Ο Διαμαντής (Γιάννης Αλεξάνδρου) με τον Γιώτη (Χαρίλαο Φλωράκη)
«Διατάσσομεν.
Η κυκλοφορία του πληθυσμού Καρδίτσης και περιχώρων επιτρέπεται μόνον από τας κεντρικάς οδούς: 1) Καρδίτσης - Μητροπόλεως 2) Καρδίτσης - Καρδιτσομαγούλας 3) Καρδίτσης - Φαναρίου 4) Καρδίτσης - Τρικκάλων 5) Καρδίτσης - Σεκλίζης 6) Καρδίτσης - Λαρίσης.
Οιαδήποτε άτομα, κτήνη, ποίμνια κ.λπ. αποπειραθούν να εισέλθωσιν ή εξέλθωσι της Καρδίτσης διά παρόδων, καρροποιήτων ή ημιονικών ή ενδιαμέσων χώρων μεταξύ φυλακίων εκτός των ως άνω καθοριζομένων, καθίσταται γνωστόν, ότι θα πυροβολούνται άνευ ετέρας διατυπώσεωςπαρά των φυλακίων, τα οποία έχουσι αυστηράν προς τούτο διαταγήν.
Β.Σ.Τ. 904 τη 11-12-48
Εκ της Στρατιωτικής Διοικήσεως Καρδίτσης» (εφημερίδα «Θεσσαλική Φωνή»).
Λίγες ώρες μετά την έκδοση της απαγόρευσης κυκλοφορίας, το βράδυ εκείνης της μέρας, δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού της 1ης Μεραρχίας, με διοικητή τον Χαρίλαο Φλωράκη (Γιώτη), και της 2ης Μεραρχίας, με διοικητή τον Γιάννη Αλεξάνδρου (Διαμαντή), άρχισαν την επίθεση για την κατάληψη της Καρδίτσας. Στην επίθεση πήρε μέρος και η ταξιαρχία ιππικού του ΔΣΕ με διοικητή τον Στέφανο Μανάκα (Στέφο). Τη γενική διεύθυνση της επιχείρησης είχε ο αντιστράτηγος του ΔΣΕ Κώστας Καραγιώργης, διοικητής του Κλιμακίου Γενικού Αρχηγείου Νότιας Ελλάδας (ΚΓΑΝΕ).
Πριν ακόμα ξημερώσει, η «Θεσσαλική Φωνή», που την προηγουμένη δημοσίευε την απαγόρευση κυκλοφορίας, τυπωνόταν με το παρακάτω κείμενο:
«Τελευταία ώρα. Η Καρδίτσα υπέστη σφοδροτάτην επίθεσιν (...) Από της 10.45 της παρελθούσης νυκτός (...) τμήματα συμμοριτών (...) βάλλουν διά πυκνών πυρών κατά ημετέρων (...) Τα όπλα ωρύονται εντός της πόλεως».
Η μάχη της Καρδίτσας είχε αρχίσει. Στο πλευρό των δυνάμεων του αστικού στρατού που στρατοπέδευαν στην Καρδίτσα σπεύδουν δυνάμεις από τη Λάρισα, όμως καθώς οι μαχητές του ΔΣΕ είχαν ανατινάξει τη γέφυρα «ο ουλαμός των αρμάτων που έσπευσε προς βοήθεια από την Λάρισα μέσω Τρικάλων υπό τον ίλαρχο Στυλιανό Παττακό (σ.σ. αυτόν που το 1967 έβαλε τη χώρα στο γύψο) δεν μπόρεσε να φτάσει στην Καρδίτσα».
Να πώς περιγράφει ο Β. Αποστολόπουλος, στο βιβλίο του «Το χρονικό μιας εποποιίας - Ο ΔΣΕ στη Ρούμελη», τα προεόρτια της μάχης:
«Αρχές του Δεκέμβρη 1948. Η ψηλή χώρα των Αγράφων δέρνεται από παγερούς βοριάδες και χιονοθύελλες (...) Μα τις πρώτες μέρες του Δεκέμβρη, η περιοχή γέμισε από αρματωμένους. Το οροπέδιο της Νευρόπολης (...) αυλακώνεται από πεζούς και καβαλαραίους που πάνε κι έρχονται. Και ποιος δε δίνει "παρών" στο ταπεινό χωριό Μπελοκομίτης (...) Ο αξέχαστος Καραγιώργης (...) ο Διαμαντής, ο Κοτσάβρας με τη II Μεραρχία (...) ο Γιώτης με την I Μεραρχία, κι ακόμα ο Περικλής, ο Ερμής, ο Αθανασίου, ο Μπαντέκος, ο Παύλος και πλήθος μικροί και μεγάλοι πολεμιστές του ΔΣΕ.
