Γύρω από το πώς θα πετύχει να αναρριχηθεί στην αστική διακυβέρνηση κινείται όλη η συζήτηση στο εσωτερικό του
Στην ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ, που συνεδριάζει σήμερα και αύριο, αναμένεται να ανοίξει όλη η «βεντάλια» των απόψεων που κατατέθηκαν τη βδομάδα που πέρασε στον εσωκομματικό διάλογο από τις τάσεις του, για το πώς ταχύτερα και αποτελεσματικότερα θα πετύχει το στόχο της ανάληψης της αστικής διακυβέρνησης.
Η εισήγηση, που κατά πλειοψηφία ενέκρινε η ΠΓ, επιχειρεί ένα συγκερασμό των συγκεκριμένων προτάσεων. «Λευκό» ωστόσο επέλεξαν να ψηφίσουν ο Γ. Μηλιός και ο Π. Λάμπρου, όπως και τα μέλη που πρόσκεινται στην «Αριστερή Πλατφόρμα», η οποία αναμένεται να καταθέσει δύο τροπολογίες επί της εισήγησης, μία για την πολιτική συμμαχιών και μία για την κομματική λειτουργία. Για το δεύτερο ζήτημα εκδηλώνεται έντονη αντιπαράθεση με τους λεγόμενους ΠΑΣΟΚογενείς που διαμαρτύρονται ότι η «Αριστερή Πλατφόρμα» εμποδίζει το άνοιγμα των οργανώσεων σε πρώην μέλη του ΠΑΣΟΚ, που όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό θα διαμόρφωναν διαφορετικά το χάρτη του συσχετισμού δυνάμεων στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ.
Σε ό,τι αφορά στις συμμαχίες, η ένσταση της «Αριστερής Πλατφόρμας» δεν πρέπει να ιδωθεί ξέχωρα από την επισήμανση που τα στελέχη της κάνουν στη χτεσινή «Αυγή», ότι δηλαδή «η κυβέρνηση της αριστεράς είναι εκ των ων ουκ άνευ για την Αριστερή Πλατφόρμα, με ταυτόχρονο όμως αποκλεισμό των ανοιγμάτων στην κεντροαριστερά και τα κόμματα που υπηρέτησαν μνημονιακές πολιτικές», αφού αυτά τα ανοίγματα πιστεύει ότι δεν συνάδουν με την προσπάθεια χειραγώγησης του λαού με κορόνες νόθου ριζοσπαστισμού.
Η εισήγηση της ΠΓ σκιαγραφεί τα βήματα που εκτιμάται ότι θα φέρουν τον ΣΥΡΙΖΑ πιο κοντά στο στόχο του να βάλει στο χέρι την αστική διαχείριση και παραπέρα θα του εξασφαλίσουν στήριξη στην άσκησή της, χειραγωγώντας προς τούτο λαϊκές δυνάμεις, αλλά και σφραγίζοντας «κολεγιές» σε πολιτικό επίπεδο:
-- Πρώτον, να παρεμποδιστεί η προσπάθεια συγκρότησης πλειοψηφίας 180 βουλευτών που θα εκλέξουν νέο Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
-- Δεύτερον, συγκρότηση «μιας πλατιάς δημοκρατικής προοδευτικής ριζοσπαστικής συμμαχίας ικανής να διεκδικήσει την αυτοδυναμία στις επερχόμενες εκλογές», με όλους όσοι «σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο (...) συμφωνούν σε ένα αντιμνημονιακό, αντινεοφιλελεύθερο, δημοκρατικό πρόγραμμα». Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι σε αυτό το θολό αντιμνημονιακό πρόταγμα της «συμμαχίας», που θέλει να χτίσει ο ΣΥΡΙΖΑ, χωράει μεγάλο κομμάτι των δυνάμεων της αστικής διαχείρισης. Μάλιστα, ιδιαίτερη πρόσκληση απευθύνεται σε πρώην στελέχη του ΠΑΣΟΚ που «δεν χωρούν σε κεντροαριστερά σενάρια που έχουν ως μόνο στόχο να ανακόψουν τη δυναμική μίας πραγματικής, ριζοσπαστικής αριστερής αλλαγής».
-- Τρίτον, «δημιουργία ενός μετώπου με πλατιά συσπείρωση πολιτών και συλλογικοτήτων που θέλουν να ενεργοποιηθούν για την προοδευτική αλλαγή στη χώρα μας με βάση ένα μίνιμουμ πρόγραμμα και να παίξουν το ρόλο μιας δυναμικής συσπείρωσης για τη στήριξη των προοδευτικών αλλαγών και του ελέγχου του έργου της κυβέρνησης της Αριστεράς». Εδώ καθίσταται σαφές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει την πλήρη υποταγή του λαού σε στόχους εχθρικούς προς τα συμφέροντά του, όπως είναι η εναλλαγή στον κυβερνητικό θώκο και τη διαχείριση, που να διασφαλίζει την ανάκαμψη της κερδοφορίας και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρηματικών ομίλων, σε περιβάλλον αποπνικτικό για το λαό και τα δικαιώματά του.
