Το αίτημα των εργαζόμενων λαϊκών στρωμάτων να πάρουν μια ανάσα, μια στοιχειώδη ανακούφιση, μετά από μια πενταετία σφοδρής επίθεσης στα εργασιακά, ασφαλιστικά δικαιώματά τους, στα εισοδήματά τους είναι πέρα για πέρα δίκαιο.
Γύρω από αυτήν την απαίτηση διεξάγεται ένα πραγματικό εμπόριο ελπίδας, που έχει ως στόχο να στρατεύσει το λαό πίσω από τη μια ή την άλλη πολιτική διαχείρισης, πίσω από τη μια ή την άλλη κυβερνητική λύση, με το μάτι, βεβαίως, στραμμένο προς τις ερχόμενες εκλογές.
Η συγκυβέρνηση καλλιεργεί το μύθο ότι προϋπόθεση για την περιβόητη ανακούφιση είναι να ολοκληρωθεί το «πρόγραμμα», ώστε να μπορέσουμε να βγούμε απ' το μνημόνιο. Ο ΣΥΡΙΖΑ σπέρνει αυταπάτες ότι προϋπόθεση για το ίδιο πράγμα είναι να υπάρξει διαπραγμάτευση για τη ρύθμιση του χρέους με «κούρεμα» μέρους του. Και οι δύο θέτουν ως κύριο στόχο την ανάκαμψη της κερδοφορίας του κεφαλαίου, την οποία προβάλλουν ως όρο και για τη λαϊκή ανακούφιση. Και οι δύο, όταν λένε ανακούφιση, δε μιλάνε για ουσιαστική αποκατάσταση των απωλειών που είχαν τα εργατικά - λαϊκά εισοδήματα αυτήν την 5ετία αλλά για ορισμένα ψίχουλα διαχείρισης της ακραίας φτώχειας, ψίχουλα που ακόμα και αυτά δε θα πιάσουν τόπο, γιατί θα εξανεμιστούν πάνω στο έδαφος της συνολικής αντιλαϊκής επίθεσης, μέσα στο συνολικό αντιλαϊκό πλαίσιο που κυριαρχεί.
Η αντιλαϊκή επίθεση κρατάει χρόνια
Οι βάσεις για τη διαρκή υπονόμευση του λαϊκού εισοδήματος και των εργατικών - λαϊκών δικαιωμάτων είχαν τεθεί πολύ πριν την εκδήλωση της πρόσφατης καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης. Ηδη από την δεκαετία του 1990 η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων, των απελευθερώσεων τομέων που μέχρι τότε βρίσκονταν υπό κρατικό έλεγχο, των περικοπών σε τομείς Υγείας, Πρόνοιας, Παιδείας, οι αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, η επίθεση στα ασφαλιστικά δικαιώματα, όλα αυτά συνέθεταν ένα πλαίσιο υπονόμευσης όσων είχαν κατακτηθεί τα προηγούμενα χρόνια.
Η εξέλιξη αυτή δεν ήταν ούτε προσωρινή, ούτε συγκυριακή, σηματοδοτούσε το πέρασμα του καπιταλισμού σε μια νέα φάση της ανάπτυξής του, που «άφηνε πίσω» τη μακρόχρονη -σχεδόν τριαντάχρονη- αστική διαχείριση που ακολουθήθηκε μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, που στηριζόταν στους μεγάλους ρυθμούς ανάπτυξης της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης και, βεβαίως, έπαιρνε υπόψη της την ύπαρξη της ΕΣΣΔ και των σοσιαλιστικών κρατών στην Ευρώπη, της διεθνούς ταξικής πάλης.
Η ανάγκη γι' αυτήν τη στροφή είχε σηματοδοτηθεί ήδη από την καπιταλιστική οικονομική κρίση των αρχών της δεκαετίας του 1970 («πετρελαϊκή κρίση»). Η αλλαγή αυτή προχώρησε με διαφορετικούς ρυθμούς στα καπιταλιστικά κράτη της Ευρώπης εξαιτίας της ανισόμετρης οικονομικής ανάπτυξης.
Στην Ελλάδα, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, προωθούνται μια σειρά αναδιαρθρώσεις. Οι αναδιαρθρώσεις αυτές παίρνουν τη μορφή μιας γενικευμένης πολιτικής μετά την συγκρότηση της ΕΕ και στην προοπτική ένταξης της Ελλάδας στην ΟΝΕ.