Πολλές προετοιμασίες γίνονται. Οπλα, πυρομαχικά, ρουχισμός, παπούτσια, συμπλήρωση των μονάδων με έμψυχο υλικό προχωρούν με γρήγορο ρυθμό. Το φτωχικό χωριό δε μας κρατεί άλλο πια (...) Στις 10 του Δεκέμβρη, μόλις νύχτωσε, ξεκινούμε για τη μεγάλη επιχείρηση (...) Μεγάλο το ταξίδι μας τούτο και πρωτόγνωρο. Καινούριο στοιχείο μπαίνει στην εμπειρία μας: Ο κάμπος! Η απέραντη πεδιάδα που δεν την αντικόβει ένας λοφίσκος, ένα υψωματάκι, ένα δασάκι. Εμείς έχουμε μάνα κι αδέρφια τα βουνά, με τα μονοπάτια και τους γκρεμούς, τα περάσματα και τα διάσελα, τα δάση και τα φαράγγια. Εχουμε ανάγκη προσαρμογής και μάλιστα σε λίγες ώρες (...) η μάχη θα δοθεί σε μεγάλο κατοικημένο κέντρο, γεμάτο αρνήσεις και παγίδες, πεδίο δράσης των μηχανοκίνητων μέσων του στρατού. Πρέπει, λοιπόν, με την τακτική μας, που δεν έχει καμιά σχέση με τα κλασικά μοτίβα της πολεμικής τέχνης, να ξεπεράσουμε τις καινούριες δυσκολίες που θα παρουσιαστούν. Μέσα στις δυσκολίες και τις ελλείψεις (...) χωρίς μέτωπο, γραμμή, περιοχή δική μας, διαμορφώσαμε νέου τύπου μαχητές. Πολύ διαφορετικούς από εκείνους του ΕΛΑΣ...».
Η μάχη
Εφημερίδα «Ελευθερία», Τρίτη 14 Δεκέμβρη 1948
Και η συνέχεια από τον αντιστράτηγο του ΔΣΕ Κ. Καραγιώργη, όπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Δημοκρατικός Στρατός»:
«Η μάχη μέσα στην πόλη της Καρδίτσας είναι η μεγαλύτερη από κάθε πλευρά πολεμική ενέργεια που έκανε ως τώρα ο Δημοκρατικός Στρατός στη Νότια Ελλάδα (...)
Η Καρδίτσα (...) αν εξαιρέσουμε μόνο τη Λάρισα, είναι η πιο πεδινή πόλη της Ελλάδας και αυτό προδιαγράφει και τη στρατιωτική δυσκολία της ως στόχου, άρα, και τη βαρύτητα της επιχείρησης. Οι δύο βάσεις εξόρμησης δεν μπορούσαν να είναι πιο κοντά από 14 χιλιόμετρα η μία με 3,5 ώρες πορεία προς το στόχο (Αϊ - Γιώργη Βουνεσιού) και 14 χιλιόμετρα η άλλη με 4 ώρες πορείας (Λογγιές Καταφυγίου) μέσα από κάμπο 100% (...) Η μάχη μέσα στην πόλη πήρε από την πρώτη στιγμή εξαιρετική σφοδρότητα. Οσες αντιστάσεις δεν έπεφταν, απομονώθηκαν και τα τμήματα προχωρούσαν προς το κέντρο. Ο σιδηροδρομικός σταθμός κράτησε την πρώτη νύχτα και την ημέρα, ως το απόγευμα. Ο σταθμός επιβητόρων έπεσε, αλλά ξαναπάρθηκε από τον εχθρό, χάρη στα τανκς που έφερε επιτόπου. Αλλά στο νότιο τομέα τα τμήματα προχώρησαν προς το κέντρο και έφτασαν στα πιο οχυρωμένα σημεία του εχθρού (Παυσίλυπο - Πυροβολικό). Την ημέρα η μάχη συνεχίστηκε μέσα στην πόλη, πολύ εντατικά στον βόρειο τομέα και κάπως χαλαρότερη στο νότιο. Επεσαν κι άλλες σοβαρές αντιστάσεις.
