Μην παραδοθείς...

Μην παραδοθείς...

Παρασκευή 15 Αυγούστου 2014

Το ρωσικό εμπάργκο και ο δρόμος που συμφέρει τη φτωχή και μεσαία αγροτιά

 

Η Ελλάδα μπορεί να καλύψει τις διατροφικές ανάγκες του λαού σε φρούτα και η εξαγωγή τους να φέρει πολύτιμο συνάλλαγμα, προς όφελος του λαού και όχι των καπιταλιστών - μεγαλεμπόρων. Χρειάζεται όμως κεντρικός σχεδιασμός στο πλαίσιο μιας λαϊκής εξουσίας και οικονομίας

Οι συνέπειες που έχει για τους εργαζόμενους και το λαό η συμμετοχή της Ελλάδας στην ιμπεριαλιστική ΕΕ αποτυπώνονται αυτές τις μέρες στην καταστροφή που συνεπάγεται για χιλιάδες παραγωγούς φρούτων, κύρια ροδάκινων και νεκταρινιών, το εμπάργκο που επέβαλε η Ρωσία σε μια σειρά προϊόντα που εισάγει από χώρες - μέλη της ΕΕ. Το ρωσικό εμπάργκο είναι «αντίμετρο» στις οικονομικές και πολιτικές κυρώσεις που αποφασίζουν ΗΠΑ και ΕΕ σε βάρος της Ρωσίας, στο πλαίσιο της μεταξύ τους διαμάχης για την Ουκρανία και της απλόχερης στήριξης που προσφέρουν στην αντιδραστική κυβέρνηση του Κιέβου.

Τη βδομάδα που πέρασε, εκατοντάδες νταλίκες φορτωμένες με φρούτα από την Ελλάδα εγκλωβίστηκαν στα ρωσικά σύνορα. Οι παραγωγοί της Βέροιας καταγγέλλουν ότι μόνο η δική τους σοδειά, που προοριζόταν για την αγορά της Ρωσίας, αγγίζει τους 9.000 τόνους και αν δεν βρεθεί λύση τις επόμενες 10 - 15 μέρες, θα σαπίσει στα ψυγεία, ή, στην καλύτερη περίπτωση, θα οδηγηθεί στη χυμοποίηση με τιμές 5 λεπτά το κιλό για τον παραγωγό.

Να σημειωθεί ότι η Ελλάδα εξάγει κατά μέσο όρο πάνω από 200.000 τόνους νωπό και μεταποιημένο ροδάκινο κάθε χρόνο. Το μεγαλύτερο μέρος πηγαίνει στις αγορές των πρώην σοσιαλιστικών χωρών, κύρια της Ρωσίας, της Ουκρανίας κ.ά. Συνολικά, η ζημιά από το ρωσικό εμπάργκο στις εισαγωγές τροφίμων, μόνο για τα φρούτα, αναμένεται να «στοιχίσει» στην Ελλάδα περίπου 178 εκατ. ευρώ. Σε επίπεδο ΕΕ, η αξία των εξαγωγών τροφίμων προς τη Ρωσία ήταν το 2013 περίπου 11,8 δισ. ευρώ και αντιστοιχούσε στο 10% των ευρωπαϊκών εξαγωγών τροφίμων.

Σφίγγει κι άλλο η θηλιά

Η εμπλοκή της Ελλάδας στους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, ως κράτους - μέλους της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, εκτός όλων των άλλων συνεπειών, οδηγεί και τους Ελληνες παραγωγούς σε απόγνωση. Το ρωσικό εμπάργκο επιτείνει τις καταστροφικές συνέπειες από τη μείωση των εξαγωγών, τις φυσικές καταστροφές (χαλάζι, βροχή) που έπληξαν φέτος τις καλλιέργειες ροδάκινου και νεκταρινιών, κύρια στην περιοχή της Κεντρικής Μακεδονίας, αλλά και τις ιδιαίτερα χαμηλές τιμές παραγωγού που επιβάλλουν οι μεγαλέμποροι - εξαγωγείς.

