Τη στιγμή που οι εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή μυρίζουν μπαρούτι, η κυβέρνηση εμπλέκει τη χώρα βαθύτερα στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, επιδιώκοντας την αναβάθμιση της γεωστρατηγικής θέσης της Ελλάδας σε όφελος των αστών.
Οι κυβερνητικές ανακοινώσεις περί αναβάθμισης της παρουσίας των Ενόπλων Δυνάμεων στην Αν. Μεσόγειο, η μεγαλύτερη προσαρμογή τους στις ανάγκες των ιμπεριαλιστικών επιχειρήσεων, κινήσεις όπως η Σύνοδος Ελλάδας - Κύπρου - Αιγύπτου και η Σύνοδος Ελλάδας - Κύπρου - Ισραήλ που είναι ήδη στα σκαριά, αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της επικίνδυνης εμπλοκής που πραγματοποιείται στο έδαφος των οξυμένων ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, πρώτα και κύρια για τον έλεγχο των ενεργειακών πηγών και δρόμων στην ευρύτερη περιοχή.
Στο ίδιο έδαφος αναπτύσσονται και οι αντιφατικές σχέσεις ανταγωνισμού και προσωρινών συμβιβασμών με την τουρκική αστική τάξη, η οποία επιδιώκει να παίξει αντίστοιχο ρόλο στην ίδια περιοχή: Την ίδια ώρα που η Τουρκία εντείνει τις προκλητικές παραβιάσεις των κυριαρχικών δικαιωμάτων Ελλάδας και Κύπρου, τα «ραντεβού» που κλείνουν οι κυβερνήσεις Ελλάδας - Τουρκίας, αλλά και τα αλλεπάλληλα απευθείας διαβούλια επιχειρηματικών συμφερόντων των δύο χωρών δείχνουν την αναζήτηση συμβιβασμού, για να προχωρήσουν οι «μπίζνες»...
Επιβεβαιώνεται ότι η καραμέλα της κυβέρνησης (και όχι μόνο) περί «Ελλάδας παράγοντα σταθερότητας, σε μια περιοχή αστάθειας» δεν πρέπει να ξεγελά κανέναν. Αντιθέτως, οι επικίνδυνες εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή επιτρέπουν στο λαό να βγάλει χρήσιμα συμπεράσματα.
Τα φλεγόμενα μέτωπα που ανοίγουν οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί σε όλο τον πλανήτη και με ιδιαίτερη έμφαση σε όλο το τόξο της ευρύτερης περιοχής μας, από την Αν. Ευρώπη και τα Βαλκάνια, μέχρι την Αν. Μεσόγειο και τη Β. Αφρική, στο φόντο των «δυσκολιών» ανάκαμψης από την οικονομική κρίση, «υπενθυμίζουν» με οδυνηρό τρόπο στους λαούς ότι ο καπιταλισμός γεννάει κρίσεις και πολέμους. Επιβεβαιώνεται ότι μόνη «διέξοδος» του καπιταλισμού από την κρίση είναι η καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων και ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος είναι ακριβώς η πιο πλήρης μορφή αυτής της καταστροφής, είναι ο πιο «τελεσίδικος» τρόπος που διαθέτουν ιμπεριαλιστές και μονοπώλια, για να «λύσουν» το πώς θα επιμεριστούν κέρδη και ζημιές.
Στο έδαφος της κυριαρχίας των μονοπωλίων και του αδυσώπητου ανταγωνισμού τους, επιβεβαιώνεται ότι η εύρεση ενεργειακών κοιτασμάτων στην Αν. Μεσόγειο, όχι μόνο δεν αποτέλεσε, όπως λεγόταν, «παράθυρο ευκαιρίας» για προώθηση «της ειρήνης και της περιφερειακής συνεργασίας» και επίλυσης προβλημάτων όπως του Κυπριακού, αλλά αντιθέτως περιέπλεξε ακόμα περισσότερο τους σφοδρούς ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς που βρίσκονται σε εξέλιξη.
Αποδεικνύεται, επίσης, ότι η συμμετοχή της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, της Κύπρου στην ΕΕ, σε τίποτα δεν ωφέλησε τους δύο λαούς, αντίθετα τους βάζει σε νέες περιπέτειες: Οι ιμπεριαλιστικές λυκοσυμμαχίες όχι μόνο δεν αποσόβησαν την τουρκική επιθετικότητα, αλλά αντίθετα την τροφοδότησαν, είναι παράγοντες αμφισβήτησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων Ελλάδας και Κύπρου, προωθούν νέα διχοτομικά σχέδια σε βάρος της Κύπρου. Το ίδιο συμβαίνει και με τον άξονα με Ισραήλ και Αίγυπτο που προωθούν οι κυβερνήσεις Ελλάδας και Κύπρου. Ακόμα και αν συμπίπτουν κατά καιρούς συμφέροντα διαφορετικών «παικτών» στο ενεργειακό αλισβερίσι (που έτσι κι αλλιώς αφορά στα μονοπωλιακά συμφέροντα), η πείρα δείχνει ότι οι άξονες διατάσσονται και αναδιατάσσονται, ενώ την ίδια ώρα «τρέχουν» παράλληλα παζάρια και εναλλακτικά σενάρια.
Συμπεράσματα πρέπει να βγουν και από τη «κριτική» που ασκεί ο ΣΥΡΙΖΑ στην ελληνική κυβέρνηση, κατηγορώντας την ουσιαστικά ότι ασκεί εξωτερική πολιτική με βάση τις εκλογικές της επιδιώξεις... Συσκοτίζει, δηλαδή, συνειδητά ότι η κυβερνητική πολιτική καθορίζεται από το στρατηγικό στόχο της εγχώριας αστικής τάξης για γεωστρατηγική της αναβάθμιση, ακριβώς γιατί και αυτός συγκλίνει στον ίδιο στόχο.
Αξιοποιώντας αυτήν την πείρα, ο ελληνικός λαός μαζί με τους άλλους λαούς της περιοχής μπορεί να αντιπαλέψει τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, να παλέψει για αποδέσμευση από ΝΑΤΟ και ΕΕ με τον ίδιο στο τιμόνι της εξουσίας, ανοίγοντας δρόμο για πραγματικές σχέσεις αμοιβαίου οφέλους με σεβασμό στα κυριαρχικά δικαιώματα κάθε χώρας.