Μην παραδοθείς...

Μην παραδοθείς...

Κυριακή 25 Αυγούστου 2013

ΛΑΡΚΟ Εγκληματική πολιτική η ιδιωτικοποίησή της

 

Οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να ανεχτούν την παράδοση στο ιδιωτικό κεφάλαιο μιας μονάδας τόσο μεγάλης σημασίας, που κατέχει και εκμεταλλεύεται κομμάτι του ορυκτού πλούτου της χώρας

 

 

Η προωθούμενη ιδιωτικοποίηση της ΛΑΡΚΟ επαναφέρει στο προσκήνιο πλευρές από τον εγκληματικό χαρακτήρα της φιλομονοπωλιακής πολιτικής που διαχρονικά υπηρετούν οι κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Μια πολιτική που, μαζί με τον αντιλαϊκό της προσανατολισμό, είναι απόλυτα συνυφασμένη αφενός με την προκλητική λεηλασία του ορυκτού πλούτου της χώρας προκειμένου να στηριχθούν επιχειρηματικά συμφέροντα, αφετέρου με την καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων όταν η παραγωγική διαδικασία δεν εξυπηρετεί την κερδοφορία του κεφαλαίου.

Η Γενική Μεταλλευτική και Μεταλλουργική Εταιρεία ΛΑΡΚΟ δεν είναι μια επιχείρηση της σειράς. Ούτε καν ένας επιχειρηματικός όμιλος, απλά. Ακόμα και στα χάλια που την έχουν καταντήσει οι πολιτικές συστηματικής υπονόμευσής της, προκειμένου να γίνει ευκολότερα η ιδιωτικοποίησή της, εξακολουθεί και αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι της βαριάς βιομηχανίας της χώρας, ένα σύμπλεγμα επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας, που δραστηριοποιείται σε κλάδους και τομείς της εξόρυξης και επεξεργασίας ορυκτών, τα οποία είναι απαραίτητα σε μια σειρά κλάδους της βιομηχανίας και όχι μόνο.

Στο μετοχολόγιο της ΛΑΡΚΟ διακρίνονται το ελληνικό Δημόσιο, που διαθέτει το 55,2% των μετοχών της εταιρείας, η Εθνική Τράπεζα, με ποσοστό 33,4%, και η ΔΕΗ με ποσοστό 11,4%.

Στην ιδιοκτησία της ανήκουν τα βασικά ορυχεία νικελίου. Η επιχείρηση κατέχει το μονοπώλιο εξόρυξης νικελίου και βρίσκεται στην πρώτη θέση παραγωγής νικελιούχων σιδηρομεταλλευμάτων. Τα επίπεδα της παραγωγής της την τοποθετούν στην πρώτη θέση στην Ευρώπη και μεταξύ των πέντε πρώτων παγκοσμίως, ενώ συνολικά, ακόμα και σήμερα, θεωρείται ότι βρίσκεται διεθνώς στις πρώτες θέσεις εξόρυξης, κατεργασίας, εκμετάλλευσης και εμπορικής διάθεσης του σιδηρονικελίου. Εκτός από το νικέλιο υψηλές είναι οι επιδόσεις της ΛΑΡΚΟ στην παραγωγή και εκμετάλλευση λιγνίτη, σκουριάς και αδρανών υλικών για τις οικοδομές.

 

 

Τέλος, για να συνειδητοποιήσουμε σε κάπως καλύτερο βαθμό αυτό το «η ΛΑΡΚΟ δεν είναι μια επιχείρηση της σειράς», σημειώνουμε ότι σύμφωνα με υπολογισμούς που έγιναν με βάση τις χρηματιστηριακές τιμές του περσινού Αυγούστου, τα κοιτάσματα νικελίου που κατέχει η ΛΑΡΚΟ, τα κοιτάσματα και μόνο αυτά, αποτιμώνται σε 16 δισ. δολάρια (πηγή: «tovima.gr», 19/08/2012). Το μόνο που μπορεί να συμπληρώσει κάποιος είναι ότι οι τιμές για το νικέλιο φέτος είναι ακόμα πιο αυξημένες από πέρσι.