Στην Κεντρική Μακεδονία, οι παραγωγοί είναι ακόμη απλήρωτοι για παραγωγές προηγούμενων ετών και δεν ελπίζουν σε δίκαιες αποζημιώσεις από το φοροεισπρακτικό και αντιασφαλιστικό κανονισμό του ΕΛΓΑ. Το σταμάτημα των εξαγωγών για τις όψιμες ποικιλίες ροδάκινων και νεκταρινιών και όσων προϊόντων ακολουθούν (σταφύλια, ακτινίδια, κ.ά.) στην κυριότερη αγορά απορρόφησης των τελευταίων ετών, θα πλήξει κι άλλο το φετινό τους εισόδημα και θα κάνει ακόμα πιο δύσκολη την επιβίωσή τους.

Η φετινή χρονιά παρουσιάζει αύξηση της παραγωγής στα ροδάκινα κατά 11% σε σχέση με άλλες «κανονικές» χρονιές. Παρ' όλα αυτά, το πρόβλημα της διάθεσης των προϊόντων ήταν έντονο και πριν προκύψει το ζήτημα με το ρωσικό εμπάργκο. Οι λόγοι είναι πολλοί και διαχρονικοί. Παλιότερα και μέχρι τη δεκαετία του '90, υπήρχε κοινοτική προτίμηση και προστατευτισμός της κοινοτικής παραγωγής, με στόχο να γιγαντωθούν μέσα από την ευρωπαϊκή αγορά μεγάλες καπιταλιστικές μονάδες. Γι' αυτό και το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής πήγαινε στις ευρωπαϊκές αγορές (κεντρική αγορά υποδοχής ήταν το Μόναχο στη Γερμανία).

Αργότερα, με την απελευθέρωση, δηλαδή την άρση του προστατευτισμού, και την κατάργηση των εγγυημένων τιμών, αλλά και με την είσοδο και άλλων χωρών στην ΕΕ που είχαν ροδακινοπαραγωγή, το εξωτερικό εμπόριο άλλαξε προσανατολισμό προς Ρωσία, Ουκρανία, Ρουμανία.

Φέτος, οι χώρες αυτές μείωσαν ούτως ή άλλως τις εισαγωγές τους, λόγω κυρίως εσωτερικών προβλημάτων, όπως είναι το μειωμένο εισόδημα των δικών τους εργαζομένων - καταναλωτών από τις εφαρμοζόμενες αντιλαϊκές πολιτικές σ' αυτές τις χώρες, η εμπόλεμη κατάσταση στην Ουκρανία, η υποτίμηση του ρουβλιού και άλλα. Ως αποτέλεσμα, οι εξαγωγές φρούτων προς τις χώρες αυτές έχουν ουσιαστικά «φρακάρει».

Η εσωτερική αγορά έχει επίσης «βαλτώσει» και απορροφά πολύ μικρές ποσότητες, παρά τα παχιά λόγια για τη μεγάλη αύξηση του τουρισμού, από την οποία θα ωφελούνταν τάχα ο λαός, άρα και οι φτωχοί και μεσαίοι παραγωγοί, από την απορρόφηση των φρούτων στις μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες.

Οι εργαζόμενοι των πόλεων, με τα προβλήματα επιβίωσης που αντιμετωπίζουν, όπως η ανεργία, η υποαπασχόληση, οι μειώσεις στα μεροκάματα και τους μισθούς, τα απανωτά χαράτσια, δεν μπορούν να καταναλώσουν τα ροδάκινα και τα υπόλοιπα φρούτα με τιμές 8 και 9 φορές ακριβότερες από τις τιμές παραγωγού, που πουλάνε ακόμη και κάτω από 20 λεπτά το κιλό, εξαιτίας της απαράδεκτης αισχροκέρδειας των μεγαλεμπόρων και του ανοίγματος της περίφημης «ψαλίδας τιμών».

Η κυβέρνηση απέναντι στους παραγωγούς

Πριν ακόμα προκύψει το ρωσικό εμπάργκο, η κυβέρνηση στάθηκε απέναντι και όχι δίπλα στους παραγωγούς. Ο ΕΛΓΑ, παρά τα υπέρογκα χαράτσια ασφάλισης που επιβάλλει, έχοντας δημιουργήσει απόθεμα από τον ιδρώτα των αγροτών, δεν τους καλύπτει για το 100% των ζημιών από όλα τα αίτια, σε όλες τις χρονικές περιόδους, για τη φυτική και τη ζωική παραγωγή.

Από την πλευρά τους, κυβέρνηση και ΕΕ συζητούσαν το ενδεχόμενο να ξανανοίξουν τις χωματερές και να καταστρέψουν την παραγωγή, όταν υπάρχουν οι δυνατότητες, με παρεμβάσεις και του κράτους, να αποφευχθούν αντιπαραγωγικές λύσεις, τη στιγμή μάλιστα που εκατομμύρια άνθρωποι δεν έχουν τη δυνατότητα να φάνε ροδάκινο νωπό, σε κομπόστα ή σε χυμό.

