Μοντέλο απορρύθμισης εργασιακών σχέσεων αλά γαλλικά
Κινητοποίηση εργαζομένων της «Πεζό»
Νόμος του γαλλικού κράτους είναι από τις αρχές Μάη η λεγόμενη «μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας», δηλαδή η ενσωμάτωση στη γαλλική νομοθεσία των κατευθυντήριων αρχών της Συνθήκης της Λισσαβόνας και της λογικής της εργασιακής ευελιξίας με «περιτύλιγμα» ορισμένα ψήγματα κοινωνικής ασφάλισης -flexicurity. Η υιοθέτηση της νομοθεσίας χαρακτηρίστηκε από τον Πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ ως «σημαντικό βήμα προόδου στην κατεύθυνση της λήψης μέτρων για την αντιμετώπιση της ανεργίας και της ύφεσης», την οποία ο Γάλλος Πρόεδρος ανέδειξε «σε νούμερο ένα εχθρό», αναζητώντας, προφανώς, έναν νέο στόχο εναντίον του οποίου θα «ξιφουλκίσει», αφού τα περί «ανέμου αλλαγής» προεκλογικώς έχουν παταγωδώς απαξιωθεί ακόμη και στα μάτια του πιο σκληρού πυρήνα των ψηφοφόρων του. Μέχρι στιγμής, πάντως, η ανεργία σπάει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο ανά μήνα, χωρίς η «μεταρρυθμισμένη» αγορά εργασίας να μπορεί να την αντιμετωπίσει.
Η νομοθεσία προέκυψε μετά από τρίμηνες διαπραγματεύσεις μεταξύ των ενώσεων των εργοδοτών και τριών εκ των πέντε μεγάλων συνδικάτων -η αποχώρηση των άλλων δύο, της CGT και της «Φορς Ουβριέρ» δεν εμπόδισε, με βάση το νόμο, τη συμφωνία- με εθνική εμβέλεια που έγιναν υπό τις ασφυκτικές πιέσεις της κυβέρνησης Ολάντ, αλλά και υπό την απειλή ότι εφόσον δεν υπάρξει συμφωνία, η κυβέρνηση θα νομοθετήσει μόνη της. Ο, κατά τα ΜΜΕ και την κυβέρνηση, τίτλος της («μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας») είναι ένας κατεξοχήν παραπλανητικός χαρακτηρισμός, προκειμένου να αποπροσανατολιστεί όσο γίνεται η, ήδη, διαρκώς αυξανόμενη λαϊκή δυσφορία.
Περισσότερη ελευθερία κινήσεων στους εργοδότες
Επισήμως, πρόκειται για μέτρα «εκσυγχρονισμού» που αντιμετωπίζουν την ανεργία και την εργασιακή ανασφάλεια, ενισχύοντας ταυτόχρονα την επιχειρηματικότητα μέσα από μια προσπάθεια γεφύρωσης των διαφορών ανάμεσα στις συμβάσεις αορίστου και ορισμένου χρόνου. Επί της ουσίας, δεν είναι παρά μέτρα περαιτέρω ελαστικοποίησης και επιδείνωσης των όρων εργασίας προς όφελος της εργοδοσίας. Οι εργοδότες αποκτούν τη δυνατότητα να μπορούν να αλλάξουν τους όρους των συμβάσεων αορίστου χρόνου -δηλαδή να μειώσουν το χρόνο εργασίας και τις μισθολογικές αποδοχές- χωρίς καμία νομική συνέπεια και χωρίς να έχει προηγηθεί μακροχρόνια διαβούλευση με τα συνδικάτα (όπως απαιτούνταν μέχρι πρότινος), επικαλούμενοι απλώς «σοβαρές δυσκολίες» στη διατήρηση της επιχείρησής τους σε «ανταγωνιστικό επίπεδο».