Η πορεία μέσα στην κρίση

Το 2012 για τον κλάδο των μεταλλευτικών επιχειρήσεων ήταν μια κακή χρονιά. «Δυστυχώς - σημειώνεται στον απολογισμό του Συνδέσμου των Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων - ήλθε να προστεθεί στις ήδη πολύ κακές προηγούμενες», ενώ σε ό,τι αφορά στις προοπτικές του σήμερα αναφέρεται ότι «τα οικονομικά αποτελέσματα των επιχειρήσεων του κλάδου εκτιμάται ότι και το 2013 θα κινηθούν σε ίδια ή και σε χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με το 2012». Ιδιαίτερα αρνητικά ήταν τα αποτελέσματα για τις ορυκτές πρώτες ύλες που απευθύνονται στην εσωτερική αγορά, η οποία βρίσκεται σε «ελεύθερη πτώση», αφού «τα αδρανή, δομικά υλικά, βιομηχανικά ορυκτά που στήριζαν παραδοσιακά την ελληνική βιομηχανία έχουν φτάσει στο ναδίρ ζήτησης και κατά συνέπεια παραγωγής, καθιστώντας την επιβίωση των εταιρειών του τομέα αυτού ιδιαίτερα προβληματική».

Ωστόσο, ακόμα και μέσα σε αυτές τις συνθήκες, μέσα στην ένταση της οικονομικής κρίσης και σε ένα ιδιαίτερα εχθρικό περιβάλλον όπως αυτό διαμορφώθηκε από την άρνηση των κυβερνήσεων των τελευταίων χρόνων να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους απέναντι στη ΛΑΡΚΟ, η επιχείρηση κατάφερε να εμφανίσει κερδοφορία εκατομμυρίων και το 2010 και το 2011 και το 2012.

Τη χρονιά που μας πέρασε η παραγωγή νικελίου έφτασε τους 18.632 τόνους, σημειώνοντας αύξηση παραγωγής κατά 0,56% και πετυχαίνοντας μία από τις καλύτερες αποδόσεις στην ιστορία της εταιρείας, γεγονός που αποδεικνύει ότι ακόμα και σήμερα δεν υπάρχει πλήρης αξιοποίηση των δυνατοτήτων της. Οι εξαγωγές της ανήλθαν σε 19.071 τόνους με εξάντληση των αποθεμάτων έτοιμου προϊόντος που υπήρχαν στην επιχείρηση, επίδοση που αποτελεί και ρεκόρ πωλήσεων. Το σημαντικό, σημειώνουν αρμόδιοι παράγοντες, είναι ότι η δραστηριότητα αυτή επετεύχθη σε συνθήκες μειωμένης ζήτησης σιδηρονικελίου από τη βιομηχανία ανοξείδωτου χάλυβα.

Οι αυξημένες ανάγκες της μεταλλουργικής μονάδας σε πρώτη ύλη καλύφθηκαν αποκλειστικά με μετάλλευμα που προήλθε από τα μεταλλεία Εύβοιας, Αγίου Ιωάννη και Καστοριάς. Η συνολική παραγωγή νικελιούχου μεταλλεύματος ανήλθε σε 2.306.000 τόνους.

Παράλληλα, η ΛΑΡΚΟ παρήγαγε 268.412 τόνους λιγνίτη στο λιγνιτωρυχείο της στα Σέρβια Κοζάνης, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου διατέθηκε στη ΔΕΗ για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.

Κατά το 2012 η ΛΑΡΚΟ συνέχισε στη μεταλλουργική διαδικασία τη χρήση μείγματος ορυκτών καυσίμων που εισήγαγε το 2011. Αποτέλεσμα της αλλαγής αυτής ήταν η σημαντικότατη μείωση της ειδικής κατανάλωσης καυσίμων ανά τόνο επεξεργαζόμενου μεταλλεύματος και, παράλληλα, η μείωση σε χαμηλότερο επίπεδο του δείκτη εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα.

