Μην παραδοθείς...

Μην παραδοθείς...

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014

Η σοσιαλιστική οικοδόμηση στον 20ό αιώνα «στοιχειώνει» τους εφιάλτες των αστών!

 

65 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΓΛΔ - 25 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΤΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

 

Η σημαία της Γερμανικής Λαϊκής Δημοκρατίας

Το Νοέμβρη του 1949, πριν από 65 χρόνια, ιδρύθηκε η Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία. Το Νοέμβρη του 1989, 40 χρόνια μετά και 25 χρόνια πριν από σήμερα η πτώση του λεγόμενου «τείχους του Βερολίνου» συμβολίζει την αρχή του τελευταίου επεισόδιου σε μια αντεπαναστατική διαδικασία που είχε ήδη ξεκινήσει και θα ολοκληρωθεί τα επόμενα 2 χρόνια σε όλα τα σοσιαλιστικά κράτη της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης, με τελικό αποτέλεσμα τη διάλυση της ΕΣΣΔ το 1991.

Το ζήτημα της «πτώσης του τείχους» είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στα αστικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και γενικότερα στην αστική και οπορτουνιστική προπαγάνδα.

Τα πρώτα χρόνια μετά την αντεπανάσταση, ο κομπασμός και η θριαμβολογία των νικητών ξεχείλιζε από παντού, όπως πληθαίναν και οι αποκηρύξεις, οι δηλώσεις μετανοίας των κάθε λογής πρώην κομμουνιστών, πετώντας στο καλάθι των αχρήστων την πιο σημαντική προσπάθεια του εργατικού κινήματος στην Ιστορία του, αυτή της συγκρότησης της εξουσίας της εργατικής τάξης και την προσπάθεια οικοδόμησης μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας.

Στις σημερινές συνθήκες, που η καπιταλιστική οικονομική κρίση και οι επιπτώσεις της στα εργατικά - λαϊκά στρώματα έχουν στραπατσάρει τη φιλολογία για το αήττητο και άτρωτο του καπιταλισμού, η υπόμνηση της ήττας του εργατικού κινήματος στον 20ό αιώνα έχει ως στόχο να παρεμποδίσει κάθε σκέψη που μπορεί να βγει έξω από τα όρια του σημερινού συστήματος. Το επιχείρημα λίγο - πολύ έχει ως εξής: «Ετσι είναι ο κόσμος, άδικος με εκμετάλλευση, οι φτωχοί πάντα θα την πληρώνουν, αλλά δεν υπάρχει άλλη λύση κάθε άλλη προσπάθεια, όπως απέδειξε η Ιστορία, θα είναι ουτοπία, χίμαιρα που οδηγεί σε τραγωδία. Αποδέξου λοιπόν τον καπιταλισμό ως έχει, στήριξε την ευημερία του, γιατί μόνο τότε υπάρχει και κάποια πιθανότητα κάπως καλύτερα να ζήσεις και εσύ. Το πολύ - πολύ άμα θέλεις κάτι πιο "ριζοσπαστικό" ταΐσου με το κουτόχορτο πως με μια "αριστερή διακυβέρνηση" ο καπιταλισμός θα εξανθρωπιστεί, θα ρυθμιστεί, θα ελεγχθεί και κάπου στο απροσδιόριστο και άγνωστο μέλλον μπορεί να μεταμορφωθεί και σε σοσιαλισμό».

Το παραπάνω πλαίσιο σκέψης είναι κυρίαρχο. Αποτελεί μια σοβαρή και βαριά επίπτωση της προσωρινής - ήττας του εργατικού κομμουνιστικού κινήματος, της υποχώρησής του στο κλείσιμο του 20ού αιώνα. Επίπτωση που επιδρά ανασταλτικά σε κάθε προσπάθεια για ανάπτυξη σήμερα του εργατικού - λαϊκού κινήματος. Δεν μπορεί να αναπτυχθεί κίνημα με μέλλον ακόμα και διεκδίκησης των πιο ζωτικών αιτημάτων για το λαό, ακόμα και άμυνας - αντίστασης στην αντιλαϊκή επίθεση εάν δε συνδέεται με μια ευρύτερη προοπτική εάν δε συνδέεται με μια πεποίθηση για την ανάγκη «αλλαγής του κόσμου», εάν περιορίζεται στη διαπραγμάτευση γύρω από ψίχουλα ή του πόσο θα χάσουν οι εργαζόμενοι.

Είναι, λοιπόν, κρίσιμο για το παρόν και το μέλλον του εργατικού - λαϊκού κινήματος η ιδεολογικοπολιτική αντιπαράθεση με τα ψέματα, τις ανακρίβειες, τις συκοφαντίες για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση του 20ού αιώνα, η αποκάλυψη σε πλατύτερα εργατικά - λαϊκά στρώματα - χωρίς ωραιοποιήσεις και ετεροχρονισμούς - των μεγάλων κατακτήσεων που προσέφερε η πρώτη απόπειρα σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ανθρώπινη Ιστορία. Πολύ περισσότερο είναι σημαντική η αποκάλυψη των αιτιών που οδήγησαν στην ήττα, στην αντεπανάσταση, στην υποχώρηση.

Το ΚΚΕ στο 18ο Συνέδριό του ξεκαθάρισε μια σειρά ζητήματα, έβγαλε μια σειρά συμπεράσματα που το βοήθησαν να διαμορφώσει και τη δική του αντίληψη για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση όπως αποτυπώθηκε και στο νέο Πρόγραμμα που διαμόρφωσε στο 19ο Συνέδριο. Ανέδειξε, επίσης, ότι παρά την υποχώρηση του κινήματος, παρά την υποχώρηση στην εργατική - λαϊκή συνείδηση, το κύριο ζήτημα είναι η ρεαλιστικότητα και επικαιρότητα σήμερα του σοσιαλισμού που προκύπτει μέσα από όλες τις οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο. Η καπιταλιστική οικονομική κρίση, η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και το ενδεχόμενο ενός νέου γενικευμένου ιμπεριαλιστικού πολέμου συνηγορούν στα παραπάνω.

