Αρκετός ντόρος ...σηκώθηκε και στη χώρα μας και στις άλλες χώρες της ΕΕ και στο διεθνή αστικό Τύπο, για τη «μεγάλη επιτυχία της Ιρλανδίας να βγει από ...το μνημόνιο με την τρόικα», γεγονός που έχει αναγγελθεί για σήμερα 15 Δεκέμβρη. Ωστόσο, οι πανηγυρισμοί, που έχουν αξία για την αστική τάξη της Ιρλανδίας, που τσάκισε τα εργατικά λαϊκά δικαιώματα, δεν μπορούν να κρύψουν τη σκληρή πραγματικότητα για το λαό. Ο αστικός Τύπος έτσι δεν μπορεί να κάνει ότι δεν την βλέπει. Γι' αυτό και ρεπορτάζ και αναλύσεις, που είδαν το φως της δημοσιότητας, είναι στην ουσία ένα σήμα για να πέσουν λίγο οι τόνοι, γιατί η ...κραυγαλέα απόσταση από την πραγματικότητα δεν βολεύει προοπτικά τους αστούς ώστε να χειραγωγήσουν καλύτερα τους εκμεταλλευόμενους. Πολύ περισσότερο που επιδιώκουν να αξιοποιήσουν αυτή την πραγματικότητα για τις μεταξύ τους κόντρες για το μείγμα διαχείρισης και ειδικότερα οι πέραν του Ατλαντικού αναλυτές καθώς και οι Βρετανοί για να καυτηριάσουν την πολιτική λιτότητας στην ΕΕ, της οποίας ηγείται η Γερμανία.
Γι' αυτό εμφανίζονται ιδιαίτερα σε βρετανικές και αμερικανικές εφημερίδες δημοσιεύματα που με ωμό τρόπο καταγράφουν τη δραματική επιδείνωση της ζωής του λαού που στενάζει από απάνθρωπη φορολογία, απλήρωτους λογαριασμούς και δάνεια, από ανεργία και συνεχή υποτίμηση της αξίας της εργατικής του δύναμης.
Ιδού μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της ζοφερής πραγματικότητας για τον ιρλανδικό λαό.
Οι βρετανικοί «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» για την «ιρλανδική έξοδο»
Σε εκτενές ρεπορτάζ των βρετανικών «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» (9/12) με τίτλο «Η ιρλανδική έξοδος επισκιάζει την ανάκαμψη από την οικονομική κρίση», ο Τζέιμι Σμάιθ από το Δουβλίνο φέρνει στο προσκήνιο της δημοσιότητας τις απίστευτα κυνικές επιστολές που απέστειλαν οι ιρλανδικές υπηρεσίες «απασχόλησης εργατικού δυναμικού» σε 6.000 ανέργους, ζητώντας τους, ούτε λίγο, ούτε πολύ, να φύγουν από την ίδια τους τη χώρα και να πάνε ως μετανάστες ακόμη και σε χώρες που αν και έχουν χαμηλότερους μισθούς «έχουν μεσογειακό κλίμα». Ο λόγος; Για να μην επιβαρύνουν άλλο τις αρμόδιες προνοιακές αρχές με επιδόματα ανεργίας!
Ο ρεπόρτερ των «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» σημειώνει και αυτός με τη σειρά του πως ένας στους τέσσερις νέους κάτω των 25 ετών είναι άνεργος, ότι τα επιδόματα ανεργίας για αυτή την ηλικιακή κατηγορία κόπηκαν στο μισό και ότι μόνον πέρσι περίπου 76.000 άτομα ηλικίας από 15(!) έως 44 ετών εγκατέλειψαν την Ιρλανδία, αναζητώντας δουλειά ως μετανάστες σε άλλες χώρες. Υπογραμμίζει τις δραματικές επιπτώσεις της μαζικής μετανάστευσης στη ζωή του ιρλανδικού λαού, αναφέροντας για παράδειγμα ότι περίπου το 50% των Ιρλανδών γιατρών δουλεύει στο εξωτερικό, αναγκάζοντας τις αρχές να προσλάβουν ξένους γιατρούς και νοσηλευτές από αναπτυσσόμενες χώρες για να καλύψουν τις υπάρχουσες ανάγκες.