Τα κέρδη στον Μποδοσάκη - οι ζημιές στο λαό

Η ιστορία της ΛΑΡΚΟ ξεκινάει από το 1963, όταν τα τεράστια κέρδη που επί τριάντα και πλέον χρόνια συγκέντρωνε ο μεγαλοεπιχειρηματίας Μποδοσάκης, του είχαν αποφέρει τόσο μεγάλη αύξηση των κεφαλαίων του, που αποφάσισε να κάνει μια μεγάλη επένδυση, στοχεύοντας στον ορυκτό πλούτο της χώρας. Αξιοποιώντας διάφορους επενδυτικούς νόμους, εκμεταλλευόμενος τα λογής λογής οικονομικά και φορολογικά κίνητρα και παίρνοντας αφειδώς δάνεια από τις τράπεζες, εγκατέστησε ένα ολόκληρο συγκρότημα παραγωγής και εκμετάλλευσης νικελίου, το οποίο, μάλιστα, κατάφερε να είναι το πρώτο παγκοσμίως που προώθησε στην αγορά το κοκκοποιημένο σιδηρονικέλιο.

Οι Μποδοσάκηδες εξασφαλίζουν και μέσω της ΛΑΡΚΟ ιδιαίτερα υψηλή κερδοφορία για την εποχή, αυξάνοντας σημαντικά και τα κεφάλαια που είχαν στη διάθεσή τους. Αυτό φαίνεται να κράτησε μια ολόκληρη εικοσαετία.

Το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης στα μέσα της δεκαετίας του '70 και οι αναγκαστικές προσαρμογές που θα έπρεπε να γίνουν στα όρια της παραγωγής νικελίου, λόγω των δεσμεύσεων που αναλάμβανε η Ελλάδα ενόψει της ένταξής της στην τότε ΕΟΚ (τη σημερινή ΕΕ), άλλαξαν τα επιχειρηματικά δεδομένα, με αποτέλεσμα η παραγωγή της ΛΑΡΚΟ, αν και ήταν απόλυτα αναγκαία για την κοινωνία και την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, ήταν πλέον περιττή για τους ιδιοκτήτες της, επειδή δεν ανταποκρίνονταν στα επίπεδα κερδοφορίας που επιδίωκαν. Ετσι, ο Μποδοσάκης μεθόδευσε την έξοδό του από την επιχείρηση - στα μέσα της δεκαετίας του '80 - έχοντας λεηλατήσει τα ορυχεία των περιοχών από όπου πέρασαν τα μηχανήματά του και αφήνοντας πίσω του χρέη δεκάδων δισεκατομμυρίων δραχμών. Η επιχείρηση εντάχθηκε στο φορέα των προβληματικών επιχειρήσεων με στόχο την ...«εξυγίανση», μια διαδικασία μεταφοράς των επιχειρηματικών χρεών στις πλάτες των εργαζομένων.

Από τα τέλη της δεκαετίας του '80, στην επιχείρηση έχει εγκατασταθεί εκκαθαριστής. Από τις αρχές του 1990 η τότε κυβέρνηση της ΝΔ ...διευθέτησε τα χρέη που είχαν προκαλέσει οι Μποδοσάκηδες, μετατρέποντας τις οφειλές τους σε μετοχές της ΛΑΡΚΟ, που δόθηκαν σε Εθνική Τράπεζα, ΕΤΒΑ, ΔΕΗ κ.λπ.

Στόχος η ιδιωτικοποίηση

Εκτοτε, η ΛΑΡΚΟ πορεύεται μέσα σε ένα αντιφατικό καθεστώς, με πρωταρχική έγνοια των κυβερνώντων να αξιοποιούν τα δεδομένα που τους προσφέρει ο δημόσιος χαρακτήρας της, ώστε να εξυπηρετούν διάφορες επιχειρήσεις και ομάδες του κεφαλαίου. Στην ουσία πρόκειται για μια πολιτική υπονόμευσης της ΛΑΡΚΟ, που εκφράστηκε και μέσω της άμεσης στήριξης των ανταγωνιστών της.