Η «μεταρρύθμιση στην αγορά εργασίας» δίνει, επίσης, στους εργοδότες το δικαίωμα να μετακινούν εργαζομένους από τομέα σε τομέα, ακόμη και από πόλη σε πόλη, χωρίς να έχουν ενημερώσει ούτε τους ίδιους ούτε τα συνδικάτα εγκαίρως, προκειμένου να γνωμοδοτήσουν εφόσον και πάλι επικαλεστούν την αναγκαιότητα «διατήρησης του επιπέδου κερδοφορίας της εταιρείας». Οι «ειδικές» αυτές συνθήκες μπορούν να ισχύσουν για τουλάχιστον δύο χρόνια μέχρις ότου η επιχείρηση «ανακάμψει», οπότε θα πρέπει να επαναφέρει τους αρχικούς όρους εργασίας. Δε διευκρινίζεται φυσικά τι μέλλει γενέσθαι σε περίπτωση που ο εργοδότης επιμείνει ότι οι «ειδικές συνθήκες» που υπαγόρευσαν τα «έκτακτα μέτρα», συνεχίζουν να υφίστανται.
Παράλληλα, με τα προηγούμενα και χωρίς τον περιορισμό του διχρόνου, η νέα νομοθεσία διευκολύνει σημαντικά τις απολύσεις, ακόμη και όσων απασχολούνται με σύμβαση αορίστου χρόνου, κάτι που μέχρι σήμερα ήταν ιδιαίτερα δύσκολο στη Γαλλία καθώς θα έπρεπε ή να ενταχθούν σε πλαίσιο «αναδιάρθρωσης της εταιρείας» (π.χ., κλείσιμο μιας εγκατάστασης) ή σε πλαίσιο «υπαγωγής της στον πτωχευτικό κώδικα». Τώρα, πλέον, ορίζονται με συγκεκριμένο μέτρο οι αποζημιώσεις (14 μισθοί για 25 χρόνια εργασίας και συγκεκριμένες προβλέψεις για τα λιγότερα χρόνια εργασίας), μειώνεται το χρονικό διάστημα εντός του οποίου οι εργαζόμενοι έχουν δικαίωμα να αμφισβητήσουν δικαστικώς την απόλυση, ενώ διευκολύνεται και η μετατροπή μιας σύμβασης αορίστου χρόνου σε ορισμένου.
Τρομοκράτηση και «ψίχουλα» ασφάλισης
Είναι, λοιπόν, προφανές ότι με φόβητρο την ανεργία, την περικοπή θέσεων εργασίας και το κλείσιμο εγκαταστάσεων μεγάλων επιχειρήσεων επί γαλλικού εδάφους και την αμέριστη συμπαράσταση των συμβιβασμένων ηγεσιών των τριών εκ των πέντε μεγάλων συνδικάτων, η «σοσιαλιστική» κυβέρνηση Ολάντ κατάφερε αυτό που οι προκάτοχοί της (σοσιαλδημοκράτες ή συντηρητικοί) δεν είχαν πετύχει: άρχισε να κατεδαφίζει τα θεμέλια των εργατικών κατακτήσεων και της εργασιακής νομοθεσίας που, σε μεγάλο βαθμό, μέχρι στιγμής είχαν μείνει ανέπαφα. Και αυτό το πέτυχε με τους εργοδότες να δίνουν ως «αντάλλαγμα» στους εργαζόμενους ορισμένα «ψίχουλα» ασφάλισης.