Το βασικό συμπέρασμα του ΚΚΕ για τις αιτίες της ανατροπής και της αντεπανάστασης ήταν ότι μέσα από μια μακρόχρονη πορεία λανθασμένης επίλυσης αντιφάσεων και κυρίως προσπάθειας αντιμετώπισης προβλημάτων του σοσιαλισμού με «εργαλεία» του καπιταλισμού και της αγοράς, ενισχύθηκαν κοινωνικές δυνάμεις που είχαν συμφέρον από την ανατροπή της σοσιαλιστικής εξουσίας, δυνάμεις που κυριάρχησαν πολιτικά μέσα στα Κομμουνιστικά Κόμματα εξουσίας, μετατρέποντάς τα από κόμματα της επανάστασης σε κόμματα της αντεπανάστασης. Η αντεπανάσταση πραγματοποιήθηκε από μέσα και από τα πάνω με την ταυτόχρονη βεβαίως υπονομευτική παρέμβαση του ιμπεριαλισμού.

Τα στοιχεία της ιστορικής έρευνας όλο και περισσότερο επιβεβαιώνουν αυτήν τη θέση. Η ανατροπή της εξουσίας στη ΓΛΔ είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Στο τεύχος 6 της ΚΟΜΕΠ (Νοέμβρης - Δεκέμβρης 2014) που θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες δημοσιεύεται η μετάφραση συνέντευξης του Χάιντς Κέσλερ, μέλους του ΠΓ του ΕΣΚΓ (SED) και υπουργού Αμυνας της ΓΛΔ, ενός από αυτούς που μειοψήφησαν και αντιστάθηκαν στην προώθηση της αντεπανάστασης. Τα γεγονότα που περιγράφει δείχνουν ξεκάθαρα ότι η προσπάθεια υπονόμευσης της ΓΛΔ ξεκίνησε μέσα από το ΠΓ και την ΚΕ του Κόμματος, βεβαίως με την ανάλογη παρέμβαση και στήριξη του ΚΚΣΕ. Ολη η αλυσίδα των γεγονότων από την παύση Χόνεκερ (με το πρόσχημα των λόγων υγείας) μέχρι τη σύλληψη, τη φυλάκιση στελεχών του ΕΣΚΓ που δε συναίνεσαν στην αντεπανάσταση είναι αποκαλυπτική.

Ο «Ριζοσπάστης» στο παρόν αφιέρωμα προσπαθεί να απαντήσει σε μια σειρά πλευρές που τίθενται στο πλαίσιο της ιδεολογικοπολιτικής αντιπαράθεσης σχετικά με τη ΓΛΔ και το λεγόμενο «τείχος του Βερολίνου», αξιοποιώντας το υλικό του 1ου τεύχους της ΚΟΜΕΠ του 2010 που φιλοξένησε άρθρα για τη ΓΛΔ.

Πώς φτάσαμε στις δύο Γερμανίες;

 

Στη ΓΛΔ, όλα τα παιδιά είχαν ίσες ευκαιρίες στην εκπαίδευση

Η άνευ όρων συνθηκολόγηση της Γερμανίας τη νύχτα της 8 προς 9 Μάη 1945 οριοθετεί το τέλος του πολέμου για τη Γερμανία. Λίγο αργότερα, συνθηκολόγησε και η Ιαπωνία. Στις 5 Ιούνη 1945 οι τέσσερις νικητές (ΕΣΣΔ, ΗΠΑ, Γαλλία, Βρετανία) υπέγραψαν τη «Διακήρυξη σχετικά με την Ηττα της Γερμανίας και την Ανάληψη της Ανώτατης Αρχής», σύμφωνα με την οποία η Γερμανία χωρίστηκε σε τέσσερις ζώνες κατοχής και το Βερολίνο σε τέσσερις τομείς. Από τις 9 Ιούνη εγκαθιδρύονται οι στρατιωτικές κυβερνήσεις των ζωνών κατοχής. Κάθε ένα κράτος από τους νικητές είχε την ανώτατη εξουσία στο τμήμα της Γερμανίας που ήταν υπό τον έλεγχό του (βλ. τομέα) και στην αντίστοιχη ζώνη στο Βερολίνο μέχρι την επαναδημιουργία του ενιαίου γερμανικού κράτους.

Αυτό το οποίο πρέπει να ξεκαθαριστεί, γιατί αποκρύπτεται συστηματικά και δεν είναι ευρέως γνωστό, παρά την τεράστια σημασία του για τις μετέπειτα εξελίξεις, είναι ότι ολόκληρο το Βερολίνο βρισκόταν μέσα στην καρδιά της σοβιετικής ζώνης κατοχής και μετέπειτα της ΓΛΔ. Δηλαδή, το Δυτικό Βερολίνο ούτε ανήκε γεωγραφικά ούτε καν συνόρευε με την ΟΔΓ. Το Δυτικό Βερολίνο αποτελούσε ένα προκεχωρημένο φυλάκιο του ιμπεριαλισμού, μία βραδυφλεγή βόμβα, ένα αντεπαναστατικό πολυβολείο μέσα στα σπλάχνα της σοσιαλιστικής ΓΛΔ και του σοσιαλιστικού συστήματος συνολικά. Αυτή η γεωγραφική διευκρίνιση είναι πολύ σημαντική, δεδομένου ότι η πόλη του Βερολίνου είχε μετατραπεί στην κυρίως σκηνή της διεθνούς αντιπαράθεσης μεταξύ δύο αντιτιθέμενων συστημάτων, της ανερχόμενης εργατικής εξουσίας και της έμπειρης εξουσίας του κεφαλαίου και φυσικά δύο αντιτιθέμενων στρατιωτικών συνασπισμών (Σύμφωνο Βαρσοβίας και ΝΑΤΟ). Με την αντίστοιχη εξέλιξη της διαμόρφωσης των δύο διαφορετικών γερμανικών κρατών αυτή η κυρίως σκηνή βρισκόταν στην καρδιά μιας σοσιαλιστικής χώρας, της ΓΛΔ.

 

Με την «Διεθνή» (Internationale) ολοκληρώνονται οι διαδικασίες του 9ου Συνεδρίου του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος Γερμανίας (18 - 22 Μάη 1976).