Τα παραδείγματα είναι πολλά, τα περισσότερα συνδέονται με ποικιλόμορφα επιχειρηματικά συμφέροντα.

Μία από τις καραμπινάτες υποθέσεις υπονόμευσης της ΛΑΡΚΟ και στήριξης των ανταγωνιστών της ήταν και η υπόθεση των λιγνιτωρυχείων της Βεύης στα μέσα της δεκαετίας του '90, όταν αποκαλύφθηκε ότι, μέσα σε οκτώ μόλις μήνες, η ΛΑΡΚΟ επιβαρύνθηκε με πεντακόσια εκατομμύρια δραχμές εξαιτίας της επιμονής της, διορισμένης από την κυβέρνηση, διοίκησης της επιχείρησης να σταματήσει να αξιοποιεί τα ορυχεία της και να αγοράζει λιγνίτη με διπλάσιο σχεδόν κόστος από τα ιδιωτικά λιγνιτωρυχεία Βεύης.

Αλλη γνωστή υπόθεση, από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, είναι η ιστορία με τα τιμολόγια ηλεκτρικού ρεύματος. Οπως είχε αποκαλυφθεί, η ΔΕΗ, παρότι ήταν ένας από τους βασικούς μετόχους της ΛΑΡΚΟ, της χρέωνε το ρεύμα περίπου 40% ακριβότερα από ό,τι στον ανταγωνιστή της ΠΕΣΙΝΕ, κάτι που αργότερα ίσχυε για το νέο ιδιοκτήτη της ΠΕΣΙΝΕ, που ήταν ο όμιλος Μυτιληναίου, ο οποίος - εκμεταλλευόμενος προφανώς και τα φτηνά τιμολόγια του ρεύματος - κατάφερε στην πορεία να μετεξελιχθεί εκτός από ανταγωνιστής της ΛΑΡΚΟ και ανταγωνιστής της ΔΕΗ.

Ολα αυτά τα χρόνια έχουν γίνει μια σειρά άγονοι πλειστηριασμοί για την πώληση της ΛΑΡΚΟ, ενώ σε πλήρη ομηρία βρίσκονται οι χιλιάδες εργαζόμενοι στο συγκρότημα, ο αριθμός των οποίων βεβαίως συνεχώς μειώνεται και ήδη έχουν περιοριστεί στους 1.000. Την ίδια στιγμή φορείς που εμπλέκονται στη μετοχική σύνθεσή της, στέλνουν τη ΛΑΡΚΟ στα δικαστήρια, απαιτώντας δεκάδες και εκατοντάδες εκατομμύρια για υποχρεώσεις και χρέη που άλλα είναι υπαρκτά και άλλα δημιουργήθηκαν στα χαρτιά. Η εταιρεία σήμερα φέρεται να έχει υποχρεώσεις οι οποίες φτάνουν το 1 δισεκατομμύριο ευρώ, που διεκδικούνται από διάφορες πλευρές.

Η ΕΕ εξετάζει τη νομιμότητα, με βάση τα επιχειρηματικά συμφέροντα, χρηματοδοτήσεων που έγιναν από το Δημόσιο προς την εταιρεία, αξιώνοντας να επιστραφούν τα χρήματα πίσω, ενώ σύμφωνα με δημοσιεύματα του Τύπου καταγγέλλεται η πολιτική μισθοδοσίας με το πρόσχημα ότι οι μισθοί είναι πολύ υψηλοί.

Το Δημόσιο απαιτεί από τη ΛΑΡΚΟ διάφορα κονδύλια, που είναι είτε φόροι και εισφορές, είτε υπόλοιπα από περιβαλλοντικά πρόστιμα που έχουν επιβληθεί στην επιχείρηση.