Η ΠΓ προσπαθεί να αντικρούσει την άποψη που είναι διαδεδομένη και στις γραμμές του κόμματος ότι στις πρόσφατες ευρωεκλογές «έπιασε ταβάνι» η δυναμική του, επιχαίροντας ότι «αποκτά ισχυρά ακροατήρια και στα μεσοαστικά στρώματα» και «αντιμετωπίζεται λιγότερο φοβικά και εχθρικά και από τα αστικά στρώματα».
Προσπαθώντας να κατευνάσει τη δυσαρέσκεια των «53» ή των ΠΑΣΟΚογενών για διάφορα ζητήματα, η εισήγηση εκτιμά μεταξύ άλλων: Οτι στη Θράκη υπήρξαν «αστοχίες», ότι το βήμα στις τοπικοδιοικητικές εκλογές ήταν «πίσω από την πολιτική μας επιρροή και τις προσδοκίες μας», ότι υπήρξαν «περιχαράκωση των οργανώσεων σε αρκετές περιπτώσεις», «κλειστές κομματικές διαδικασίες και αχρείαστες εντάσεις», «παραγοντισμοί», «προσωπικές φιλοδοξίες», αδυναμία «γείωσης με το κοινωνικό γίγνεσθαι». Γίνεται ακόμα λόγος για «αδρανοποίηση των συλλογικών οργάνων κατά την προεκλογική περίοδο με αποτέλεσμα κρίσιμες αποφάσεις να παρθούν χωρίς τις απαραίτητες συνθέσεις και εγκρίσεις», με αποτέλεσμα «λανθασμένες κινήσεις, υπερβολικό συγκεντρωτισμό, αυτονόμηση υπηρεσιακών κέντρων».
Ιδιαίτερη έμφαση δίνει στη «διπλή ταυτότητα» που παρουσιάζει ένα μεγάλο τμήμα της εκλογικής του επιρροής: Αναφέρεται προφανώς στο κομμάτι που αποσπάστηκε απ' το ΠΑΣΟΚ για το οποίο τονίζεται ως ανάγκη το «να αποκτήσει συμπεριφορά μεγαλύτερης πολιτικής ταύτισης με τον ΣΥΡΙΖΑ».
Και, τέλος, δίνεται γραμμή «να ανοίξουμε πλατιά τις πόρτες μας σε όλους όσοι, χωρίς ιδιοτέλεια, θέλουν να προσφέρουν στο στόχο της ανατροπής».
Νέοι με παλιά περπατησιά
Στο μεταξύ, σε συνάντηση με αντιπροσωπεία του ισπανικού κόμματος Podemos (το κόμμα των λεγόμενων «αγανακτισμένων» της ιβηρικής χώρας) που είχε χτες ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλ. Τσίπρας, δεν έχασε την ευκαιρία να υποστηρίξει ότι η ελπίδα των λαών είναι γενικώς «οι νέοι άνθρωποι» που θα φέρουν «νέο αέρα», επαναλαμβάνοντας γνωστές πομφόλυγες με τις οποίες υποδέχεται κατά καιρούς το αστικό πολιτικό σύστημα τις νέες φουρνιές στελεχών του, που με νεανικό ζήλο εφαρμόζουν κάθε φορά άγρια αντιλαϊκή πολιτική, υπηρετώντας τα συμφέροντα της αστικής τάξης.
Ισχυρίστηκε ο Αλ. Τσίπρας: «Συμφωνήσαμε ότι είναι απαραίτητο και στις δυο χώρες, αλλά και στην Ευρώπη, νέες ιδέες και νέοι άνθρωποι να φέρουν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στους θεσμούς, ένα νέο αέρα για τη σχέση πολιτών και πολιτικής (...) Μια νέα γενιά πολιτικών που δεν θέλουν να ασχοληθούν με την πολιτική, προκειμένου να πάρουν σύνταξη από αυτή, αλλά θέλουν να φέρουν μέσα στους ευρωπαϊκούς θεσμούς τον αέρα των κινημάτων, είναι απαραίτητο να ενισχυθεί όχι μόνο στις δυο χώρες μας, αλλά σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, προκειμένου να χτυπήσουμε και να υπερβούμε αυτό το κατεστημένο της πολιτικής διαπλοκής με την οικονομική εξουσία που έχει φέρει τους λαούς μας σε αυτή την εξαιρετικά δυσάρεστη θέση».
Επί της ουσίας, επανέφερε τον κάλπικο ισχυρισμό ότι μπορεί το πολιτικό προσωπικό της αστικής τάξης να μη «διαπλέκεται» μαζί της, να μην υπηρετεί τα συμφέροντα της «οικονομικής εξουσίας». Οτι αυτή η σχέση είναι τάχα το αποτέλεσμα κάποιου κατεστημένου, που θα χτυπηθεί από κάποιους «νέους ανθρώπους», ενώ η οικονομική εξουσία των μονοπωλίων θα μένει απείραχτη στη θέση της.