Η λειτουργία του εργοστασίου στο Λαύριο ξεκίνησε το 1955. Το 1957 οι εργαζόμενοι πραγματοποίησαν μαζική απεργία, διεκδικώντας αύξηση των ημερομισθίων και βελτίωση των σκληρών συνθηκών εργασίας.
Η απάντηση της εργοδοσίας ήταν να απολύσει τους συνδικαλιστές και όσους εργαζόμενους πρωτοστάτησαν στην απεργία. Ετσι, η εργοδοτική τρομοκρατία κατάφερε μέχρι και τις αρχές του 1964 να καταστείλει κάθε αντίδραση.
Η διοίκηση του επιχειρησιακού σωματείου ελεγχόταν από την εργοδοσία. Εργοδοτική ήταν η πλειοψηφία και στο Εργατικό Κέντρο Περιφέρειας Λαυρίου που είχε φτιάξει διασπαστικά σωματεία - σφραγίδες σε όλους σχεδόν τους βιομηχανικούς κλάδους της περιοχής.
«Για τους εργαζόμενους του ΑΙΓΑΙΟΝ η εργατική Νομοθεσία είχε καταργηθεί. Κάθε επιδίωξη των εργαζομένων για εφαρμογή των Συλλογικών Συμβάσεων εργασίας, την πληρωμή των ημερομισθίων ασθενείας και των υπερωριών, συναντούσε την απόλυση, αλλά και τη γνωστοποίηση προς τις βιομηχανίες του Λαυρίου, οι οποίες έκλειναν την πόρτα σε κάθε απολυμένο του ΑΙΓΑΙΟΝ. Τα πρόστιμα, οι παραβιάσεις του ωραρίου εργασίας, οι αργίες και οι απειλές ήταν στην ημερήσια διάταξη».(1)
Στις 3 Νοέμβρη 1963 έγιναν βουλευτικές εκλογές και η Ενωση Κέντρου με τον Γεώργιο Παπανδρέου αναδείχτηκε σε πρώτο κόμμα. Το Φλεβάρη του 1964 έγιναν νέες βουλευτικές εκλογές, όπου η Ενωση Κέντρου αποσπά σχεδόν 53%.
Παράλληλα, έχει αναπτυχθεί η κίνηση των «115 Συνεργαζόμενων Εργατοϋπαλληλικών Οργανώσεων - ΣΕΟ 115» ή αλλιώς «Κίνηση των 115». Στην κορυφή των αιτημάτων της έστεκε ο εκδημοκρατισμός του συνδικαλιστικού κινήματος, σε μια περίοδο που η αστική τάξη, στηριγμένη στους ιμπεριαλιστές συμμάχους της, έκανε τα πάντα για την ποδηγέτηση, για να μην εκφραστεί στους συσχετισμούς η υπεροχή των ταξικών δυνάμεων, που δρούσαν με μπροστάρηδες τους κομμουνιστές.
Το σωματείο στα χέρια των εργατών
Οι αρχαιρεσίες έγιναν στις 8 Μάρτη 1964. Από τους χίλιους εργάτες ψηφίζουν οι 318, αναδεικνύοντας συνδικαλιστές αγωνιστές. Ο πρώην πρόεδρος Μαγκλάρας πήρε μόλις 19 ψήφους.
Από τις πρώτες ενέργειες της νέας διοίκησης είναι η αποστολή εγγράφου στον υπουργό Εργασίας, στις 2 Απρίλη 1964. Σε αυτό παρουσίαζε τις άθλιες συνθήκες που επικρατούσαν στο εργοστάσιο, ζητώντας από την κυβέρνηση να πάρει μέτρα.