Οχι άδικα, επιστρατεύονται οι απόψεις επικριτών της κυβέρνησης που θεωρούν πως αυτή είναι εκτός επαφής με την πραγματικότητα και κυρίως όσον αφορά στα προβλήματα της νεολαίας. «Οι νέοι άνθρωποι έχουν λιγότερη επιρροή επειδή είναι λιγότερο πιθανό να ψηφίσουν όπως κάνουν οι μεγαλύτεροι σε ηλικία ψηφοφόροι. Αυτό εξηγεί γιατί η κρίση χτυπά περισσότερο τα νιάτα», εξηγεί η λέκτορας του Πανεπιστημίου του Δουβλίνου Τζέιν Σουίτερ, ενώ ένας άλλος πανεπιστημιακός επανέρχεται στο κρίσιμο ζήτημα επαναπατρισμού των Ιρλανδών επιστημόνων στη χώρα τους, θεωρώντας πως είναι μάλλον απίθανος, αφού θα κληθούν να δουλέψουν σε μια χώρα με χαμηλότερους μισθούς και υψηλότερους φόρους, προβλέποντας, εν κατακλείδι, ως τουλάχιστον «πάρα πολύ δύσκολη μία επανάληψη της οικονομικής έκρηξης της δεκαετίας του '90»...
«Τάιμς της Ν. Υόρκης»: «Παραμένουν οι κακουχίες»
«Ενώ κλείνει το κεφάλαιο του μνημονιακού δανεισμού, παραμένουν οι κακουχίες για τους Ιρλανδούς», επισημαίνει στις 11/12/13 με εκτενή παρουσίαση της δήθεν εξόδου της Ιρλανδίας από το μνημόνιο άρθρο των «Τάιμς της Ν. Υόρκης», ξεκινώντας με τη μνημειώδη περίπτωση του 55χρονου άνεργου Ιρλανδού Τζον Ντόνοβαν, που ζει στο φτωχικό εξοχικό της μητέρας του σε προάστιο του Δουβλίνου και κυνηγά περιστέρια για να ζήσει...
«Ο ιρλανδικός λαός έχει περάσει τραγικές στιγμές. Η κυβέρνηση πρέπει να πάρει το πόδι της από το σβέρκο μας», δηλώνει στον ανταποκριτή της αμερικανικής εφημερίδας, περιγράφοντας τον καθημερινό Γολγοθά της επιβίωσης στην Ιρλανδία της δήθεν εξόδου από τα μνημόνια και την κρίση: Κυνηγά, σκοτώνει και ψήνει περιστέρια στην αυλή για να τραφεί, ενώ κάνει αιματηρές οικονομίες ηλεκτρικού ρεύματος (για θέρμανση ούτε λόγος...) αφού δεν έχει άλλη πηγή εσόδων εκτός από το πετσοκομμένο επίδομα ανεργίας.
Θυμίζοντας πως η Ιρλανδία διαφημιζόταν έως και πριν λίγα χρόνια σαν την «Κέλτικη Τίγρη» μιας φρενήρους οικονομικής ανάπτυξης και επίπλαστης ευημερίας, ο ρεπόρτερ σημειώνει ότι η ιρλανδική κυβέρνηση, υπακούοντας στους όρους του μνημονίου και των επιταγών της αστικής τάξης, «έκανε περικοπές σε μισθούς, συντάξεις, προνοιακά επιδόματα και σε άλλες δημόσιες δαπάνες που ισοδυναμούν με το 20% του ΑΕΠ, με την επίσημη ανεργία να πλησιάζει το 13% και το έλλειμμα, μετά από τις αιματηρές "οικονομίες", να έχει μειωθεί στο 7,5% από το 30% που ήταν το 2010 όταν πήρε το δάνειο των 67,5 δισ. ευρώ...».
