Κομμένη και ραμμένη στα μέτρα των τραπεζών και του κεφαλαίου είναι η τροπολογία που κατάθεσε η κυβέρνηση στη Βουλή σχετικά με τη διαχείριση των «κόκκινων» επιχειρηματικών δανείων, ενώ η ίδια λογική διαπερνά και τους σχεδιασμούς της σχετικά με τα ληξιπρόθεσμα στεγαστικά δάνεια των λαϊκών νοικοκυριών. Στην ίδια ρότα και μάλιστα σε στρατηγική σύμπλευση με τη συγκυβέρνηση κινείται και η σχετική πρόταση νόμου που κατατέθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Οι βασικοί άξονες της κυβερνητικής τροπολογίας για τα «κόκκινα» επιχειρηματικά δάνεια είναι οι παρακάτω :
-- Σε διαδικασία ρύθμισης υπάγονται αποκλειστικά και μόνο οι «βιώσιμες» επιχειρήσεις.
-- Οι τράπεζες έχουν το ελεύθερο να προχωρούν σε «ρύθμιση ή και διαγραφή υπό διαφορετικούς όρους» ή ακόμη και να αρνηθούν το αίτημα του οφειλέτη.
-- Σε περίπτωση νέων καθυστερήσεων πάνω από 3 μήνες προκαλείται απώλεια των ...ευεργετημάτων. Σε αυτό το πλαίσιο, το σύνολο των οφειλών γίνεται άμεσα ληξιπρόθεσμο και απαιτητό.
-- Οι τράπεζες θα έχουν πρόσθετα φορολογικά μπόνους και εκπτώσεις, με την αφαίρεση της «χασούρας» (για τόκους και κεφάλαιο) από τα καθαρά έσοδα σε 15 ετήσιες δόσεις.
-- Η κεντρική κατεύθυνση συμπληρώνεται από τη διάταξη που προβλέπει ότι «το χρηματοδοτικό ίδρυμα παρέχει την αιτούμενη διαγραφή και ρύθμιση κατά τη διακριτική του ευχέρεια, σύμφωνα με κριτήρια τα οποία επιλέγει για την αξιολόγηση της ικανότητας του αιτουμένου να αντεπεξέλθει στις ρυθμισθείσες υποχρεώσεις».
Σε ό,τι αφορά τα ληξιπρόθεσμα «κόκκινα» στεγαστικά δάνεια:
Σε επόμενη φάση αναμένεται να κατατεθεί στη Βουλή η σχετική κυβερνητική ρύθμιση. Κεντρικό κριτήριο αποτελεί η τρέχουσα εμπορική αξία του υποθηκευμένου στις τράπεζες ακινήτου. Το κυβερνητικό σχέδιο προβλέπει το σπάσιμο του στεγαστικού δανείου σε δύο τμήματα, συγκεκριμένα «σ' ένα τμήμα το οποίο θα συνεχίσει να εξυπηρετείται κατά το 70% με το τρέχον επιτόκιο και σ' ένα άλλο τμήμα (30%) το οποίο θα μετακινηθεί στο μέλλον και θα εκπληρωθεί εφόσον η οικονομία ανακάμψει και η αξία του ακινήτου φτάσει στα προηγούμενα επίπεδα».
Οι εμπορικές τιμές των ακινήτων, βέβαια, τα τελευταία χρόνια, έχουν υποχωρήσει σε επίπεδα της τάξης του 35% και διαμορφώνονται πολύ χαμηλότερα από την αξία της υποθήκης που έχουν εγγράψει οι τραπεζίτες. Δηλαδή, σε περίπτωση πλειστηριασμών, δε θα μπορούσαν να βρουν αγοραστές οι οποίοι θα κατέβαλλαν το ύψος της αρχικής υποθήκης και του δανείου. Από την άλλη πλευρά, οι τράπεζες, χωρίς να αναγράψουν νέες επισφάλειες στους ισολογισμούς τους, αφήνουν παρακαταθήκη για το μέλλον το μέρος του δανείου το οποίο, έτσι κι αλλιώς σε αυτήν τη φάση, δε θα μπορούσαν να εισπράξουν.