Μετά από την παρένθεση για τη γεωγραφική θέση του Βερολίνου συνεχίζουμε την περιγραφή της μεταπολεμικής κατάστασης στη Γερμανία.

Για ζητήματα, τα οποία αφορούσαν ολόκληρη τη Γερμανία, αποφάσιζε το Συμμαχικό Συμβούλιο Ελέγχου, το οποίο αποτελούνταν από εκπροσώπους και των τεσσάρων δυνάμεων. Από τις 17 Ιούλη μέχρι τις 2 Αυγούστου 1945, έλαβε χώρα στο Πότσνταμ, 26 χλμ. νοτιοδυτικά του Βερολίνου, η γνωστή Διάσκεψη του Πότσνταμ, στην οποία πήραν μέρος οι ηγέτες της ΕΣΣΔ Ιωσήφ Στάλιν, της Αγγλίας Ουίνστον Τσόρτσιλ (ο οποίος στη συνέχεια έχασε τις εκλογές και αντικαταστάθηκε στις 28 Ιούλη στη Συνδιάσκεψη από το νέο πρωθυπουργό Κλέμεντ Ατλι) και των ΗΠΑ Χάρι Τρούμαν. Στη Συνδιάσκεψη αυτή (Πρωτόκολλο της Διάσκεψης του Πότσνταμ) πάρθηκαν μια σειρά αποφάσεις για την αποναζιστικοποίηση, την αποστρατικοποίηση, τις επανορθώσεις, την κατοχή και διοίκηση του γερμανικού κράτους και γενικά ζητήματα της μεταπολεμικής τάξης πραγμάτων στη Γερμανία. Ολα τα επιμέρους μέτρα υποτάσσονταν στον κεντρικό στόχο που έθεσε η Διάσκεψη, ο οποίος δεν ήταν άλλος από τη δημιουργία ενός ενιαίου γερμανικού, αποστρατικοποιημένου, αποναζιστικοποιημένου, δημοκρατικά οργανωμένου κράτους. Οπως θα γίνει αντιληπτό πιο κάτω, τα αστικά κράτη δεν τήρησαν και από την αρχή δεν σκόπευαν να τηρήσουν ούτε λέξη από αυτά που υπέγραψαν στο Πότσνταμ. Στο μεταξύ, στις 21 Ιούλη, οι ΗΠΑ έκαναν την πρώτη επιτυχή δοκιμή της πυρηνικής βόμβας, την οποία λίγες μέρες μετά έριξαν στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, μόνο και μόνο για να απειλήσουν τους λαούς και την ΕΣΣΔ για τη μεταπολεμική τάξη πραγμάτων, αφού δεν υπήρχε καμία στρατιωτική αναγκαιότητα.

 

Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο πάνω απ' το 60% των βιομηχανικών υποδομών του Βερολίνου είχαν υποστεί εκτεταμένες ζημιές ή είχαν καταστραφεί ολοκληρωτικά. Στη φωτογραφία απαθανατίζονται Βερολινέζοι στην προσπάθεια απομάκρυνσης κατεστραμμένων υλικών

Από το 1946, οι καπιταλιστικές δυνάμεις κατοχής της Γερμανίας διακήρυσσαν ανοιχτά την πρόθεσή τους για δημιουργία δύο γερμανικών κρατών. Στη συνάντηση μεταξύ του Βρετανού υπουργού Εξωτερικών Ernest Bevin και του επικεφαλής της βρετανικής ζώνης κατοχής John Hynd στις 3 Απρίλη 1946 υπήρξε συμφωνία ότι δεν ήταν επιθυμητή η δημιουργία γερμανικής κεντρικής διοίκησης ή γερμανικής κυβέρνησης αν -όπως φοβόντουσαν- αυτές ήταν υπό κομμουνιστικό έλεγχο. Γι' αυτό καλούσαν σε δημιουργία κυβέρνησης στη βρετανική ζώνη, η οποία στην πορεία θα ενωνόταν με τις υπόλοιπες δυτικές ζώνες, δημιουργώντας ένα συμπαγές αντισοβιετικό μπλοκ.

Οι παραπάνω σκέψεις έγιναν πράξη λίγους μήνες αργότερα. Στις 2 Δεκέμβρη 1946 ο υπουργός εξωτερικών των ΗΠΑ J. Byrnes και ο Αγγλος ομόλογός του Ε. Bevin, παραβιάζοντας απροσχημάτιστα τις αποφάσεις του Πότσνταμ, υπέγραψαν συμφωνία υπέρ της ενοποίησης των δύο ζωνών κατοχής, της αμερικανικής και της αγγλικής, σε μία (την αποκαλούμενη και διζωνία). Αργότερα εισχώρησε και η γαλλική ζώνη, δημιουργώντας μία συμπαγή ιμπεριαλιστική ζώνη (την αποκαλούμενη και τριζωνία), η οποία αποτέλεσε το πρόπλασμα για τη δημιουργία της καπιταλιστικής Γερμανίας, δηλαδή της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