Η ΔΕΗ έχει συμπεριλάβει τη ΛΑΡΚΟ στους μεγάλους οφειλέτες ηλεκτρικού ρεύματος και προσπαθεί να εισπράξει τις οφειλές και μέσω των δικαστηρίων, ενώ κατά καιρούς έχουν υποβληθεί και προσφυγές της ΛΑΡΚΟ κατά της ΔΕΗ για τα υψηλά τιμολόγια ρεύματος που έχει η τελευταία.

Μαζί με όλα αυτά, κυβέρνηση και διοίκηση κλιμακώνουν την επιθετικότητά τους ενάντια στους εργαζόμενους, έχοντας θέσει ως στόχο τη μεγαλύτερη κατά το δυνατόν καρατόμηση των ελάχιστων δικαιωμάτων που τους έχουν απομείνει, ώστε οι επίδοξοι μνηστήρες της εταιρείας να βάλουν στο χέρι μια επιχείρηση με φτηνή εργατική δύναμη. Σε αυτά τα πλαίσια, από τις αρχές του προηγούμενου χρόνου, η διοίκηση διαμήνυσε την απόφαση της κυβέρνησης για μειώσεις μισθών κατά 25% - με αναδρομική ισχύ από το Νοέμβρη του 2011 - για το έτος 2012 και ακόμα 10% το 2013.

Η τελευταία προσπάθεια ξεπουλήματος της ΛΑΡΚΟ έγινε το καλοκαίρι του 2009. Στο διαγωνισμό που είχε προκηρυχθεί προσήλθαν και κατέθεσαν προσφορές 9 επιχειρηματικοί όμιλοι, μεταξύ των οποίων και κοινοπραξίες από την Ολλανδία, το Λουξεμβούργο, την Κύπρο, τη Ρωσία. Η «είδηση» εκείνων των προσφορών βρισκόταν στο επίσημο ενδιαφέρον που είχε εκδηλώσει ο όμιλος ΜYTILINEOS HOLDINGS S.A. και στις δηλώσεις Μυτιληναίου για το ζωηρό ενδιαφέρον που είχε να αποκτήσει την επιχείρηση. Οι διαδικασίες της εκποίησης διακόπηκαν λόγω των εκλογών το φθινόπωρο του 2009.

Το γεγονός ότι μετά το ξέσπασμα της κρίσης έχουν αλλάξει τα δεδομένα, σε καμιά περίπτωση δεν πτοεί τους κυβερνώντες. Το αντίθετο μάλιστα. Κάθε χρόνο, από τα τέλη του 2010 και μετά, η εκποίηση της ΛΑΡΚΟ και η παραχώρησή της σε ιδιώτες αποτελεί μόνιμο κυβερνητικό και μνημονιακό στόχο, που τόσο οι προηγούμενες όσο και η σημερινή κυβέρνηση προσπαθούν να υλοποιήσουν με κάθε τρόπο. Στη συγκυβέρνηση, μάλιστα, ΝΔ - ΠΑΣΟΚ φέρονται αποφασισμένοι σε περίπτωση που δε γίνει κατορθωτή η πώληση, να οδηγήσουν τη ΛΑΡΚΟ σε οριστικό κλείσιμο.

Σε αυτά ακριβώς τα πλαίσια, το ΤΑΙΠΕΔ, το λεγόμενο ταμείο αξιοποίησης της περιουσίας του Δημοσίου, διατυμπανίζει ότι η εταιρεία έχει «αρνητική θέση» και φέρεται να έχει εισηγηθεί προς την κυβέρνηση τη λύση της εκκαθάρισης και της προσπάθειας να πωληθούν διάφορα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας μεμονωμένα. Τη λύση, δηλαδή, της ακόμα μεγαλύτερης εξυπηρέτησης των ανταγωνιστών της ΛΑΡΚΟ.