Οι πολιτικές αυτές, που χαρακτηρίστηκαν ως «νεοφιλελεύθερες», δεν είναι αποτέλεσμα μιας ιδεοληψίας ορισμένων πολιτικών δυνάμεων της αστικής τάξης, απόδειξη γι' αυτό είναι ότι την εφάρμοσαν όλοι, ανεξάρτητα από τις διακηρύξεις τους. Στη διαμόρφωσή της επέδρασε η ανάγκη αντιμετώπισης προβλημάτων της καπιταλιστικής αναπαραγωγής σε συνθήκες ανταγωνισμού των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών κρατών με ΗΠΑ και Ιαπωνία, ενώ στη συνέχεια επέδρασε το γεγονός της δυναμικής εισόδου στη διεθνή καπιταλιστική αγορά γιγάντων όπως η Κίνα, η Ινδία, η Ρωσία και η Βραζιλία, εντείνοντας τις ανταγωνιστικές πιέσεις.
Μέχρι το 2009, σταθερός προβληματισμός και κριτική από αστικά επιτελεία ήταν ότι δεν προχωράνε οι μεταρρυθμίσεις με την ταχύτητα που πρέπει, ότι οι κυβερνήσεις φοβούνται το πολιτικό κόστος.
Οι αξιώσεις του κεφαλαίου
Οι συνθήκες που διαμορφώθηκαν με την καπιταλιστική οικονομική κρίση, τα μνημόνια, τις δανειακές συμβάσεις και κυρίως η ανάγκη μαζικής απαξίωσης της εργατικής δύναμης (βασικός όρος για έξοδο από την κρίση προς όφελος του κεφαλαίου) επιτάχυναν την εφαρμογή αυτών των πολιτικών. Σε αυτήν την πενταετία το αντιλαϊκό νομικό οπλοστάσιο ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο, με μια σειρά αποφάσεις που καταδικάζουν το λαό στον κατήφορο.
Ολα αυτά, που αποτελούν προϋποθέσεις για την περιβόητη ανάκαμψη αλλά και βάση για να μπορέσει να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας στο μέλλον, προβάλλονται και ως το «φάρμακο» για την αντιμετώπιση του ενδεχομένου μελλοντικών κρίσεων.
Αυτή η πολιτική ήρθε για να μείνει, μάλιστα συνοδεύεται από το επιχείρημα ότι αν όλα αυτά είχαν εφαρμοστεί μέχρι το 2009 ίσως η κρίση να αντιμετωπιζόταν καλύτερα. Αυτό άλλωστε ομολογούν τόσο οι απαιτήσεις του ΣΕΒ, που επαναδιατυπώθηκαν πρόσφατα, για αλλαγές σε Ασφαλιστικό, ομαδικές απολύσεις όσο και οι διαβεβαιώσεις της ΕΕ ότι οι «μεταρρυθμίσεις» (έτσι ονομάζουν τα αντιλαϊκά μέτρα) θα συνεχιστούν και με το πέρας των μνημονίων.
Βεβαίως, το πέρασμα σε μια φάση ανάκαμψης ενδεχομένως να συνδυαστεί με ορισμένα μέτρα που θα έχουν ως στόχο να αντιμετωπίσουν τα πιο ακραία φαινόμενα που γεννά η εφαρμογή αυτής της πολιτικής, να γίνει διαχειρίσιμο το πρόβλημα της μεγάλης ανεργίας, ιδιαίτερα στις νέες ηλικίες, να εξασφαλιστεί και ένα μίνιμουμ πλαίσιο ενσωμάτωσης και χειραγώγησης δια μέσου ορισμένων παροχών.
Ολα αυτά, βεβαίως, θα εξαρτηθούν από την πορεία της ανάκαμψης και το ενδεχόμενο εκδήλωσης μιας νέας κρίσης. Σε κάθε, όμως, περίπτωση δεν μπορεί να γίνεται λόγος ούτε για αποκατάσταση εισοδημάτων, ούτε για ουσιαστική ανακούφιση των εργαζόμενων λαϊκών στρωμάτων. Πολύ δε περισσότερο που στο μεταξύ έχει διευρυνθεί η ψαλίδα ανάμεσα στις σύγχρονες λαϊκές ανάγκες και την ικανοποίησή τους, έχει μεγαλώσει ο βαθμός εκμετάλλευσης, δηλαδή η απόσταση ανάμεσα στην καπιταλιστική κερδοφορία και στο μέρος του κοινωνικού πλούτου που πάει για την κάλυψη της επιβίωσης των εργαζομένων, ακόμα και σε χώρους και κλάδους που οι μισθοί δε μειώθηκαν δραματικά ή ακόμα και αυξήθηκαν.