Πριν φτάσουμε όμως επίσημα στην ίδρυση της ΟΔΓ είχε δημιουργηθεί ένα άλλο πολύ σημαντικό γεγονός, το οποίο αποτέλεσε το πρώτο ξεκάθαρο βήμα από την πλευρά των ιμπεριαλιστών για τη διαίρεση της Γερμανίας. Αυτό το βήμα δεν είναι άλλο από τη νομισματική μεταρρύθμιση της 20ής Ιούνη 1948 στις δυτικές ζώνες (στην τριζωνία). Με το νόμο για την «Αναδιάταξη του Γερμανικού Νομισματικού Συστήματος» το παλιό μάρκο, το ράιχσμαρκ, αντικαταστάθηκε στις ζώνες κατοχής των καπιταλιστικών χωρών (στην τριζωνία) από το Γερμανικό Μάρκο (Deutsche Mark - DM), το οποίο καθιερωνόταν ως νέο νόμισμα. Οι Σοβιετικοί βρέθηκαν προ τετελεσμένων. Στις 23 Ιούνη, η Σοβιετική Στρατιωτική Διοίκηση (ΣΣΔ) προχώρησε και αυτή σε νομισματική μεταρρύθμιση, αντικαθιστώντας το ράιχσμαρκ με το ανατολικογερμανικό μάρκο. Στις 24 Ιούνη οι Δυτικοί επέβαλαν την εισαγωγή του δυτικογερμανικού μάρκου και στο Δυτικό Βερολίνο. Ωστόσο, στο Βερολίνο υπήρχε ελευθερία κίνησης προσώπων και οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις του Δυτικού Βερολίνου μπορούσαν ανενόχλητοι να αγοράζουν φθηνά προϊόντα από το Ανατολικό Βερολίνο. Είναι σαν να κυκλοφορούσαν στην Αθήνα δύο νομίσματα, η ελληνική δραχμή και η τουρκική λίρα ή στη Ν. Υόρκη το δολάριο και το ρούβλι. Είναι προφανές ότι αυτό το καθεστώς λειτουργούσε εντελώς αποδιαρθρωτικά στις προσπάθειες παραγωγικής ανοικοδόμησης της ΓΛΔ. Μία παρόμοια κατάσταση θα δημιουργούσε τεράστιο πρόβλημα ακόμα και αν προέκυπτε μεταξύ δύο καπιταλιστικών οικονομιών, πόσο μάλλον μεταξύ μιας αδρά στηριζόμενης από παντού καπιταλιστικής οικονομίας και μιας επιφορτισμένης με αποζημιώσεις σοσιαλιστικής, κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας.

 

Κάτοικοι στο κέντρο του Βερολίνου απομακρύνουν τα ερείπια που άφησε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος

Τα επόμενα χρόνια, οι κάτοικοι του Δυτικού Βερολίνου αλλά και αυτοί του Ανατολικού Βερολίνου, οι οποίοι όμως εργάζονταν στο Δυτικό, πληρώνονταν με το «σκληρό» δυτικογερμανικό μάρκο, το μετέτρεπαν στη μαύρη αγορά σε ανατολικογερμανικά μάρκα (το ανατολικογερμανικό μάρκο δεν ήταν μετατρέψιμο νόμισμα, δεν υπήρχε νόμιμη αγορά των δύο νομισμάτων) και αγόραζαν τα πολύ φθηνά και επιδοτούμενα από το κράτος ανατολικογερμανικά προϊόντα. Πολλοί από αυτούς απολάμβαναν όλες τις κατακτήσεις της ΓΛΔ, τη δωρεάν Παιδεία και Υγεία, την ελεύθερη πρόσβαση στα πολιτιστικά αγαθά κ.λπ. Επωφελούνταν, δηλαδή, από τα πλεονεκτήματα του σοσιαλιστικού συστήματος χωρίς να προσφέρουν τίποτα σε αυτό. Φυσικά, αυτοί οι εργαζόμενοι ήταν από τους πρώτους που εναντιώθηκαν στο Τείχος. Οι παραπάνω εξελίξεις ισοδυναμούσαν με μία σταθερή αφαίμαξη πόρων τεράστιου μεγέθους για τα δεδομένα της ΓΛΔ στα πρώτα της βήματα.

Επίσης, στο βαθμό που δεν είχε προχωρήσει η σοσιαλιστική αναδιάρθρωση της οικονομίας, ασκούνταν ισχυρές ανοδικές, πληθωριστικές πιέσεις και στις τιμές των προϊόντων. Αυτή η πληθωριστική τάση δημιουργούσε σημαντικά προβλήματα στη σχεδιασμένη οικονομία, η οποία, εκτός των άλλων, πρέπει να βασίζεται στον περιορισμό της εμπορευματικής παραγωγής και της αντίστοιχης διακύμανσης των τιμών των προϊόντων.

Τη νομισματική μεταρρύθμιση ακολούθησε το δεύτερο και σημαντικότερο βήμα: Αυτό της δημιουργίας ξεχωριστού γερμανικού κράτους στις δυτικές ζώνες κατοχής. Στις 23 Μάη 1949 ιδρύθηκε η καπιταλιστική Γερμανία, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (ΟΔΓ). Επίσημα η δημιουργία ξεχωριστού κράτους από τις τρεις δυτικές ζώνες κατοχής είχε αποφασιστεί από το Δεκέμβρη του 1947 στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου.

 

Από τις 16 έως τις 19 Μάη του 1977, διεξήχθη το 9ο Συνέδριο της Συνομοσπονδίας Ελεύθερων Γερμανικών Συνδικάτων (FDGB) της ΓΛΔ.

Στις 7 Οκτώβρη 1949 ιδρύθηκε με τη σειρά της η Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία (ΓΛΔ). Στις 10 Οκτώβρη η εξουσία παραδόθηκε από την ΕΣΣΔ στην κυβέρνηση της ΓΛΔ. Στις 11 Οκτώβρη ο Βίλχελμ Πικ ψηφίζεται πρώτος Πρόεδρος της ΓΛΔ. Οι Σοβιετικοί και οι Ανατολικογερμανοί πιέζουν σταθερά για την εφαρμογή του Πότσνταμ και τη μη διαίρεση της Γερμανίας. Στις 23 Μάη 1948 διατυπώνουν επίσημα την πρόταση για δημοψήφισμα όλων των Γερμανών, έτσι ώστε να πουν οι Γερμανοί τη γνώμη τους γι' αυτό που ήδη είχε διακηρυχτεί στο Πότσνταμ, τη δημιουργία ενιαίας Γερμανίας. Οι ζώνες κατοχής των καπιταλιστικών κρατών αμέσως απαγόρευσαν το δημοψήφισμα στις δικές τους ζώνες. Από τη μεριά τους οι Ανατολικογερμανοί και οι Σοβιετικοί ακόμα και την ίδρυση της ΓΛΔ την έβλεπαν σαν πρώτο βήμα για τη δημιουργία της ενιαίας Γερμανίας. Για άλλη μια φορά το ΕΣΚΓ (Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα Γερμανίας, το κόμμα που καθοδηγούσε τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, που ιδρύθηκε στις 21 Απρίλη 1946 μετά από συνένωση του Κομμουνιστικού και του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της ανατολικής ζώνης) ζήτησε το 1952 να εγκριθεί με δημοψήφισμα το αίτημα της ενιαίας Γερμανίας. Τα καπιταλιστικά κράτη όμως αντιστάθηκαν σθεναρά. Το 1952 ο Στάλιν απέστειλε στον καγκελάριο της ΟΔΓ Κόνραντ Αντενάουερ ένα σημείωμα, με το οποίο ζητούσε την επανένωση της Γερμανίας, σύμφωνα με τα υπογεγραμμένα στο Πότσνταμ, απόσυρση όλων των ξένων στρατευμάτων από το γερμανικό έδαφος, απόδοση δημοκρατικών δικαιωμάτων και δημιουργία εθνικού στρατού του ενιαίου κράτους. Ο μοναδικός όρος για όλα αυτά ήταν η δήλωση ουδετερότητας της ενιαίας Γερμανίας. Οι Σοβιετικοί προσπαθούσαν μόνοι τους να τηρήσουν τις αποφάσεις του Πότσνταμ.