Μέσα σ' αυτό το κλίμα, διάφορες μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ προσπάθησαν να εμφανιστούν σαν «σωτήρες» των παραγωγών. Με πληρωμένες καταχωρίσεις, διαφημίζονταν στον Τύπο ότι απορροφούν μέρος της παραγωγής και το διαθέτουν σε χαμηλές τιμές στην κατανάλωση.

Η πραγματικότητα ήταν βέβαια τελείως διαφορετική. Εκμεταλλευόμενες τη δύσκολη θέση των παραγωγών, οι αλυσίδες αυτές αγόραζαν σε εξευτελιστικές τιμές και πουλούσαν σε διπλάσιες και τριπλάσιες, εξασφαλίζοντας τεράστιο κέρδος. Εξίσου προκλητικά ήταν και τα ευχολόγια των μεγαλοεπιχειρηματιών του τουρισμού (ΣΕΤΕ) να απορροφηθεί μέρος της παραγωγής από τα ξενοδοχεία και τις άλλες επισιτιστικές επιχειρήσεις.

«Λύσεις» μακριά από το λαϊκό συμφέρον

Στην περίπτωση της επέμβασης στην Ουκρανία, συνέπεια της οποίας ήταν και το ρωσικό εμπάργκο, η κυβέρνηση βαθαίνει την ενσωμάτωση της χώρας στα ιμπεριαλιστικά σχέδια ΗΠΑ - ΕΕ, υποστηρίζοντας τα συμφέροντα των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, ενάντια σ' αυτά των μικρομεσαίων αγροτών και της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού.

Η κυβέρνηση όχι μόνο αρνείται να διαχωρίσει τη θέση της από τα μέτρα της ΕΕ απέναντι στη Ρωσία, όπως ζητάει το ΚΚΕ, αλλά επιπλέον υπερασπίζεται με πάθος την ιμπεριαλιστική επέμβαση στην Ουκρανία, με το έωλο επιχείρημα ότι η περίπτωση της Κριμαίας ανοίγει το δρόμο για τη διχοτόμηση της Κύπρου! Προσπαθεί δηλαδή έμμεσα να αθωώσει την ΕΕ και το ΝΑΤΟ για το βρώμικο ρόλο τους στο Κυπριακό και στη διχοτομική διευθέτηση που προωθείται από μέρους τους.

Στις 14 Αυγούστου αναμενόταν να συνεδριάσουν εμπειρογνώμονες της ΕΕ για να εξεταστούν συνολικά οι επιπτώσεις από το ρωσικό εμπάργκο. Μέχρι τότε, δεν αποκλειόταν να συγκληθεί και το Συμβούλιο των υπουργών Γεωργίας της ΕΕ, ύστερα από κοινό αίτημα της Ελλάδας, της Ολλανδίας, της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Γαλλίας.

Ανεξάρτητα, όμως, από το ποια «λύση» θα αποφασιστεί, η συζήτηση για τη διαχείριση του προβλήματος κινείται στα όρια που θέτουν η ΚΑΠ και ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις καπιταλιστικές χώρες - μέλη της ΕΕ. Για παράδειγμα, το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης διέρρεε τις προηγούμενες μέρες ότι ακόμα κι αν αποφασιστούν αποζημιώσεις για τους παραγωγούς, αυτές θα πρέπει να προέρχονται από το ΕΣΠΑ και να έχουν την έγκριση της ΕΕ προκειμένου να μη θεωρηθούν κρατικές ενισχύσεις και αναγκαστεί η Ελλάδα στο μέλλον να τις επιστρέψει.

Ανάμεσα στις άλλες «λύσεις» που συζητιούνται, πέρα από την απόσυρση με καταστροφή της παραγωγής, είναι η διοχέτευση των νωπών προϊόντων (κυρίως ροδάκινα και ακτινίδια) σε άλλες αγορές, όπως η Ουκρανία, η εξαγωγή των φρούτων στη Ρωσία μέσω Τουρκίας, που δεν μπορεί μόνη της να καλύψει τη ζήτηση, μετά το εμπάργκο σε βάρος της ΕΕ και η διοχέτευση στην ελληνική αγορά των προϊόντων που δεν εξαχθούν.

