Την απόσυρση του νομοσχεδίου για την απαγόρευση των αμβλώσεων ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός της Ισπανίας, Μαριάνο Ραχόι, στα τέλη του Σεπτέμβρη. Το νομοσχέδιο που προωθούσε το Λαϊκό Κόμμα για την απαγόρευση των αμβλώσεων παρέμενε για ένα περίπου χρόνο στο συρτάρι, καθώς μπορεί να είχε την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, συναντούσε, ωστόσο, σημαντικές αντιδράσεις. Η απόσυρση του νομοσχεδίου συνοδεύτηκε από την παραίτηση του υπουργού Δικαιοσύνης, Αλμπέρτο Ρουίζ Γκαγιαρδόν, αλλά και από την ανακοίνωση του πρωθυπουργού πως η κυβέρνηση προσανατολίζεται σε μια μεταρρύθμιση που θα συναντά μεγαλύτερη «αποδοχή».
Η κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος είχε συμπεριλάβει την απαγόρευση των αμβλώσεων στις προεκλογικές του δεσμεύσεις. Μάλιστα, η συγκεκριμένη δέσμευση είχε ιδιαίτερη βαρύτητα για τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η συμβολή της οποίας στην επικράτηση του Λαϊκού Κόμματος στις εκλογές του 2011 εμφανίζεται σημαντική. Αξίζει να σημειωθεί πως η Ισπανία έχει αρκετά μακρά «παράδοση» στην απαγόρευση των εκτρώσεων: Μετά από μια σχετική «χαλάρωση» του νομοθετικού πλαισίου για την ποινικοποίηση της άμβλωσης το 1985, μόλις το 2010 η κυβέρνηση των σοσιαλδημοκρατών προχώρησε σε ρύθμιση με την οποία τις κατέστησε νόμιμες. Μέχρι τότε, οι γυναίκες που επιθυμούσαν να διακόψουν την εγκυμοσύνη τους κατέφευγαν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου η διαδικασία ήταν νόμιμη. Το νομοσχέδιο της κυβέρνησης του Λαϊκού Κόμματος, ανατρέποντας τον νόμο του 2010, επιδίωκε την επαναφορά της ποινικοποίησης και επέτρεπε τη διακοπή της κύησης μόνο στην περίπτωση που αυτή ήταν αποτέλεσμα βιασμού ή έθετε σε κίνδυνο τη ζωή της μητέρας.
Αντιδράσεις από διαφορετικές αφετηρίες
Στο νομοσχέδιο αντέδρασαν μια σειρά από γυναικείες οργανώσεις, όχι μόνο στην Ισπανία αλλά και σε άλλες χώρες. Και στην Ελλάδα, η ΟΓΕ καταδίκασε την προσπάθεια ποινικοποίησης της άμβλωσης και οργάνωσε διαμαρτυρία στην ισπανική πρεσβεία. Οι αντιδράσεις που προκλήθηκαν είναι πέρα για πέρα δικαιολογημένες. Από τη μια, η άμβλωση δεν μπορεί και δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως «μέθοδος αντισύλληψης». Από την άλλη, όμως, χωρίς αμφιβολία ο περιορισμός και η απαγόρευσή της είναι μέτρο συντηρητικό και οπισθοδρομικό. Αποτελεί πλήγμα στα δικαιώματα των γυναικών, ενώ δίπλα στη φυλετική έχει και κοινωνικοταξική διάσταση. Κι αυτό γιατί οι συνέπειες της απαγόρευσης των εκτρώσεων δεν είναι οι ίδιες για όλες τις γυναίκες. Οι γυναίκες της αστικής τάξης διαθέτουν τα οικονομικά μέσα για να ξεπεράσουν τις νομικές απαγορεύσεις, ταξιδεύοντας για παράδειγμα σε μια γειτονική χώρα, επιλέγοντας μια ιδιωτική κλινική, παρακάμπτοντας τα εμπόδια που θέτει ένας τέτοιος νόμος. Δεν ισχύει το ίδιο για τις εργαζόμενες και άνεργες γυναίκες που η απαγόρευση υποχρεώνει να καταφεύγουν σε πρακτικές παράνομης έκτρωσης, εκθέτοντας την υγεία τους, ακόμα και την ίδια τους τη ζωή, σε κινδύνους.