Ενδεικτικό είναι το παρακάτω απόσπασμα από το έγγραφο αυτό: «Η επιχείρηση επιβάλλει στους εργαζόμενους να εργάζονται πέραν του 8ωρου και επιπλέον συνεχή εργασίαν με κόντρα βάρδια ολόκληρον (16ωρο). Με τον ίδιο τρόπο χρησιμοποιεί γυναίκες στην Γ' βάρδια, από τις 2 μ.μ. έως και τις 6 π.μ. Επιβάλλει πρόστιμα και αργίες με διάφορες προφάσεις επιτυγχάνοντας έτσι την τρομοκράτηση των εργαζομένων, παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει εσωτερικώς κανονισμός (...) Η αίθουσα εστίασης παραμένει κλειστή».
Παράλληλα, η διοίκηση του σωματείου συγκάλεσε γενική συνέλευση στις 12 Απρίλη, στην οποία συμμετείχαν πάνω από 500 εργαζόμενοι, και τους ενημέρωσε για τις ενέργειές της.
Οργάνωση και ταξική αντοχή
Η διοίκηση συγκάλεσε νέα γενική συνέλευση στις 10 Μάη 1964, η οποία ήταν μεγαλύτερη από την προηγούμενη σε συμμετοχή. Οι συνδικαλιστές ενημέρωσαν τους εργαζόμενους ότι εκπρόσωπος της εργοδοσίας είχε δώσει σε τρεις από αυτούς από 1.000 δραχμές, για να τους δωροδοκήσει.
Η γενική συνέλευση αποφάσισε να γίνει 48ωρη απεργία που θα ξεκινούσε στις 12 Μάη και εξέλεξε για αυτό 11μελή απεργιακή επιτροπή, από τα οποία τα πέντε μέλη ήταν γυναίκες. Η ίδια επιτροπή ανέλαβε να επιστρέψει στην εργοδοσία «τα μολυσμένα και άτιμα» λεφτά.
Το σύνολο των περίπου 1.000 εργαζομένων πήρε μέρος στην απεργία και η εργοδοσία δεσμεύθηκε να ικανοποιήσει τα αιτήματά τους: Πέντε δραχμές στο σύνολο του προσωπικού για κάθε μέρα εργασίας, άνοιγμα του εστιατορίου, καταβολή των μεροκάματων που είχαν παρακρατηθεί για τις μέρες ασθένειας, αυστηρά εφαρμογή του νόμου περί 8ωρου κ.ά.
Ομως, ο ιδιοκτήτης Καρέλλας κάθε άλλο παρά τήρησε τη συμφωνία. Οι κλωστοϋφαντουργοί αντιδρώντας κλείστηκαν στο εργοστάσιο στις 9 Ιούνη και κήρυξαν απεργία πείνας, με αίτημα την εφαρμογή της συμφωνίας.
Την επομένη της λήξης της απεργίας διαψεύσθηκαν οι συκοφαντίες που είχαν διαδοθεί από την εργοδοσία ότι οι απεργοί κατέστρεφαν το εργοστάσιο. Μηχανικοί και προϊστάμενοι του εργοστασίου διαβεβαίωσαν ότι «δεν είχε σπάσει ούτε μια κλωστή».
«Δημοκρατία θέλετε; Πάρτε την!»
Και πάλι όμως η εργοδοσία συνέχισε τις προκλήσεις, με αποκορύφωμα την αιφνιδιαστική απόλυση 12 εργαζομένων, μεταξύ των οποίων και ολόκληρης, πλην ενός, της διοίκησης του Σωματείου στις 17 Ιούλη. Παρά τις προσπάθειες που έγιναν για ανάκληση των απολύσεων, ο Καρέλλας στάθηκε αδιάλλακτος.
Στις 21 Ιούλη, οι κλωστοϋφαντουργοί ξανακατέβηκαν σε απεργία πείνας και κλείστηκαν στην αίθουσα του εστιατορίου και των αποδυτηρίων. Η εργοδοσία ισχυρίστηκε ψευδώς ότι οι απεργοί εμπόδιζαν την είσοδο σε εργαζόμενους που ήθελαν να εργαστούν, προκειμένου να προκαλέσει την επέμβαση της αστυνομίας. Ομως ο εισαγγελέας που κλήθηκε, δεν επιβεβαίωσε τις καταγγελίες του εργοδότη.