Χτίστηκε με τον ιδρώτα του λαού

Το ΚΚΕ από την αρχή είχε αποκαλύψει τα σχέδια των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Εξήγησε στους εργαζόμενους ότι η ένταξη της ΛΑΡΚΟ στο φορέα των προβληματικών δεν αποτελούσε ικανοποίηση κάποιου λαϊκού αιτήματος, αλλά προσαρμογή στις ανάγκες που είχε εκείνη την εποχή το κεφάλαιο και οι εκπρόσωποί του. Να απαλλαγούν από τα τεράστια χρέη που είχαν προκαλέσει και να πληρώσει τις οφειλές τους ο λαός. Αυτό έγινε. Από εκεί και πέρα ο δρόμος ήταν και πάλι ανοιχτός να επιστρέψουν τις επιχειρήσεις στο ιδιωτικό κεφάλαιο. Εκεί στοχεύει και η κυβερνητική πολιτική απέναντι στη ΛΑΡΚΟ, αλλά για να ολοκληρωθεί μια τέτοια διαδικασία πρέπει να υπάρχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις. Πάνω από όλα εξασφαλισμένη προοπτική κερδοφορίας. Τα σενάρια που εξετάζονται σήμερα κινούνται σε δύο επίπεδα. Το ένα είναι η πώληση, το άλλο είναι το κλείσιμο της επιχείρησης και το ξεπούλημα μεμονωμένων κομματιών της. Στόχος τους είναι είτε να παραδώσουν τη ΛΑΡΚΟ σε κάποια σύγχρονη πολυεθνική για να αυξήσει τα μερίδιά της στην αγορά, είτε να την κλείσουν, ώστε να απαλλαγούν οι ανταγωνιστές της από την παρουσία της. Τίποτα από αυτά δεν πρέπει να συμβεί.

Ο ορυκτός πλούτος της χώρας, οι βιομηχανικές μονάδες που χτίστηκαν με τον ιδρώτα και το αίμα των εργατών δεν μπορεί και δεν πρέπει να επιτρέπουμε να παραδίνονται στο μεγάλο κεφάλαιο. Για κανένα λόγο, για κανένα σκοπό. Πολύ περισσότερο η αξιοποίηση αυτών των πηγών πλούτου, ή η παραγωγική δραστηριότητα γύρω από αυτές, δεν είναι δυνατόν να στηρίζεται σε κριτήρια όπως είναι το επιχειρηματικό κέρδος. Οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της κοινωνίας αποτελούν ιδιοκτησία του λαού, που μαζί με τις άλλες εφεδρείες και τη σωρεία των γεωφυσικών πλεονεκτημάτων που διαθέτει η χώρα, μπορούν, κάτω από διαφορετικές συνθήκες, να στηρίξουν μια πολιτική ριζικά διαφορετικής, πραγματικής ανάπτυξης του τόπου, προς όφελος του λαού.

Ολα αυτά αφορούν ειδικά στις μονάδες βαριάς βιομηχανίας, εξόρυξης μεταλλευμάτων, επεξεργασίας αυτών και παραγωγής αναγκαίων υλικών για μια σειρά κλάδους της βιομηχανίας. Ιδιαίτερα η ΛΑΡΚΟ, ένα συγκρότημα που κατέχοντας μονοπωλιακά τα κοιτάσματα νικελίου της χώρας, αποκτά αυτόματα ξεχωριστή σημασία και σημαντικότητα, αφορά ολόκληρη την κοινωνία και το λαό.

Το νικέλιο αποτελεί, σύμφωνα με τους ειδικούς, μια ιδιαίτερη περίπτωση ορυκτού, είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό προϊόν, που παίζει σημαντικό ρόλο στη βιομηχανική παραγωγή παγκοσμίως, παραμερίζοντας σχεδόν όλα τα υπόλοιπα βιομηχανικά μέταλλα.