 

Εργάτες στο χημικό εργοστάσιο "Λόινακ"

Ο Αντενάουερ μαζί με τους Αμερικανούς, τους Βρετανούς και τους Γάλλους συνέχισαν στην ίδια γραμμή, απορρίπτοντας όλες αυτές τις προτάσεις. Ο ίδιος ο Αντενάουερ ανοιχτά είχε δηλώσει ότι προτιμούν να ελέγχουν εξολοκλήρου τη μισή Γερμανία παρά κατά το ήμισυ ολόκληρη τη Γερμανία.

Φυσικά όλοι, μεταξύ των οποίων και ο Αντενάουερ, ήξεραν ότι εκ των πραγμάτων δεν μπορούσε να υπάρχει μία Γερμανία και γενικά ένα κράτος κατά 50% καπιταλιστικό και κατά 50% σοσιαλιστικό. Το κράτος είναι η οργανωμένη, η θεσμοθετημένη βία της τάξης που κυριαρχεί και ασκεί την πολιτική εξουσία. `Η θα ήταν λοιπόν βία των εκμεταλλευτών πάνω στους εκμεταλλευόμενους ή, το αντίθετο, βία των εκμεταλλευόμενων στη μειοψηφία των εκμεταλλευτών. `Η θα ήταν κράτος του κεφαλαίου ή κράτος της εργατικής τάξης. Με λίγα λόγια ή θα ήταν κράτος καπιταλιστικό ή κράτος σοσιαλιστικό. Τρίτος δρόμος δεν υπήρχε. Αρα και αυτό το «ενιαίο γερμανικό, αποστρατικοποιημένο, αποναζιστικοποιημένο, δημοκρατικά οργανωμένο κράτος» του Πρωτοκόλλου του Πότσνταμ θα έπρεπε να ξεκαθαρίσει τον ταξικό του χαρακτήρα. Σε αυτό το ζήτημα, οι Δυτικοί δεν έδειξαν καμία ταλάντευση, δεδομένου ότι η μεταπολεμική κατάσταση εμπεριείχε τη δυνατότητα να κινδυνέψει η εξουσία του κεφαλαίου σε πολλές περιοχές και των δυτικών ζωνών κατοχής. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του Βρετανού αξιωματούχου Sir Orme ότι «αν παραμελήσουμε αυτό το καθήκον (σ.σ. τη δημιουργία αντισοβιετικού μπλοκ από τις δυτικές ζώνες κατοχής), η εναλλακτική θα μπορούσε να είναι κομμουνισμός μέχρι το Ρήνο».

Από την πλευρά των σοσιαλιστικών κρατών, η υπερεκτίμηση του μεταπολεμικού συσχετισμού δυνάμεων και αργότερα η κοινοβουλευτική αντίληψη για το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό δημιούργησαν αυταπάτες για τη δυνατότητα να «τραβηχτεί» ειρηνικά η Δυτική Γερμανία στη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Σε αυτό το πλαίσιο η δημιουργία της ΓΛΔ είχε περισσότερο μεταβατικό χαρακτήρα με σκοπό την ενιαία Γερμανία. Χαρακτηριστικό είναι ότι στο πρώτο σύνταγμα της ΓΛΔ δεν ορίζεται ούτε ξεχωριστή σημαία ούτε εθνόσημο, αφού αυτά θα γίνονταν στην ενιαία Γερμανία. Η γνωστή σημαία της ΓΛΔ, με το έμβλημα με το σφυρί και το διαβήτη κυκλωμένα από στάχυ πάνω στη μαύρη, την κόκκινη και την κίτρινη ρίγα, καθιερώθηκε την 1η Οκτώβρη 1959, δέκα χρόνια ακριβώς μετά την ίδρυση της ΓΛΔ.

Στις 9 Μάη 1955, η ΟΔΓ μπήκε στο ΝΑΤΟ. Τα πράγματα πλέον ήταν ξεκάθαρα. Η ΟΔΓ ήταν πλέον προμαχώνας της αντιπαράθεσης του ιμπεριαλισμού με το σοσιαλισμό. Σε απάντηση στην προσχώρηση της ΟΔΓ στο ΝΑΤΟ και αφού η απειλή πλέον γιγαντώθηκε, ιδρύθηκε από 8 ευρωπαϊκές σοσιαλιστικές χώρες, στις 14 Μάη, η «Συνθήκη της Φιλίας, Συνεργασίας και Αμοιβαίας Βοήθειας», γνωστή και ως Σύμφωνο της Βαρσοβίας, στο οποίο προσχώρησε και η ΓΛΔ. Ενα χρόνο μετά την προσχώρηση της ΟΔΓ στο ΝΑΤΟ και δύο μήνες μετά την ίδρυση του στρατού της ΟΔΓ (Bundeswehr) ιδρύθηκε ο εθνικός λαϊκός στρατός της ΓΛΔ (Nationale Volksarmee).

Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι δε χωράει η παραμικρή αμφισβήτηση του γεγονότος ότι η αθέτηση των αποφάσεων του Πότσνταμ για δημιουργία ενιαίου, αποστρατικοποιημένου, αποναζιστικοποιημένου, δημοκρατικά οργανωμένου γερμανικού κράτους βαραίνει αποκλειστικά τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, τις ΗΠΑ, την Αγγλία και τη Γαλλία. Αφού το αποφάσισαν από το Δεκέμβρη του 1947 στο Λονδίνο, δεν το κούνησαν ρούπι από τη θέση τους. Διαχώρισαν το κομμάτι τους οικονομικά (νομισματική μεταρρύθμιση στις 20 Ιούνη 1948), κρατικά (ίδρυση της ΟΔΓ την 23 Ιούνη 1949) και στρατιωτικά (δημιουργία στρατού της ΟΔΓ και προσχώρηση στο ΝΑΤΟ το 1955). Αυτό που πρέπει να κατανοηθεί για να γίνουν αντιληπτές οι κινήσεις του κάθε κράτους είναι ότι οι αποφάσεις του Πότσνταμ βασίζονταν σε ένα συγκεκριμένο συσχετισμό δύναμης και δεν μπορούσαν παρά να εκφράζουν έναν προσωρινό συμβιβασμό.

Για τα θύματα του τείχους

Τι ισχύει όμως γι' αυτούς που προσπάθησαν να περάσουν στην ΟΔΓ παράνομα μέσω του τείχους; Οπως ήδη είδαμε, οι Δυτικοί ιεραρχούσαν την «προσέλκυση» ανθρώπινου δυναμικού από τη ΓΛΔ με σκοπό την πρόκληση ρήγματος στο εσωτερικό της, αλλά και με πιο άμεσο στόχο την παρεμπόδιση της οικονομικής της ανάπτυξης. Στόχευαν σε συγκεκριμένα στρώματα του πληθυσμού, τα οποία ήταν τα πιο εξειδικευμένα και φυσικά τα λιγότερο πειθαρχημένα και μαχητικοποιημένα στην υπόθεση του σοσιαλισμού. Οι αστοί ξέρουν πολύ καλά να παίζουν με τη διάθεση πλουτισμού και τις προσωπικές φιλοδοξίες. Ξέρουν πολύ καλά να εκμεταλλεύονται προς όφελός τους την αστική, τη μη κομμουνιστική στάση απέναντι στην εργασία. Οι Δυτικογερμανοί πλήρωναν πολλές φορές μισθούς καλύτερους απ' ό,τι στους δικούς τους πολίτες για να προκαλέσουν ρήγμα στη ΓΛΔ. Επίσης, πολύ μεγάλες ήταν οι φοροαπαλλαγές γι' αυτούς που πήγαιναν στην ΟΔΓ. Είναι γνωστές οι περιπτώσεις, όπου Ανατολικογερμανοί, ενώ σπούδαζαν εντελώς δωρεάν στα πολύ υψηλής ποιότητας πανεπιστήμια της ΓΛΔ, έχοντας στη διάθεσή τους δωρεάν κατοικία και ό,τι άλλο χρειαζόταν για τις σπουδές τους, εξασφάλιζαν υψηλές αμοιβές στα δυτικογερμανικά μονοπώλια όταν τελείωναν τις σπουδές τους και μετακόμιζαν (μέχρι να χτιστεί το τείχος το 1961) στην ΟΔΓ. Αυτό είχε ένα τεράστιο κόστος για τη ΓΛΔ. Από τη μία η ΓΛΔ χρηματοδοτούσε κάτι παραπάνω από αδρά τις εντελώς δωρεάν σπουδές και όλες τις άλλες κοινωνικές υπηρεσίες προς τους Ανατολικογερμανούς και από την άλλη έχανε στη συνέχεια την εργασία τους. Οι οικονομικές απώλειες μέχρι το 1961 έχουν υπολογιστεί από τον Δυτικογερμανό οικονομολόγο Fritz Baade σε 100 έως 130 εκατομμύρια μάρκα. Για ένα σχετικά μικρό γεωγραφικά και πληθυσμιακά κράτος, όπως η ΓΛΔ, το κόστος ήταν δυσβάσταχτο.

Ο πιο σημαντικός όμως παράγοντας είναι άλλος. Η αναδιοργάνωση της οικονομίας σε σοσιαλιστική βάση έχει ως αποτέλεσμα να θιγεί όχι μόνο η καπιταλιστική ιδιοκτησία αλλά και ανώτερα μεσαία στρώματα. Στη σοσιαλιστική ΓΛΔ, όπως και σε κάθε διαδικασία σοσιαλιστικής οικοδόμησης, οξύνθηκε η ταξική πάλη, η οποία εκφραζόταν όπως πάντα σε όλα τα επίπεδα (οικονομικό, ιδεολογικό, πολιτικό). Με δεδομένα τα παραπάνω, αλλά και τα οικονομικά δεδομένα που αναφέρθηκαν σε άλλες παραγράφους, συν τα πολύ σημαντικά στοιχεία της κοινής εθνικής ρίζας αλλά και των οικογενειακών, φιλικών δεσμών, συν την ελεύθερη για 12 χρόνια μετακίνηση προσώπων και την αντίστοιχη οικοδόμηση κάθε είδους ανθρώπινων σχέσεων, δημιουργήθηκε πράγματι ένα μεταναστευτικό ρεύμα προς την ΟΔΓ, το οποίο σαφώς και ενισχύθηκε και από τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις στη ΓΛΔ που ισχυροποιούσαν στοιχεία της αγοράς σε βάρος του κεντρικού σχεδιασμού και βεβαίως συνέβαλαν και στην άμβλυνση της κομμουνιστικής συνείδησης.

Μεταξύ αυτών που προσπαθούσαν να περάσουν παράνομα στην ΟΔΓ ήταν και τα πρώην στελέχη του ναζιστικού καθεστώτος με τις οικογένειές τους. Ηξεραν πολύ καλά ότι στη ΓΛΔ τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα γι' αυτούς, ενώ στην ΟΔΓ θα επιβραβεύονταν με την τοποθέτησή τους σε μια σειρά αξιώματα. Αυτή η μάζα ανθρώπων δεν ήταν καθόλου αμελητέα.