Παρ' όλα αυτά, ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις περικύκλωσαν το εργοστάσιο απαγορεύοντας τόσο την είσοδο, όσο και την έξοδο από αυτό. Οι αστυνομικές δυνάμεις έφεραν πλήρη πολεμική εξάρτυση και στις τέσσερις γωνίες του εργοστασίου είχαν τοποθετηθεί πολυβόλα.
Στις 22 Ιούλη πολυμελής αντιπροσωπεία από συνδικαλιστές και εκπροσώπους δήμων πήγε στην Αθήνα για να συναντηθεί με τον υπουργό Εργασίας Μπακατσέλο. Τη μέρα εκείνη η αστυνομία επιτέθηκε στους απεργούς που βρίσκονταν μέσα στο εργοστάσιο κάνοντας χρήση δακρυγόνων, αντλιών νερού, γκλομπς ακόμα και πυροβόλων όπλων. Το αποτέλεσμα ήταν να χτυπηθούν και να τραυματιστούν δεκάδες εργαζόμενοι. Καταγγελίες εργατών ανέφεραν ότι αστυνομικοί την ώρα που χτύπαγαν φώναζαν: «Δημοκρατία θέλετε; Πάρτε την!».
Η επίθεση της αστυνομίας προκάλεσε πλήθος αντιδράσεων από συνδικάτα που ζητούσαν να ικανοποιηθούν τα αιτήματα των απεργών και να τιμωρηθούν και οι υπεύθυνοι για την επίθεση.
Μετά από αυτά τα γεγονότα, το σωματείο διαλύθηκε. Στο εργοστάσιο ανέλαβε νέος γενικός διευθυντή, ο οποίος προσέλαβε για εργάτες ανθρώπους από την επαρχία που ζούσαν από τα χωράφια, χωρίς καμιά εμπειρία και επαφή με το εργατικό κίνημα.
Τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης έγιναν δύο προσπάθειες να επανασυσταθεί το σωματείο όμως πριν καταφέρουν να μαζευτούν οι απαιτούμενες 21 υπογραφές απολύονταν όσοι είχαν ήδη υπογράψει. Τελικά, το σωματείο φτιάχτηκε αρχές της δεκαετίας του 1980 και το 1984, είκοσι χρόνια μετά, έγινε η πρώτη απεργία.
Ο αντιλαϊκός ρόλος της κυβέρνησης
Η κυβέρνηση Παπανδρέου δεν έκανε τίποτα για να ικανοποιήσει τους απεργούς αλλά και να τιμωρήσει, όπως οι απεργοί ζητούσαν, τους ενόχους της επίθεσης. Αντιθέτως, κινήθηκε μια άμεση διαδικασία δίωξης εργαζομένων και συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Ο πρόεδρος της κυβέρνησης Γεώργιος Παπανδρέου αρκέστηκε υποκριτικά να δηλώσει την αποδοκιμασία του για τις βιαιότητες της χωροφυλακής, κάνοντας ταυτόχρονα κήρυγμα στην εργατική τάξη ότι μπορεί να διεκδικεί μόνο «με όλα τα νόμιμα μέσα (...) αλλά δεν δικαιούται να τα επιβάλλει διά της βίας». Μια δήλωση που όχι μόνο αποδεχόταν τις εργοδοτικές συκοφαντίες, αλλά επιπλέον συσκότιζε το γεγονός ότι νόμος στον καπιταλισμό είναι το συμφέρον των κεφαλαιοκρατών.
Παραπομπή:
1. Κωνσταντίνος Πόγκας, «Λαύριο, το εργατικό κίνημα τη δεκαετία του 1960».