Προ των πυλών είναι και η άρση των όποιων περιορισμών σε ό,τι αφορά τους πλειστηριασμούς για τα «κόκκινα» στεγαστικά δάνεια των λαϊκών νοικοκυριών. Ο υπουργός Οικονομικών σημείωσε ότι δεν μπορεί να μιλήσει για «παράταση του καθεστώτος» (λήγει στο τέλος Δεκέμβρη 2014), λέγοντας ότι «θα βρεθεί φόρμουλα για την πρώτη κατοικία».
Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την πλευρά του, σε πρόσφατη ανακοίνωση του τμήματος οικονομικής πολιτικής, «κατηγόρησε» τη συγκυβέρνηση, λέγοντας ότι δεν ορίζονται αντικειμενικά κριτήρια βιωσιμότητας, τέτοια «που να λαμβάνουν υπόψη τη συμμετοχή του κλάδου στο ΑΕΠ για την ανάκαμψη της οικονομίας, τις θέσεις εργασίας για την αντιμετώπιση της ανεργίας και, βέβαια, τις ανάγκες της παραγωγικής και κοινωνικής ανασυγκρότησης της χώρας». Eίναι δηλαδή απόλυτα φανερό το γεγονός ότι η πρεμούρα τους αφορά στα τραπεζικά δάνεια ανταγωνιστικών και βιώσιμων επιχειρήσεων.
Σε ό,τι αφορά τα στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια, η περιβόητη «μάχη» του ΣΥΡΙΖΑ με τα «κερδοσκοπικά κεφάλαια» αφορά στην «απαγόρευση» της μεταβίβασής τους από τις ντόπιες τράπεζες σε «μη τραπεζικά ιδρύματα, τα οποία δε λειτουργούν νόμιμα σε χώρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης». Μάλιστα, η... «απαγόρευση» ισχύει μόνο για τα δάνεια που έχουν συναφθεί την τελευταία δεκαετία.
ΣΥΡΙΖΑ: Αφαίμαξη του λαού μέχρι... τα «απολύτως αναγκαία»
Σύμφωνα με την πρόταση νόμου του ΣΥΡΙΖΑ, δε χαρίζεται ούτε 1 ευρώ από τις «οφειλές» των λαϊκών νοικοκυριών σε Εφορίες, τράπεζες και ασφαλιστικά ταμεία. Οπως μάλιστα ανέφερε χαρακτηριστικά στις 30/10 ο υπεύθυνος οικονομικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, Γ. Μηλιός, διαγραφή χρεών εισηγούνται μόνο για τις περιπτώσεις που τα δάνεια είναι από χέρι χαμένα για τις τράπεζες: «...για ανθρώπους πάρα πολύ μεγάλης ηλικίας, χωρίς κανένα εισόδημα, ασθενείς κλπ.»!
Το μόνο που προβλέπεται στις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ είναι η «παροχή» επιπλέον δόσεων (όπως κάνει δηλαδή και η κυβέρνηση), με στόχο να εισπραχθούν όσα γίνεται περισσότερα από εργατικά - λαϊκά νοικοκυριά που αδυνατούν να αποπληρώσουν τις «οφειλές» τους. Ορίζουν ως ελάχιστη «ταρίφα» του ύψους των δόσεων το 20% του εισοδήματος του εργατικού - λαϊκού νοικοκυριού, ενώ σε ό,τι αφορά αυτοαπασχολούμενους που έχουν ταυτόχρονα και ασφαλιστικές οφειλές η ελάχιστη καταβολή προβλέπεται στο 30% του εισοδήματος! Με αυτόν τον τρόπο, όπως σημειώνουν, «παρέχεται η δυνατότητα να εξυπηρετηθούν τα ληξιπρόθεσμα και τα τρέχοντα χρέη, να λειτουργήσουν οι επιχειρήσεις και να συντηρηθεί στα απολύτως αναγκαία επίπεδα ο επαγγελματίας και η οικογένειά του»...