Την κυβέρνηση και το μείγμα διαχείρισης της κρίσης που αυτή εφάρμοσε κατηγορεί - για άλλη μια φορά - ο ΣΥΡΙΖΑ ότι απέτυχαν να οδηγήσουν την καπιταλιστική οικονομία της χώρας στην έξοδο απ' την κρίση και στην ανάκαμψη της κερδοφορίας της. Πιο συγκεκριμένα, σε χτεσινό του non paper υποστηρίζει πως η δημοσιονομική προσαρμογή απέτυχε να καταστήσει βιώσιμο το δημόσιο χρέος και να διασφαλίσει την αναχρηματοδότησή του μέσω των αγορών, απέτυχε να εξυγιάνει το χρηματοπιστωτικό σύστημα ώστε αυτό «να διαδραματίζει τον ρόλο του, δηλαδή την απρόσκοπτη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας» και απέτυχε «να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας»!
Αναπτύσσοντας την επιχειρηματολογία του - που σε πολλά σημεία ταυτίζεται με αυτή του ΔΝΤ - ο ΣΥΡΙΖΑ αναφέρει ότι «ο τρόπος που σχεδιάστηκε και πραγματοποιήθηκε η δημοσιονομική προσαρμογή κάθε άλλο παρά επιτυχημένη και ελπιδοφόρα μπορεί να θεωρείται», αφού α) δεν κατάφερε να κάνει το χρέος βιώσιμο, το οποίο «θα εξακολουθήσει να είναι ο βασικότερος ανασταλτικός παράγοντας για την επιστροφή της Ελλάδας στην ανάπτυξη», β) τα πρωτογενή πλεονάσματα δεν είναι διατηρήσιμα και γ) ο «τρόπος που πραγματώνεται η δημοσιονομική προσαρμογή υπονομεύει βαθύτατα τους δύο άλλους στόχους της οικονομικής πολιτικής: τη χρηματοπιστωτική εξυγίανση και τις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας».
Σε ό,τι αφορά τη χρηματοπιστωτική εξυγίανση τονίζει ότι «είναι προφανές ότι δεν πέτυχε» επειδή καταγράφεται «πιστωτική ασφυξία των επιχειρήσεων, απειλή λουκέτου ακόμα και για υγιείς επιχειρήσεις και υψηλό κόστος χρήματος που υπονομεύει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων».
Κατηγορεί δε την κυβέρνηση ότι επιδίωξε «την ανταγωνιστικότητα και βελτίωση των αναπτυξιακών προοπτικών της ελληνικής οικονομίας σχεδόν μονόπλευρα και δογματικά μέσω της μείωσης των μισθών και της πλήρους απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων». Θέση που δεν αρνείται την ανάγκη τέτοιων μέτρων για τη θωράκιση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρηματικών ομίλων και αφετέρου εισάγει αυταπάτες ότι αυτή μπορεί να επιτευχθεί με μια light εκδοχή τους.
Για να τεκμηριώσει δε τον ισχυρισμό του πως επιδεινώθηκαν οι αναπτυξιακές προοπτικές επικαλείται «την εξαιρετικά μικρή αύξηση των εξαγωγών και τη στασιμότητα του διεθνούς μεριδίου των ελληνικών εξαγωγών (όπως παρατηρεί το ΔΝΤ στην τελευταία του έκθεση το καλοκαίρι του 2013)».
Αφού λοιπόν καταμαρτυρεί στην κυβέρνηση ότι το μείγμα διαχείρισης που εφαρμόζει δεν σπρώχνει τους καπιταλιστές σε τροχιά κερδοφορίας, έρχεται ο ΣΥΡΙΖΑ να τους κλείσει το μάτι υιοθετώντας εκτιμήσεις του διοικητή της ΤτΕ, Γ. Προβόπουλου, ότι «η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας πλήττεται από τους υψηλούς έμμεσους φόρους και το κόστος ενέργειας» και «επιδεινώνεται επίσης και εξαιτίας (i) της αδυναμίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος να χρηματοδοτήσει την ελληνική οικονομία (ii) του υψηλού κόστους χρήματος (οι ελληνικές επιχειρήσεις δανείζονται με πολύ μεγαλύτερα πραγματικά επιτόκια από αυτά των επιχειρήσεων άλλων χωρών της Ευρώπης), (iii) συνεχούς μείωσης των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων, ιδιαίτερα εκείνων που αφορούν στην τεχνολογία, την καινοτομία και την βελτίωση της ποιότητας...».
Λέει δηλαδή εμμέσως πλην σαφώς στους καπιταλιστές ότι με τον ίδιο στην κυβέρνηση και την υλοποίηση του μείγματος που προτείνει όλα αυτά τα «εμπόδια» για την ανάκαμψη της κερδοφορίας και την τόνωση της ανταγωνιστικότητάς τους θα φύγουν απ' τη μέση. Ταυτόχρονα υπερασπίζεται ενώπιον του λαού ότι έτσι θα ωφεληθεί και ο ίδιος, κρύβοντας ότι οι ανάγκες της καπιταλιστικής οικονομίας προϋποθέτουν τον οριστικό ενταφιασμό των δικαιωμάτων του, πέρα κι έξω απ' το μείγμα διαχείρισης που τις υπηρετεί.