Τα χαρακτηριστικά που καθιστούν το νικέλιο και τα κράματά του ιδιαίτερα πολύτιμα και αναγκαία, είναι ο βαθμός αντοχής, η αντίσταση στη διάβρωση, η μεγάλη ελαστικότητα, η καλή θερμική και ηλεκτρική αγωγιμότητα, τα μαγνητικά χαρακτηριστικά και οι καταλυτικές ιδιότητες που διαθέτει. Η παραγωγή νικελίου από τη ΛΑΡΚΟ, όλα τα τελευταία χρόνια, με εξαίρεση το 2010, που λόγω της παγκόσμιας κρίσης υποχώρησε αισθητά, κινείται στα επίπεδα των 16 - 18,5 χιλιάδων τόνων.

Το νικέλιο χρησιμοποιείται κατά 66% στην παραγωγή ανοξείδωτου χάλυβα, μέσω του κράματος του σιδηρονικελίου. Κι όμως, αντί να μελετηθεί αυτό και άλλα δεδομένα σε συνδυασμό με την ύπαρξη ολόκληρου κλάδου μεταλλουργικών βιομηχανιών και τις ανάγκες της ντόπιας βιομηχανίας σε ανοξείδωτο χάλυβα, έχει επιλεγεί ο άλλος δρόμος: Ο δρόμος της εξασφάλισης μεγάλων κερδών για τις πολυεθνικές και τα μονοπώλια: Η ΛΑΡΚΟ πουλάει στο εξωτερικό το νικέλιο που παράγει στις εγκαταστάσεις της, με τιμές που καθορίζουν τα μεγάλα μονοπώλια της αγοράς, τύπου «Τίσεν Γκρουπ», τα μονοπώλια αυτά αξιοποιούν την πρώτη ύλη της ΛΑΡΚΟ για να παράξουν ανοξείδωτο χάλυβα και στη συνέχεια αυτά τα ίδια μονοπώλια ορίζουν τις τιμές που πωλούν τον ανοξείδωτο χάλυβα στην Ελλάδα.

Στην Ελλάδα μπορεί να δημιουργηθεί κρατική μονάδα παραγωγής ανοξείδωτου χάλυβα με κορμό τη ΛΑΡΚΟ, με στόχο τη συνολική στήριξη της βιομηχανικής παραγωγής και ανάπτυξης. Αλλά στις συνθήκες του καπιταλισμού, και βεβαίως στα πλαίσια της ΕΕ, αυτό προσκρούει στον ανταγωνισμό των μονοπωλίων. Αυτό βεβαίως μπορεί να γίνει μόνο σε άλλες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, όταν την εξουσία την έχει στα χέρια της η εργατική τάξη. Οταν μέσα από την αλλαγή των συσχετισμών δύναμης, όλος αυτός ο πλούτος και τα βασικά μέσα παραγωγής περάσουν στα χέρια των εργαζομένων, κοινωνικοποιηθούν, οπότε αυτοί με τα όργανα της Λαϊκής Εξουσίας θα είναι σε θέση να εντάξουν τη ΛΑΡΚΟ, και τις άλλες παραγωγικές δυνάμεις, στον ενιαίο φορέα της αξιοποίησης του ορυκτού πλούτου, το φορέα που θα παίξει ιδιαίτερο ρόλο στην πορεία της παραπέρα ανάπτυξης της βιομηχανίας και του συνόλου των παραγωγικών δυνάμεων, με κριτήριο τις ανάγκες της κοινωνίας και στόχο την ικανοποίηση των πολύπλευρων αναγκών όλου του λαού.

Εκείνο, βέβαια, που σε κάθε περίπτωση πρέπει να κυριαρχήσει ενόψει των κυβερνητικών μεθοδεύσεων, είναι ότι οι εργαζόμενοι θα πρέπει με την πάλη τους και την αγωνιστική τους παρέμβαση να αποτρέψουν, να μην επιτρέψουν την διωτικοποίηση της ΛΑΡΚΟ και του ορυκτού πλούτου της χώρας.

Γιώργος ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ

 

“Ριζοσπάστης”