Πικρό έγινε και έμεινε αλησμόνητο το σούρουπο εκείνης της μέρας. Η θλίψη αβάσταχτη για την απώλειά του. Και το κενό που άφηνε, το ξέραμε καλά, δεν θα αναπληρωνόταν ποτέ. Ηταν σαν αύριο, 11 Νοέμβρη του 1990, που ο ποιητής της Ρωμιοσύνης, ο μέγας ποιητής των πόθων και παθών του αγωνιστή λαού μας, ο αμετάκλητα κομμουνιστής, ο σύντροφος Γιάννης Ρίτσος «πέρασε» στην αθανασία με το τεράστιο σε αξία και μέγεθος ποιητικό έργο του. Εργο που αποδεικνύεται ατελεύτητο, καθώς από το 1990 και μέχρι σήμερα - 23 χρόνια μετά το θάνατό του - έρχονται στο «φως» αδημοσίευτες συλλογές του.
Αύριο, 11 Νοέμβρη, ανήμερα της επετείου του θανάτου του Γ. Ρίτσου, ο «Κέδρος» θα κυκλοφορήσει μια νέα ποιητική συλλογή του, με τίτλο «Υπερώον». Το πολυαγαπημένο μοναχοπαίδι του, η Ερη Ρίτσου, εντόπισε αυτή την ανέκδοτη συλλογή στο αρχείο του πατέρα της (ο ίδιος προετοίμαζε την έκδοσή της) και έγραψε το Σημείωμα που - μαζί με μια «Σημείωση» του Ρίτσου - περιλαμβάνει η έκδοση του «Κέδρου».
Η πρώτη γραφή των 74 ποιημάτων της συλλογής έγινε στην Αθήνα, στο διάστημα 1 - 21/3/1985. Η δεύτερη γραφή, επίσης στην Αθήνα, από 6 Απρίλη έως 1 Μάη του ίδιου χρόνου, στον Κάλαμο. Παραθέτουμε αυτά τα στοιχεία ως μια ακόμα απόδειξη ότι ο Ρίτσος δεν ήταν «προχειρογράφος», όπως τον κατηγορούν κάποιοι από τους λογής λογής επικριτές του, αλλά δούλευε και ξαναδούλευε τα ποιήματά του. Σημειωτέον, εκτός από την καθημερινή - οκτάωρη μάλιστα - «άσκησή» του στην ποιητική Τέχνη, ο Ρίτσος δούλευε σχεδόν όλη τη μέρα, τόσο που θα μπορούσε να εκδίδει πέντε συλλογές ετησίως... αλλά και γι' αυτό θα κατηγορούνταν από ...καλοθελητές ως «πολυγράφος», άρα «όχι καλός ποιητής». Κάποιοι, μετά το θάνατό του, εκ του ασφαλούς..., διακαώς... προσπαθούν να «ανακαλύψουν» έστω και ένα ποίημά του που να εκφράζει την ιδεολογική απογοήτευσή του από το κόμμα του, το ΚΚΕ και τις σοσιαλιστικές χώρες. Και επειδή δεν ανακαλύπτουν κανένα, αυθαιρέτως, επιχειρούν να πείσουν εαυτούς και ομοίους τους ότι όσα ποιήματά του δεν έχουν πολιτικό θέμα και δεν εκφράζουν ευθέως την κομμουνιστική ιδεολογία του, υπονοούν την «ιδεολογική απογοήτευσή» του. Ενώ κάποιοι λυσσαλέα αντικομμουνιστές επιλέγουν την ευθεία οδό... Την απαξίωση και την απέχθειά τους για την ποίηση του Ρίτσου.
Τα ποιήματα της νέας συλλογής γράφτηκαν το 1985. Κυβερνούσε το ΠΑΣΟΚ. Τα αισθήματα του λαού μας ξελογιάζονταν από μεγάλα λόγια, ανεκπλήρωτες υποσχέσεις και την κλοπή των συνθημάτων-αιτημάτων του. Οι μακρόχρονοι αγώνες και πόθοι του είχαν εξαπατηθεί. Η εξαγορά συνειδήσεων κάλπαζε. Ανεπαισθήτως, η ελληνική κοινωνία οδηγούνταν στη σημερινή κατάσταση.