Σύγκρουση με την αντιλαϊκή στρατηγική
Απ' όλα αυτά είναι καθαρό ότι ακόμα και στοιχειώδη μέτρα για την ανακούφιση των εργαζομένων έρχονται σε αντιπαράθεση με τη συνολική αστική στρατηγική. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος αντιμετώπισης από την πλευρά της συγκυβέρνησης όλων των προτάσεων νόμου και τροπολογιών που κατέθεσε το ΚΚΕ, υποστηρίζοντας διεκδικήσεις του συνδικαλιστικού κινήματος. Ολες απορρίπτονται ως ασύμφορες δημοσιονομικά. Ομως είναι χαρακτηριστική και η στάση του ΣΥΡΙΖΑ, που, ενώ στα λόγια μιλάει για τη «σωτηρία του λαού», δε δεσμεύεται σε μέτρα που αφορούν την ουσιαστική ανακούφιση των εργαζομένων, π.χ., επαναφορά 13ου και 14ου μισθού και αντίστοιχα σύνταξης κλπ., ούτε βεβαίως για την κατάργηση όλου του αντιλαϊκού νομοθετικού πλαισίου, των συνθηκών της ελαστικής εργασίας κλπ.
Στο αντίθετο, μάλιστα, συνηγορούν οι διαβεβαιώσεις για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, για τήρηση των αντοχών της οικονομίας κλπ. Αυτή η στάση των δυνάμεων που ανταγωνίζονται για την αστική διαχείριση επιβεβαιώνει ότι το συνολικό αντιλαϊκό πλαίσιο, που έχει χτιστεί και χτίζεται μέρα με τη μέρα και συνιστά μια εντελώς διαφορετική κατάσταση για το μέλλον των νέων γενιών των εργαζομένων, πολύ διαφορετική απ' αυτήν που έζησαν οι παλιότερες, δεν πρόκειται να αμφισβητηθεί από κανέναν.
Είναι, λοιπόν, καθαρό ότι η εργατική - λαϊκή ανακούφιση προϋποθέτει το ξήλωμα όλου του αντιλαϊκού νομικού πλαισίου, όλης της αντιλαϊκής αντεργατικής πρακτικής της εργοδοσίας, του κεφαλαίου, της φορομπηξίας του αστικού κράτους, των προϋπολογισμών περικοπών, των ιδιωτικοποιήσεων κλπ. Σημαίνει, στην πραγματικότητα, αντιπαράθεση με όλο το σύγχρονο πλαίσιο μέσα στο οποίο εντείνεται η καπιταλιστική εκμετάλλευση. Χρειάζεται, συνεπώς, σύγκρουση συνολικά με τη στρατηγική του κεφαλαίου και της ΕΕ, συνολική αντιπαράθεση όχι μόνο με τα μνημόνια και τις δανειακές συμβάσεις αλλά με τα αντιλαϊκά μνημόνια διαρκείας που θα υπάρχουν και μετά από την περίφημη έξοδο απ' το μνημόνιο και τη ρύθμιση του χρέους. Προϋποθέτει, επίσης, τη μη αποδοχή ως λύσης της ζωής με ψίχουλα στην οποία προσπαθούν να μας εκπαιδεύσουν να συνηθίσουμε, τόσο η συγκυβέρνηση όσο και η αξιωματική αντιπολίτευση. Δεν υπάρχει αστική κυβέρνηση, όπως και να αυτοαποκαλείται, κυβέρνηση που θα στηρίζεται στους αντιλαϊκούς θεσμούς της σημερινής εξουσίας των μονοπωλίων, που θέτει ως κύριο στόχο της την ανάκαμψη και την παραγωγική ανασυγκρότηση της καπιταλιστικής οικονομίας, που δίνει εγγυήσεις πως θα είναι πιστή στις δεσμεύσεις της ΕΕ και διαβεβαιώνει πως το «κράτος έχει συνέχεια», που να μπορεί να εφαρμόσει μια τέτοια πολιτική.