Ωστόσο, ενώ οι «Τάιμς της Ν. Υόρκης» σημειώνουν πόσο «πολύ έχουν εντυπωσιαστεί οι διεθνείς επενδυτές με την ικανότητα της Ιρλανδίας να βελτιώσει τα οικονομικά της», αμέσως μετά παραθέτουν σε αντιδιαστολή τη μάχη επιβίωσης που δίνει ένας άλλος μέσος Ιρλανδός χαμηλόμισθος εργαζόμενος: Ο Μάρτιν Μπρέναν καλείται να στηρίξει την τετραμελή οικογένειά του κερδίζοντας ως εργάτης καθαριότητας σε νοσοκομείο του Δουβλίνου 9,5 ευρώ την ώρα, ενώ η σύζυγός του κερδίζει άλλα 380 ευρώ, δουλεύοντας τρεις μέρες τη βδομάδα ως διοικητική υπάλληλος σε πανεπιστήμιο. Ο Μπρέναν ομολογεί ότι μετά την πληρωμή βασικών λογαριασμών, δανείων και φόρων μένουν ψίχουλα για τα υπόλοιπα έξοδα της οικογένειας, τονίζοντας ότι πολλοί συνάδελφοί του αναγκάζονται να στραφούν στα συσσίτια φιλανθρωπικών οργανώσεων για να γλιτώσουν λίγα ευρώ. «Οι άνθρωποι τρώνε δημητριακά για βραδινό. Οι οικονομολόγοι θεωρούν πως αυτό είναι μύθος. Πείτε τους πως είναι η αλήθεια!» ξεσπά...
Ο αρθρογράφος δεν σταματά εδώ. Παρουσιάζει με ακόμη πιο μελανά χρώματα την πραγματική ζωή των λαϊκών νοικοκυριών στην Ιρλανδία της δήθεν «εξόδου» από τα μνημόνια, υπογραμμίζοντας τους χαμηλούς δείκτες αναιμικής κατανάλωσης, την ανεργία των νέων που ξεπερνά το 60%, την έξαρση της παιδικής φτώχειας αφού το 20% των παιδιών ζει σε σπιτικά με άνεργο έναν στους δύο γονείς, τα 2/3 των ιδιοκτητών ακινήτων να αδυνατούν να καταβάλουν τακτικά τις δόσεις του στεγαστικού δανείου τα τελευταία δύο χρόνια.
Βεβαίως, τον αστικό Τύπο και στις δύο περιπτώσεις που αναφέραμε δεν τον έπιασε ο πόνος για τα λαϊκά στρώματα. Η σκοπιμότητα τέτοιων δημοσιευμάτων έχει προφανώς σχέση με την εμπέδωση του κλίματος του αδιεξόδου, όχι βέβαια για να προβάλει η διέξοδος που θα αμφισβητεί τα συμφέροντα των εκμεταλλευτών (άλλωστε σε αυτούς ανήκουν και τα ΜΜΕ), αλλά για να πέφτει ο πήχης και οι απαιτήσεις των εργαζομένων. Ταυτόχρονα μια σειρά ανάλογα στοιχεία φανερώνουν ότι συνθήκες εξαθλίωσης για πλατιά τμήματα των εργαζομένων δεν εξασφαλίζει μόνο η πολιτική «δημοσιονομικής σταθερότητας» στο πλαίσιο της Ευρωζώνης, αλλά και η επεκτατική πολιτική τύπου Ομπάμα στις ΗΠΑ.
Το «υπάρχουν και χειρότερα» το χρησιμοποιούν οι αστοί για να καθηλώσουν τους εργαζόμενους, αλλά κυρίως για να μη βλέπουν μπροστά τους ότι «υπάρχουν και πολύ καλύτερα». Και αυτό μπορεί να συμβεί όταν συνειδητοποιήσουν οι εργάτες, οι παραγωγοί του κοινωνικού πλούτου, τις πραγματικές αιτίες της καπιταλιστικής κρίσης.
Η καπιταλιστική ανάπτυξη, που ευαγγελίζονται όλες οι εκδοχές διαχειριστών της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης είτε «δεξιοί» είτε «αριστεροί», «νεοφιλελεύθεροι» ή «νεοκεϋνσιανοί», προϋποθέτει καταστάσεις σαν αυτές που ζει ο λαός της Ιρλανδίας σήμερα.
Δηλαδή δεν είναι απλά τα μνημόνια και το μείγμα της αστικής διαχείρισης το πρόβλημα. Η «ρίζα του κακού» είναι η καπιταλιστική εκμετάλλευση, η καπιταλιστική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Αυτή στερεί από τους λαούς και σε περίοδο ανάπτυξης, και σε περίοδο κρίσης, και με μνημόνια, και με δάνεια, και χωρίς αυτά τη δυνατότητα να ικανοποιήσουν τις σύγχρονες διευρυμένες ανάγκες τους όπως επιβάλλουν η πρόοδος που έχει πετύχει η επιστήμη και οι τεράστιες δυνατότητες της παραγωγής.