωρίζονται σε καλούς και κακούς και εξήρε τον «καινοτόμο επιχειρηματία που αναλαμβάνει κινδύνους και εκπληρώνει την κοινωνική του ευθύνη, είναι σύμμαχος στην εθνική προσπάθεια για την ανασυγκρότηση, την ανάπτυξη και την ανασύνταξη της χώρας», αναφωνώντας «θα στηρίξουμε την υγιή επιχειρηματικότητα».
Σε ό,τι αφορά τους τρόπους με τους οποίους ο ΣΥΡΙΖΑ θα κάνει πράξη αυτή του τη δέσμευση, μίλησε για ένα «συμπαγές πλαίσιο για την τόνωση της επιχειρηματικότητας και της ιδιωτικής επένδυσης», στο οποίο ενέταξε:
-- Παρεμβάσεις στο κράτος, ώστε «να λειτουργεί ως εργαλείο αναπτυξιακού σχεδιασμού και ως μοχλός ανάπτυξης ... κράτος που θα είναι αξιόπιστος ελεγκτικός μηχανισμός και αποτελεσματικός αρωγός του πραγματικού επενδυτή, του υγιούς επιχειρηματία».
-- Προώθηση «νέων μορφών παραγωγής όπως ο τομέας της κοινωνικής οικονομίας», ώστε να ενθαρρύνεται «η στροφή στη νεανική και κοινωνική επιχειρηματικότητα, που δεν θα είναι εξαρτημένες από τις κρατικές επιδοτήσεις». Θυμίζουμε ότι η «κοινωνική επιχειρηματικότητα» είναι «φρούτο» που σερβίρει το ίδιο το σύστημα, σε μια περίοδο που οι δυσκολίες διαχείρισης κι ενσωμάτωσης μεγαλώνουν, ώστε να εμποδίσει τη δημιουργία πραγματικών ρηγμάτων στην αστική διαχείριση και στο αστικό πολιτικό σύστημα και να καθησυχάσει τη δυσαρέσκεια και οργή των ανέργων που πολλαπλασιάζονται. Ο ΣΥΡΙΖΑ υιοθέτησε και πρόβαλε σαν λύση την κοινωνική επιχειρηματικότητα, καλλιεργώντας αυταπάτες σε εργαζόμενους ότι είναι δυνατόν να μετατραπούν σε επιχειρηματίες διαχειριζόμενοι τα κουφάρια εργοστασίων που κλείνουν οι καπιταλιστές. Τα συνεταιριστικά εγχειρήματα προτείνονται ανοιχτά ως εναλλακτικές μορφές αναθέρμανσης της καπιταλιστικής οικονομίας, ως μέσο ενεργητικής ενσωμάτωσης πιθανών τριγμών που θα μπορούσαν προοπτικά ν' απειλήσουν την οικονομική και πολιτική εξουσία του κεφαλαίου.
-- Θεσμοθέτηση «ισχυρών φορολογικών κινήτρων για τα πρώτα χρόνια λειτουργίας των ελληνικών νεοφυών επιχειρήσεων», αλλά και ένα «απλό και σταθερό φορολογικό σύστημα», το οποίο «θα παρέχει κίνητρα για παραγωγικές επενδύσεις και θα επιτρέπει το μακροπρόθεσμο επιχειρησιακό σχεδιασμό». Ακόμα, με «υψηλότερη φορολόγηση στα διανεμόμενα κέρδη και χαμηλότερη σε αυτά τα οποία αποθεματοποιούνται για να επενδυθούν στην πραγματική οικονομία».
-- «Απλοποίηση αδειοδότησης και λειτουργίας επιχειρήσεων». «Δημιουργία Κέντρων Εξυπηρέτησης Επιχειρήσεων (ΚΕΕΠ) και συμβουλευτικών υπηρεσιών στις δημόσιες υπηρεσίες».
-- «Διοχέτευση πόρων στην πραγματική οικονομία», μέσω της ίδρυσης «δημόσιας αναπτυξιακής τράπεζας» που «θα ενοποιήσει υφιστάμενους μηχανισμούς, όπως το ΕΤΕΑΝ, το Ταμείο Παρακαταθηκών Δανείων και να διευκολύνει την άντληση και διοχέτευση πόρων προς την πραγματική οικονομία». Αλλά και με «παράκαμψη του τραπεζικού συστήματος» μέσω «ενός συστήματος διοχέτευσης εγγυήσεων ή εγγυητικών επιστολών μέσω σχημάτων ειδικού σκοπού και με την εγγύηση αξιόπιστου διεθνούς χρηματοπιστωτικού οργανισμού».
Μίλησε ακόμα για δημιουργία Τράπεζας Ειδικού Σκοπού για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τους αγρότες, αλλά και για δημιουργία δημόσιου ενδιάμεσου οργανισμού για τη διαχείριση του ιδιωτικού χρέους προς τις τράπεζες.
Ειδική μνεία έκανε στα «κόκκινα» επιχειρηματικά δάνεια «η ρύθμιση των οποίων επείγει ως προϋπόθεση για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας».
-- «Ρυθμίσεις για ενίσχυση ανταγωνισμού, καταπολέμηση καρτέλ και μείωση των τιμών». Εδώ, λόγο έκανε για θεσμική και λειτουργική αναβάθμιση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, για υιοθέτηση νομοθεσίας για την αναγραφή καθαρών τιμών στα τιμολόγια πώλησης. Για δημιουργία Παρατηρητηρίου Τιμών πρώτων υλών και μηχανολογικού εξοπλισμού, ώστε να πάψει η Ελλάδα να αποτελεί «την δεύτερη ακριβότερη χώρα στην Ευρώπη για μηχανολογικό εξοπλισμό, γεγονός που εμποδίζει τον εκσυγχρονισμό των παραγωγικών επιχειρήσεων και μειώνει την ανταγωνιστικότητά τους».
Δεσμεύτηκε ακόμα για αναμόρφωση του πτωχευτικού πλαισίου επιχειρήσεων, ώστε να δίνεται «μια δεύτερη ευκαιρία εκεί που πραγματικά υπάρχουν προοπτικές βιωσιμότητας, με την εκπόνηση και εκτέλεση σχεδίων παραγωγικής αναδιάρθρωσης επιχειρήσεων».
Κλείνοντας την ομιλία του, ο Αλ. Τσίπρας υποσχέθηκε και «μηχανισμούς κινητοποίησης των επενδύσεων, ώστε τελικά να πραγματοποιηθούν», όπως: Δημόσια αναπτυξιακή τράπεζα, για την προώθηση αναπτυξιακών έργων. Αναθεώρηση του αναπτυξιακού νόμου, ώστε να επιδοτούνται στοχευμένα παραγωγικές επενδύσεις. Παροχή ρευστότητας, από το χρηματοπιστωτικό σύστημα αλλά και από μη συμβατικά χρηματοδοτικά εργαλεία. Δημόσιες επενδύσεις, ως ατμομηχανή για τον ιδιωτικό τομέα.