Πιο συγκεκριμένα, δέχτηκαν να αυξηθούν ελαφρά οι εισφορές τους για την υγειονομική και ασφαλιστική κάλυψη των εργαζομένων που υπάγονται σε συμβάσεις ορισμένου χρόνου, και από τις εισφορές αυτές να «καλύπτονται» για περίπου ένα χρόνο και οι άνεργοι. Επίσης, δέχτηκαν να τεθεί ως ελάχιστο εβδομαδιαίο όριο απασχόλησης οι 24 ώρες και να καλύπτουν μεγαλύτερο ποσοστό της φορολογίας των εργαζομένων με σύμβαση ορισμένου χρόνου. Επίσης, οι εργοδότες «έκαναν την υποχώρηση» να δεχτούν ένας εργαζόμενος, που δουλεύει το λιγότερο 2 χρόνια σε μια εταιρεία η οποία απασχολεί τουλάχιστον 300 εργαζομένους, να μπορεί ν' αναζητήσει εργασία αλλού με καλύτερους όρους, διατηρώντας το δικαίωμα επιστροφής στη θέση του στην περίπτωση που δεν τα καταφέρει.
«Μοντέλο» εντός και εκτός συνόρων
Οπως έγινε σαφές, πολύ γρήγορα, ο τρόπος με τον οποίο προωθήθηκε η νομοθεσία για τη «μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας» (απειλές νομοθέτησης μονομερώς, συναίνεση ορισμένων συνδικάτων κ.λπ.) θα χρησιμοποιηθεί από τη σοσιαλιστική κυβέρνηση ως μοντέλο για την προώθηση και νέων «μεταρρυθμίσεων», π.χ. στο συνταξιοδοτικό σύστημα. Υπενθυμίζεται ότι μόλις το 2010, ο Νικολά Σαρκοζί είχε προχωρήσει σε αύξηση του ελάχιστου χρονικού διαστήματος καταβολής εισφορών σε 41,6 χρόνια, γεγονός που ουσιαστικά αύξανε αυτόματα το κατώτατου ηλικιακό όριο συνταξιοδότησης από τα 60 στα 62 χρόνια. Σήμερα, ο Ολάντ, σύμφωνα τουλάχιστον με όσα έχουν γίνει γνωστά, έχει ως στόχο σε πρώτη φάση να αφήσει αμετάβλητη την ηλικία συνταξιοδότησης, αλλά να αυξήσει τα χρόνια εισφορών (κάτι που τελικά καταλήγει σε αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης) και να περικόψει τις ετήσιες αυξήσεις στις συντάξεις ώστε να μειωθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα που το 2012 έφτανε τα 98,8 δισεκατομμύρια ευρώ.
Το γαλλικό «μοντέλο» της «μεταρρύθμισης της αγοράς εργασίας» όμως κατέστη σαφές ότι θα χρησιμοποιηθεί και εκτός των συνόρων της Γαλλίας. Ο Ολάντ, σε συνάντησή του με την Καγκελάριο Μέρκελ, λίγο πριν την υιοθέτηση της «μεταρρύθμισης» ως νομοθεσίας, δεσμεύτηκαν από κοινού να προωθήσουν θεσμικά στην ΕΕ τις αρχές της flexicurity με γνώμονα το γαλλικό μοντέλο.
Ο Γάλλος Πρόεδρος, έκτοτε, επανήλθε πολλάκις στο ζήτημα παρουσιάζοντας ως «καθήκον» του (αναζητώντας προφανώς έναν νέο ρόλο, αφού αυτός του «ανέμου αλλαγής της ΕΕ» έχει ξεφτίσει), τη «διάσωση της ευρωπαϊκής ταυτότητας που απειλείται από τις πολιτικές λιτότητας και την ύφεση» μέσα από την «πολιτική ενοποίηση», αλλά και τη «σύσταση μιας οικονομικής κυβέρνησης», που προφανώς θα επιβλέπει την εφαρμογή τέτοιου είδους «μοντέλων». Αυτό είναι το «όραμα» του ανθρώπου που παρουσιάστηκε πριν από ένα χρόνο, ακόμη και από ελληνικές πολιτικές οπορτουνιστικές και σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις, ως «ελπίδα αλλαγής της ΕΕ»: ένα χρόνο μετά προωθεί εντός και εκτός Γαλλίας περαιτέρω εργασιακές ανατροπές στο βωμό της, εννοείται, καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Ελένη ΜΑΥΡΟΥΛΗ