Ο Ρίτσος πάντα - και τότε - αντλούσε ερεθίσματα από την πραγματικότητα, από γεγονότα, πρόσωπα, συμβάντα, αλλά και από τα απλά πράγματα της καθημερινότητας του ανθρώπου. Τα διαισθανόταν, τα μελετούσε, τα ανέλυε διαλεκτικά και τα συμπύκνωνε ποιητικά. Από το μπαλκονάκι του φτωχικού σπιτιού του (όλο κι όλο δυο μικρά δωματιάκια κι ένα μικροσκοπικό κουζινάκι, σε μια λαϊκή πολυκατοικία σε υποβαθμισμένη γειτονιά, στα Κάτω Πατήσια), από το δικό του «υπερώον» (εξώστη), παρακολουθούσε τα ανθρώπινα - ορατά και αόρατα. Θλιβόταν γι' αυτό που συνέβαινε. Γι' αυτά που έβλεπε να έρχονται... και τα υπονόησε σε μερικά ποιήματα της συλλογής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ποίημα «Απογύμνωση» (σ.σ.: Στο ποίημα υπάρχουν και βιωματικά στοιχεία. Ο Ρίτσος αγαπούσε τον καφέ και κάπνιζε πολύ. Τα λιγοστά έσοδά του προέρχονταν από τα πνευματικά δικαιώματα της ποίησής του).
«Η σόμπα σκούριασε. / Τα μπουριά ξεφλουδάνε. / Οι τοίχοι ραγίζουν. / Στο κάδρο / ένα δέντρο ολομόναχο / πράσινο ακόμη. / Πούλησες και το ρολογάκι / του χεριού σου. / Νοθέψανε και τον καφέ. / Ενα τσιγάρο ξεχασμένο / καπνίζει στο σταχτοδοχείο. / Λοιπόν, / τόσο μεγάλο κενό / τόση στέρηση, / η ελευθερία;».
Στο ποίημα «Χώρος απορριμάτων» λέει:
«Πίσω απ' τη μάντρα, σπασμένα γυαλιά, / σπασμένες στάμνες και κονσερβοκούτια, / τα λυπημένα σκυλιά, οι άγριες γάτες, / πλήθος τσουκνίδες κι ανάμεσά τους / ένα μικρό λουλούδι κίτρινο, / σαν παραμελημένο, / έχει αναλάβει να πληρώσει / όλα τα σπασμένα. / Μαζί του κι εγώ».
Και επειδή ο Ρίτσος δεν έπαψε να τιμά όσα πίστεψε, βίωσε και υπερασπίστηκε - διαθέτοντας και την ίδια την ύπαρξή του, τη ζωή του, σε δίσεκτους καιρούς - αλλά και έμαθε να «επαγρυπνεί» ιδεολογικά - και στους φαινομενικά «καλούς καιρούς», όπως το 1985 - και εναντιωνόταν σε όσους προσπαθούσαν είτε να σφετεριστούν είτε να λησμονηθούν οι αγώνες και οι θυσίες του λαού μας για λευτεριά, ανεξαρτησία και προκοπή του, στο ποίημα «Αναδρομή» τονίζει:
«Σαπουνόπερα, λάσπη, αγριόχορτα, / σημαδεμένοι τοίχοι - /πόσοι εκτελεσμένοι. / Τα κουμπιά απ' τα σακάκια τους, / απ' τα πουκάμισά τους, / μαζεμένα / σ'ένα κουτί σιδερένιο, / κουδουνίζουν τις νύχτες. / Ράβω, ξεράβω στίχους / να τους κουμπώσω ως το λαιμό / μη μου κρυώσουν, / μη μου ξεχαστούνε, / μην ξεχαστώ μαζί κι εγώ».
Αριστούλα ΕΛΛΗΝΟΥΔΗ