Η πραγματική διέξοδος
Μόνη άμεση διέξοδος είναι αυτό που μπορούν να πετύχουν οι εργαζόμενοι με την πάλη τους, τους αγώνες τους, τις απεργίες, την αντιπαράθεση με τη συγκυβέρνηση, την εργοδοσία, την πολιτική της ΕΕ σε όλη τη γραμμή. Αλλη λύση δεν υπάρχει. Οσο θα δυναμώνει το κίνημα σε γραμμή αμφισβήτησης της πολιτικής των μονοπωλίων, όσο θα συσπειρώνονται νέες εργατικές - λαϊκές δυνάμεις, θα αναζωογονούνται τα συνδικάτα, οι γενικές συνελεύσεις στους χώρους δουλειάς, θα γίνονται οι Λαϊκές Επιτροπές κυψέλες πάλης στις γειτονιές, θα προωθείται ο συντονισμός και η κοινή δράση εργαζομένων, αυταπασχολουμένων, φτωχών αγροτών.
Οσο θα δυναμώνει η προοπτική της πάλης για συνολική αλλαγή συσχετισμών υπέρ των εργαζομένων, θα ενισχύεται η πεποίθηση ότι χρειάζεται συνολική αντιπαράθεση με το κεφάλαιο, την εξουσία, τις κυβερνήσεις του, την ΕΕ.
Οσο θα αλλάζουν οι συσχετισμοί υπέρ των ταξικών, αγωνιστικών δυνάμεων στα σωματεία και τους φορείς.
Οσο θα ενισχύεται με κάθε τρόπο το ΚΚΕ.
Τόσο θα διαμορφώνεται η δυνατότητα η εργατική - λαϊκή πάλη να βάζει εμπόδια, να καθυστερεί την εφαρμογή των αντιλαϊκών μέτρων, να αποσπά ορισμένες παραχωρήσεις που θα δίνουν ανάσες στους εργαζόμενους.
Το δρόμο τον έδειξε το Πανελλαδικό Συλλαλητήριο την 1/11, συνέχεια πρέπει να δοθεί με την επιτυχία της πανελλαδικής πανεργατικής απεργίας στις 27/11, ως ένας ακόμα σταθμός σε αυτήν την κατεύθυνση. Πρέπει να πούμε όχι στη ζωή με ψίχουλα, να μη δεχτούμε τις απαιτήσεις του κεφαλαίου.
Μέσα απ' αυτήν τη διαδικασία μπορεί να ωριμάζει στη σκέψη ευρύτερων εργατικών - λαϊκών μαζών, να μπολιάζεται η αυτοπεποίθηση και η διάθεση για αγώνα με τη θέση ότι: Η ουσιαστική ανακούφιση, αποκατάσταση απωλειών, η κατάργηση των αντιλαϊκών νόμων προϋποθέτει οι εργαζόμενοι να πάρουν την εξουσία, να στηριχτούν σε εργατικούς - λαϊκούς θεσμούς βγαλμένους μέσα στην πάλη, να επιβάλουν τη θέλησή τους. Προϋποθέτει να ανοίξει ο δρόμος με την κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων για την αλλαγή της οργάνωσης της παραγωγής, κάνοντας ο λαός, οι εργαζόμενοι ιδιοκτησία τους όλο τον κοινωνικό πλούτο, σχεδιάζοντας την παραγωγή με κριτήριο τις εργατικές - λαϊκές ανάγκες. Βγάζοντας απ' τη μέση το κριτήριο της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Η «σωτηρία του λαού» συνδέεται άμεσα με το ζήτημα ποιος έχει την εξουσία, ποιος κάνει κουμάντο στην οικονομία.
Και μιας και είναι οι μέρες που συμπληρώθηκαν 97 χρόνια από την Οχτωβριανή Επανάσταση θυμίζουμε ότι στη θέση: «Μας απειλεί οικονομική καταστροφή. Γι' αυτό είναι λάθος το να βγάλει κανείς από τη μέση την αστική τάξη», ο Λένιν αντέτεινε: «Αυτό είναι αστικό συμπέρασμα, όσο πιο κοντά είναι η καταστροφή τόσο επιτακτικότερη γίνεται η ανάγκη της απομάκρυνσης της αστικής τάξης».
“Ριζοσπάστης”