Την «τολμηρή δημοσιονομική και διαρθρωτική ατζέντα» της ελληνικής κυβέρνησης σε βάρος του λαού «διαφήμισε» ο Αντ. Σαμαράς
Οι ενδοαστικές αντιθέσεις στο εσωτερικό της ΕΕ σχετικά με το μείγμα διαχείρισης δεν αναιρούν την ταύτιση στη συνέχιση των αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων
Την προσήλωσή τους στην εφαρμογή των αντιλαϊκών καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων επιβεβαίωσαν οι 19 αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων της ΕΕ (Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα, Εσθονία, Ουγγαρία, Ιταλία, Κροατία, Λετονία, Μάλτα, Λιθουανία, Ολλανδία, Λουξεμβούργο, Νορβηγία, Πορτογαλία, Ισπανία, Ρουμανία, Σουηδία, Σλοβακία) που πήραν μέρος χτες στο Μιλάνο, στη σύνοδο που επισήμως ονομάστηκε «Ευρωπαϊκή Διάσκεψη για την απασχόληση» και την οργάνωση της οποίας ανέλαβε ο Ιταλός πρωθυπουργός.
Κύριο θέμα συζήτησης ήταν η «τόνωση της εργασίας και της ανάπτυξης», δεδομένων των υψηλών ποσοστών ανεργίας στις χώρες της ΕΕ. Ωστόσο, καθώς πραγματοποιήθηκε στον απόηχο των επίσημων δηλώσεων της γαλλικής κυβέρνησης ότι αναβάλλει τον ισοσκελισμό του προϋπολογισμού της για το 2017 (όπως και η Ιταλία), η συζήτηση - όπως ήταν αναμενόμενο - επεκτάθηκε στα ζητήματα του μείγματος της αντιλαϊκής πολιτικής, έστω και αν οι ηγέτες με δηλώσεις τους στο πέρας της συνάντησης επισήμως παρέπεμψαν αυτήν τη συζήτηση στην επόμενη έκτακτη σύνοδο, στα τέλη Οκτώβρη, με αντικείμενο τις εξελίξεις στην Ευρωζώνη.
Οι κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Ιταλίας εστίασαν τις παρεμβάσεις τους στην ανάγκη ενίσχυσης της «ευελιξίας» στην εφαρμογή του Συμφώνου Σταθερότητας και στο ότι οι μεταρρυθμίσεις και η οικονομική «εξυγίανση» απαιτούν και «δυναμικότερη» οικονομική στήριξη, μέσω νέων επιδοτήσεων στους επιχειρηματικούς ομίλους, με κονδύλια που θα απελευθερωθούν από την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους.
Η γερμανική κυβέρνηση επιχείρησε να στείλει μήνυμα διαλλακτικότητας, διαχέοντας ουσιαστικά πως, σε ό,τι αφορά την ανάγκη στήριξης της ανάπτυξης, δεν υπάρχουν βασικές διαφωνίες ανάμεσα στην αστική τάξη της Γερμανίας και στα άλλα μονοπώλια της ΕΕ. Ωστόσο επιμένει να χρησιμοποιηθούν μόνο οι πόροι που έχουν ήδη εγκριθεί.
Βέβαια, στα βασικά για την καπιταλιστική ανάπτυξη, τη διασφάλιση της παραπέρα κερδοφορίας των ευρωενωσιακών μονοπωλίων, ταυτίζονται πλήρως. Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησαν από κοινού, με το τέλος της διάσκεψης, ο Ιταλός πρωθυπουργός Μ. Ρέντσι, ο Γάλλος πρόεδρος Φρ. Ολάντ και η Γερμανίδα καγκελάριος Α. Μέρκελ.
Ο Φρ. Ολάντ έδωσε διαβεβαιώσεις ότι η κυβέρνησή του κάνει ό,τι μπορεί για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις που απορρέουν από το Σύμφωνο Σταθερότητας, ζητώντας απλώς να υπάρξει κάποια «ευελιξία» στην εφαρμογή του. Ταυτόχρονα αναγνώρισε ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη περνά μέσα από την προώθηση παραπέρα μεταρρυθμίσεων.
Ο Μ. Ρέντσι εμφανίστηκε μεν ανήσυχος για τα υψηλά ποσοστά ανεργίας, αλλά και αυτός έσπευσε να τονίσει ότι οι μεταρρυθμίσεις στην Ιταλία καθυστέρησαν πολλά χρόνια, ότι χρειάζονται τέτοιες αλλαγές και ότι οι Ιταλοί μπορούν να πάρουν παραδείγματα απ' όσα προωθούνται σε άλλες χώρες.
Η δε Α. Μέρκελ είπε ότι και η κυβέρνησή της πήρε μέτρα τόνωσης της εσωτερικής αγοράς, ωστόσο συμπλήρωσε ότι υπάρχουν ήδη ειλημμένες αποφάσεις σε επίπεδο ΕΕ και με βάση αυτές πρέπει να κινηθούν όλα τα κράτη - μέλη.
Μ' αυτά και μ' άλλα, γίνεται καθαρό ότι όποιο μείγμα διαχείρισης κι αν προκρίνουν, καμία σχέση δεν πρόκειται να έχει με τα λαϊκά συμφέροντα, καθώς ακόμα και η παρουσιαζόμενη ως «έγνοια» τους για την «απασχόληση» στην πραγματικότητα αφορά την προώθηση κάποιων προγραμμάτων ανακύκλωσης της ανεργίας, διαχείρισης της ακραίας φτώχειας και παροχής επιπλέον κονδυλίων στους ευρωενωσιακούς ομίλους, στο όνομα τάχα της «δημιουργίας θέσεων εργασίας».
«Τολμηροί» στις αντιλαϊκές αναδιαρθρώσεις
Από ελληνικής πλευράς, ο πρωθυπουργός Αντ. Σαμαράς, μιλώντας στη διάσκεψη επιβεβαίωσε ότι δεν παρεκκλίνει ούτε τρίχα από το αντιλαϊκό πλαίσιο του ευρωμονόδρομου: «Μια τολμηρή δημοσιονομική και διαρθρωτική ατζέντα έχει ήδη υλοποιηθεί και οι περισσότερες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις βρίσκονται σε εξέλιξη και αποδίδουν στην πραγματική οικονομία», είπε χαρακτηριστικά, επιχαίροντας ταυτόχρονα για «τη μικρή, αλλά σταθερή αποκλιμάκωση» της ανεργίας.
Παράλληλα, πέρα από «πόρους» που θα χρηματοδοτήσουν προγράμματα περιορισμού της ανεργίας, υποστήριξε ότι χρειάζονται κυρίως «αποφασιστικές πολιτικές, βασιζόμενες σε σύγχρονα, έξυπνα εργαλεία. Μόνο μια τέτοια πολιτική μπορεί να συμπληρώσει αποτελεσματικά τη διαρθρωτική προσαρμογή που έχουμε επιτύχει», είπε χαρακτηριστικά.