Δεν εκκινούν όμως όλες οι αντιδράσεις από την ίδια αφετηρία, δε συνοδεύονται από την ίδια επιχειρηματολογία, ούτε καταλήγουν στον ίδιο στόχο. Ετσι, στο νομοσχέδιο της ισπανικής κυβέρνησης αντέδρασαν και πολιτικές δυνάμεις από το χώρο της σοσιαλδημοκρατίας και του οπορτουνισμού, κυρίως το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς (ΚΕΑ). Η αντιπαράθεση στο νομοσχέδιο έγινε με αιχμή την «ελεύθερη επιλογή», την «ελευθερία» των γυναικών να αποφασίζουν σε ό,τι αφορά το σώμα τους και την «αυτοδιάθεσή» του. Τις προηγούμενες μέρες, μιλώντας σε εκδήλωση που οργανώθηκε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ της Νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ, η αντιπρόεδρος του ΚΕΑ, Μαϊτέ Μόλα, χαρακτήρισε «θρίαμβο» την απόσυρση του νομοσχεδίου της ισπανικής κυβέρνησης και υπενθύμισε πως το γυναικείο δίκτυο του ΚΕΑ, και οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, οργάνωσαν πολύμηνη σχετική καμπάνια, με τίτλο «σκυτάλη της ελευθερίας».
Η υπεράσπιση του δικαιώματος των γυναικών να μπορούν να καταφεύγουν στην άμβλωση για να διακόψουν μια ανεπιθύμητη, για οποιονδήποτε λόγο, εγκυμοσύνη δε συμπίπτει με την αναγόρευση της έκτρωσης σε «ελευθερία». Πόσο μάλλον όταν η συγκεκριμένη «επιλογή» πολύ συχνά γίνεται κάτω από το βάρος μιας σειράς παραγόντων που καθιστούν δυσοίωνη την προοπτική της δημιουργίας οικογένειας.
Η αναγνώριση του «δικαιώματος στην άμβλωση» είναι κάτι που το καπιταλιστικό σύστημα και οι κυβερνήσεις του είναι διατεθειμένες να παραχωρήσουν στις γυναίκες. Αυτό, ωστόσο, δε σημαίνει ότι η δυνατότητα μιας γυναίκας να καταφύγει στην άμβλωση μπορεί να θεωρείται δεδομένη. Δεν είναι, δηλαδή, απίθανη ή αδύνατη, η αναζωπύρωση αντιδραστικών και αναχρονιστικών αντιλήψεων και η επιστροφή σε αντίστοιχες πρακτικές, όπως άλλωστε δείχνει και το παράδειγμα της Ισπανίας, ιδιαίτερα στο πρόσφορο έδαφος που δημιουργούν οι συνθήκες της οικονομικής κρίσης. Οπως, επίσης, η άρση των νομικών απαγορεύσεων από μόνη της δεν αρκεί για να εξασφαλιστεί η δυνατότητα κάθε γυναίκας να καταφύγει σε ασφαλή άμβλωση στο πλαίσιο ενός δημόσιου - δωρεάν συστήματος Υγείας.
Τι γίνεται, όμως, όταν αυτό που είναι διατεθειμένο να παραχωρήσει, έστω και υπό αίρεση, στις γυναίκες το σύστημα, συσκοτίζει όλα αυτά που τους στερεί; Γιατί οι σύγχρονες ανάγκες των εργαζόμενων και άνεργων γυναικών κάθε άλλο παρά περιορίζονται στο «δικαίωμα στην άμβλωση». Και η πραγματική «ελευθερία» επιλογής όσον αφορά τη μητρότητα και τη δημιουργία οικογένειας δε σημαίνει μόνο νόμιμες «ελεύθερες» αμβλώσεις. Απαιτεί πρώτα από όλα, σύγχρονα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα για τις γυναίκες, δημόσιες και δωρεάν υπηρεσίες Υγείας, Πρόνοιας και Παιδείας, υποδομές στήριξης συνολικά της λαϊκής οικογένειας. Απαιτεί, με άλλα λόγια, συνθήκες τέτοιες που δε θα κάνουν τη μητρότητα να μοιάζει με Γολγοθά, όπως συμβαίνει σήμερα, αλλά θα την καταστήσουν ουσιαστική επιλογή.