Για όλους τους παραπάνω λόγους κάποιοι είχαν - όπως χαρακτηριστικά έγραφε ο Μπρεχτ - το «διαβατήριο στην τσέπη». Σύμφωνα με τις στατιστικές της ΓΛΔ, περίπου 2 εκατομμύρια πολίτες της πήγαν στην ΟΔΓ μεταξύ 1949 και 1989, περίπου το 12% του πληθυσμού της. Αυτό το κομμάτι αποτελούνταν κυρίως από νέους σε ηλικία και συνήθως μορφωμένους και ειδικευμένους εργαζόμενους, το πιο παραγωγικό δηλαδή εργατικό δυναμικό της ΓΛΔ.

Ενα ξεχωριστό κεφάλαιο ιμπεριαλιστικής σπέκουλας είναι ο αριθμός των νεκρών στα κρατικά σύνορα μεταξύ Ανατολικού και Δυτικού Βερολίνου. Εδώ οι αριθμητικοί υπολογισμοί θυμίζουν λίγο από τα «θύματα στα γκούλαγκ». Κάθε χρόνο από το 1992 και κυρίως κάθε Αύγουστο, στην επέτειο δηλαδή ανέγερσης του προστατευτικού τείχους, οι εκτιμήσεις αυτές εκτοξεύονται, υπηρετώντας και αυτές τη δηλωμένη προσπάθεια «απονομιμοποίησης της ΓΛΔ». Ετσι, τα δικαστήρια της ΟΔΓ το 1992 έκαναν λόγο για 224 νεκρούς, το 1996 για 490, το 1997 για 1.065 νεκρούς. Στους «νεκρούς του τείχους» κατά καιρούς περιλαμβάνονταν δολοφονημένοι, πνιγμένοι στη Βαλτική Θάλασσα και ό,τι άλλο μπορεί να βάλει ο νους. Οι επίσημες ωστόσο στατιστικές για τους θανάτους σε επεισόδια στο τείχος, τόσο στις κρατικές υπηρεσίες της ΟΔΓ όσο και στη διεθνή αρθρογραφία κυμαίνονται από 86 μέχρι 200 θανάτους στις πιο ακραίες περιπτώσεις.

Ας δούμε όμως και τις ένοπλες επιθέσεις από την πλευρά του Δυτικού Βερολίνου, οι οποίες δεν είναι γνωστές. Το 1975 δημοσιεύθηκε η περίπτωση της δολοφονίας 2 συνοριακών φρουρών της ΓΛΔ από το Δυτικό Βερολίνο. Το παράξενο δεν είναι αυτό. Οι επιθέσεις και οι προβοκάτσιες από το Δυτικό Βερολίνο δεν ήταν καθόλου σπάνιες, έτσι κι αλλιώς. Το σημαντικό είναι πώς χειρίστηκε την περίπτωση το κράτος της ΟΔΓ. Στο δικαστήριο, αντί οποιασδήποτε ποινής, προσφέρθηκε στον εκτελεστή μία ανθοδέσμη. Μετά από προσωπική παρέμβαση του Προέδρου της ΓΛΔ, Ερικ Χόνεκερ, στον καγκελάριο Σμιτ της ΟΔΓ και τη διεθνή γνωστοποίηση του ζητήματος, ένα άλλο δικαστήριο της ΟΔΓ καταδίκασε τον εκτελεστή, έστω και με εντελώς συμβολική τιμωρία. Το μήνυμα της ΟΔΓ ήταν καθαρό. Οι δολοφονίες και οι πυροβολισμοί από το Δυτικό στο Ανατολικό Βερολίνο όχι μόνο δε θα τιμωρούνταν αλλά θα επιβραβεύονταν.

Μιλάμε λοιπόν για έναν ανοιχτό πόλεμο. Αν ακολουθήσουμε τη δική τους τακτική της αριθμολογίας μπορούμε να σημειώσουμε τα εξής: Από το 1991 μέχρι το 2006 στο τείχος μεταξύ ΗΠΑ και Μεξικού έχουν χάσει τη ζωή τους πάνω από 5.600 άνθρωποι. Για να μην πούμε για το διαβόητο ιμπεριαλιστικό «τείχος του Σαρόν» που χωρίζει τους Ισραηλινούς από τους Παλαιστίνιους και τα καθημερινά θανατηφόρα επεισόδια.

Η ανέγερση του «προστατευτικού τείχους»

Το Βερολίνο μια πόλη με δύο νομίσματα, δύο συντάγματα, τα στρατεύματα δύο αντιτιθέμενων στρατιωτικών συμμαχιών δεν είχε για 12 ολόκληρα χρόνια (από το 1949 έως το 1961) κρατικά σύνορα. Μέχρι τον Αύγουστο του 1961, οπότε και χτίστηκε το τείχος, τα σύνορα όχι μόνο δεν ήταν ασφαλισμένα, αλλά ούτε καν υπό έλεγχο. Περνούσαν νοητά μέσα από δρόμους, συγκροτήματα σπιτιών, κήπους και υδάτινους δρόμους. Μισό εκατομμύριο άνθρωποι τα διάβαιναν καθημερινά.Μία πόλη με μικρότερο πληθυσμό από την Αθήνα, στην οποία κυκλοφορούσαν πάνω από 10.000 Δυτικογερμανοί πράκτορες, συν χιλιάδες Αμερικάνοι της CIA, Αγγλοι της Μ16 και όλες οι μυστικές υπηρεσίες του κόσμου και φυσικά και οι σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες, ένα πραγματικό ενεργό πολυβολείο εχθρικών δυνάμεων μέσα στην καρδιά ενός ανεξάρτητου κράτους. Αν υπάρχει κάτι που πραγματικά γεννάει ερωτήματα δεν είναι η ανέγερση του τείχους, αλλά το γιατί καθυστέρησε από την πλευρά των Σοβιετικών και των Ανατολικογερμανών να θεμελιώσουν για τη ΓΛΔ το αυτονόητο, το δικαίωμα ύπαρξής της.