Με δεδομένο ότι η απορρόφηση στην ελληνική αγορά δεν προχώρησε ούτε και πριν την επιβολή του εμπάργκο, όλες οι άλλες λύσεις θα καταλήξουν με ζημιά για τους φτωχομεσαίους παραγωγούς, για τους οποίους τίθεται ζήτημα επιβίωσης.

Το ΚΚΕ στο πλευρό των παραγωγών

Το ΚΚΕ στέκεται από την πρώτη στιγμή στο πλευρό των φτωχών και μεσαίων παραγωγών. Με παρεμβάσεις μέσα από το αγροτικό κίνημα και στη Βουλή απαιτεί να αναπληρώσει η κυβέρνηση με συγκεκριμένα μέτρα το χαμένο εισόδημα της μικρομεσαίας αγροτιάς. Να πάρει άμεσα μέτρα για απορρόφηση των αδιάθετων ποσοτήτων φρούτων σε νοσοκομεία, στρατό, κατασκηνώσεις, ιδρύματα κ.λπ., σε τιμές κάλυψης του κόστους παραγωγής. Με ευθύνη του κράτους να μοιραστεί η αδιάθετη παραγωγή σε ανέργους, απολυμένους, πολύτεκνους, ευπαθείς ομάδες συμπολιτών μας.

Το ΚΚΕ καλεί τη μικρομεσαία αγροτιά, με τους Αγροτικούς Συλλόγους και Συνεταιρισμούς, τις Ομάδες Παραγωγών και τις Συντονιστικές Επιτροπές, να πιέσει οργανωμένα και να διεκδικήσει την κάλυψη του χαμένου εισοδήματος του 2014, για την επιβίωση των ίδιων των αγροτών και των οικογενειών τους. Να μην επαναπαυτούν οι παραγωγοί στις «διαβεβαιώσεις» που θα λάβουν από κυβερνητικά χείλη, αλλά να προχωρήσουν σε αγωνιστική διεκδίκηση λύσεων στον αγώνα για επιβίωση.

Να κατανοήσουν καλύτερα τα αδιέξοδα για τη μικρομεσαία αγροτιά από την ακολουθούμενη αντιαγροτική πολιτική της ΕΕ, που με τη νέα ΚΑΠ 2015 - 2020 θα φέρει νέα δεινά στους αγρότες. Η Ελλάδα μπορεί να παράγει σε επάρκεια και ποιότητα αγροτοκτηνοτροφικά προϊόντα για να καλύψει τις διατροφικές ανάγκες του λαού μας και να φέρει πολύτιμο συνάλλαγμα από εξαγωγές, που θα αξιοποιείται όμως προς όφελος του λαού, και όχι των εξαγωγέων - μεγαλεμπόρων.

Τροχοπέδη σ' αυτά είναι η συμμετοχή της χώρας στην ΕΕ, ο ίδιος ο καπιταλιστικός δρόμος ανάπτυξης, όπου τα πάντα ρυθμίζονται με κριτήριο τα κέρδη των επιχειρηματικών ομίλων, που επεκτείνουν τη δράση τους και στον αγροτικό τομέα. Υπάρχει και η εμπειρία από τα προηγούμενα χρόνια, όταν τα ροδάκινα απορροφούνταν από τις αγορές του εξωτερικού. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ζήτηση, η οποία θα μπορούσε να καλυφθεί με διακρατικές συμφωνίες, που θα παίρνουν όμως υπόψη τους το συμφέρον και τις ανάγκες του λαού. Τέτοιες συμφωνίες, καμιά κυβέρνηση δεν μπορεί να κάνει όταν δεσμεύεται απέναντι στην ΕΕ και στο κεφάλαιο.

Απαιτείται η εφαρμογή μιας άλλης, φιλοαγροτικής πολιτικής, χωρίς περιορισμούς και πρόστιμα συνυπευθυνότητας, με τον απαιτούμενο κεντρικό σχεδιασμό της παραγωγής και της διάθεσης των αγροτοκτηνοτροφικών προϊόντων, με προτεραιότητα τη διατροφική αυτάρκεια της χώρας. Εκεί ακριβώς πρέπει να στοχεύει και η οργανωμένη αγωνιστική αντίδραση των φρουτοπαραγωγών, όπως και συνολικά των μικρομεσαίων αγροτοκτηνοτρόφων όλης της χώρας.