Εφημερίδα «Εμπρός», Τρίτη 14 Δεκέμβρη 1948
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα στάλθηκε η διαταγή για τη συνέχιση της επιχείρησης και το ερχόμενο 24ωρο. Τη διαταγή αυτή πήρε η I Μεραρχία και τα τμήματα της πλαγιοφυλακής από τα Τρίκαλα και το Μουζάκι, αλλά δεν πήρε η II Μεραρχία, γιατί δε δούλεψαν οι διαβιβάσεις της με τη διεύθυνση της επιχείρησης και ούτε είχε διατηρήσει κανονικά πλάγια επαφή με την I Μεραρχία. Ετσι τα ξημερώματα της 13ης του Δεκέμβρη αποχώρησε από την πόλη η II Μεραρχία με όλα τα τμήματα που είχε στις διαταγές της. Η διεύθυνση της επιχείρησης διέταξε τότε τα τμήματα της II Μεραρχίας να πάρουν διάταξη μέσα στον κάμπο και ένα τμήμα της να βαδίσει και πάλι προς το ανάχωμα της Καρδίτσας. Παράλληλα, έβγαλε τα τμήματα της I Μεραρχίας έπειτα από μια ψεύτικη επίθεση και άφησε οπισθοφυλακή μέσα στον κάμπο, στα κανονικά τους δρομολόγια προς τα ριζά.
Το μεσημέρι είχε συμπληρωθεί η υποχώρηση. Ο εχθρός στάθηκε ανίκανος να αντιληφθεί έγκαιρα τι ακριβώς συνέβαινε. Οταν το κατάλαβε (στις 4 το απόγευμα) ήταν πια πολύ αργά για οποιαδήποτε ενέργεια με τα μηχανοκίνητα και το πυροβολικό του. Χρησιμοποίησε μόνο εντατικά την αεροπορία (...) και χρειάστηκε μέρες να περιμαζέψει τις εκατοντάδες των νεκρών και των τραυματιών του, να καταμετρήσει τους 1.076 νέους και νέες που του έλειπαν και να λογαριάσει τι ακριβώς πήραμε από τις αποθήκες ανεφοδιασμού».
Σκαρίφημα της μάχης της Καρδίτσας που περιέχεται στη σχετική έκδοση της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού του ΓΕΣ
Οι εφημερίδες την επομένη κυκλοφορούν με τίτλους όπως «Η Καρδίτσα επί τριάκοντα ώρας εις την διάθεσιν των συμμοριτών» (εφημερίδα «Εμπρός», Τρίτη 14 Δεκέμβρη 1948), «30 ωρών μάχαι εις Καρδίτσαν» (εφημερίδα «Ελευθερία», Τρίτη 14 Δεκέμβρη 1948).