Οσο πλησιάζουμε προς τον Αύγουστο του 1961, οι προβοκάτσιες γιγαντώνονται. Στις 10 Ιούλη του 1961, ο δυτικογερμανικός Τύπος απαιτούσε κατά της ΓΛΔ «να χρησιμοποιηθούν όλα τα μέσα του ψυχρού πολέμου, του πολέμου των νεύρων και του πολέμου των πυροβολισμών... Γι' αυτό, δεν χρειάζονται μόνο συμβατικές στρατιωτικές δυνάμεις και εξοπλισμοί, αλλά και η υπονόμευση, η θέρμανση της εσωτερικής αντίστασης, η δουλειά στην παρανομία, η αποσύνθεση της εξουσίας, το σαμποτάζ, η διατάραξη των συγκοινωνιών και της οικονομίας, η ανυπακοή, η ανταρσία [...]».

Το Μάρτη του 1961 το δυτικογερμανικό στρατιωτικό περιοδικό «Wehrwissenschaftliche Rundschau» διακηρύσσει ανοιχτά τα σχέδια της ΟΔΓ: «Επειδή έχουν εξαντληθεί τα περιθώρια της Δύσης για απώθηση της Ανατολής, μας μένει μόνο η δυνατότητα της βίαιης αλλαγής του status quo». Λίγες μέρες μετά, ο Δυτικογερμανός υπουργός Ερνστ Λέμερ έσπευσε στο Δυτικό Βερολίνο για να κατευθύνει τη διεξαγωγή του ψυχολογικού πολέμου. Ταυτόχρονα, σαμποτέρ έβαλαν φωτιές σε εγκαταστάσεις του Ανατολικού Βερολίνου, στο σταθμό του ηλεκτρικού της πόλης, στη Λεωφόρο Λένιν και στο Πανεπιστήμιο Χούμπολτ. Μόνο τον Ιούλη, τον τελευταίο μήνα πριν την ανέγερση του τείχους, υπήρξαν 105 προκλήσεις στα σύνορα μεταξύ Ανατολικού και Δυτικού Βερολίνου». Τα στρατεύματα του ΝΑΤΟ στη Κεντρική Ευρώπη τέθηκαν σε κατάσταση συναγερμού και τα δυτικά τανκς πέρασαν την Πύλη του Βρανδεμβούργου, μπαίνοντας στο έδαφος της ΓΛΔ. Αλήθεια, όλοι οι αστοί, οι οποίοι αυτές τις μέρες πανηγυρίζουν, τι θα έκαναν, αν π.χ. τα δύο τρίτα της Νέας Υόρκης ή του Λονδίνου ανήκαν στη Σοβιετική Ενωση με τις στρατιωτικές, φανερές και μυστικές της υπηρεσίες κι αν μάλιστα τα σοβιετικά τανκς κατευθύνονταν στους δρόμους της Νέας Υόρκης ή του Λονδίνου;

Ολα έδειχναν ότι κυοφορούνταν ένα νέο αντεπαναστατικό πραξικόπημα. Ετσι, μεταξύ 3 και 5 Αυγούστου, τα σοσιαλιστικά κράτη - μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας εξέδωσαν ένα ανακοινωθέν, στο οποίο αναφερόταν ότι «οι υπονομευτικές προσπάθειες στα δυτικοβερολινέζικα σύνορα πρέπει να αναχαιτιστούν και να εγγυηθούν αξιόπιστη φύλαξη και πραγματικό έλεγχο στην περιοχή γύρω από το Δυτικό Βερολίνο». Στις 13 Αυγούστου 1961, η ΓΛΔ έκανε το αυτονόητο, το οποίο ήδη είχε αργήσει πολλά χρόνια να κάνει: Θεμελίωσε διακριτά κρατικά σύνορα με την έναρξη της ανέγερσης του Aντιφασιστικού Προστατευτικού Τείχους, όπως ήταν το επίσημο όνομά του. Η ανέγερση του τείχους βεβαίως και δημιούργησε προβλήματα σε οικογενειακό επίπεδο (περιορισμός δυνατότητας επίσκεψης για ένα διάστημα κ.λπ.), αυτά όμως αποτελούσαν άμεση συνέπεια της εξωτερικής καπιταλιστικής επιθετικότητας, η οποία ανοιχτά μιλούσε ακόμα για τη μέρα Χ, για τη μέρα δηλαδή εισβολής και ανατροπής του συστήματος ενός ανεξάρτητου κράτους. Οποιοσδήποτε ξεχνάει αυτά τα στοιχειώδη και προβάλλει σε πρώτο πλάνο τις δυσκολίες επαφών μεταξύ συγγενών και φίλων, κάνει σοβαρή ιστορική λαθροχειρία. Αφού είχε εξασφαλίσει το αυτονόητο, τη διακριτή κρατική επικράτεια, η ΓΛΔ εδραίωσε την κυριαρχία της και δημιούργησε πιο ευνοϊκούς όρους για το σχεδιασμό και την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής οικονομίας και κοινωνίας.

Η ΓΛΔ και ολόκληρο το σοσιαλιστικό στρατόπεδο ήταν σε άμυνα και όχι σε επίθεση. Και μάλιστα σε άμυνα απέναντι σε έναν πανίσχυρο αντίπαλο. Τι έπρεπε λοιπόν να κάνει; Σύμφωνα με τους αστούς και τους οπορτουνιστές: τίποτα, έπρεπε να παραδοθεί και να ενσωματωθεί στην ΟΔΓ. Ευτυχώς, αν και καθυστερημένα, επιλέχτηκε άλλος δρόμος, ο δρόμος της άμυνας. Απέναντι στην πανοπλία των ιμπεριαλιστών πρέπει να παρατάξεις αντίστοιχα μέσα, ιδιαίτερα αν το κύριο μέτωπο της παγκόσμιας αντιπαράθεσης μεταξύ του σοσιαλισμού και του καπιταλισμού βρίσκεται μέσα στο ίδιο σου το σπίτι. Η ΓΛΔ είχε το δικαίωμα να διαθέτει πανίσχυρες ένοπλες δυνάμεις και μυστικές υπηρεσίες για να αμυνθεί και να προφυλάξει το σύστημά της. Αυτό που έκαναν και τα καπιταλιστικά κράτη, όπως οι ΗΠΑ, η Μεγάλη Βρετανία, η ΟΔΓ και το Ισραήλ.

“Ριζοσπάστης”