Δίπολο στα μέτρα της αστικής τάξης
Η αντιπαράθεση γύρω από τις αμβλώσεις γίνεται με αιχμή την αστική άποψη, όσο κι αν αυτή εμφανίζεται ως ριζοσπαστική, περί «ελευθερίας» των γυναικών από τη μια, και την επίσης αστική αλλά αναχρονιστική και σκοταδιστική άποψη περί «προστασίας του αγέννητου παιδιού», που αξιοποιούν οι πολιτικές δυνάμεις που υποστηρίζουν την απαγόρευσή τους, από την άλλη. Τόσο ο ένας πόλος όσο και ο άλλος κινούνται στα ίδια χνάρια, όσον αφορά τα συλλογικά ταξικά δικαιώματα των γυναικών, η διαφορά τους όμως στο συγκεκριμένο ζήτημα απομονώνεται, ώστε να παρουσιάζονται σαν δύο αντίπαλα στρατόπεδα. Δεν είναι τυχαίο ότι το θέμα επιλέχθηκε ως κεντρικό στην προεκλογική εκστρατεία του ΚΕΑ μπροστά στις ευρωεκλογές, διαμορφώνοντας ένα βολικό πεδίο αντιπαράθεσης.
Το θέμα έχει αποδειχθεί χρήσιμο και στο παρελθόν. Είναι ενδεικτική η απόρριψη από το προηγούμενο Ευρωκοινοβούλιο έκθεσης, με θέμα τα αναπαραγωγικά δικαιώματα των γυναικών. Το κείμενο της έκθεσης, που είχε πάρει το «πράσινο φως» από την αρμόδια Επιτροπή, «μπλόκαρε» στην Ολομέλεια η πλειοψηφία των κεντροδεξιών και φιλελεύθερων ευρωβουλευτών, προβάλλοντας τις αντιρρήσεις της στο ζήτημα της άμβλωσης. Η συζήτηση και η απόρριψη τελικά της έκθεσης αξιοποιήθηκε για την ενίσχυση του διπόλου ανάμεσα στη σοσιαλδημοκρατία και τον οπορτουνισμό, από τη μια, και τις λεγόμενες φιλελεύθερες δυνάμεις, από την άλλη. Είναι χαρακτηριστικό όμως ότι παρά τις όποιες διαφορές τους, τόσο οι υποστηρικτές όσο και οι πολέμιοι της έκθεσης, αποφεύγουν ακόμα και στο επίπεδο των διακηρύξεων την αναφορά σε δημόσιες και δωρεάν υπηρεσίες Υγείας για όλους και περιορίζονται σε ένα «δίχτυ προστασίας» για τους πιο εξαθλιωμένους. Για τους μεν και τους δε, η εξασφάλιση υπηρεσιών Υγείας δεν παύει να υπολογίζεται με βάση τη σχέση κόστους - οφέλους, να θεωρείται ατομική υπόθεση και όχι κρατική ευθύνη. Σε κάθε περίπτωση, στο πλαίσιο της πολιτικής τους, η αναπαραγωγική υγεία αποτελεί ένα πεδίο επενδύσεων για το κεφάλαιο, αφού σε αυτήν δε βλέπουν ένα δικαίωμα που πρέπει να διασφαλίζεται για όλες τις γυναίκες χωρίς όρους και προϋποθέσεις, με δωρεάν υπηρεσίες στην αποκλειστική ευθύνη του κράτους. Αντίθετα, οι σχετικές παροχές και υπηρεσίες, που δεν περιορίζονται στην άμβλωση, αλλά αφορούν και τον προγεννητικό έλεγχο, την ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, την εγκυμοσύνη και τον τοκετό, αντιπροσωπεύουν μια ευκαιρία για επενδύσεις και κέρδη για τα μονοπώλια που δραστηριοποιούνται στον κλάδο της Υγείας.
Ευτυχία ΧΑΪΝΤΟΥΤΗ