Ο πικρός έπαινος από τον αντίπαλο
Ο αντίπαλος αργότερα αναγκάστηκε να ομολογήσει:
«Η προπαρασκευή της επιχειρήσεως υπήρξεν επιμελημένη και προηγήθη εκτέλεσις πολλών ασκήσεων υπό των τμημάτων κατά κατωκημένων τόπων. Η διαταγή επιχειρήσεων υπήρξε πλήρης, μετά λεπτομερεστάτων σχεδιαγραμμάτων της πόλεως και των εχθρικών αντιστάσεων. Αι πληροφορίαι περί των δυνάμεων και της οργανώσεως της φρουράς Καρδίτσης υπήρξαν ακριβείς και νωπαί και τούτο κατέδειξε την αξίαν των Π.Ε. (σ.σ. Πολιτικών Επιτρόπων) των πόλεων. Η ορμητικότης των τμημάτων ήτο πολύ καλή και διεκρίθησαν αι μαχήτριαι γυναίκες, αίτινες έδρασαν με φανατισμόν μεγαλύτερον του ανδρικού. Τα στελέχη απέδειξαν μεγάλην βελτίωσιν εις την τεχνικήν του αγώνος. Η αποχώρησις των συμμοριακών τμημάτων εν ημέρα και επί εδάφους πεδινού υπό την άμεσον επίδρασιν της Αεροπορίας έγινε με συνοχήν και τάξιν» (ο στρατηγός του αστικού στρατού Ζαφειρόπουλος). Ακόμα και ο Αβέρωφ θα χαρακτηρίσει την επιχείρηση της Καρδίτσας «μία από τις πιο τολμηρές και τις πιο συγκλονιστικές επιδρομές του ΔΣΕ (...) Ο ψυχολογικός αντίκτυπος ήταν τρομερός. Ηταν η πρώτη φορά που μια πόλη που βρισκόταν σε πεδιάδα κατελαμβάνετο και εδηούτο από τους αντάρτες. Δεν αισθανόταν πλέον κανείς ασφαλής παρά μόνον στις μεγάλες πόλεις».
Με σχέδιο και οργάνωση
Η κατάληψη της Καρδίτσας δεν ήρθε από το πουθενά. Στις αρχές του Σεπτέμβρη και λίγο μετά τον ελιγμό των δυνάμεων του ΔΣΕ από τον Γράμμο στο Βίτσι, οι μαχητές του ΔΣΕ υποχρεώνουν σε άτακτη φυγή τον αστικό στρατό καταστρέφοντας κυριολεκτικά την 22η Ταξιαρχία του, που τμήματά της διαλυμένα πλημμύρισαν πανικόβλητα την Καστοριά. Ο Ζαφειρόπουλος μιλά για «καταπλημμυρισμό της Καστοριάς διά πανικόβλητων φυγάδων» και ο Αβέρωφ συμπληρώνει: «Οι άνδρες πέταξαν τα όπλα τους και, καταληφθέντες από πανικό, εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και έσπευσαν προς την Καστοριά».
Σ' αυτό το κλίμα στις αρχές Νοέμβρη του 1948 το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ αποφάσισε «μια αδιάκοπη αποφασιστική πολεμική δράση, που θα προσελκύσει και θα φθείρει σοβαρές δυνάμεις του εχθρού». Για το ΚΓΑΝΕ αυτό σήμαινε ότι έπρεπε «να ανεβάσει τη δουλειά μέσα στις πόλεις του χώρου του», δηλαδή να αναπτύξει «ένοπλη και σαμποταριστική δουλειά μέσα στις πόλεις. Ξεσήκωμα μαζικών αγώνων για τη ζωή του λαού. Σοβαρές επιχειρήσεις από τις μονάδες του στρατού μας μέσα στις πόλεις». Κι αυτό ακριβώς συνέβη στην Καρδίτσα, όπου ήδη από το καλοκαίρι του 1948 είχαν συγκροτηθεί δύο ομάδες Πολιτικών Επιτρόπων. Η πρώτη με ομαδάρχη τον Λάμπρο Φιλομούζη (Ταρζάν), οικοδόμο, στέλεχος της ΕΠΟΝ, ο οποίος είχε υπηρετήσει και στον ΕΛΑΣ. Η δεύτερη, ολιγομελής με ειδική αποστολή και επικεφαλής τον Μανώλη Τολάκη (Φάνης), επίσης στέλεχος της ΕΠΟΝ, απόφοιτο γυμνασίου και εργάτη. Η ομάδα του Ταρζάν έμπαινε στην Καρδίτσα, συγκρούονταν με περιπόλους του αντιπάλου, έκανε τοιχοκολλήσεις υλικού του ΔΣΕ που προοριζόταν για φαντάρους των κυβερνητικών δυνάμεων. Η ομάδα του Μ. Τολάκη ήταν εγκαταστημένη μέσα στην Καρδίτσα, μελετώντας τη διάταξη του αντιπάλου, συγκεντρώνοντας πληροφορίες που είχαν σχέση με τις κινήσεις των στρατευμάτων κ.τ.λ.
Το αποτέλεσμα καταγράφηκε ως μια λαμπρή σελίδα του λαϊκού επαναστατικού στρατού...